• Οι τρεις θάνατοι του Ελεύθερου Επαγγελματία*

    Λίγο πριν την επέλαση της πανδημίας, το είχε πάρει το αυτί μου.  Εκείνη την μέρα έτυχε να κάνω μια βόλτα στην αγορά και κοντοστάθηκα για να ακούσω την συνέχεια.  Ήταν μια γυναίκα που χρησιμοποίησε με χαμόγελο την φράση: «τώρα που τελείωσε η οικονομική κρίση…» ενώ ο κόσμος τριγύρω κουνούσε το κεφάλι συμφωνώντας μαζί της, συνεχίζοντας τα ψώνια.  Ναι, είμαι σίγουρη ότι είχα ακούσει το «τώρα που τελείωσε η οικονομική κρίση».  Ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα από εκείνες που σε γεμίζουν αισιοδοξία χωρίς συγκεκριμένο λόγο, μόνο και μόνο επειδή υπάρχεις, είσαι υγιής και συνεχίζεις να ελπίζεις ότι όλα θα πάνε καλά.

    Δεν έχει σημασία αν είχε πραγματικά τελειώσει η οικονομική κρίση (δεν είχε φυσικά) ή αν όλα ήταν ωραία τακτοποιημένα στο μυαλό των ανθρώπων που άρθρωναν λεκτικά τέτοιου είδους προτάσεις.  Στο πεδίο των ελεύθερων επαγγελματιών, φτάνει που οι ίδιοι δειλά δειλά είχαν αρχίσει να το πιστεύουν.  Φτάνει που είχαν αρχίσει να ξαναπιστεύουν ή να έχουν εμπιστοσύνη εκ νέου στον κόσμο, στο περιβάλλον που ζούσαν και δραστηριοποιούνταν.  Φτάνει που η διάθεσή τους είχε ανέβει, που είχαν αρχίσει να προβάλλουν τον εαυτό τους στο μέλλον, που έκαναν όνειρα και σχέδια και μικρές επενδύσεις εδώ κι εκεί.  Φτάνει που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν ήταν αυτή της ματαίωσης και της αγανάκτησης και που η ψυχολογία φάνταζε ξανά δυνατή, άτρωτη, έτοιμη να ενώσει δυνάμεις με την οικονομική ζωή και την ανάπτυξη.

    Και μετά ήρθε ο COVID19, ε και ξέρετε την συνέχεια.  ‘Η μάλλον κανείς μας δεν την ξέρει και είναι τέτοια η πανδημική άγνοια για την επόμενη ημέρα, τόσο απόλυτη, οικουμενική και χωρίς προηγούμενο, που πραγματικά βρίσκεται εδώ για να σαρώσει το μέσα μας πολύ περισσότερο από αυτά που θα αποτελειώσει ο ίδιος ο κορονοϊός.

    Είναι τόσο απελπιστική η πραγματικότητα για τον ελεύθερο επαγγελματία που σε πιάνει νευρικό γέλιο για να επιβιώσεις ψυχολογικά.  Μέσα σε δέκα χρόνια έχουμε ποδοπατηθεί τουλάχιστον τρεις φορές.  Αρχικά με τον ακήρυχτο πόλεμο που εκδηλώθηκε μέσω των φοροεπιδρομών, τότε που θεωρούμασταν ένοχοι ακόμα και για τα τυχόν χιλιάρικα που φυλάγαμε κάτω από το στρώμα, καθώς όλα, όλα έπρεπε να «επενδυθούν» στις συντεχνίες.  Μέσα από την προπαγάνδα και την δαιμονοποίηση της ελευθερίας, είχε αρθεί κάθε δικαίωμα στην ιδιοκτησία, την εργασία ή την παραγωγή πλούτου για οποιοδήποτε άλλο σκοπό εκτός από την εξυπηρέτηση του κράτους.  Άδειασαν τραπεζικοί λογαριασμοί, σεντούκια και τσέπες με ένα απόλυτα ιδεολογικό τρόπο, που πότε ονομαζόταν αλληλεγγύη και πότε φορολογική συνείδηση.  Και άδειασαν πρωτίστως από ανθρώπους που δεν είχαν μάθει να χρωστάνε, που δεν έκαναν έξοδα περισσότερα από αυτά που άντεχε το πορτοφόλι τους, που πλήρωναν πρώτα τους υπαλλήλους τους και μετά ζούσαν οι ίδιοι.  Αυτοί έσυραν πρώτοι τον χορό του Ζαλόγγου.  Αλλά επειδή ο θάνατος του εμποράκου δεν ήταν αρκετός, έπρεπε να έρθουν τα capital control για να πιαστούν στην φάκα κι άλλοι κλάδοι, οι βιομηχανίες, οι εξαγωγές και οποιοσδήποτε έκανε το λάθος στην Ελλάδα να dream big.  Ποτέ κανένας δεν τους ζήτησε συγνώμη για το γεγονός ότι τους κατέστρεψε όχι την επιχείρηση αλλά το ηθικό.  Για το γεγονός ότι τους έκοψε τα πόδια, τους κατέστησε αναξιόπιστους ή τους έδιωξε – ποιους;  Αυτούς που σήκωναν στις πλάτες τους τον παραγωγικό ιστό.

    Και τώρα, πάνω που είπαμε να πάρουμε μια ανάσα!  Ούτε καν βαθιά, να μια ανασούλα δοκιμαστικής επανεκκίνησης: δεν προλάβαμε να βγάλουμε το κεφάλι και πεθαίνουμε, πότε κυριολεκτικά και πότε σε κάθε άλλο επίπεδο λειτουργικότητας.  Κανένας δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει την πανδημία, αλλά υπήρχαν χίλιες δυο άλλες παράμετροι που θα μπορούσαν να μην μας έφταναν ήδη εξαθλιωμένους στο κατώφλι της υγειονομικής κρίσης.

    Τα επιδόματα είναι ένα ηρεμιστικό χάπι περιορισμένης ισχύος, η αναβολή πληρωμών για το μέλλον μια βραδυφλεγής βόμβα τοποθετημένη στα θεμέλια της ύπαρξης της αγοράς.  Η κοινωνική συνοχή θα δοκιμαστεί υπό την πίεση της πραγματικότητας – αυτός που σήμερα συνεργάζεται μένοντας στο σπίτι για να προστατέψει και να προστατευτεί, αύριο θα μπει σε κατάσταση «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» επειδή δεν θα εργάζεται.  Τόσα χρόνια η πράξη της αποταμίευσης ήταν το πιο σύντομο ανέκδοτο, τώρα ψάχνουμε να δούμε αν έμεινε τίποτα από τα έτοιμα για να περάσουμε τον μήνα.  Κάποιοι βρίσκονται στο πένθιμο στάδιο του παζαρέματος με την κυβέρνηση για τυχόν στήριξη αλλά οι περισσότεροι γνωρίζουμε ότι φέτος τουλάχιστον δεν πρόκειται να συντελεστεί καμία Ανάσταση.

    Θα πρέπει να μας επιτραπεί να είμαστε περισσότερο ελεύθεροι και περισσότερο επαγγελματίες (το αντίθετο του κρατιστή δηλαδή) προτού ξεκινήσουμε να μιλάμε για την λύση της επόμενης μέρας.

     

    * Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.  Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο MarketNews.gr στις 25 Απριλίου 2020.

  • Απελευθερώνοντας την Παιδεία


    *Του Πέτρου Ιωάννη Παρασκευόπουλου

    Ενόψει των συνθηκών που επικρατούν σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας παιδείας λόγω του ιού, με την μαζική χρήση τηλεκπαίδευσης, την παράλληλη αποτυχία των κουπονιών της τηλεκατάρτισης των επιστημόνων καθώς και μία σειρά από νομοσχέδια που αναμένονται για τις δομές εκπαίδευσης, είναι θεμιτό να αξιολογήσει κανείς το πού βρίσκονται οι διάφορες μεταρρυθμίσεις σε ότι αφορά στην ποιότητα της διδασκαλίας στην Ελλάδα σήμερα.

    Σε πρώτο στάδιο, η εύκολη λύση θα ήταν να αναγνωρίσει κανείς θετικό πρόσημο σε διατάξεις όπως είναι η εξίσωση πτυχίων των αναγνωρισμένων ιδιωτικών κολλεγίων, που θα δώσει τη δυνατότητα σε χιλιάδες συμπολίτες να αποκτήσουν πρόσβαση σε θέσεις εργασίας που προηγουμένως ήταν απροσπέλαστες, σε αντίθεση με το να τους εξωθούμε στο εξωτερικό. Παρομοίως ενθαρρυντική – ανάμεσα σε άλλες – είναι η εικόνα που αφορά στην αύξηση των πρότυπων πειραματικών σχολείων, στην εισαγωγή πολλαπλού σχολικού βιβλίου και στην είσοδο του μαθήματος της σεξουαλικής αγωγής και της επιχειρηματικότητας.  Το πρόβλημα παρόλα αυτά, με όσες αλλαγές έχουν γίνει ή αναμένεται να πραγματοποιηθούν, είναι διττό: χρειάζεται να θίξουμε αφενός την χρόνια εξάρτηση που έχει η δημόσια εκπαίδευση από τη συνήθως αργή πολιτική βούληση του εκάστοτε υπουργείου, αφετέρου την έλλειψη επιλογών των οικογενειών που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία/ξένα πανεπιστήμια.  Μέρος του προβλήματος είναι επίσης το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση της ΕΕ σε ότι αφορά στο ποσοστό της δαπάνης στην παιδεία ως ποσοστό της συνολικής δημόσιας δαπάνης.

    Μια ευρύτερη ανακατανομή δαπανών από τις δημόσιες υπηρεσίες και το ασφαλιστικό στην έρευνα και την παιδεία αποτελεί το δημοσιονομικό κομμάτι της λύσης.  Η δυσκολότερη αλλά ουσιαστικότερη πρόταση όμως έχει να κάνει με την αποχώρηση του κεντρικού κράτους ως σχεδιαστή και την μετατροπή του από πάροχο εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε καταναλωτή τους.

    Καταναλωτή λοιπόν όπως με το αποσυρμένο πρόγραμμα τηλεκατάρτισης των επιστημόνων μέσω voucher; Όχι διότι εκεί μιλάμε για μια διαδικασία-ανέκδοτο στην οποία η ομάδα αξιολόγησης συστημάτων τηλεκατάρτισης του Υπουργείου Εργασίας ενέκρινε μονάχα 7 συνεργαζόμενες επιχειρήσεις από περίπου 400 παρόχους κατάρτισης δια βίου μάθησης διότι οι υπόλοιποι υποτίθεται δεν πληρούσαν τις τεχνολογικές προδιαγραφές.  Ανεξάρτητα του κατά πόσον υπήρχαν σχέσεις ημετέρων μεταξύ στελεχών του υπουργείου εργασίας και των 7 επιχειρήσεων ή όχι, βασική προϋπόθεση προκειμένου να λειτουργήσει η αγορά της εκπαίδευσης είναι η ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σε μεγάλο αριθμό εν δυνάμει δασκάλων.

    Μία αντίστοιχη μεταρρύθμιση σε όλες τις βαθμίδες παιδείας όπου το κράτος θα έδινε τη δυνατότητα στους εκπαιδευόμενους να επιλέξουν ελεύθερα όποιο σχολείο θέλουν, δημόσιο ή ιδιωτικό, βάση των μαθησιακών αναγκών τους (πχ. έφεση στην πληροφορική) θα είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση το υπουργείο παιδείας να δίνει πρόσβαση σε πληροφορίες για την ποιότητα παρεχόμενης εκπαίδευσης, χωρίς να δημιουργεί εμπόδια εισόδου στην αγορά. Επιπρόσθετα, η παροχή χρηματοδότησης απευθείας στους γονείς παιδιών θα μετέφερε και την ευθύνη της οικονομικής διαχείρισης – όπως με τις προσλήψεις καθηγητών – απευθείας στους δήμους (αποκέντρωση όπως πχ συμβαίνει στη Φινλανδία), κάτι το οποίο γίνεται τώρα μονάχα σε ότι αφορά στις επισκευές κτηριακών μονάδων. Οι δήμοι θα έθεταν, συνεπώς, το κόστος της φοίτησης και παράλληλα θα συνεργαζόντουσαν με το εκπαιδευτικό προσωπικό των δημόσιων σχολείων της κοινότητας για το πρόγραμμα σπουδών.

    Γιατί θα ήταν ένας κόσμος στον οποίο το κράτος αφήνει ελεύθερα διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα να συνυπάρχουν καλύτερος? Πρώτον διότι θα έδινε τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέγουν ελεύθερα σχολικά βιβλία καθώς και μεθόδους διδασκαλίας, εκτοξεύοντας το κίνητρο να διδάξουν αντί να προτείνουν μονάχα βοηθήματα. Δεύτερον σημαντικά περισσότεροι γονείς θα μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, βελτιώνοντας το βαθμό της κοινωνικής εξέλιξης. Τρίτον, θα υπήρχε ορθολογική κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού καθώς και των πόρων της κάθε μονάδας η οποία εξαρτάται αυτή τη στιγμή από τη βούληση του υπουργείου. Τέταρτον, η επιχορήγηση θα ερχόταν ως ανταμοιβή στις σχολικές μονάδες που θα προσέλκυαν μαθητές βάση των αποτελεσμάτων τους, μεταφέροντας την ευθύνη της διδασκαλίας από τα φροντιστήρια και ιδιαίτερα στα ίδια τα σχολεία.  Τέλος, παρόλο που κάτι τέτοιο θα έπαιρνε χρόνο, θα είχαμε σημαντικά καλύτερη απορρόφηση παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες/ιδιαιτερότητες, καθώς αυτή τη στιγμή τα μοναδικά σχολεία που έχουν το κίνητρο να προσφέρουν εξιδεικευμένες υπηρεσίες είναι ένας μικρός αριθμός ιδιωτικών.

    Συνοψίζοντας, η αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος από ένα το οποίο έχει τις ίδιες προδιαγραφές για όλους και λειτουργεί top-down ως πολιτικό λάφυρο σε ένα στο οποίο το κράτος χρηματοδοτεί απευθείας τους εκπαιδευόμενους απαιτεί και μια αλλαγή πολιτισμού σε ότι αφορά στις πρωτοβουλίες που είναι διατεθειμένα να πάρουν τα δημόσια σχολεία. Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα έπαιρνε χρόνο αλλά ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη λογοδοσία προς όφελος των μαθητών.

    * Ο Πέτρος-Ιωάννης Παρασκευόπουλος είναι Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Marketnews.gr στις 15 Μαρτίου 2020

  • Η ανάγκη ενός βασικού εισοδήματος για όλους χωρίς προϋποθέσεις*

    Την περασμένη εβδομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κογκρέσο ενέκρινε δύο δόσεις 1200 δολαρίων  για όσους έχουν εισοδήματα μέχρι 75 χιλιάδες δολάρια το χρόνο. Αντίστοιχες συζητήσεις έχουν γίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο ενώ στη χώρα μας, μέσα στον Απρίλιο, οι εργαζόμενοι επιχειρήσεων των οποίων η λειτουργία ανεστάλη θα λάβουν 800 ευρώ, 600 ευρώ οι επιστήμονες και πιθανότατα άλλα 600 ευρώ σε δόσεις οι αυτοαπασχολούμενοι.

    Η συγκεκριμένη διαδικασία που λαμβάνει χώρα μέσω της νέας ιστοσελίδας supportemployees.yeka. gr, συμπεριλαμβάνει δύο βήματα, ένα εκ μέρους των εργοδοτών και ένα εκ μέρους των εργαζομένων. Η αλήθεια είναι ότι στην κατάσταση της έκδηλης οικονομικής, υγειονομικής καθώς και κοινωνικής ανασφάλειας την οποία βιώνουμε, αυτή η επιχορήγηση είναι απολύτως απαραίτητη προκειμένου να επιβιώσει ο κόσμος. Όλα στο πλαίσιο μιας καραντίνας η οποία έχει άγνωστη ημερομηνία λήξης.

    Μόλις προσπεράσει κανείς τα ποσά όμως, διαπιστώνει μια σειρά από προβλήματα τόσο για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους όσο και για τους ελεύθερους επαγγελματίες.

    Παρόλο που το Ελληνικό κράτος έχει προβεί σε μια σειρά γενναίων ενεργειών ψηφιοποίησης των διαδικασιών του – όπως για παράδειγμα την άυλη συνταγογράφηση – δεν παύει αυτή η βοήθεια να δένει τα χέρια στις ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες απαγορεύεται να προβούν σε απολύσεις αν και οι εργαζόμενοί τους είναι πρακτικά άνεργοι. Συνεπώς μηδενική ελευθερία υπάρχει προκειμένου αυτές να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες; αντιθέτως ακόμα περισσότεροι κανονισμοί μπαίνουν στον ήδη πολύπλοκο και συχνά φεουδαρχικό εργασιακό κώδικα της χώρας μας.  Όσες επιχειρήσεις δε διαθέτουν οικονομικούς συμβούλους, γνωρίζουν ότι έρχεται λουκέτο καθώς λίγες θα είναι ικανές να επιβιώσουν αποκλειστικά μέσω του διαδικτυακού εμπορίου.

    Αντίστοιχα, εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης όπως στην περίπτωσή μου (εργάζομαι σε ιδιωτικό σχολείο) φοβούνται να προβούν σε παράλληλη εργασία από το σπίτι (όπως ιδιαίτερα online) μη τυχόν και χάσουν το ποσό των 800 ευρώ. Ταυτόχρονα, οι αυτοαπασχολούμενοι προβλέπουν πόσο θα συρρικνωθεί η εκάστοτε αγορά εν μέσω της πανδημίας και αναρωτιούνται για το αν θα διακόψουν το επάγγελμά τους ή όχι, προκειμένου να γλιτώσουν μελλοντικές εισφορές.

    Όπως με κάθε επίδομα που δίνει το κράτος κατά καιρούς, εκείνοι που χρειάζονται τη βοήθεια περισσότερο βρίσκουν μπροστά τους εμπόδια ενημέρωσης (ιδίως οι ηλικιωμένοι που έχουν μονάχα τη τηλεόραση), φόβου απώλειας του επιδόματος και αβεβαιότητας για μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση καθώς και γραφειοκρατίας, έστω και ψηφιακής.

    Ένα βασικό εισόδημα για όλους χωρίς προϋποθέσεις το οποίο θα καταβάλλεται κάθε μήνα δεν θα επέλυε τις χρόνιες στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, ούτε φυσικά θα ήταν δημοσιονομικά εφικτό να είναι στο ύψος των 800 ευρώ. Από την άλλη, θα πρόσφερε πέντε πράγματα: πρώτον μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη ασφάλεια στους πολίτες, ιδίως σε εκείνους με επισφαλή εργασία ή σε όσους προσπαθούν ηρωικά να προσφέρουν εθελοντική εργασία αυτό τον καιρό. Δεύτερον, κανένα κενό βοήθειας σε μη-ευνοημένες κοινωνικές ομάδες καθότι όλοι θα το λαμβάνουν. Τρίτον, τη δυνατότητα να κυνηγήσουν πρόσθετη εργασία έστω και ολιγόωρη χωρίς να φοβούνται ότι θα χάσουν τη βοήθεια. Τέταρτον την καλύτερη κατανομή δημοσίων πόρων καθότι παύει να υπάρχει η ανάγκη φυσικών δημόσιων υπηρεσιών που να επεξεργάζονται αιτήσεις, συνεπώς περισσότερα χρήματα για όσους τα χρειάζονται. Τέλος, θα επέτρεπε στο κράτος να απλοποιήσει την εργασιακή νομοθεσία τόσο στο κομμάτι των απολύσεων όσο και σε ζητήματα όπως το ελάχιστο χρονικό περιθώριο που οφείλει ένας εργαζόμενος να ενημερώσει τον εργοδότη όταν σκοπεύει να αποχωρήσει οικειοθελώς.

    Συνολικά, ένα βασικό εισόδημα για όλους στη θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας των υπαρχόντων επιδομάτων θα απέτρεπε ακραίες περιπτώσεις φτώχειας και θα ενδυνάμωνε την παραγωγική δραστηριότητα, τόσο εν μέσω της κρίσης όσο και αφού τελειώσει αυτή.

     *  Ο Πέτρος Παρασκευόπουλος είναι Μέλος της Συντονιστικής επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.  Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο liberal.gr, στις 7 Απριλίου 2020.

  • Η ψυχική υγεία σε καιρούς πανδημίας*

    Η ευαλωτότητα αναφέρεται σε εκείνο το όριο ανάμεσα στο αίσθημα της ασφάλειας που χρειάζεται να νιώθουν οι άνθρωποι προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν στην καθημερινότητά τους και στον φόβο μιας ενδεχόμενης κατάρρευσής τους σε δύσκολους καιρούς.  Είναι μια εσωτερική κατάσταση, εγγενής ή επίκτητη, μια «μέση» στην οποία κάποιος μπορεί να εγκλωβιστεί, είτε επειδή έχει βιώσει ένα τραυματικό γεγονός στο παρελθόν, είτε επειδή ανησυχεί για το τι θα φέρει το μέλλον.  Το να είσαι ευάλωτος δεν σημαίνει απαραίτητα οργανική αδυναμία αλλά μπορεί να σημαίνει ψυχολογική απουσία: μια έλλειψη από τα ψυχικά αποθέματα που επιτρέπουν σε κάποιον να διανύσει μια δύσκολη συγκυρία χωρίς δραματικές επιπτώσεις.  Πρόκειται για ένα ψυχοκοινωνικό ρίσκο που μπορεί με την βοήθεια όλων μας να οδηγήσει στην ομαλή προσαρμογή ή να πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις.

    Πολλοί είμαστε ευάλωτοι σε μια δυσάρεστη είδηση, ένα τραγικό γεγονός, μια ανατροπή στην ρουτίνα.  Δεν μιλάμε για το σοκ και την θλίψη που φυσιολογικά αισθάνεται κάποιος μετά από ένα συμβάν.  Μιλάμε για το μούδιασμα, την αμηχανία και τα υψηλά επίπεδα στρες που ενδέχεται να φωλιάσουν για πολύ καιρό στην ψυχή κάποιου με τρόπο που να τον καταστήσουν ανήμπορο να συνεχίσει να ζει με την ποιότητα που είχε πριν το συμβάν.  Στην περίπτωση μιας πανδημίας, ο καταιγισμός των πληροφοριών και των – πολλές φορές – αντικρουόμενων μηνυμάτων που λαμβάνουμε ο ένας από τον άλλο και μέσω των ΜΜΕ, βάζουν σε κίνδυνο την ψυχολογική συγκρότηση πολλών ανθρώπων, πόσο μάλλον όταν αυτοί οι άνθρωποι ήδη ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού: άτομα με ψυχικές νόσους, ηλικιωμένοι με πολλαπλά προβλήματα υγείας, άνθρωποι που ζουν στο κοινωνικό περιθώριο, μετανάστες-πρόσφυγες, θύματα φυσικών καταστροφών, παιδιά κ.λ.π  Τι κάνεις όταν δεν είσαι παρατηρητής του πόνου των άλλων, αλλά κινδυνεύεις και ο ίδιος να συμπεριληφθείς σε ένα κατάλογο θυμάτων;  Πώς μπορείς να βοηθήσεις και να βοηθηθείς;

    Έρευνες δείχνουν ότι οι ψυχολογικές αντιδράσεις σε διαστήματα κατά τα οποία πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας, ποικίλλουν.  Δυστυχώς, οι ευπαθείς ομάδες κινδυνεύουν από παράπλευρες απώλειες, αφού τα συμπτώματα αβοηθησίας και πανικού γιγαντώνονται για να τους συμπεριλάβουν γρηγορότερα από ότι συμβαίνει με τους ανθρώπους που έχουν καλλιεργήσει ψυχική ανθεκτικότητα και ευελιξία στις αντιδράσεις.  Αλλά πώς καλλιεργεί κανείς τα παραπάνω;  Η ψυχική υγεία σε καιρούς χαλεπούς έχει τον χαρακτήρα προληπτικών μέτρων και είναι κάτι για το οποίο οφείλουμε να μεριμνήσουμε έγκαιρα.

    Ας ξεκινήσουμε από τα πρώτα σημάδια.  Διαφορετικές απειλές κατά της ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ενεργοποιούν διαφορετικά κουμπιά κινδύνου μέσα μας.  Σίγουρα οι άνθρωποι αισθάνονται περισσότερο εκτεθειμένοι μπροστά σε κινδύνους τους οποίους δεν έχουν ξανασυναντήσει ως πληροφορία ή προοπτική, όπως συμβαίνει σήμερα με τον κοροναϊό.  Η προηγούμενη εμπειρία παίζει ρόλο στην ικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε ευκολότερα.  Από την άλλη μεριά, η έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας μπορεί να καθυστερήσει την λήψη μέτρων, σε περιπτώσεις για παράδειγμα που αισθανόμαστε ότι «δεν θα συμβεί σε εμάς».  Οι αόρατες απειλές είναι δύσκολες στην διαχείρισή τους όσον αφορά σε έναν πληθυσμό που πρέπει να πείσουμε να προστατευτεί για να μην ζήσει τα χειρότερα.  Τα αποτελέσματα ερευνών μετά την γρίπη H1N1 του 2009, έδειξαν ότι ο πληθυσμός συμμορφώθηκε όταν άρχισε να αισθάνεται την απειλή να πλησιάζει τον καθένα προσωπικά, ανεξάρτητα από προηγούμενες δημόσιες εκκλήσεις συμμόρφωσης σε μέτρα.  Το αίσθημα απειλής στην πόρτα μας και η κοινωνική πίεση είναι οι δύο μεταβλητές που οδηγούν στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την προφύλαξη, παρόλο που δεν μπορούμε να μιλάμε για πρόληψη πια αλλά για αντίδραση σε γεγονότα.

    Πώς γίνεται να βρούμε την χρυσή τομή ανάμεσα στην διασπορά πανικού και στην αληθινή, ενημερωτική επικοινωνία που απαιτείται προκειμένου να λάβουμε μέτρα;  Η ύπαρξη μιας κεντρικής, έγκυρης και έγκαιρης πηγής ειδήσεων για την πανδημία σε κάθε χώρα είναι απαραίτητη προκειμένου να έχουμε ολόπλευρη ενημέρωση, με την συγκροτημένη βοήθεια ειδικών επί του θέματος.  Η υπερπληροφόρηση από αναξιόπιστες πηγές (που αποτελούν βασικά παραπληροφόρηση) έχει τραυματικά αποτελέσματα για τα επίπεδα άγχους του πληθυσμού, με περαιτέρω αρνητική επίδραση στις καθημερινές συνδιαλλαγές των ανθρώπων.  Υπάρχει η πρόληψη και υπάρχει δυστυχώς η ρατσιστική συμπεριφορά προς θύματα, οικογένειες, νοσούντες: για να προφυλαχθούμε χωρίς να προχωράμε σε ακρότητες, κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της κοινής γραμμής προς την μείωση των κρουσμάτων και την συντήρηση της υγείας του πληθυσμού, που θα ακολουθηθεί.

    Οι πανδημίες συχνά ξεπερνούν την ικανότητα ενός λαού να διαχειριστεί μια κατάσταση (όπως στην περίπτωση των Κινέζων σε καραντίνα που έσκουζαν πίσω από τα παράθυρα των κλειστών σπιτιών τους από απελπισία) και αυτό είναι κατανοητό.  Δεν μπορείς να μιλάς για δημόσια υγεία χωρίς να λαμβάνεις υπόψη τον φόβο των ανθρώπων μπροστά σε επικείμενο θάνατο και σίγουρα δεν μπορείς να παίρνεις ελαφριά την είδηση του επιβεβαιωμένου θανάτου – ας σκεφτούμε κι αυτούς που χάνουν συγγενείς και δεν μπορούν καν να τους κηδέψουν με τον τρόπο που γνώριζαν μέχρι εκείνη την στιγμή.  Οι πανδημίες αφήνουν κατάλοιπα από ψυχοτραυματικό στρες, κατανάλωση ψυχοδραστικών ουσιών και επιθετικότητα λόγω πολυήμερου εγκλεισμού και αναστολής των δράσεων ρουτίνας.  Τέλος, η απομάκρυνση από τις κοινωνικές συναναστροφές μάς αφήνει εκτεθειμένους σε αβεβαιότητα, μηρυκασμό των ίδιων αρνητικών σκέψεων και αίσθημα πνιγμού από την δραστική μείωση των επιλογών μας.

    Μπροστά στην εμπειρική αλήθεια δεν χωράνε πολιτικά παιχνίδια, μισές αλήθειες, ιδεοληψίες ή μεταφυσικά συμπεράσματα για ευρεία κατανάλωση: ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις και πρέπει να βασιστούμε στα επιστημονικά δεδομένα.  Έχουμε δρόμο μπροστά μας και χρειάζεται να τον βαδίσουμε με την ευθύνη της θέσης που έχει ο καθένας απέναντι στον εαυτό του και στο κοινωνικό σύνολο.

     *  Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.  Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο marketnews.gr, στις 14 Μαρτίου 2020.

     

     

  • Η σημασία ενός Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου και Μετανάστευσης*

    Δεν έχει μεγάλη σημασία που δεν έχουμε εθνική ομοψυχία με τις τελευταίες εξελίξεις στον Έβρο και στα νησιά του Αιγαίου.

    Δεν έχει μεγάλη σημασία που δεν συμφωνούμε αν πρόκειται περί ασύμμετρης απειλής, υβριδικού πολέμου, εισβολής ή, αντιθέτως, περί εκφασισμού της κυβέρνησης και της κοινωνίας (όπως θεωρεί η Αριστερά).

    Όσο και αν μας στενοχωρεί, δεν έχει μεγάλη σημασία η πρόσθετη βοήθεια 700 εκατομμυρίων ευρώ από την Ε.Ε. και η ενίσχυση της παρουσίας της FRONTEX. Γιατί το θέμα δεν είναι «να τα πάρουμε από τους Ευρωπαίους».

    Αυτό που έχει σημασία είναι ότι το κλίμα αλλάζει και μας δίνει την ευκαιρία να αλλάξουμε ριζικά το πλαίσιο διαχείρισης του προβλήματος.

    Η Ε.Ε. μέσω της επίσκεψης στον Έβρο των επικεφαλής της Επιτροπής, του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου καθώς και της Κροατικής Προεδρίας αναγνωρίζει ότι τα σύνορα της Ελλάδας είναι τα σύνορα της Ε.Ε. Η κυβέρνηση της ΝΔ πιστώνεται θετικά και το ότι δεν υποκύπτει στους εκβιασμούς και το ότι κέρδισε την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.

    Ναι, η Ε.Ε. απογοήτευσε και με το Δουβλίνο ΙΙΙ και με την αδυναμία συμφωνίας στον διαμοιρασμό των προσφυγικών ροών αναλογικά σε όλα τα Κράτη-Μέλη. Εξόργισε πολλούς η συμφωνία Ε.Ε.-Τουρκίας και, δυστυχώς, μία ενδεχόμενη στήριξη της Τουρκίας στον ρόλο της στην Συρία – όπως συζητείται μεταξύ ευρωπαϊκών πρωτευουσών – θα είναι εξόχως προβληματική.

    Την δεδομένη αυτή στιγμή η μόνη ουσιαστική πολιτική πρόταση υπέρ της Ελλάδος και υπέρ της ανθρώπινης και δίκαιης μεταχείρισης προσφύγων και μεταναστών είναι η φιλελεύθερη πρόταση: Περισσότερη Ευρώπη μέσω ενός ενιαίου Ευρωπαϊκού Συστήματος Ασύλου και Νόμιμης Μετανάστευσης στα πρότυπα των ΗΠΑ (ευρωπαϊκή μπλε κάρτα). 

    Ας δείξουμε κατανόηση σε αυτούς που ονειρεύονται grexit ή διάλυση της δυσλειτουργικής Ευρωπαϊκής Ένωσης ελπίζοντας να γίνουμε είτε σοσιαλιστικός παράδεισος τύπου Βενεζουέλας και Κούβας είτε φιλελεύθερος τύπου Ελβετίας και Σιγκαπούρης.

    Η τελειότητα στην άσκηση εξουσίας δεν μπορεί να υπάρξει και δεν χρειάζεται να υπάρχει. Για μία πραγματικά Ανοικτή Κοινωνία (που δυστυχώς πολλοί/ες παρερμηνεύουν ως Ανοικτά Σύνορα), το ερώτημα δεν είναι πως θα βρούμε τους τέλειους Ηγέτες, έγραφε ο Karl Popper. Αντίθετα, πρέπει να δημιουργήσουμε τις δομές και τις δικλείδες ασφαλείας που θα περιορίζουν την όποια ζημιά μπορούν να επιφέρουν ακόμα και οι χειρότεροι Ηγέτες.

    Ευτυχώς δεν χρειάστηκε να δούμε στην πράξη τι θα γινόταν αν στην υπάρχουσα κρίση είχαμε Υπουργό Άμυνας τον Πάνο Καμμένο ή έναν υποθετικό Υπουργό Μετανάστευσης από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

    Πρέπει να συμβάλλουμε στην δημιουργία μίας νέας και ενιαίας Ευρωπαϊκής Πολιτικής Ασύλου και Μετανάστευσης. Ας φανταστούμε πως η Διαχείριση Αιτημάτων Ασύλου σε επίπεδο ευρωπαϊκό θα αφαιρούσε την πίεση που ασκείται στις χώρες υποδοχής του Ευρωπαϊκού Νότου που λόγω της εκ των πραγμάτων αδυναμίας τους να βρουν μονομερώς λύσεις αποτελούν πρόσφορο έδαφος για δημαγωγούς και λαϊκιστές εθνικούς πολιτικούς.

    Ναι, λοιπόν, αυτό που έχει πλέον σημασία είναι η Ελλάδα να πρωτοστατήσει στην προώθηση μίας τέτοιας ευρωπαϊκής λύσης. Το πλαίσιο άλλαξε γιατί τόσο το πλειοψηφικό κέντρο στην Ελλάδα όσο και η νέα ηγεσία της Ε.Ε. συμπίπτουν στο ότι ούτε τα «ανοιχτά σύνορα» ούτε το «έξω οι ξένοι» αποτελούν επιλογές προς συζήτηση. Στο χέρι μας είναι να το παλέψουμε.

     

     *  Ο Ολύμπιος Ράπτης ζει στις Βρυξέλλες και ασχολείται με τα θέματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.  Είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.  Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Φιλελεύθερος στις 7 Μαρτίου 2020.    

  • Η εγκυμοσύνη στα σύνορα της μεταναστευτικής κρίσης

    Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη*

    Αυτό το κείμενο είναι αφιερωμένο στις γυναίκες που διανύουν τις μεταναστευτικές αποστάσεις σε κατάσταση εγκυμοσύνης, τις έγκυες που συναντάμε να βαδίζουν στις άκρες του δρόμου ή να βρίσκονται μεσοπέλαγα σε λέμβους που κινδυνεύουν να ανατραπούν: αυτές δηλαδή που απουσιάζουν από τις αναφορές, τις ιστορίες και τα παραδείγματα που μοιραζόμαστε μεταξύ μας.

    Συναντήσαμε μια τέτοια γυναίκα, ειδησεογραφικά, τις προηγούμενες ημέρες.  Την μάθαμε για την εγκυμοσύνη της και για το γεγονός ότι προπηλακίστηκε για την κατάστασή της και για την ηθική της υπόσταση (!) να «επιλέξει» να κυοφορήσει αν και μετανάστρια, βγαίνοντας στον πηγαιμό για μια καλύτερη τύχη.  Δεν έχει σημασία το όνομά της.  Ήταν μία γυναίκα και πολλές μαζί.  Ήταν η εικόνα που με έκανε να συνειδητοποιήσω ότι δεν έχουμε μπει στην διαδικασία να μάθουμε περισσότερα και να κατανοήσουμε την διπλά τραγική θέση της μητρότητας εν μέσω μεταναστευτικής κρίσης.  Και παρόλο που έχουμε ακούσει για τους πνιγμούς στην θάλασσα, τον ξεριζωμό των προσφύγων, έχουμε παρακολουθήσει φωτογραφικά τα βλέμματα των ανθρώπων που δεν αναζητά πια κανείς, εντούτοις δεν έχει γραφτεί ούτε μια γραμμή για τις μητέρες.

    Η φράση που χρησιμοποιήθηκε ενάντια στην μητέρα παρουσιάζει ψυχοκοινωνικό ενδιαφέρον από την άποψη ότι οι περισσότεροι από μας που δεν έχουμε ζήσει βίαιη μετακίνηση, που ζούμε σε δημοκρατικά περιβάλλοντα, σε καιρούς ειρήνης και σχετικής ευημερίας και που απολαμβάνουμε όλα τα ανθρώπινα δικαιώματα που προασπίζει η χώρας μας, θεωρούμε δεδομένο ότι μια γυναίκα έχει την επιλογή να «γκαστρώνεται» (sic) οικειοθελώς και μάλιστα πριν από ένα μεγάλο ταξίδι.  Έχει δηλαδή την επιλογή να προγραμματίζει το πότε θα γίνει μάνα και να ασκεί αυτή την επιλογή ελεύθερα.  Και όχι μόνο αυτό, αλλά παρόλο που αρκετές γυναίκες στην χώρα μας αποφασίζουν να καθίσουν στο σπίτι με άδεια από την υπηρεσία λόγω επαπειλούμενης εγκυμοσύνης, που έχουν μάνες, πεθερές και προσωπικό ιατρό πάνω από τα κεφάλια τους για στοργή, φροντίδα, πληροφορίες και προστασία, όλα για το μωρό-βασιλιά που φτάνει,  για τις μετανάστριες – αυτές τις άγνωστες των οποίων τις ιστορίες δεν γνωρίζουμε αλλά που βλέπουμε να κουβαλούν τα «βάρη» τους αδιαμαρτύρητα μέσα σε σκηνές, σε λάσπες, μέσα από τεράστιες αποστάσεις, μέσα σε πανικό και δακρυγόνα – κρατάμε την πιο αδιάλλακτη στάση: ας πρόσεχε.

    Το 2016, μια έρευνα του Πανεπιστημίου του Μιλάνου για την σεξουαλική βία προς τους μετανάστες-πρόσφυγες αποκάλυψε αρχικά το πώς αρκετές εγκυμοσύνες προκύπτουν καθ’ οδόν, κατόπιν βιασμού και εξαναγκασμού στο σεξ, με τις γυναίκες να φοβούνται να αναζητήσουν ιατρική συμβουλή, υποστήριξη ή βοήθεια για διακοπή εγκυμοσύνης,  επειδή ακριβώς απουσιάζει το περιβάλλον που θα προστατέψει και θα περιθάλψει τα θύματά του, πριν, κατά την διάρκεια και μετά.  Ταυτόχρονα, παραμένει άγνωστο το τι γίνεται με τις γυναίκες που «λιάζονται – εξαφανίζονται» (γνωστή φράση από το παρελθόν) πέφτουν δηλαδή ουσιαστικά θύματα trafficking.

    Οι γυναίκες που φτάνουν στα σύνορα των χωρών σε κατάσταση εγκυμοσύνης όμως ανήκουν σε επιπλέον κατηγορίες: άλλες βρίσκονται εκεί με κάποιον σύντροφο με τον οποίο ξεκίνησαν το ταξίδι μαζί, είναι δηλαδή παντρεμένες.  Ας μην ξεχνάμε, ακόμα κι αν φαίνεται σε μας όχι και τόσο ορθολογικό το να βάλεις στην μέση την δημιουργία οικογένειας ενόσω έχεις status πρόσφυγα, ότι οι θρησκευτικές και κοινωνικές πεποιθήσεις των ανθρώπων γύρω από το θέμα της οικογένειας και της γέννησης παιδιών, διαφέρουν.  Κάποιες γνωρίζουν και ερωτεύονται τους συντρόφους τους μέσα στα χοτ σποτ και τους καταυλισμούς στους οποίους περνούν τα χρόνια τους (εδώ αισθάνομαι ότι θα πρέπει να αφιερώσουμε ένα ξεχωριστό κεφάλαιο: ω ναι, η ζωή συνεχίζεται ακόμη και κάτω από τις λιγότερο ρομαντικές συνθήκες).  Αυτό ωστόσο που έχει σημασία να κατανοήσουμε, είναι το ότι οι εμπειρίες που οδηγούν σε εγκυμοσύνη είναι τόσο ηθελημένες από τις γυναίκες όσο και κατάληξη εξαναγκασμού, ενώ τα μέτρα αντισύλληψης είναι σχεδόν αστείο να τα υπονοήσεις σε ένα περιβάλλον στο οποίο είναι καταρχάς δυσεύρετα τα προϊόντα υγιεινής (όπως οι σερβιέτες), πόσο μάλλον τα προϊόντα προστασίας.  Με άλλα λόγια, οι γυναίκες έχουν πολύ μικρή επιλογή και λόγο σε σχέση με τις εγκυμοσύνες τους.

    Έχουμε όμως εμείς τεράστια επιλογή σε σχέση με τα λόγια που θα χρησιμοποιήσουμε για να τις περιγράψουμε ή σε σχέση με τα λόγια που δεν χρειάζεται να ξεστομίσουμε χαρακτηρίζοντάς τες.  Ο επιζήσας από το Ολοκαύτωμα και αργότερα Διευθυντής της Νευρολογικής Κλινικής  του νοσοκομείου Rothschild της Βιέννης Viktor Frankl, στο βιβλίο του Το Νόημα της Ζωής – στο οποίο εξιστορεί την φρικαλέα παραμονή του στο κολαστήριο του Άουσβιτς – γράφει για την τελευταία από τις ανθρώπινες ελευθερίες, αυτή που είναι αδύνατο να απολέσει κάποιος ακόμα και υπό ακραίες συνθήκες τρόμου, βασανιστηρίων ή απειλής αφανισμού: την ελευθερία της επιλογής της προσωπικής στάσης που θα κρατήσει απέναντι στα πράγματα.

    Μπορεί να βρίσκεσαι στο χείλος της καταστροφής, με το πιστόλι στον κρόταφο, να απειλείται η ζωή σου ή να έχεις χάσει ολόκληρη την οικογένειά σου.  Όμως ακόμα και τότε, υπάρχει κάτι που δεν μπορεί κανένας να αρπάξει από σένα.  Και αυτό δεν είναι άλλο από τον τρόπο που σκέφτεσαι και αντιδράς στις δεδομένες συνθήκες.  Η στάση μας σε καιρό κρίσης έχει την τελευταία λέξη και είναι αυτή που καθορίζει την ουσία του καθενός από μας.

    Η χώρα μας βιώνει μία ακόμα δοκιμασία από τις πολλές που μετράει ιστορικά.

    Δεν έχουμε πόλεμο αλλά χρειάζεται να προστατέψουμε τα σύνορά μας.  Δεν απειλείται η ζωή μας αλλά τεστάρονται έννοιες σύνθετες – η ενότητα, η ανθεκτικότητα, η ετοιμότητα και η ψυχραιμία – επειδή ζούμε καταστάσεις δυσανάλογης έκτασης και σοβαρότητας στην διαχείρισή τους από όσα είχαμε συνηθίσει μέχρι χθες.  Η αποδοχή της μεταβαλλόμενης πραγματικότητας και η διατήρηση της ανθρωπιάς μας, είναι μονόδρομος για όσους επιλέξουν τον ρεαλισμό.  Σε αντίθετη περίπτωση, οι εγκλωβισμένοι στα σύνορα ανάμεσα στον φόβο και την μισαλλοδοξία από την μία και στην προσαρμογή και την πρόοδο από την άλλη, θα είμαστε εμείς.

    * Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Marketnews.gr στις 5 Μαρτίου 2020

  • Η σιωπή των διορισμένων*

    Ανεξάρτητα από τις ελπιδοφόρες εξαγγελίες οποιουδήποτε κόμματος πριν την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας ή τις προεκλογικές υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις, υπάρχουν συνήθειες τις οποίες δεν μπορούμε να διανοηθούμε να αλλάξουμε με τρόπο που να εκπαιδεύει τις επόμενες γενιές να μη κοιτούν τους πολιτικούς στα χέρια.

    Δεν μιλάω μόνο για τον χρησιμοποίηση σε νευραλγικές θέσεις αυτών που υπερήφανα – και από σχετικά τρυφερή ηλικία – ταυτίζονται με την απεχθή κατηγορία «δικά μας παιδιά», την ομάδα δηλαδή των σημαιοφόρων κάθε παράταξης που μας δίνουν με τον φανατισμό τους μια γεύση του τι θα πάθουμε μόλις αυτή έρθει στα πράγματα (είναι πολύ φυσικό όταν επί χρόνια γαλουχείσαι με οπαδική πόλωση, να καταφεύγεις στο «εμείς και οι άλλοι»  την στιγμή ακριβώς που πρέπει να μεριμνήσεις για όλους τους πολίτες εξίσου).  Δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι οποιαδήποτε θετική αλλαγή μπορεί να επέλθει μέσα από μια τόσο σχέση αλληλεξάρτησης με την εξουσία, κατά την οποία ούτε η κυβέρνηση ούτε οι ψηφοφόροι της μπορούν να υπάρξουν χωριστά, γι’ αυτό και καταλήγουν να κάνουν ο ένας τα χατίρια του άλλου.

    Υπάρχει όμως μια πολύ πιο δύσκολη στην κατανόησή της ομάδα, αυτή που αποτελείται από τους ανθρώπους που θα μπορούσαν να ασκήσουν νηφάλια αντιπολίτευση, να εντοπίσουν τα λάθη, να λειτουργήσουν με μετριοπάθεια και να υιοθετήσουν μια συγκριτική προσέγγιση στα πράγματα με βάση την προηγούμενη εμπειρία και την γνώση του τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, απορρίπτοντας και τον ένα πόλο και τον άλλο.  Αυτό το είδος του πολιτικού ανθρώπου βρίσκεται υπό εξαφάνιση, γρήγορα, συστηματικά και με πρόγραμμα από την νόσο του διορισμού, μια κολλητική νόσο από την οποία η Ελλάδα δεν έχει δείξει ποτέ σημάδια ανάκαμψης.  Είναι ενδιαφέρον το πώς μια χώρα με τόσους ικανούς ανθρώπους, μπορεί να αντισταθεί σε όλα εκτός από το να ενδώσει σε ένα σάπιο σύστημα, ιδιαίτερα όταν οι ίδιοι αυτοί ικανοί άνθρωποι έχουν προηγουμένως συμφωνήσει ότι είναι πράγματι σάπιο.

    Ας δώσουμε ένα απλό, καθημερινό παράδειγμα: πώς γίνεται να ευαγγελίζεσαι ένα μικρότερο κράτος, βασισμένο σε σύστημα επιλογής αρίστων στελεχών (που έχουν οι κατακαημένοι καταθέσει και βιογραφικά για να εξυπηρετηθεί το αφήγημα), καταλήγοντας κομματικά διορισμένος (όχι δεν χρειαζόμαστε τόσους τομεάρχες, συμβούλους ή συντονιστές) με απόφαση που έχει τροποποιήσει η ίδια η εξουσία για να σε βολέψει;  Και τελικά ποιοι είναι οι άριστοι σε αυτή την χώρα: μήπως υπάρχει ένα πολύ ιδιαίτερο είδος αριστείας όπως ξεδιπλώνεται στον δρόμο προς τον διορισμό;

    Ποιος είναι περισσότερο έξυπνος, αυτός που τρυπώνει μέσα ή αυτός που παλεύει απέξω σαν τον Δον Κιχώτη, μειοψηφικό, εξαθλιωμένο, φτωχοποιημένο θύμα των επιθέσεων των κολαούζων της εξουσίας;  Κάποια στιγμή πρέπει να απαντηθεί αυτό το ερώτημα με γενναιότητα.

    Όσοι κόπτονταν για την ορθή λογική στο παρελθόν, εμφανίζονται σήμερα να είναι οι πιο σκληροπυρηνικοί αφισοκολλητές του πληκτρολογίου, αυτοί που κουνάνε το δάκτυλο σε όσους δεν έχουν ακόμα εξημερωθεί από το ναρκωτικό της κομματικής εύνοιας.  Ως προς την συμβολή τους όμως στην πρόοδο της χώρας, το σύστημα έχει φροντίσει να καταπιεί όλες τις προσπάθειες, να τις φιμώσει δια της μεθόδου της αφομοίωσης: η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού διορισμού και από την στιγμή που «επιλέγεσαι», δεν μπορείς παρά να σιωπήσεις στην αυθαιρεσία, στην αβελτηρία και στην υπερβολή.  Δεν μπορείς δηλαδή παρά να το βουλώσεις και να στηρίξεις το χέρι που σε ταΐζει ενώ ταυτόχρονα κουνάει την κούνια της προετοιμασίας των επόμενων εκλεκτών.

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Ο χουλιγκανισμός ως καριέρα

    *Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη

    Δέσποινα Λιμνιωτάκη

    Η προκλητική συμπεριφορά μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων που οδηγεί σε εκτεταμένα επεισόδια, βία ή και στην τέλεση εγκληματικών πράξεων, είναι ένα από τα δυσκολότερα στην διαχείρισή τους θέματα της Κοινωνικής Ψυχολογίας, με μικρή ερευνητική δραστηριότητα σε σχέση με άλλες διεργασίες. Κι αυτό, επειδή ο περισσότερος κόσμος που δεν ασχολείται επιστημονικά με την παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς λανθασμένα το κατατάσσει στα χαώδη κεφάλαια της ψυχολογίας της Μάζας ή της απεξατομικευμένης εμπειρίας (deindividuation), εκείνης δηλαδή της ψυχικής κατάστασης κατά την διάρκεια της οποίας ένα άτομο «χάνει» την προσωπική του ταυτότητα και βυθίζεται προσωρινά στην τυφλή υποταγή των όσων προστάζει το θυμικό και η στιγμή, η ιδεολογική πίστη του αγώνα και η παρόρμηση της παρέας των ομοϊδεατών του.

    Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν ισχύει απόλυτα για το φαινόμενο του χουλιγκανισμού το οποίο έχει βαθιές κοινωνικές καταβολές ενώ γεννιέται, αναπτύσσεται και ενίοτε κοιμάται (αλλά δεν πεθαίνει) εκτός γηπέδου και περιχώρων: είναι μια ενορχηστρωμένη διαστρωμάτωση πληθυσμού, ένας μικρόκοσμος που παρουσιάζει τις ομοιότητες οποιασδήποτε άλλης κοινότητας ανθρώπων, της οποίας τα συμπτώματα είναι πολύ δύσκολο να καταπολεμήσεις, επειδή κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η επίσημη πολιτεία με όλους τους φορείς της θα στρεφόταν εναντίον της ίδιας της σάρκας που την τρέφει. Ο χουλιγκανισμός δεν είναι απόστημα, είναι παραφυάδα του συστήματος. Και ως τέτοια, προστατεύεται επιμελώς.

    Οι περισσότερες προσπάθειες για τον περιορισμό της βίας στα γήπεδα κάνουν ακριβώς αυτό: προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το σύμπτωμα της ασθένειας αφού αυτό εκδηλωθεί δηλαδή, βολικά, λειτουργούν (αν λειτουργήσουν) εκ των υστέρων. Πρόκειται για ένα σύνολο εξαγγελιών που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει αν μεταβολίζονται σε πράξη, κάθε πότε και για πόσο διάστημα. Ουδέποτε όμως εξετάζουν το ιερό τοτέμ της ανθρωπογεωγραφίας πίσω από την βία. Ακόμα κι αν ισχυριστούν ότι το πράττουν, οι περισσότεροι συντάσσουν μια μηντιακού βεληνεκούς έκθεση του ποιοι είναι ικανοί για τέτοιες συμπεριφορές.

    Οι εκθέσεις μιλούν για χαμηλού οικονομικοκοινωνικού επιπέδου άτομα, με βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό, ελλιπούς ακαδημαϊκής και κοινωνικής μόρφωσης, βασανισμένοι από πολλαπλές εξαρτήσεις και η αλήθεια είναι ότι όντως μπορεί να συναντήσει κανείς τέτοιες περιπτώσεις στη βάση της χουλιγκανικής πυραμίδας, σε αυτούς ας πούμε που βαράνε. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στην κορυφή της, εκεί όπου συναντάμε μια εντελώς διαφορετική κάστα ανθρώπων που ζουν από την εφαρμογή επικίνδυνων πρακτικών: πρόκειται για καριέρα που δεν μπορεί να διαχειριστεί ο οποιοσδήποτε. Έτσι, όταν η επιθετική συμπεριφορά μέσα κι έξω από τα γήπεδα τελικά οδηγήσει σε έγκλημα, το σύστημα μπορεί να συλλάβει τους ενόχους της συγκεκριμένης πράξης (έχουν και οι χούλιγκανς τους αυτοφοράκηδές τους) αλλά ποτέ η τιμωρία δεν φτάνει στα κεντρικά γραφεία, σε κάποιες περιπτώσεις επειδή, εντάξει, δεν μπορείς να συλλάβεις και τον εαυτό σου.

    Ο χουλιγκανισμός ως συμπεριφορά δεν είναι τόσο ανεξέλεγκτος όσο αφήνεται να πιστέψει κανείς. Σε κάποιες περιπτώσεις, πρόκειται για χορογραφία που έχει ως στόχο τον εκφοβισμό και την απόδειξη της «υπεροχής» της ομάδας, αλλά δεν στοχεύει σε δολοφονίες ανθρώπων.

    Εξελίσσεται σε προκαθορισμένο χρόνο και χώρο, αναδεικνύει την ποδοσφαιρική ταυτότητα των μελών του και δίνει την ψευδαίσθηση της συμμετοχής σε ένα κόσμο που σε ακούει και σε αποδέχεται. Αυτές όμως οι παρατηρήσεις της Κοινωνικής Ψυχολογίας δείχνουν και ότι – όταν πράγματι υπάρξει θάνατος – τότε αυτός δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως «αποτέλεσμα συμπλοκής οπαδών».

    Έρευνες της δεκαετίας του ’90 έδειξαν πώς η βία στα γήπεδα, ιδιαίτερα στην Βρετανία, εξελίχθηκε από νωρίς ως κοινωνικός αγώνας της εργατικής τάξης, δηλαδή ως πολιτική αντίδραση.  Γι’ αυτό το λόγο, οι προσπάθειες κυβερνήσεων να κατευνάσουν τη βία έχουν συνδεθεί με την εναντίωση στα ιδανικά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, αντίληψη που μπορεί να οδηγήσει σε δυσαρέσκεια και αναταραχή μεγαλύτερου βεληνεκούς, εξού και αποφεύγεται από τους πολιτικούς, οι οποίοι την βγάζουν καθαρή με αερολογίες, ευχολόγια και «μαχαίρια στο κόκκαλο».  Συνοπτικές διαδικασίες, πάμε παρακάτω, δεν είναι ώρα να χάνουμε ψηφοφόρους. Το να κάνεις κάτι για την βία και το να φαίνεται ότι κάνεις κάτι, δεν είναι τα ίδια πράγματα.

    Είναι πολύ εύκολο να απαξιώσουμε τις πιθανές παρεμβάσεις σε ένα τέτοιο σοβαρό πρόβλημα με το να πούμε για άλλη μια φορά ότι πρόκειται για «θέμα παιδείας». Όλα είναι θέμα παιδείας έτσι ή αλλιώς και τα γενικόλογα δεν αποτελούν λύση. Δυστυχώς, η εξωτερική πίεση με τη μορφή καταστολής ή τιμωρίας που ασκείται από τις αρχές, δεν είναι ικανή από μόνη της να περιορίσει το φαινόμενο. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες αδυνατούν να αναλάβουν την ευθύνη της συμπεριφοράς των οπαδών τους και των μηνυμάτων που εκπέμπουν προς το κοινό τους, αλλά εκεί μέσα βρίσκεται το μυστικό.

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 14 Ιανουαρίου 2020

  • Αμβλώσεις, Δημόσιοι χώροι και Ελευθερία του Λόγου

    *Του Μάνου Πιτροπάκη

    Μάνος Πιτροπάκης

    Πολλές συζητήσεις προκάλεσε η πρόσφατη τοποθέτηση, επ’ αμοιβή, αφισών, με μηνύματα που παροτρύνουν τις γυναίκες να μην προβαίνουν σε αμβλώσεις, σε χώρους του Μετρό, κι η επακόλουθη απόσυρσή τους μετά την, αναμενόμενη, δημόσια κατακραυγή, με εντολή του Υπουργείου Υποδομών και Μεταφορών. Το γεγονός αυτό άνοιξε τη συζήτηση για πολλά θέματα, μεταξύ άλλων και για την ελευθερία του λόγου.

    Καταρχάς, θα ήθελα να ξεκαθαρίσω ότι το μήνυμα της αφίσας με βρίσκει πλήρως αντίθετο. Ένα έμβρυο δεν είναι “αγέννητο παιδί” κι η εκ του πονηρού προσπάθεια να περάσει υπογείως το παραπλανητικό μήνυμα ότι κάνοντας μια άμβλωση σκοτώνεις ένα παιδί, μου προκαλεί εμετό από την αηδία.

    Από εκεί και πέρα, το μήνυμα της αφίσας δεν είναι, και πρέπει να συνεχίσει να μην είναι, ποινικά επιλήψιμο. Το πρόβλημα σε αυτή την περίπτωση είναι ο χώρος όπου ανέβηκε ένα τέτοιο μήνυμα. Αν η αφίσα είχε ανέβει σε οποιοδήποτε χώρο που ανήκει σε μη κρατική οντότητα, προφανώς θα σχολιαζόταν το ίδιο επικριτικά το μήνυμά της αλλά, σε τελική ανάλυση, η ανάρτησή της θα είχε γίνει σε έναν ιδιωτικής ιδιοκτησίας χώρο, μέσω μιας εμπορικής  συμφωνίας δύο ελεύθερα συναλλασσόμενων μερών, δηλαδή, των χριστιανικών σωματείων που δημιούργησαν την επίμαχη καμπάνια και του ιδιοκτήτη π.χ μιας υπαίθριας διαφημιστικής πινακίδας ή μιας εφημερίδας. Στην προκειμένη περίπτωση, όμως, μιλάμε για διαφήμιση που προβλήθηκε σε χώρο ιδιοκτησίας μιας κρατικής οντότητας, της ΣΤΑΣΥ, της οποίας μάλιστα η λειτουργία επιδοτείται κάθε χρόνο από τον κρατικό προϋπολογισμό, δηλαδή από τον κάθε φορολογούμενο, ανεξαρτήτως του φύλου του και της θέσης του για τις αμβλώσεις. Να υπενθυμίσουμε σε αυτό το σημείο ότι παρόμοιο ζήτημα είχε  προκύψει με αφίσες που είχαν αναρτηθεί στο Μετρό τον Σεπτέμβριο του 2018, πάλι επ’ αμοιβή, από ομάδα vegan, οι οποίες απεικόνιζαν ζώα δίπλα σε μηνύματα όπως “Δες ποιον έφαγες σήμερα”.

    Τι θα πρέπει να κάνουμε σε αυτή την περίπτωση; Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει κάποια εύκολη λύση όταν μιλάμε για χώρους που ανήκουν στο κράτος, όπως τους σταθμούς του Μετρό, οι οποίοι ταυτόχρονα ανήκουν σε όλους και πληρώνονται και χρησιμοποιούνται από όλους. Σε αυτό το σημείο, να διευκρινίσω ότι μιλώντας για χώρους που ανήκουν στο κράτος, εννοώ εν γένει υποδομές του κι όχι χώρους όπως οι πλατείες και τα πεζοδρόμια, όπου ο καθένας έχει δικαίωμα να προβάλει τις ιδέες του μέσω συγκεντρώσεων κι ομιλιών. Εκ των πραγμάτων, ο καθένας μας έχει διαφορετικές αντιλήψεις κι ηθικές αξίες οι οποίες, πολλές φορές, δεν μπορούν να συγκεραστούν αλλά θα πρέπει, με κάποιο τρόπο, να παίρνονται υπόψιν στο μέγιστο δυνατό βαθμό. Οπότε, μια λύση εφικτή κι αποδεκτή είναι οι δημόσιοι οργανισμοί να έχουν κώδικες δεοντολογίας που θα είναι ανοιχτοί σε δημόσια διαβούλευση και θα έχουν παρουσιαστεί στο κοινό, ώστε η πολιτική τους να κινείται σε πλαίσια εντός του κράτους δικαίου και με σεβασμό στα ατομικά δικαιώματα, όπως, εδώ, το αδιαπραγμάτευτο δικαίωμα της γυναίκας στην άμβλωση, το οποίο είναι αναπόσπαστο μέρος της αυτοδιάθεσης του σώματός της. Ένας τέτοιος κώδικας, εν συντομία και κατά την άποψή μου, δε θα επέτρεπε να προβάλλονται διαφημίσεις που άπτονται θεμάτων ηθικής, όπως οι αμβλώσεις κι η κρεατοφαγία, καθώς και πολιτικές διαφημίσεις.

    Προχωρώντας, δεν μπορούμε να αγνοήσουμε ότι εντείνεται τον τελευταίο χρόνο η προσπάθεια από διάφορους, εκκλησιαστικούς και μη, φορείς να διαδοθεί η ιδέα ότι ένα έμβρυο είναι ένας κανονικός άνθρωπος και, κατά συνέπεια, η άμβλωση αποτελεί δολοφονία. Η καθιέρωση από την Εκκλησία της Ελλάδος “Μέρας Αγέννητου Παιδιού” (sic) και το πρόσφατο πρωτοσέλιδο αθλητικής (!) εφημερίδας με περιεχόμενο παρόμοιο της επίμαχης αφίσας (με το οποίο, μάλιστα, συμφώνησε δημόσια ο Υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων κ. Γεωργιάδης) δείχνουν ότι γίνεται μία συντονισμένη προσπάθεια να επιστρέψουμε σε ιδέες, αρχικά, κι έπειτα, αν ευοδωθεί κάπως αυτή η προσπάθεια, σε νομικά πλαίσια πρωτύτερα του 1986, οπότε και νομιμοποιήθηκε η άμβλωση στην Ελλάδα. Είναι πραγματικά συγκινητικό το πόσο χρόνο, κόπο και χρήμα αφιερώνουν στο να προστατεύσουν τις γυναίκες από τις αμβλώσεις και, συνεπώς τα “αγέννητα παιδιά”, οπότε θα τους συνιστούσα να σταματήσουν να αντιδρούν στην εισαγωγή του μαθήματος της Σεξουαλικής Αγωγής στα σχολεία, ώστε να μπορούν να μάθουν, μεταξύ άλλων, περί αντισύλληψης τα έφηβα παιδιά και να μην διαπαιδαγωγούνται πάνω στο σημαντικότατο αυτό θέμα από “γνωστούς” και ερωτικού περιεχομένου ταινίες. Επίσης, να μην προωθούν τις ιδέες τους χρησιμοποιώντας ψευδή στοιχεία και, αν τους περισσεύει λίγος χρόνος μέσα στην τιτάνια αυτή τους προσπάθεια, ν’ ασχοληθούν λίγο με το υπάρχον νομικό πλαίσιο το οποίο καθυστερεί υπερβολικά κι αδικαιολόγητα την υιοθεσία γεννημένων κι ορφανών παιδιών από ετερόφυλα ζευγάρια και την απαγορεύει στα ομόφυλα…

    Αντί επιλόγου, θα πρέπει να πούμε ότι, όσο απεχθής κι αν είναι η προσπάθεια να ταυτιστεί η άμβλωση με τη δολοφονία, ανοίγοντας έτσι το δρόμο για περιορισμό της πρόσβασης της γυναίκας σε αυτή, οι υποστηρικτές τέτοιων ιδεών έχουν το απεριόριστο δικαίωμα να την εκφράζουν σε οποιοδήποτε ιδιωτικό χώρο τους το επιτρέπει, καθώς και σε πλατείες και πεζοδρόμια. Όχι, όμως, σε διαφημιστικές πινακίδες του Μετρό, το οποίο εν μέρει έχουν πληρώσει γυναίκες που έχουν προβεί ή θα προβούν σε άμβλωση.

    *Ο Μάνος Πιτροπάκης είναι Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο marketnews.gr στις 16 Ιανουαρίου 2020

  • Πόση εκπαιδευτική ελευθερία αντέχουμε;

    *Του Κώστα Παπουτσάκη

    Πότε ένα εκπαιδευτικό σύστημα είναι ανταγωνιστικό; Μια πιθανή απάντηση στο ερώτημα αυτό θα ήταν ότι ένα εκπαιδευτικό σύστημα γίνεται ανταγωνιστικό, όταν καταφέρνει να ικανοποιήσει στο μέγιστο δυνατό βαθμό τις επιθυμίες και τις εκπαιδευτικές ανάγκες του μαθητικού και σπουδαστικού πληθυσμού.

    Όταν, απαλλαγμένο από γραφειοκρατικές αγκυλώσεις, δε φοβάται να δώσει πνοή σε καινοτόμες εκπαιδευτικές πολιτικές, όπως π.χ. η λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων και πρότυπων σχολείων. Αφουγκραζόμενη το αίτημα της κοινωνίας για εκπαιδευτική ανταγωνιστικότητα, η σημερινή κυβέρνηση υποσχέθηκε προεκλογικά ότι θα ξεμπερδέψει με εκπαιδευτικές αδυναμίες και παθογένειες. Δεσμεύτηκε ότι θα παλέψει για σχολεία και πανεπιστήμια που θα κατέχουν μεγαλύτερο βαθμό αυτονομίας. Δυστυχώς, όμως, αυτό το κοινωνικά επιθυμητό και προεκλογικά υποσχόμενο χωλαίνει στο πεδίο εφαρμογής του. Αν και προεκλογικά παραγγείλαμε παιδεία της αριστείας, εξακολουθεί να καταφτάνει στο πιάτο μας μια παιδεία του παραλόγου. Και για να γίνει κατανοητό τι εννοώ, θα αναφέρω ένα παράδειγμα από το χώρο της σημερινής εκπαιδευτικής πραγματικότητας.

    Τις τελευταίες μέρες πληροφορήθηκα ότι στα δημόσια ΙΕΚ (με αντικείμενο εκπαιδευτικής κατάρτισης στα επαγγέλματα υγείας) κοινοποιήθηκε έγγραφο που απαγορεύει να υπάρχει κενή ημέρα διδασκαλίας. Η εντολή δόθηκε από το Υπουργείο Υγείας και συγκεκριμένα από τον υφυπουργό Υγείας κ. Βασίλη Κοντοζαμάνη, μια που ναι μεν τα συγκεκριμένα ΙΕΚ εποπτεύονται από το Υπουργείο Παιδείας ως προς την ύλη των μαθημάτων, υπάγονται όμως, στο Υπουργείο Υγείας. Η ισχύς της νέας διαταγής ξεκινά με την έναρξη του εαρινού εξαμήνου των σπουδών. Ενώ, λοιπόν, μέχρι τώρα υπήρχε μια κενή ημέρα μαθημάτων, αυτή καταργείται και οι διδακτικές ημέρες από 4 γίνονται 5. Οι σπουδαστές θα αναγκαστούν να μεταφέρουν μία ή δύο ώρες μαθημάτων -που έτσι κι αλλιώς τις κάλυπταν- σε νέα ημέρα. Πρόκειται για ένα μέτρο που εγείρει την αγανάκτηση σπουδαστών και καθηγητών αφού ανατρέπει την καθημερινότητά τους και θα τους αναγκάσει να σπαταλούν ένα ολόκληρο πρωινό μόνο για μια ή δύο ώρες μαθημάτων. Πολλοί σπουδαστές των Δ.ΙΕΚ είναι παράλληλα και εργαζόμενοι και μια τέτοια ανατροπή του προγράμματος στο χρονικό μέσο της φοίτησής τους, θα τους δυσκολέψει να συνταιριάξουν την εργασία με τις σπουδές τους. Τι θα γίνει στην περίπτωση που η μέχρι τώρα κενή ημέρα διδασκαλίας είναι αφιερωμένη σε άλλες ήδη προγραμματισμένες δραστηριότητες σπουδαστών και καθηγητών; Με πόση ευκολία θα συντελεστεί η ανατροπή του υπάρχοντος ωρολογίου προγράμματος; Και γιατί, σε τελική ανάλυση, να χρειάζεται να γίνει αυτή η ανατροπή;

    Δυστυχώς, αυτό το γεγονός δείχνει πως η χάραξη της σημερινής εκπαιδευτικής πολιτικής εξακολουθεί να γίνεται με τρόπο ανορθολογικό. Ένα καινοτόμο Υπουργείο δε θα χάρασσε πολιτικές μέσω κοινοποίησης εγγράφων. Θα παραχωρούσε στους σπουδαστές και τους καθηγητές την αυτονομία να καθορίσουν οι ίδιοι τον τρόπο κατανομής των διδακτικών ωρών ανά τις ημέρες της εβδομάδας. Θα τους άφηνε να αποφασίσουν οι ίδιοι αν βολεύονται με 3 ή 4 ή 5 διδακτικές ημέρες. Κι αν κάτι τέτοιο φαντάζει ρηξικέλευθο για την ελληνική κοινωνία, ας αναρωτηθούμε αν πράγματι θέλουμε να φτάσουμε στο επίπεδο άλλων ευρωπαϊκών κοινωνιών που έχουν καταφέρει θαύματα με την εκπαιδευτική τους πολιτική. Θέλουμε π.χ. μια πολυτυπία σχολείων στην Ελλάδα; Θέλουμε αυτόνομα δημόσια σχολεία; Θέλουμε επιχορηγούμενα από το κράτος ιδιωτικά σχολεία; Θέλουμε να παραχωρήσουμε σε ομάδες εκπαιδευτικών την ελευθερία να ιδρύσουν τους δικούς τους τύπους σχολείων; Αν θέλουμε όλα αυτά να βρουν θέση στο πρόγραμμα της σημερινής κυβέρνησης, άστοχες εκπαιδευτικές παρεμβάσεις, σαν αυτή του κυρίου Κοντοζαμάνη, θα πρέπει να μπουν στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.

    Το εαρινό εξάμηνο σπουδών στα Δ.ΙΕΚ ξεκινά σε ένα μήνα. Μέχρι τότε υπάρχει χρόνος για να ανακληθεί η απόφαση τροποποίησης των προγραμμάτων τους. Μη στερήσετε από τους σπουδαστές των Δ.ΙΕΚ, κ. Κοντοζαμάνη, τον αέρα της πολύτιμης εκπαιδευτικής ελευθερίας τους. Εξάλλου, μπορούν να τον διεκδικήσουν και μόνοι τους. Με μαχητικούς αγώνες.

    *Ο Κώστας Παπουτσάκης είναι Μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 8 Ιανουαρίου 2020