Η βία δεν χωράει σε κατηγορίες
Όταν ο κόσμος κάνει λόγο για οπαδική βία, συνήθως αναφέρεται στα επεισόδια και τις ταραχές που δημιουργούνται γύρω από αθλητικές εγκαταστάσεις, ανάμεσα σε ανθρώπους που υποστηρίζουν διαφορετικές αθλητικές επιλογές. Το επίθετο «οπαδικός» μπορεί να αφορά στα ένθερμα μέλη οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας αλλά έχει συνδεθεί στενά με ποδοσφαιρικές, συχνά εξωγηπεδικές, πρακτικές και, ως εκ τούτου, συρρικνωθεί στη δημόσια συζήτηση. Στο μυαλό των περισσοτέρων, η οπαδική βία αναφέρεται σε συμπεριφορές που εκπορεύονται από την ολοκληρωτική αφοσίωση σε μια ποδοσφαιρική συμμαχία που ενίοτε δανείζεται χαρακτηριστικά συμμορίας για να προσηλυτίσει, γιγαντωθεί σε αριθμό, καλλιεργήσει αίσθημα υπεροχής ή/και εκφοβίσει. Η βία τότε κατανοείται ως συμμοριτοπόλεμος που κανείς νομίζει ότι μπορεί να «θεραπεύσει» με αναστολή λειτουργίας συνδέσμων, προσωρινές απαγορεύσεις ή οριζόντιες κυρώσεις προς όλους, τιμωρίες που θυμίζουν την υπεραπλουστευμένη σχολική λογική του «αν δεν μου πείτε ποιος έσπασε τη λάμπα, θα τιμωρηθείτε όλοι». Μακάρι όμως η βία να ήταν σκέτη συμπεριφορά, επειδή τότε θα μπορούσαμε να την απομονώσουμε και να την αποδομήσουμε. Δεν είναι. Η έννοια της οπαδικής βίας έχει γίνει τόσο στενή, ώστε να συμπεριλαμβάνει μόνο το σύμπτωμα ενός παγόβουνου στου οποίου την κορυφή σκοντάφτουμε. Το υπόλοιπο μέρος, αυτό που βρίσκεται κάτω από το νερό (ή το βούρκο, στη συγκεκριμένη περίπτωση), δεν αναλύεται ποτέ, επειδή αποτελεί την κυρίως νόσο, εκείνο το ενδοσκοπικό κομμάτι ενός κοινωνικού προβλήματος που δεν θα μπορούσαμε να εξετάσουμε χωρίς να ρίξουμε μια γερή ματιά στον καθρέπτη.
Η οπαδική βία δεν αναλύεται στο δημόσιο διάλογο, επειδή είναι δύσκολο να μιλήσεις για ήδη περιθωριοποιημένες κοινότητες ανθρώπων, τις οποίες προσπαθείς να αποφορτίσεις περιθωριοποιώντας περισσότερο: η λέξη οπαδός κατάντησε συνώνυμη του ενόχου. Ποιοι οπαδοί είναι πραγματικά στην ομάδα έρευνας σου, ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν αυτοί, ποιες είναι οι κοινωνικές παρεμβάσεις που απαντούν στο πρόβλημα; Ποια είναι η ανθρωπογεωγραφία της οπαδικής βίας και τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι η βία δεν θα κάνει την εμφάνιση της ξανά, ως συμπεριφορά πάντα, ενόσω όλα τα αίτια και οι απρόβλεπτες αφορμές βρίσκονται εκεί έξω, ανέγγιχτα, στην πρωτόγονη τους μορφή, έτοιμα να συνδυαστούν δραματικά σε επεισόδιο, σε δεύτερο χρόνο. Ποιες είναι οι ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες ανθίζει το κάθε οπαδικό χτύπημα, αυτές που εμποδίζουν ή διευκολύνουν την ανάπτυξη παραβατικών συμπεριφορών γύρω από αθλητικά γεγονότα. Ευθύνεται άραγε ο μυθικός-σε-διαστάσεις «χουλιγκανισμός», ένας όρος που ξεπεράστηκε την ίδια περίπου εποχή που ξεπεράστηκε και ο τεντιμποϊσμός. Η χρήση του όρου είναι τόσο απέλπιδα όσο και το να επαναλαμβάνεις την κοινότοπη φράση «όλα είναι θέμα παιδείας» ως απάντηση για τα πραγματικά προβλήματα της ζωής.
Χρησιμοποιούμε τον χουλιγκανισμό στην επικοινωνία με ένα στερεοτυπικό τρόπο, για να περιγράψουμε μεταξύ μας τους μπαχαλάκηδες των γηπέδων. Ο όρος όμως αφορά σε μια βεντάλια συμπεριφορών που συμπεριλαμβάνουν από μικροεπεισόδια μέχρι έγκλημα, ενώ καλύπτει όλα τα ψυχοκοινωνικά προφίλ των ανθρώπων που εμπλέκονται σε φασαρίες με τρόπο που σε αναγκάζει ως λειτουργός να κινηθείς αναλυτικά, όχι παίρνοντας φασόν μέτρα «εναντίον του». Κατά καιρούς, ο χουλιγκανισμός παίρνει χαρακτηριστικά κινήματος και άλλες φορές δεν εμφανίζεται σε ποδοσφαιρικές διοργανώσεις (όπως στην περίπτωση του Euro2004). Ο ρόλος των ομάδων αστυνόμευσης είναι επίσης πολυεπίπεδος και χρειάζεται να εξεταστεί ξεχωριστά. Εστιάζοντας στο κλείσιμο, την καταστολή ή την παύση, τα μέτρα ανάσχεσης της βίας απομακρύνονται από τις απαντήσεις στο ερώτημα του «γιατί καταλήγουν έτσι τα πράγματα» και του «πόσο χειρότερα μπορούν αυτά να γίνουν», επειδή απομακρύνονται από τους δρώντες που βρίσκονται γύρω από και μέσα σε αυτά. Επιπλέον, το να φλερτάρεις με δράσεις καλής θέλησης, κατά τη διάρκεια των οποίων κάποιοι κρατούν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη νεκρών για να ξαναρχίσουν τον αλληλοσπαραγμό αμέσως μετά, είναι μια επιδερμική προσέγγιση στην αναζήτηση του τι βασανίζει τους ανθρώπους που καταφεύγουν σε ομάδες για να βρουν τον εαυτό τους (άσχετα αν καταλήγουν να τον χάνουν εκεί μέσα, τελικά – αυτή είναι όμως η διεργασία της μετατροπής σε οπαδό). Η ευθύνη της πολιτείας είναι να κάνει όλη την παραπάνω αναλυτική δουλειά. Προς το παρόν, δεν την κάνει.
Αν θέλουμε να μιλάμε για διαχείριση κρίσεων, πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι η οπαδική βία είναι αληθινή, μόνιμη κρίση, δεν είναι μια σειρά από ασύνδετα μεταξύ τους, αποσπασματικά συμβάντα. Επίσης, πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι οι άνθρωποι λειτουργούν οπαδικά όχι μόνο προκειμένου να υποστηρίξουν την ποδοσφαιρική ομάδα τους, αλλά πολύ περισσότερο για να ενισχύσουν την κοσμοθεωρία, τη νοοτροπία, την απουσία νοήματος και ταυτότητας μέσα τους, τον υποβιβασμό του κοινωνικού περιβάλλοντος τους, την εξαθλίωση των ανθρωποκοινοτήτων τους σε βαθμό που το περιθώριο να ταυτίζεται επικίνδυνα με αυτό που αποκαλούσαμε στο παρελθόν νόρμα. Χρειάζονται να τα υποστηρίξουν παθιασμένα, βαθιά και επικίνδυνα όλα αυτά γιατί συνιστούν τη ζωή τους: έτσι ζουν. Ο οπαδισμός είναι τρόπος ζωής και απουσίας κοινωνικών αναφορών και σχέσεων, με τρομερές επιπτώσεις στις κοινωνίες. Είναι καιρός να τον δούμε ως κοινωνικό πρόβλημα, είναι καιρός να παραδεχτούμε ότι έχουμε πρόβλημα, δεν είναι ένα θέμα για να διαχειριστούν «κάποιοι άλλοι» ενώ «εμείς» συνεχίζουμε υπεράνω συμπερίληψης. Και έτσι πράττοντας, να σταματήσουμε να είμαστε οπαδοί στις πολιτικές λύσεις μας για τη χώρα.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο marketnews.gr, στις 22/02/2022.
Σαφώς και θα το πολιτικοποιούμε, κ. Μπακογιάννη
Ο καινούριος χρόνος δεν έκανε καλό ποδαρικό. Η πανδημία είναι στο φόρτε της και ο κόσμος έχει κουραστεί από την πολύμηνη ισχύ των αυστηρών υγειονομικών μέτρων. Οι ΜΕΘ είναι γεμάτες και κάθε μέρα που περνάει μετράμε, κατά μέσο όρο, γύρω στις 70 ανθρώπινες απώλειες. Η φετινή αλλαγή του χρόνου συνοδεύτηκε όμως από ένα μούδιασμα και για ένα επιπλέον λόγο. Η απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων κ. Μπακογιάννη για την πραγματοποίηση της πρωτοχρονιάτικης φιέστας με τον Σάκη Ρουβά στο λόφο του Λυκαβηττού και χωρίς παρουσία κοινού, άναψε αντιδράσεις. Μια υπέρογκη, χρυσοπληρωμένη από τις τσέπες των Ελλήνων φορολογουμένων, 17λεπτη ‘γιορτή’. Οι ενστάσεις για αυτή την πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής είναι απόλυτα δικαιολογημένες.
Είναι γνωστό ότι ανισορροπίες στην αγορά δημιουργούνται όταν διαταράσσεται ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν έχεις ρίξει χρήμα για να προσφέρεις ένα αγαθό το οποίο όμως δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση του αγοραστικού κοινού, θα βρεθείς ζημιωμένος. Κάπως έτσι λοιπόν βρέθηκε ζημιωμένος και ο κ. Μπακογιάννης μετά από όλη αυτή την ιστορία. Πρόσφερε, με τη συνέργεια του κ. Ρουβά, ένα παράλογα υπερκοστολογημένο θέαμα το οποίο οι Αθηναίοι δημότες ουδέποτε ζήτησαν να έχουν. Ήταν ένα θέαμα περιττό γιατί έτσι κι αλλιώς οι παραγωγές της δημόσιας τηλεόρασης ετοιμάζουν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς εορταστικά προγράμματα, γυρισμένα σε τηλεοπτικά στούντιο. Υπήρχε ένα ήδη έτοιμο τηλεοπτικό προϊόν και δε χρειαζόταν να ξοδευτούν 215000 ευρώ για ένα ακόμα.
Η μομφή είναι βαριά για τον κ. Μπακογιάννη. Δεν είναι μόνο ότι με αυτή την πρωτοβουλία παραβίασε το βασικότερο κανόνα οικονομικής ισορροπίας και ορθολογικότητας. Είναι ότι σπατάλησε δημόσιο χρήμα την ίδια στιγμή που το κόμμα το οποίο τον στήριξε είχε κάνει προεκλογική σημαία τη μάχη για οικονομικό εξορθολογισμό. Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, όταν ρωτήθηκε πώς νιώθει για τις αντιδράσεις, δε δίστασε να πει ότι ‘είναι ένα θέμα το οποίο δε χρειάζεται να το πολιτικοποιούμε’. Μέσα σε αυτή τη δήλωση κρύβεται όλος ο πανικός του. Σαφώς και χρειάζεται να το πολιτικοποιούμε, κ. Μπακογιάννη. Σαφώς και θα ασκούμε κριτική για την ορθή ή μη αξιοποίηση του δημοσίου χρήματος. Με βάση αυτό το κριτήριο θα αποφασίσουμε στις επόμενες δημοτικές εκλογές αν θα σας επανεκλέξουμε ή όχι στο δημαρχιακό θώκο.
Δυστυχώς η ζημιά που έγινε έχει πολλές εκφάνσεις. Χωρίς ενσυνείδητη, θέλουμε να πιστεύουμε, επίγνωση, ο Δήμαρχος Αθηναίων διέπραξε ένα επιπλέον επικοινωνιακό ατόπημα. Ανέβασε στη φαντασμαγορική σκηνή παιδιά της χορωδίας από την Κιβωτό του Κόσμου. Θα ήταν προτιμότερο να έμεναν τα παιδιά μακριά από αυτή την ιστορία. Ο κ. Μπακογιάννης προέβη σε κάτι που θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε με τον όρο kidwashing, ξέπλυμα δηλαδή των αρνητικών αντιδράσεων για τη 17λεπτη εκδήλωση μέσω της προβολής παιδιών. Ήταν μια επικοινωνιακή στρατηγική που στόχευσε να ανακινηθεί η ευαισθησία μας παρακολουθώντας την όμορφη παρουσία των παιδιών πάνω στη σκηνή και κατ’ επέκταση, να μετριάσουμε τις αρνητικές μας αντιδράσεις για το κόστος της εκδήλωσης.
Την ίδια στιγμή που το σόου του Ρουβά εκτυλισσόταν στο πάρκινγκ του Λυκαβηττού μεγάλο πλήθος κόσμου συνωθούνταν στο Σύνταγμα, χωρίς τήρηση των υγειονομικών μέτρων. Η Δημοτική Αρχή της Αθήνας οφείλει να εξηγήσει αν χάραξε μια στρατηγική για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, αν βρέθηκε απροετοίμαστη απέναντι σε όλο αυτό ή αν αδιαφόρησε.
Είναι τέλος πολύ λυπηρό που για άλλη μια φορά, με την αυγή του νέου χρόνου, βάλλεται ένα από τα πολυτιμότερα κεκτημένα των φιλελεύθερων δημοκρατιών: η ελευθερία της έκφρασης. Καλλιτέχνες που τόλμησαν να ασκήσουν κριτική για την πρωτοχρονιάτικη φιέστα είδαν τα προφίλ τους στα social media να εξαφανίζονται. Όσο συνεχίζεται η καταπάτηση αυτής της ελευθερίας, τόσο θα συνεχίσουμε να την επισημαίνουμε. Και θα έρθει κάποτε η ώρα των δημοτικών εκλογών που θα γίνει η αποτίμηση των πεπραγμένων. Ας ελπίσουμε ότι ο κ. Μπακογιάννης δε θα μας εκπλήξει με δήλωση ότι δε χρειάζεται να πολιτικοποιούμε και τις εκλογές.
* Ο Κώστας Παπουτσάκης είναι θεραπευτής στο χώρο των εξαρτήσεων (18 Άνω – Ψ.Ν.Α.), και μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Το 2% μερτικό μας στη χαρά
Εδώ και χρόνια, υπάρχει μια επιδημία που βάζει εμπόδια σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια στη χώρα: αυτή, δεν είναι άλλη από τον οικονομικό αγώνα των επιχειρήσεων να ορθοποδήσουν και να δημιουργήσουν για το οικοσύστημα τους προοπτική σε μια κοινωνία που παλεύει με τη χρεωκοπία, την πανδημία, το κλίμα πολιτικής πόλωσης και την κακή εμπειρία του παρελθόντος, σύμφωνα με την οποία το χρήμα ερχόταν σε μεγάλο βαθμό με τη μορφή επιδοτήσεων και χρηματοδοτικών πακέτων από το εξωτερικό, χωρίς απαραίτητα να είναι αποτέλεσμα εγχώριας, αυτόφωτης παραγωγικής διαδικασίας. Σε όλα τα παραπάνω, χρειάζεται να ρίξουμε μια γερή ματιά στην ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων που κρατούν με τα χέρια τους την οικονομία της χώρας, τους δημιουργούς του ιδιωτικού τομέα, που δεν έχουν μόνο πληγεί οικονομικά αλλά πολύ περισσότερο σε σχέση με την ουσία της εργασίας τους, αφού αυτή έχει υποστεί κατακλυσμιαίες αλλαγές τις οποίες δεν ήταν έτοιμοι να βιώσουν ενώ ο κονιορτός των μεταβολών δεν έχει κατακαθίσει με τρόπο που να τους διευκολύνει να ανακτήσουν κάποιον υποτυπώδη έλεγχο. Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα κι ενώ ο κορονοϊός θερίζει τις ζωές και την διαμόρφωση της καθημερινότητας εκατοντάδων ανθρώπων, το συμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ενέκρινε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από τις αρχές της νέας χρονιάς, εκτιμώντας αφενός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να το αντέξουν, αφετέρου ότι η αύξηση θα στηρίξει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, ενισχύοντας την ελπίδα για μια τηλεοπτικά κοινότοπη «κίνηση της αγοράς».
Αν αφήσουμε στην άκρη το σοκ των εντυπωσιακών προβλέψεων για το τι θα καταφέρουμε ή δεν θα καταφέρουμε να αντέξουμε στο μέλλον, πράγμα που εξαρτάται από δεκάδες παράγοντες, όπως ας πούμε από το πόσες επιχειρήσεις θα παραμείνουν ανοιχτές, κερδοφόρες και ικανές να πληρώνουν το ρεύμα τους μέχρι το τέλος της δοκιμασίας του κορονοϊού (παράδειγμα που με τη σειρά του επηρεάζεται από ακόμα περισσότερες παραμέτρους, όπως από το πόσο γρήγορα η ελληνική, οικογενειακά σκληροπυρηνική επιχείρηση θα μεταβολίσει τους κραδασμούς σε έργο ενώ ουδέποτε εκπαιδεύτηκε – από τους πρωθυπουργούς που ψήφιζε – στο να το πράττει ολομόναχη), αυτό που μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι, ναι, οι αυξήσεις μισθών είναι ασυνείδητα συνδεδεμένες με ένα αίσθημα αγαλλίασης για τους αποδέκτες. Γι’ αυτό άλλωστε και εξαγγέλλονται: πρόκειται για εξαγγελίες-τσιρότα στη μόνιμα ανοιχτή πληγή της οικονομίας που αιμορραγεί. Σε ενδεικτική έρευνα που κάλυπτε τα έτη 2011-2019 στην Αμερική, ένα 10% αύξησης στον κατώτατο μισθό συσχετίστηκε με μια 0.4–0.5% μείωση στην οικονομική απελπισία που οδηγεί σε καταχρήσεις (αλκοόλ, ψυχοδραστικές ουσίες) ανάμεσα στην κοινωνική ομάδα των χαμηλόμισθων, ανειδίκευτων εργατών, χωρίς όμως αυτό απαραίτητα να οδηγεί στη συνολική βελτίωση της ψυχολογικής κατάστασης τους ή σε γενικευμένα, ασφαλή συμπεράσματα που αφορούν στη σχέση αύξησης κατώτερου μισθού και ψυχικής υγείας. Παρόμοιες έρευνες καταγράφουν τάσεις στον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται την αύξηση του κατώτερου μισθού, αλλά δεν υπάρχουν πορίσματα για μακροχρόνια λειτουργία της επίδρασης που έχει η είδηση της προς-τα-πάνω αλλαγής στη συνολική πορεία της ζωής ενός εργαζόμενου, πόσο μάλλον στην Ελλάδα της έλλειψης στατιστικών στοιχείων. Προς το παρόν, η χαρά διαρκεί λίγο και αφορά σε αυτούς που λαμβάνουν την αύξηση.
Τι γίνεται όμως με την ψυχική υγεία αυτών που καλούνται να καταβάλλουν τους μισθούς; Στη χώρα μας ουδέποτε ρωτήθηκε, συνεντευξιάστηκε ή κλήθηκε να καταθέσει την τραγική εμπειρία του ο Έλληνας ελεύθερος επαγγελματίας που αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο του εργοδότη που συνεχώς ρίχνει χρήμα σε ένα κρατικό κουβά χωρίς πάτο και που πιθανότητα υποφέρει εξίσου από εξαρτήσεις ενώ κινδυνεύει από το λεγόμενο «death of despair» τον επαγγελματικό ή/ και κυριολεκτικό αφανισμό του. Με την ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση να συρρικνώνεται σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πόρους και δυναμική, δεν έχουμε πλάνο για το πώς αυτή θα λειτουργήσει στην μετά-covid19 εποχή, δηλαδή για το αν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της, θα χρειαστεί ενισχύσεις ή θα τινάξει από πάνω της την κρατική μπουκάλα οξυγόνου για να αναπνεύσει ελεύθερα. Οι κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς (από τη λίστα των οποίων με λύπη μου διαπιστώνω ότι απουσιάζει το σώμα των ψυχολόγων) που ερωτήθηκαν στο παρελθόν, πάντως, δεν εξέφρασαν αισιοδοξία για οποιαδήποτε πρόταση που περιλαμβάνει τη λέξη «αύξηση», όταν μάλιστα αυτή οδηγεί σε αρνητικούς συνειρμούς που καταλήγουν αργά και βασανιστικά στον εργασιακό τάφο.
Από την αύξηση του ιικού φορτίου και την αύξηση των περιοριστικών μέτρων, στις αυξήσεις στην ενέργεια, στα αγαθά πρώτης ανάγκης και στην αύξηση του μισθού, όλα τώρα τελευταία μοιάζουν ανηφορικά. Είναι όμως το μήνυμα για τον καινούριο χρόνο ένα μήνυμα χαράς; Ίσως θα μπορούσε να γίνει, αν τερματιζόταν ο υποβιβασμός του επιχειρηματικού τοπίου σε σύνολο από μπακάλικα στα οποία, γράψε-σβήσε στο τεφτέρι, επιτρέπουμε να φυτοζωούν. Αν υπήρχε αναπτυξιακή πολιτική για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Αν κατανοούσαμε το ελληνικό εργασιακό τοπίο με τρόπους που απαντούν σε ψυχολογικές ανάγκες και τη συνολική φροντίδα της υγείας, για εργοδότες και εργαζομένους: αν είναι να μιλήσουμε για ψυχολογία, ας το κάνουμε συμπεριληπτικά. Και τελικά, αν δεν εστιάζαμε στη χαρά του 2%, που φαντάζει σαν ληγμένη μπαταρία συσκευής, αλλά στη διάρκεια, στην αντοχή και στην επανοικοδόμηση της αγοράς, πολύ πριν εισηγηθούμε την κατανάλωση της..
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο marketnews.gr, στις 30 Δεκεμβρίου 2021.
Ο χρόνος είναι χρήμα και άλλα γνωμικά που μας κάνουν δυστυχισμένους
Συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν δυο μεγάλες ομάδες ανθρώπων που συνδέουν τον χρόνο τους με την απόκτηση ή την διατήρηση χρημάτων. Όσοι πιστεύουν ότι η ζωή είναι μικρή για να μη δίνουν περισσότερη βαρύτητα στο χρόνο που περνάει, αφιερώνοντας τεράστια διαστήματα στον εαυτό τους και στις προσωπικές τους ενασχολήσεις, εισάγοντας την έννοια της βραδύτητας σε αυτά που κάνουν, γυρνώντας την πλάτη στους φρενήρεις ρυθμούς της συσσώρευσης αγαθών. Και οι υπόλοιποι. Όλοι εμείς δηλαδή που ζούμε για να υπολογίζουμε πόσα ευρώ ή points χωράνε στη μέρα, έχοντας υπογράψει συμβάσεις ή κάνει συμφωνίες που μετρούν το νόημα της ζωής με τα δευτερόλεπτα της ώρας. Εμάς τους τελευταίους – κυριολεκτικά και μεταφορικά – μας λες και ντηλιβεράδες της καθημερινότητας, ανθρώπους που φέρνουμε στην πόρτα σου όλων των ειδών τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, από σουβλάκια μέχρι τεχνολογικό σχεδιασμό και από μαθήματα γλωσσών μέχρι συνεδρίες ενσυνειδητότητας για όσους τρέφουν την ψευδαίσθηση ότι το Ελληνικό σύστημα σου επιτρέπει να κάθεσαι mindful πίνοντας τσάι στον κήπο.
Ένα πουλάκι έχει ψιθυρίσει στο αυτί όλων μας ότι το μέλλον ανήκει στους διανομείς (αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι πολύ δύσκολο να σου ανήκει οτιδήποτε όταν δεν έχεις στα χέρια σου την ελευθερία του πώς θα το διαχειριστείς) γι’ αυτό και πληθαίνουν οι πλατφόρμες παραγγελιών με τις οποίες π.χ. γλιτώνεις χρόνο από το να επισκεφτείς τον μανάβη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να πουληθεί αργότερα σε σένα από τους life coach ως προϊόν η πολύτιμη συμβουλή ότι, αν αρχίσεις να ξαναβάζεις στη ζωή σου τις επισκέψεις στους μανάβηδες, μπορεί τελικά και να αισθανθείς πιο ευτυχισμένος.
Η ουσία είναι ότι όλοι χρειάζεται να πληρώνουμε φόρους και λογαριασμούς, ποταπές υποχρεώσεις που μας απομακρύνουν από τον αληθινό μας εαυτό. Διότι, σαφέστατα, αν είχαμε λύσει το βιοποριστικό μας μπορεί σήμερα να αναφωνούσαμε «φάτε παντεσπάνι» στους ανθρώπους που μάχονται για μια συνολικότερη ποιότητα στις καθημερινές μας συνδιαλλαγές. Ευτυχώς, ακόμα υπάρχει – έστω και ως πολιτικοφιλοσοφικό εδάφιο – εκείνη η ποιότητα που δεν μετριέται από τους χρήστες εφαρμογών σε διαδικτυακά αστεράκια, αστεράκια που σε απαλλάσσουν από την κοινωνική ευθύνη της συνδιαμόρφωσης περιβάλλοντος εργασιακής κουλτούρας ενόσω αξιολογείς υψηλά το αν ένα ταξί έχει γουάι φάι ή αν ένας εργαζόμενος έχει λιγότερο ρομποτική συμπεριφορά. Ήταν ωστόσο απολύτως απαραίτητο να μπει στο λεξιλόγιό μας ο όρος free lancer, μία υπερκούλ ψευδαίσθηση για τα εγχώρια δεδομένα ότι, όχι μόνο έχεις επιλογές ως προς το πώς θα διαμορφώσεις την επαγγελματική σου καθημερινότητα με τρόπο που δεν υποστηρίζεται νομικά, αλλά μπορείς και να το απολαύσεις! Ναι, μη είσαι αχάριστος: είναι μαγκιά να είσαι free lancer εκεί που δεν έχουμε ακόμα συμφωνήσει για το αν είναι αυτοκτονικό να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας ή αν θα πρέπει να το κλείσουμε το ρημάδι και να κοιτάξουμε να γραφτούμε στην κλαδική κανενός κόμματος της προκοπής.
Φυσικά το free lancing δεν έρχεται χωρίς τις ψυχοκοινωνικές του επιπτώσεις τις οποίες είναι το ίδιο επικίνδυνο να αγνοήσουμε με το να θεωρούμε λανθασμένα ότι η οικονομία έρχεται αποκομμένη από τον τρόπο που «νιώθουμε» και επενεργούμε στα πράγματα. Για παράδειγμα, η ρευστότητα της αγοράς εργασίας, οι διαρκείς αλλαγές και η αίσθηση ότι όχι απλά είσαι αναλώσιμος αλλά υπάρχουν ολόκληροι σχολιαστές στα κοινωνικά δίκτυα που επιμένουν ότι θα πρέπει να κάνουμε τους ανθρώπους να συνεχίσουν να αισθάνονται αναλώσιμα μηδενικά στον αντίποδα της εμμονής για διορισμούς, έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε μια ιδιαίτερη φτώχεια μέσα στη συνολικότερη ένδεια που μας δέρνει: τη φτώχεια της αδυναμίας να αναπτυχθείς εσωτερικά και εξωτερικά. Μερικοί ίσως σοκαριστούν με την ιδέα ότι η ανάπτυξη ή η επιθυμία αυτής ξεκινάει από το μυαλό μας. Είναι που επί χρόνια φροντίζουμε να να καταπνίγουμε εγκαίρως οποιαδήποτε τέτοια κλίση μπορεί να εμφανίσει κάποιος. Ναι, η απουσία επιλογών είναι ολέθρια για την ψυχολογία, αν όμως πείσεις τους ανθρώπους ότι μπορούν να καταφέρουν πράγματα με τη δύναμη του νου (όπως λένε και στα τηλεπαιχνίδια «δεν ξέρω αν το θέλεις πολύ»), τότε βγάζεις από πάνω σου την ευθύνη των αληθινών μεταρρυθμίσεων και την μετατοπίζεις στους εργαζόμενους-ανέργους, δηλαδή στους free lancers.
Είσαι «μάστερ του πεπρωμένου σου» όπως έγραφαν οι Susan Ashford και Ruth Blatt από το πανεπιστήμιο του Michigan πριν ανακαλύψουν ότι η υποτιθέμενη εργασιακή «ελευθερία», όταν δεν υπάρχει διέξοδος διαφυγής, όταν δηλαδή το free lancing δεν αφορά σε κάποιο βραχυπρόθεσμο project που έχεις αναλάβει παράλληλα με τον κύριο κορμό της δουλειάς σου, είναι κάτι που σε βουλιάζει στην απόγνωση και στην εμμονή με τα φραγκοδίφραγκα. Είναι ολέθριο για την ταυτότητα σου ως εργαζόμενος και ως άνθρωπος που χρειάζεται να λειτουργήσει μέσα σε ομάδες εμπιστοσύνης και αλληλοϋποστήριξης. Κατατρώει τις διαπροσωπικές σου σχέσεις αν υποθέσουμε ότι έχεις το κουράγιο να κουράρεις διαπροσωπικές σχέσεις καθώς, όπως είπαμε και στην εισαγωγή αυτού του άρθρου, χρειάζεται ελεύθερος χρόνος γι’ αυτό. Τέλος, η τοξικότητα του να κυνηγάς πάντα τα αστεράκια της πλατφόρμας είναι κάτι που ελπίζω και εύχομαι να αναγνωριστεί σε μερικά χρόνια, με τον τρόπο που δύο δεκαετίες πριν ο κόσμος είχε τρελαθεί με τη «θετική ενέργεια», μόνο και μόνο για να έρθει σήμερα στα λόγια μας και στα σύγκαλα του και να ονομάσει την πάση-θυσία-ευτυχία, toxic positivity. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Είμαστε μια χώρα χωρίς πρόσωπο που περαιτέρω μαϊμουδίζει τάσεις που αποπροσωποιούν την κοινωνική μας αντίληψη και εμπειρία. Σπανίως μαθαίνουμε τις ιστορίες πίσω από τους εργαζόμενους σε διάφορα πόστα αλλά θεωρούμε ότι όλες οι εργασιακές προτάσεις και συνθήκες μπορούν να ειδωθούν από την πλευρά των επιλογών που έχει κάποιος και όχι ως αποτέλεσμα μη-ύπαρξης ικανών επιλογών, ως αποτέλεσμα χρόνιων αδιεξόδων. Δεν μπορείς να εξαίρεις το free lancing αν δεν είσαι διατεθειμένος να παραδεχθείς πράγματα για την αυτοαπασχόληση. Δεν μπορείς να προτείνεις, όταν η ιδέα σου για το free lancing προέρχεται από τις έρευνες των part time εργαζομένων σε χώρες διαφορετικές από τη δική σου. Μια νέα ομάδα εργαζομένων γεννιέται με την λεγόμενη gig economy αλλά το μόνο που έχεις να προτείνεις είναι να κολυμπήσουμε. Λυπάμαι αλλά δεν θα ακούσω την υπεραπλουστευτική σου εκδοχή.
Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Η αξία των δηλώσεων Δένδια και τι πρέπει να ακολουθήσει
Τα όσα είπε ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας στο πλαίσιο των κοινών δηλώσεών του με τον Τούρκο ομόλογό του κ. Τσαβούσογλου το βράδυ της 15ης Απριλίου, έγιναν δεκτά με μεγάλη ικανοποίηση από έναν τεράστιο αριθμό Ελλήνων, πολλών διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων, όπως είναι φανερό αυτό από τα σχόλια σε κοινωνικά δίκτυα και sites. Προσθέστε κι εμένα σε αυτούς. Θα είναι λάθος όμως να τους δώσουμε μεγαλύτερη σημασία από όση αξίζουν και να εφησυχαστούμε, ενώ έχουμε πολλά κι ουσιαστικά να κάνουμε ακόμα.
Καταρχήν, ας ξεκαθαρίσουμε ότι στα θέματα εξωτερικών και άμυνας είμαστε όλοι μαζί. Δεν έχει σημασία ότι βρίσκομαι σε διαφορετικό κόμμα από τον κ. Δένδια, τον κ. Παναγιωτόπουλο και τους υπόλοιπους αξιωματούχους. Είμαι πάνω από όλα Έλληνας πολίτης και η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων τους είναι ωφέλιμη για όλη τη χώρα, για όλες κι όλους μας. Άλλωστε, όπως έχει δείξει το παρελθόν, πρόσφατο και μη, οι δύο αυτοί τομείς είναι αυτοί στους οποίους πολλές φορές οι πολιτικές διαφορετικών κομμάτων και κυβερνήσεων έχουν φτάσει να είναι σχεδόν ίδιες, τόσο με την καλή όσο και με την κακή έννοια.
Τα λόγια του κ. Δένδια δεν ήταν κάτι καινούριο που δεν έχουμε ξανακούσει. Είναι οι πάγιες θέσεις της Ελλάδας, βασισμένες στο Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες, απέναντι στις απαιτήσεις της Τουρκίας. Όμως, όπως και πολλές φορές στη ζωή, την ίδια ή και περισσότερη σημασία με τα λεγόμενά σου έχει ο τρόπος κι ο χρόνος που τα λες. Ο ευθύς, δεικτικός, με μια μικρή δόση χιούμορ για να μη βαρύνει υπέρμετρα το κλίμα, λόγος του κ. Δένδια, δίπλα στον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών στην Άγκυρα, προκάλεσε όλο τον ντόρο.
Ας μην μπερδεύουμε βέβαια τη διπλωματία με τις ποδοσφαιρικές εκτός έδρας νίκες. Είναι λογικό κι αναμενόμενο ένας απλός άνθρωπος, που δεν παρακολουθεί τακτικά τη σχετική ειδησεογραφία, να χαίρεται με τις δηλώσεις αυτές αλλά η πραγματική αξία τους δεν είναι ίδια με τον μεγάλο, ομολογουμένως, επικοινωνιακό αντίκτυπό τους.
Δεν είναι βέβαια καθόλου μικρή αυτή αξία, αν ιδωθεί ως άλλος ένας κρίκος σε μια αλυσίδα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη νέα, υπό τον Πρόεδρο Μπάιντεν, πολύ πιο αυστηρή στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία, την πρόσφατη δήλωση του Ιταλού Πρωθυπουργού κ. Ντράγκι περί “δικτάτορα Ερντογάν”, την αμφιθυμία που έδειξε ο προσωρινός Λίβυος Πρωθυπουργός για την εγκυρότητα του περιβόητου Τουρκολιβυκού Μνημονίου κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Άγκυρα και τις νέες στρατιωτικές και διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας με χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ξεκινώντας από τον υβριδικό πόλεμο πέρυσι την άνοιξη στον Έβρο (έκανα μάλιστα και κάποιες σκοπιές για την αποτροπή των μεταναστευτικών ροών, υπηρετώντας τη στρατιωτική θητεία μου στην Αλεξανδρούπολη), την καλοκαιρινή ένταση στο Αιγαίο και φτάνοντας στις προσβολές στο πρόσωπο του Γάλλου Προέδρου Μακρόν και το πιο πρόσφατο #sofagate με τη δημόσια υποτίμηση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Φον Ντερ Λάιεν, συνδυασμένα όλα τα παραπάνω με την αυξημένη τουρκική στρατιωτική παρουσία και δραστηριότητα ανά την υφήλιο, φαίνεται ότι η Τουρκία δεν ικανοποιείται με το τωρινό status quo. Επιδιώκει, βασιζόμενη στον ραγδαία αυξανόμενο πληθυσμό της και το μέγεθος της οικονομίας της (η οποία, παρά τις πρόσφατες -σοβαρές- δυσκολίες της και τον τρόπο που αυτές παρουσιάζονται στα ΜΜΕ, η Τουρκία απέχει πολύ από την κατάρρευση), να απαλλαγεί από συνθήκες και καταστάσεις που θεωρεί ότι εμποδίζουν την άνοδό της στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.
Το σημαντικότερο εδώ είναι ότι αυτή είναι μια γενική κατεύθυνση του τουρκικού πολιτικού συστήματος, όπως έχουν δείξει δηλώσεις στελεχών διαφόρων κομμάτων της τουρκικής αντιπολίτευσης. Δεν πρόκειται δηλαδή να σταματήσει με τυχόν αποχώρηση από τον προεδρικό θώκο του κ. Ερντογάν. Αυτό αποτελεί μία επικίνδυνη αυταπάτη. Συνεπώς, τα παραπάνω ,σε συνδυασμό με τον αυταρχισμό του κ. Ερντογάν, καθιστούν την Τουρκία απρόβλεπτη και, κυρίως, επικίνδυνη. Ποια λοιπόν πρέπει να είναι δική μας απάντηση σε αυτούς τους μακροχρόνιους τουρκικούς σχεδιασμούς;
Αυτή, σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, με μεγάλα όμως περιθώρια βελτίωσης, υλοποιείται σήμερα. Αφορά, στο ένα της σκέλος, την ενίσχυση των διπλωματικών και στρατιωτικών σχέσεών μας με χώρες ισχυρές (π.χ. Γαλλία, ΗΠΑ), της ευρύτερης γεωγραφικής μας γειτονιάς (π.χ. Ισραήλ, Αίγυπτος) και με κοινά συμφέροντα (π.χ. Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα). Το ελπιδοφόρο, μάλιστα, είναι ότι η σχέση με το Ισραήλ έχει αναπτυχθεί και διατηρηθεί από διαφορετικές κυβερνήσεις εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Το ίδιο ελπίζω να συμβεί και με τις σχέσεις που αναπτύσσονται τώρα με άλλες χώρες.
Το δεύτερο σκέλος αφορά την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεών μας κι εδώ θα ήθελα να σταθώ. Κι αυτή υλοποιείται σε έναν σημαντικό βαθμό. Πρέπει να γνωρίζουμε και να συνειδητοποιούμε ότι τα Ραφάλ, οι καινούριες φρεγάτες, η επακόλουθη αύξηση των εισακτέων στις Στρατιωτικές Σχολές για να έχουμε προσωπικό που θα τα/τις χειρίζεται, οι συμμετοχές σε κοινές ασκήσεις ή αποστολές, το νέο εθνικό τυφέκιο, η αντικατάσταση των απαρχαιωμένων “καναδέζων” και Στάγιερ με οχήματα που θα πληρούν τα πρότυπα ασφαλείας του ΝΑΤΟ έχουν βαρύ οικονομικό κόστος τόσο σήμερα όσο και στο μέλλον, σε μια χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλή ανεργία και μια οικονομία με χρόνια προβλήματα. Σημαίνει λιγότερα χρήματα σε κοινωνικές δαπάνες, σε υποδομές, σε μειώσεις ή καταργήσεις φόρων. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία μεσοπρόθεσμη προοπτική δραστικής μείωσης ή κατάργησης της στρατιωτικής θητείας, αν και σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται ριζική αναδιαμόρφωσή της για να αποκτά κάποιος πραγματικές στρατιωτικές ικανότητες.
Για να είμαι σαφής, η τωρινή κατάσταση της Τουρκίας δεν μας αφήνει περιθώρια, κατά την άποψή μου. Χωρίς να το λέω ελαφρά τη καρδία, οι αμυντικές δαπάνες πρέπει για τα προσεχή χρόνια να είναι αυξημένες, πάντα σε συνδυασμό με δραστήρια διπλωματία, η οποία πρέπει να έχει συνέχεια, ανεξαρτήτως της εκάστοτε κυβέρνησης. Ειδάλλως, δηλώσεις όπως αυτές του κ. Δένδια, είτε γίνονται είτε δε γίνονται δε θα έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Υ.Γ.: Όπως δείχνει η πρόσφατη απόφαση του Α/ΓΕΕΘΑ να αποκτήσει ξανά ο Στρατός Ίλη Ιππικού, περισσεύουν χρήματα στον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας. Καλό θα ήταν τα χρήματα αυτά να πάνε στους στρατιωτικούς που εκτελούν υπηρεσίες μεταναστευτικών ροών στον Έβρο και δεν έχουν αποζημιωθεί για αυτές εδώ και σχεδόν 9 μήνες, αντί σε άλογα, πράσινα ή άλλου χρώματος…
*Ο Μάνος Πιτροπάκης είναι μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Τα προβλήματα της πανδημίας δεν θα λυθούν με ένα application
Αν κάτι μας έμαθε η πανδημία με τον πιο σκληρό τρόπο, αυτό είναι το να μη θεωρούμε δεδομένα όλα τα πλάνα και τα προγράμματα πάνω στα οποία στηριζόμασταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν ξαφνικά τη δουλειά και την ζωή – όπως τις είχαν σχεδιάσει και εμπιστευτεί – κάτω από τα πόδια τους. Δεκάδες άλλοι μπήκαν σε αναμονή για κάτι που δεν γνωρίζουμε με ποια μορφή και με ποιους όρους θα έρθει. Η ανάγκη για επιβίωση έκανε κάποιες περίπλοκες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα την τηλε-εργασία που έχει ένα τεράστιο φάσμα δικών της κανόνων και συμπεριφορών, να μεταβολιστούν σε λύσεις ανάγκης για λίγους, προκειμένου να συνεχίσει η γη να γυρίζει. Πίσω όμως από τις προσπάθειες και την καλή θέληση όλων μας να διατηρήσουμε εκείνη την «κανονικότητα» που είναι ικανή να μας εξασφαλίσει μια μίνιμουμ ισορροπία, υπάρχει ένα πολυποίκιλο εργατικό δυναμικό που δεν θα κληθεί απλά να ξαναγυρίσει στη δουλειά (αν υποθέσουμε ότι θα υπάρχουν δουλειές μετά την πανδημία), αλλά να εκπαιδευτεί από την αρχή για τον κόσμο που ετοιμάζεται. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, όχι απλά δεν ακούγεται κουβέντα αλλά σχεδόν υπονοείται ότι θα πρέπει μόνοι τους να βρουν την άκρη, αφού τα εμπόδια του καθημερινού τους αγώνα είναι κάτω από το όριο ανίχνευσης της κυβέρνησης και του κράτους πρόνοιας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι το ανθρώπινο δυναμικό της ηλικίας των 55 +, που έρχονται αντιμέτωποι με τα οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά στεγανά όλης της προηγούμενης δεκαετίας της κρίσης. Πρόκειται για μια αόρατη ομάδα της αγοράς εργασίας.
Ζούμε σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η τηλε-εργασία και η ευελιξία στο εργασιακό ωράριο ενθαρρύνονται προκειμένου να τηρηθούν τα μέτρα προστασίας κατά του κορονοϊού: αυτό που δεν έχει μετρηθεί και αξιολογηθεί ποιοτικά είναι το πόσοι εργαζόμενοι και σε ποια εργασιακά πόστα μπορούν πραγματικά να δουλέψουν από απόσταση. Τα στατιστικά στοιχεία διεθνώς περιγράφουν ένα δραματικό τοπίο ανθρώπων που μένουν εκτός δουλειάς και εκτός ευκαιριών. Είναι οι λεγόμενοι «blue collar» εργαζόμενοι, οι χειρώνακτες, οι χαμηλόμισθοι σε επισφαλή πόστα, οι άνθρωποι δηλαδή που είχαν εξαρχής λιγότερη ευελιξία και μικρότερο εύρος επιλογών ως προς τη δουλειά που θα έκαναν. Όταν μάλιστα οι παραπάνω ανήκουν σε ηλικιακές ομάδες που ο κορονοϊός έχει χτυπήσει αλύπητα, αυτοί είναι περισσότερο πιθανό να αποσυρθούν στα σπίτια τους, να απολυθούν ή να μη μπορούν να βρουν δουλειά εξαιτίας της επικινδυνότητας για την υγεία τους αλλά και των δεξιοτήτων που εντωμεταξύ δεν πρόλαβαν να καλλιεργήσουν. Η πιθανότητα να ξεκινήσουν τη δική τους δουλειά στην Ελλάδα των λουκέτων και της ανύπαρκτης επιχειρηματικής κουλτούρας, είναι μηδαμινή αν όχι μια θρασύτατη υπόνοια όσων κυβερνητικών ενθαρρύνουν τον κόσμο να σταματήσει επιτέλους να ζει με επιδόματα και να «δομήσει βιογραφικό». Η πιθανότητα να ανταγωνιστούν τις μικρότερες ηλικίες μετά το lockdown – και παρά τα πολλαπλά προσόντα που μπορεί να διαθέτουν όσοι έχουν φάει πραγματικά την αγορά με το κουτάλι – είναι ελάχιστες και μόνο στο μυαλό των θεωρητικών που πιστεύουν ότι «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».
Έφερε η πανδημία μαζί της μια παρέλαση από ανισότητες στις οποίες τα προηγούμενα χρόνια απλά αναφερόμασταν χωρίς ποτέ να έχουμε κάνει κάτι; Η ηλικία, μεταβλητή που θεωρούνταν στερεότυπο μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, ήρθε ως σοκαριστική πραγματικότητα να ταράξει τη νιρβάνα όσων ταυτίζονται με την τεχνολογία με τρόπο που να θεωρούν αυτονόητη την ομαλή προσαρμογή στα νέα διαδικτυακά δεδομένα, αγνοώντας το ότι έχουμε δρόμο μέχρι την ψηφιακή εγγραμματοσύνη. Τα προβλήματα της πανδημίας δεν θα λυθούν με application και προγράμματα επιμόρφωσης που έχουν ηλικιακά όρια. Σαφέστατα σήμερα έχουμε περισσότερες επιλογές, διαύλους επικοινωνίας και πλατφόρμες χτισίματος μιας καινούριας ζωής-επιχείρησης-ομάδας: με την προϋπόθεση ότι θα γίνει ένα άνοιγμα γνωριμίας και εξοικείωσης προς όλους εξίσου και όχι μόνο προς αυτούς που γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιούν το zoom ως ελάχιστη προϋπόθεση.
Υπάρχει επιτακτική ανάγκη δημιουργίας ενός ευρύτερου πλαισίου επιμόρφωσης και ενθάρρυνσης για την επιστροφή στην εργασία και την διατήρηση εργασιακών θέσεων, για τους άνω των 55 ετών. Η εργασία, η απασχολησιμότητα, η δημιουργία επιλογών και κατ’ επέκταση η κοινωνική ένταξη των μεγαλύτερων ηλικιακά ανθρώπων – παράγοντες που δεν επηρεάζουν μόνο την δική τους ψυχική υγεία αλλά την ολόπλευρη επιβίωση των κοινοτήτων μας – χτυπούν καμπανάκι κινδύνου.
Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Μια συζήτηση που δεν έχουμε κάνει
Ένα πράγμα που, κατά την άποψη μου, δεν έχει συζητηθεί αναφορικά με την ασφάλεια των επαγγελματικών χώρων όσον αφορά στον κορονοϊό, είναι το φιλτράρισμα του αέρα τους.
Ενώ από διάφορα δημοσιεύματα πλέον μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ο covid19 είναι ιός που κυρίως μεταδίδεται με σταγονίδια που διασπείρονται στον αέρα, τόση δυσανάλογα λίγη (αν καθόλου) συζήτηση γίνεται για το πώς αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί στους επαγγελματικούς χώρους. Και είναι εντυπωσιακό το ότι η συζήτηση γίνεται μόνο για την αποζημίωση του χαμένου εισοδήματος των επαγγελματιών αλλά δεν προβλέπεται τίποτα για τη βελτίωση του εξαερισμού των χώρων τους, ώστε να αντεπεξέλθουν αυτοί καλύτερα στη νέα πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται από την πανδημία.
Αρκετοί οδοντίατροι στην Αγγλία – πιθανολογώ και σε άλλες χώρες – έχουν προχωρήσει στην αγορά μηχανημάτων που φιλτράρουν τον αέρα και παρέχουν εγγυημένη προστασία από τους κορονοϊούς (και γενικά από τους ιούς και τα μικρόβια) φιλτράροντας και ιονίζοντας αποτελεσματικά τα ιατρεία. Τα μηχανήματα αυτά φέρουν την έγκριση του αγγλικού NHS και κοστίζουν περίπου 900 λίρες η μονάδα. Είναι φορητά και καλύπτουν 25τμ περίπου το καθένα.
Το ερώτημα είναι αφού αυτά τα μηχανήματα θεωρούνται ασφαλή για τους ιατρικούς χώρους, γιατί να μην χρησιμοποιηθούν και σε άλλους; Ίσως όχι για παράδειγμα από τα καφέ, αλλά από τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρο-επαγγελματιών που είτε θεωρούνται υψηλού ρίσκου (τα κουρεία πχ) είτε παρασύρονται από τη γενική απαγόρευση: οι περισσότεροι είναι χώροι 55-80τμ. Αυτό σημαίνει ότι με 2, 3 ή 4 τέτοιες μονάδες ανά περίπτωση, οι χώροι αυτοί θα μπορούσαν να καλυφθούν.
Δεν θα πρέπει να δημιουργηθούν εδώ εσφαλμένες εντυπώσεις. Μια τέτοια λύση προφανώς δεν είναι 100% αποτελεσματική και έχει προϋποθέσεις. Αλλά αν μια πρακτική μπορεί να μειώνει το ρίσκο, αν υπάρχει τρόπος να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό το ιικό φορτίο σε έναν κλειστό χώρο, τότε με συνδυασμό μέτρων μπορεί να λειτουργήσει ως μεσοπρόθεσμη λύση. Με μάσκα, με περιορισμένο κοινό και τέτοιου είδους μηχανήματα πολλά από τα καταστήματα (ειδικά τα μικρότερα: μανικιούρ, καταστήματα δώρων, βιβλιοπωλεία, κουρεία, μικρά καφέ ίσως, κα) θα μπορούσαν να παραμείνουν ανοιχτά και να αμβλύνουν τις οικονομικές επιπτώσεις.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα μηχανήματα. Είναι και τα υπάρχοντα κλιματιστικά, εκείνα που ανακυκλώνουν μόνο τον αέρα εντός του χώρου, χωρίς εξωτερικές μονάδες. Αυτά πρέπει να αντικατασταθούν όπου είναι δυνατό, καθώς επιτείνουν το πρόβλημα του σωστού εξαερισμού, ειδικά μέσα σε γραφεία, όπου η εγκατάσταση μεγάλων μονάδων με ειδικά φίλτρα δεν είναι δυνατή. Πρόκειται για ένα ζήτημα που θα έπρεπε να έχει απασχολήσει από πέρυσι χώρες όπως η Ελλάδα. Παρότι είναι γνωστό ότι μεγάλες εταιρίες το έχουν ήδη κάνει, κανείς δεν φαίνεται να προτείνει μια γενικότερη εφαρμογή.
Μπορεί κανείς να προσθέσει εδώ την εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος, έστω και από κάτι βλαβερό όπως το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους. Γνωρίζουμε ότι ισχυρά συστήματα εξαερισμού βελτίωναν την ποιότητα του αέρα και ίσως θα πρέπει να επαναφέρουμε αυτά τα συστήματα, όχι μόνο για την παρούσα κατάσταση. Αν σήμερα υπήρχαν αυτά τα συστήματα, ίσως ένα κομμάτι της εστίασης να μπορούσε να λειτουργήσει. Φυσικά, δεν μπορούμε να κλαίμε πάνω από παλιές αποφάσεις (που οπωσδήποτε καλώς πάρθηκαν), αλλά μπορούμε να μάθουμε από αυτές: γιατί μια παλιά δοκιμασμένη ιδέα να μην έχει εφαρμογή στο σήμερα; Κάποιοι χώροι εξακολουθούν να έχουν τέτοια συστήματα. Γιατί αυτοί οι χώροι να θεωρούνται ίδιοι με όσους δεν έχουν ή γιατί να μην μπορούν να αναβαθμίσουν τα συστήματά τους και να λειτουργήσουν, εφόσον αυτό μπορεί να αποδειχθεί αποδοτικό;
Βλέποντας ότι ήδη αρκετοί επιστήμονες προβλέπουν ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με ανάλογες πανδημίες στο μέλλον είμαστε υποχρεωμένοι να κοιτάξουμε μπροστά και να εξερευνήσουμε πιθανές λύσεις.
Η χρηματοδότηση θα μπορούσε να γίνει από το πακέτο στήριξη της ΕΕ μέσω τραπεζικών άτοκων δανείων αποκλειστικά για την εγκατάσταση τέτοιων μονάδων. Το κράτος και ο επαγγελματίας θα μπορούσαν να συμμετέχουν με ένα μερίδιο δαπάνης το οποίο μπορεί να εκπίπτει φορολογικά. Μια μορφή δανειοδότησης δηλαδή που έχει ξαναχρησιμοποιηθεί, πχ για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών.
Φυσικά όλα τα παραπάνω είναι απλώς μια ιδέα. Δεν έχω την εξειδίκευση, ούτε προτίθεμαι να αντικαταστήσω τους ειδικούς οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν γιατί μια τέτοια ιδέα ίσως να είναι λάθος, ή μπορεί όντως να έχει πρακτική εφαρμογή στην αντιμετώπιση του κορονοϊού όσον αφορά τους επαγγελματικούς χώρους.
Άλλο όμως είναι το ζήτημα.
Γιατί δεν γίνεται αυτή η συζήτηση; Γιατί ένα χρόνο με πανδημία μένουμε απλώς στη μάσκα, το αντισηπτικό και το κλείσιμο και δεν πάμε ένα βήμα παρακάτω, να μιλήσουμε για τη βελτίωση των επαγγελματικών χώρων;
Αν – όπως φαίνεται ήδη – ο covid19 ήρθε εδώ για να μείνει και να γίνει εποχικός, η συζήτηση πρέπει να είναι πλέον όχι αν θα μένουν κλειστοί οι επαγγελματικοί χώροι κάθε φορά που θα ενσκήπτει μια νέα έξαρση του, αλλά με τι μέσα και με ποιον όσο το δυνατό πιο ασφαλή τρόπο θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν παρά τον κορωνοϊό.
* Ο Χρήστος Μαυρόγιαννης είναι Γενικός Γραμματέας της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.