• Το 2% μερτικό μας στη χαρά

    Εδώ και χρόνια, υπάρχει μια επιδημία που βάζει εμπόδια σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια στη χώρα: αυτή, δεν είναι άλλη από τον οικονομικό αγώνα των επιχειρήσεων να ορθοποδήσουν και να δημιουργήσουν για το οικοσύστημα τους προοπτική σε μια κοινωνία που παλεύει με τη χρεωκοπία, την πανδημία, το κλίμα πολιτικής πόλωσης και την κακή εμπειρία του παρελθόντος, σύμφωνα με την οποία το χρήμα ερχόταν σε μεγάλο βαθμό με τη μορφή επιδοτήσεων και χρηματοδοτικών πακέτων από το εξωτερικό, χωρίς απαραίτητα να είναι αποτέλεσμα εγχώριας, αυτόφωτης παραγωγικής διαδικασίας.  Σε όλα τα παραπάνω, χρειάζεται να ρίξουμε μια γερή ματιά στην ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων που κρατούν με τα χέρια τους την οικονομία της χώρας, τους δημιουργούς του ιδιωτικού τομέα, που δεν έχουν μόνο πληγεί οικονομικά αλλά πολύ περισσότερο σε σχέση με την ουσία της εργασίας τους, αφού αυτή έχει υποστεί κατακλυσμιαίες αλλαγές τις οποίες δεν ήταν έτοιμοι να βιώσουν ενώ ο κονιορτός των μεταβολών δεν έχει κατακαθίσει με τρόπο που να τους διευκολύνει να ανακτήσουν κάποιον υποτυπώδη έλεγχο.  Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα κι ενώ ο κορονοϊός θερίζει τις ζωές και την διαμόρφωση της καθημερινότητας εκατοντάδων ανθρώπων, το συμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ενέκρινε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από τις αρχές της νέας χρονιάς, εκτιμώντας αφενός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να το αντέξουν, αφετέρου ότι η αύξηση θα στηρίξει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, ενισχύοντας την ελπίδα για μια τηλεοπτικά κοινότοπη «κίνηση της αγοράς».

    Αν αφήσουμε στην άκρη το σοκ των εντυπωσιακών προβλέψεων για το τι θα καταφέρουμε ή δεν θα καταφέρουμε να αντέξουμε στο μέλλον, πράγμα που εξαρτάται από δεκάδες παράγοντες, όπως ας πούμε από το πόσες επιχειρήσεις θα παραμείνουν ανοιχτές, κερδοφόρες και ικανές να πληρώνουν το ρεύμα τους μέχρι το τέλος της δοκιμασίας του κορονοϊού (παράδειγμα που με τη σειρά του επηρεάζεται από ακόμα περισσότερες παραμέτρους, όπως από το πόσο γρήγορα η ελληνική, οικογενειακά σκληροπυρηνική επιχείρηση θα μεταβολίσει τους κραδασμούς σε έργο ενώ ουδέποτε εκπαιδεύτηκε – από τους πρωθυπουργούς που ψήφιζε – στο να το πράττει ολομόναχη), αυτό που μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι, ναι, οι αυξήσεις μισθών είναι ασυνείδητα συνδεδεμένες με ένα αίσθημα αγαλλίασης για τους αποδέκτες.  Γι’ αυτό άλλωστε και εξαγγέλλονται: πρόκειται για εξαγγελίες-τσιρότα στη μόνιμα ανοιχτή πληγή της οικονομίας που αιμορραγεί.  Σε ενδεικτική έρευνα που κάλυπτε τα έτη 2011-2019 στην Αμερική, ένα 10% αύξησης στον κατώτατο μισθό συσχετίστηκε με μια 0.4–0.5% μείωση στην οικονομική απελπισία που οδηγεί σε καταχρήσεις (αλκοόλ, ψυχοδραστικές ουσίες) ανάμεσα στην κοινωνική ομάδα των χαμηλόμισθων, ανειδίκευτων εργατών, χωρίς όμως αυτό απαραίτητα να οδηγεί στη συνολική βελτίωση της ψυχολογικής κατάστασης τους ή σε γενικευμένα, ασφαλή συμπεράσματα που αφορούν στη σχέση αύξησης κατώτερου μισθού και ψυχικής υγείας.  Παρόμοιες έρευνες καταγράφουν τάσεις στον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται την αύξηση του κατώτερου μισθού, αλλά δεν υπάρχουν πορίσματα για μακροχρόνια λειτουργία της επίδρασης που έχει η είδηση της προς-τα-πάνω αλλαγής στη συνολική πορεία της ζωής ενός εργαζόμενου, πόσο μάλλον στην Ελλάδα της έλλειψης στατιστικών στοιχείων.  Προς το παρόν, η χαρά διαρκεί λίγο και αφορά σε αυτούς που λαμβάνουν την αύξηση.   

    Τι γίνεται όμως με την ψυχική υγεία αυτών που καλούνται να καταβάλλουν τους μισθούς;  Στη χώρα μας ουδέποτε ρωτήθηκε, συνεντευξιάστηκε ή κλήθηκε να καταθέσει την τραγική εμπειρία του ο Έλληνας ελεύθερος επαγγελματίας που αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο του εργοδότη που συνεχώς ρίχνει χρήμα σε ένα κρατικό κουβά χωρίς πάτο και που πιθανότητα υποφέρει εξίσου από εξαρτήσεις ενώ κινδυνεύει από το λεγόμενο «death of despair» τον επαγγελματικό ή/ και κυριολεκτικό αφανισμό του.  Με την ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση να συρρικνώνεται σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πόρους και δυναμική, δεν έχουμε πλάνο για το πώς αυτή θα λειτουργήσει στην μετά-covid19 εποχή, δηλαδή για το αν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της, θα χρειαστεί ενισχύσεις ή θα τινάξει από πάνω της την κρατική μπουκάλα οξυγόνου για να αναπνεύσει ελεύθερα.  Οι κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς (από τη λίστα των οποίων με λύπη μου διαπιστώνω ότι απουσιάζει το σώμα των ψυχολόγων) που ερωτήθηκαν στο παρελθόν, πάντως, δεν εξέφρασαν αισιοδοξία για οποιαδήποτε πρόταση που περιλαμβάνει τη λέξη «αύξηση», όταν μάλιστα αυτή οδηγεί σε αρνητικούς συνειρμούς που καταλήγουν αργά και βασανιστικά στον εργασιακό τάφο. 

    Από την αύξηση του ιικού φορτίου και την αύξηση των περιοριστικών μέτρων, στις αυξήσεις στην ενέργεια, στα αγαθά πρώτης ανάγκης και στην αύξηση του μισθού, όλα τώρα τελευταία μοιάζουν ανηφορικά.  Είναι όμως το μήνυμα για τον καινούριο χρόνο ένα μήνυμα χαράς;  Ίσως θα μπορούσε να γίνει, αν τερματιζόταν ο υποβιβασμός του επιχειρηματικού τοπίου σε σύνολο από μπακάλικα στα οποία, γράψε-σβήσε στο τεφτέρι, επιτρέπουμε να φυτοζωούν.  Αν υπήρχε αναπτυξιακή πολιτική για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων.  Αν κατανοούσαμε το ελληνικό εργασιακό τοπίο με τρόπους που απαντούν σε ψυχολογικές ανάγκες και τη συνολική φροντίδα της υγείας, για εργοδότες και εργαζομένους: αν είναι να μιλήσουμε για ψυχολογία, ας το κάνουμε συμπεριληπτικά.  Και τελικά, αν δεν εστιάζαμε στη χαρά του 2%, που φαντάζει σαν ληγμένη μπαταρία συσκευής, αλλά στη διάρκεια, στην αντοχή και στην επανοικοδόμηση της αγοράς, πολύ πριν εισηγηθούμε την κατανάλωση της..

    * Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο marketnews.gr, στις 30 Δεκεμβρίου 2021.

  • Τα προβλήματα της πανδημίας δεν θα λυθούν με ένα application

    Αν κάτι μας έμαθε η πανδημία με τον πιο σκληρό τρόπο, αυτό είναι το να μη θεωρούμε δεδομένα όλα τα πλάνα και τα προγράμματα πάνω στα οποία στηριζόμασταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν ξαφνικά τη δουλειά και την ζωή – όπως τις είχαν σχεδιάσει και εμπιστευτεί – κάτω από τα πόδια τους. Δεκάδες άλλοι μπήκαν σε αναμονή για κάτι που δεν γνωρίζουμε με ποια μορφή και με ποιους όρους θα έρθει. Η ανάγκη για επιβίωση έκανε κάποιες περίπλοκες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα την τηλε-εργασία που έχει ένα τεράστιο φάσμα δικών της κανόνων και συμπεριφορών, να μεταβολιστούν σε λύσεις ανάγκης για λίγους, προκειμένου να συνεχίσει η γη να γυρίζει. Πίσω όμως από τις προσπάθειες και την καλή θέληση όλων μας να διατηρήσουμε εκείνη την «κανονικότητα» που είναι ικανή να μας εξασφαλίσει μια μίνιμουμ ισορροπία, υπάρχει ένα πολυποίκιλο εργατικό δυναμικό που δεν θα κληθεί απλά να ξαναγυρίσει στη δουλειά (αν υποθέσουμε ότι θα υπάρχουν δουλειές μετά την πανδημία), αλλά να εκπαιδευτεί από την αρχή για τον κόσμο που ετοιμάζεται. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, όχι απλά δεν ακούγεται κουβέντα αλλά σχεδόν υπονοείται ότι θα πρέπει μόνοι τους να βρουν την άκρη, αφού τα εμπόδια του καθημερινού τους αγώνα είναι κάτω από το όριο ανίχνευσης της κυβέρνησης και του κράτους πρόνοιας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι το ανθρώπινο δυναμικό της ηλικίας των 55 +, που έρχονται αντιμέτωποι με τα οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά στεγανά όλης της προηγούμενης δεκαετίας της κρίσης. Πρόκειται για μια αόρατη ομάδα της αγοράς εργασίας.

    Ζούμε σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η τηλε-εργασία και η ευελιξία στο εργασιακό ωράριο ενθαρρύνονται προκειμένου να τηρηθούν τα μέτρα προστασίας κατά του κορονοϊού: αυτό που δεν έχει μετρηθεί και αξιολογηθεί ποιοτικά είναι το πόσοι εργαζόμενοι και σε ποια εργασιακά πόστα μπορούν πραγματικά να δουλέψουν από απόσταση. Τα στατιστικά στοιχεία διεθνώς περιγράφουν ένα δραματικό τοπίο ανθρώπων που μένουν εκτός δουλειάς και εκτός ευκαιριών. Είναι οι λεγόμενοι «blue collar» εργαζόμενοι, οι χειρώνακτες, οι χαμηλόμισθοι σε επισφαλή πόστα, οι άνθρωποι δηλαδή που είχαν εξαρχής λιγότερη ευελιξία και μικρότερο εύρος επιλογών ως προς τη δουλειά που θα έκαναν. Όταν μάλιστα οι παραπάνω ανήκουν σε ηλικιακές ομάδες που ο κορονοϊός έχει χτυπήσει αλύπητα, αυτοί είναι περισσότερο πιθανό να αποσυρθούν στα σπίτια τους, να απολυθούν ή να μη μπορούν να βρουν δουλειά εξαιτίας της επικινδυνότητας για την υγεία τους αλλά και των δεξιοτήτων που εντωμεταξύ δεν πρόλαβαν να καλλιεργήσουν. Η πιθανότητα να ξεκινήσουν τη δική τους δουλειά στην Ελλάδα των λουκέτων και της ανύπαρκτης επιχειρηματικής κουλτούρας, είναι μηδαμινή αν όχι μια θρασύτατη υπόνοια όσων κυβερνητικών ενθαρρύνουν τον κόσμο να σταματήσει επιτέλους να ζει με επιδόματα και να «δομήσει βιογραφικό». Η πιθανότητα να ανταγωνιστούν τις μικρότερες ηλικίες μετά το lockdown – και παρά τα πολλαπλά προσόντα που μπορεί να διαθέτουν όσοι έχουν φάει πραγματικά την αγορά με το κουτάλι – είναι ελάχιστες και μόνο στο μυαλό των θεωρητικών που πιστεύουν ότι «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».

    Έφερε η πανδημία μαζί της μια παρέλαση από ανισότητες στις οποίες τα προηγούμενα χρόνια απλά αναφερόμασταν χωρίς ποτέ να έχουμε κάνει κάτι; Η ηλικία, μεταβλητή που θεωρούνταν στερεότυπο μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, ήρθε ως σοκαριστική πραγματικότητα να ταράξει τη νιρβάνα όσων ταυτίζονται με την τεχνολογία με τρόπο που να θεωρούν αυτονόητη την ομαλή προσαρμογή στα νέα διαδικτυακά δεδομένα, αγνοώντας το ότι έχουμε δρόμο μέχρι την ψηφιακή εγγραμματοσύνη. Τα προβλήματα της πανδημίας δεν θα λυθούν με application και προγράμματα επιμόρφωσης που έχουν ηλικιακά όρια. Σαφέστατα σήμερα έχουμε περισσότερες επιλογές, διαύλους επικοινωνίας και πλατφόρμες χτισίματος μιας καινούριας ζωής-επιχείρησης-ομάδας: με την προϋπόθεση ότι θα γίνει ένα άνοιγμα γνωριμίας και εξοικείωσης προς όλους εξίσου και όχι μόνο προς αυτούς που γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιούν το zoom ως ελάχιστη προϋπόθεση.

    Υπάρχει επιτακτική ανάγκη δημιουργίας ενός ευρύτερου πλαισίου επιμόρφωσης και ενθάρρυνσης για την επιστροφή στην εργασία και την διατήρηση εργασιακών θέσεων, για τους άνω των 55 ετών. Η εργασία, η απασχολησιμότητα, η δημιουργία επιλογών και κατ’ επέκταση η κοινωνική ένταξη των μεγαλύτερων ηλικιακά ανθρώπων – παράγοντες που δεν επηρεάζουν μόνο την δική τους ψυχική υγεία αλλά την ολόπλευρη επιβίωση των κοινοτήτων μας – χτυπούν καμπανάκι κινδύνου.

    Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

  • Όταν η Ψυχική Υγεία χρησιμοποιείται ως διαφημιστικό σλόγκαν

    Στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια της πρώτης καραντίνας, με ευχάριστη έκπληξη άκουσα για πρώτη φορά να επαναλαμβάνονται οι λέξεις «ψυχική υγεία» από τις εκπομπές και τα σποτ των ΜΜΕ που μιλούσαν για πρόληψη, μέριμνα και πρόσβαση στις αντίστοιχες υπηρεσίες.  Ποτέ στο παρελθόν η κρισιμότητα και η επιτακτικότητα λήψης μέτρων υπέρ της ψυχικής υγείας δεν είχαν αναφερθεί ανοιχτά, δημόσια και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στην τηλεόραση.  Μια ενημέρωση για την φροντίδα της εσωτερικής μας ισορροπίας υπό την πίεση του εγκλεισμού ήταν βέβαια επιβεβλημένη αλλά η ελπίδα ότι επιτέλους άνοιξε η δημόσια συζήτηση για το θέμα, κορυφώθηκε με την δημιουργία υπουργικού χαρτοφυλακίου εστιασμένου σε αυτό.  Και τι έγινε μετά;  Τίποτα.

    Στη χώρα μας πολλά πράγματα γίνονται απλά και μόνο για επικοινωνιακούς λόγους. Έτσι ζούμε ένα ακόμα πυροτέχνημα που μάλιστα κάνει και τη φοβερή ζημιά του να δίνει την εντύπωση – σε όσους δεν είναι γνώστες του επιστημονικού πεδίου – να νομίζουν ότι αυτό είναι, μέχρι εκεί φτάνει, τι άλλο θα μπορούσε δηλαδή να συμβεί;  Η ψυχική υγεία δεν είναι ζήτημα για να παίζεις παιχνίδια στο όνομά του.  Είναι κοινωνικό, επειδή αφορά στην διαμόρφωση της ποιότητας της ζωής μας.  Ηθικό, επειδή συντηρεί τις ανισότητες και μπλοκάρει την ισότιμη πρόσβαση στη λήψη υπηρεσιών.  Οικονομικό, επειδή το World Economic Forum προειδοποιεί ότι, μέχρι το 2030, οι παγκόσμιες δαπάνες φροντίδας και νοσηλείας των ωφελούμενων θα εκτοξευθούν στο αστρονομικό ποσό των 16 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αν δεν αναχαιτίσουμε από κοινού την κατρακύλα.  Και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, επειδή κάθε 40 δευτερόλεπτα κάποιος στον κόσμο αυτοκτονεί (πηγή: WHO).

    Δεν αρκεί να πληρώσεις ή να καλέσεις κάποιον εθελοντικά στο γυαλί να σου πει να απευθυνθείς σε ψυχολόγο σε περίπτωση που νιώθεις άσχημα.  Συγνώμη αλλά έχουμε προοδεύσει ως ανθρωπότητα από αυτό το σημείο μηδέν.  Από την άλλη, δεν χρειάζεται καν να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, γιατί το αβαντάζ του να τα κάνεις όλα τελευταίος είναι ότι μπορείς να κοπιάρεις τις καλές πρακτικές άλλων λαών και να καμωθείς ότι τις σκέφτηκε το υπουργικό σου συμβούλιο.  Μια ματιά στο πλήθος προγραμμάτων προς όλες τις ηλικίες που λαμβάνουν χώρα παγκοσμίως, είναι ικανή να κάνει κάποιον να καταλάβει πόσο πίσω είμαστε σε αυτό τον τομέα, με μηδενική πιθανότητα να προλάβουμε τις εξελίξεις.  Με άλλα λόγια, θα πληρώσουμε την έλλειψη στρατηγικής για την υγεία με πάσης φύσεως απώλειες και κατακερματισμένο πνεύμα.  Μπορεί βέβαια να φτιάξουμε καμιά νόστιμη, δακρύβρεχτη διαφήμιση που θα μας κοστίσει ο κούκος αηδόνι και θα τονίζει την «ανικανότητά» μας (γιατί δεν κάνεις κάτι;    Γιατί δεν πας σε ψυχολόγο;  ΕΣΥ) αντί για την ευθύνη της επίσημης πολιτείας που αδιαφορεί.

    Το φετινό μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας για την Ψυχική Υγεία (World Mental Health Day, 10 Οκτωβρίου 2020) καλεί για μεγαλύτερες επενδύσεις σε προγράμματα πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης αλλά και ισότιμη πρόσβαση σε υπηρεσίες.  Η ψυχική υγεία είναι ανθρώπινο δικαίωμα που βρίσκεται στο περιθώριο.  Υπάρχουν ελλείψεις σχεδόν στα πάντα, από προσωπικό και δομές μέχρι διαθέσιμα προγράμματα ψυχοεκπαίδευσης, πρόληψης, φροντίδας, εποπτείας.    Το μήνυμα δεν φτάνει μέχρι την οικογένεια, δεν απλώνεται γύρω της ως δίχτυ ασφαλείας.  Έχει μηδαμινή επίδραση στις νεαρές ηλικίες,  Δεν αναγνωρίζεται από το κράτος.  Η ψυχική υγεία δεν «συνταγογραφείται».  Το σύστημα δεν διδάσκει την ολόπλευρη θεώρηση της υγείας, την σχέση ψυχής-σώματος.  Δεν προνοεί, αφήνει την κακοποίηση να καλπάζει.  Δεν συμπονά και δεν συναισθάνεται.  Δεν τρέφει τον παραμικρό σεβασμό για τους φροντιστές ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές νόσους.

    Η ψυχική υγεία δεν μπορεί να αποτελεί πλατφόρμα για διαφημιστικούς πειραματισμούς, ούτε είναι φιλοσοφικό ερώτημα για να παραμένει κανείς στις ημερίδες μεταξύ κοσμικών ή στα άρθρα των περιοδικών.  Οι τίτλοι και οι περγαμηνές των ανθρώπων που θα «αναλάβουν», θα πουν κάτι βαρύγδουπο και θα ολοκληρώσουν την υποχρέωση τους για τη μέρα, δεν έχουν καμία σημασία.  Απαιτούνται συνεχείς, στοχευμένες, παράλληλες δράσεις, διεπιστημονικές συνεργασίες, ενημέρωση από/προς όλες τις βαθμίδες και συμπερίληψη του θέματος σε όλα τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας.   Είμαστε πολύ πίσω από τον παγκόσμιο στόχο του 2020 που μιλάει για λεφτά στην υγεία αλλά ας κάνουμε μια εθνική προσπάθεια να σηκωθούμε στα πόδια μας,  ‘Η ας ανακαλύψουμε επιτέλους αυτούς που μπορούν να κάνουν την υπέρβαση.

     

     

  • Η αχαρτογράφητη μοναξιά*

    Στην αρχή ήταν απλά ένα σούσουρο, η αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, μια σειρά από ανησυχητικές διαπιστώσεις.  Μέχρι το 2010 λίγοι είχαν ασχοληθεί με ένα θέμα που λύγιζε δεκάδες ανθρώπους και ήταν υπεύθυνο για την επιβάρυνση όχι μόνο της ψυχικής αλλά της συνολικής τους υγείας.  Μετά ήρθε η επιβεβαίωση και το όνομα: η επιδημία της μοναξιάς, μία από τις πιο ενεργές σε συμπτώματα επιδημίες που μαστίζουν τον πλανήτη.  Η έλλειψη κοινωνικών επαφών, η αδυναμία σύναψης και συντήρησης σχέσεων αποδείχθηκε ότι δεν είναι μια ιδιορρυθμία, μια επιλογή ή τρόπος ζωής, όπως ίσως πίστευαν κάποιοι μέχρι τότε.  Πρόκειται για μια κατάσταση με σοβαρή επίδραση στον οργανισμό μας που μπορεί να γίνει υπεύθυνη ακόμα και για πρόωρο θάνατο.

    Σίγουρα υπάρχουν μοναχικοί άνθρωποι ή άνθρωποι που κάνουν δεκάδες μοναχικές δραστηριότητες και το απολαμβάνουν.  Η απομόνωση όμως που βασίζεται σε παράγοντες όπως η εγκατάλειψη, η απώλεια που αφήνει κάποιον πίσω, το σκούριασμα στις δεξιότητες που δεν μας επιτρέπει σε μεγαλύτερες ηλικίες να κάνουμε φίλους με τον τρόπο που κάναμε όταν ήμασταν παιδιά στο σχολείο, η σταδιακή αποξένωση από την κοινότητα, αυτή η εσωτερική ερημιά στην οποία μπορεί οποιοσδήποτε να προσγειωθεί απότομα στη ζωή, ιδιαίτερα μετά από ένα συμβάν (π.χ. διαζύγιο), όλα τα παραπάνω οδηγούν σε ένα ντόμινο από συμπεριφορές ή αντιδράσεις που επιβραδύνουν την υγιή ανάπτυξη και βάζουν σε κίνδυνο την επιβίωση.

    Κατά την διάρκεια της καραντίνας στην Ελλάδα αλλά και σε αρκετές χώρες του κόσμου, η κοινωνική ομάδα που παραμελήθηκε περισσότερο ως αποδέκτης συμβουλών ομαλής προσαρμογής και ενθάρρυνσης, ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν μόνοι.  Άνθρωποι όλων των ηλικιών που μπορεί να απολάμβαναν τη ζωή  πριν τον κορονοϊό επειδή είχαν ένα καθημερινό πρόγραμμα από ασχολίες που δεν τους επέτρεπαν να βαρεθούν ή να αισθανθούν ευάλωτοι, ξαφνικά έχασαν τη ζωή κάτω από τα πόδια τους.  Όταν οι πόρτες έκλεισαν ερμητικά στις πόλεις που θέρισε ο κορονοϊός, τότε αρχίσαμε όλοι να σκεφτόμαστε την ύπαρξη μας και την ποιότητα που αυτή έχει.  Σε μερικούς ανθρώπους πήρε μήνες να ομολογήσουν ότι μοναδική τους συντροφιά έγινε τελικά η οθόνη και ίσως ένα κατοικίδιο.  Ο φόβος της ασθένειας, η αρρώστια καθαυτή, το ερώτημα «ποιος θα φροντίσει εμένα αν πάθω κάτι» ή «σε ποιον μπορώ να στραφώ πραγματικά και όχι εικονικά», «ποιοι είναι οι δικοί μου άνθρωποι – υπάρχουν αυτοί;» όλα τα παραπάνω συγκλόνισαν τα θεμέλια του κόσμου τους.  Άλλοι είχαν πρακτικές ανάγκες και, ναι, δημιουργήθηκε ένα κίνημα γειτόνων που φρόντισαν παροδικά τους μοναχικούς των διαμερισμάτων.  Οι νεότεροι ωστόσο, αυτοί που μπορούσαν να πάνε στο σούπερ μάρκετ αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν κάποιον αγκαλιά, αυτοί που ήταν εγγεγραμμένοι σε δεκάδες πλατφόρμες γνωριμιών αλλά αισθάνθηκαν την ψυχή τους άδεια από ουσία και από συναίσθημα, γι’ αυτούς δεν γράφτηκε γραμμή.

    Ακούγεται ως ένα πρόβλημα δευτερευούσης σημασίας ή όπως το λένε στο χωριό μου first world problem.  Να υπενθυμίσω ωστόσο ότι είναι τόσο εκτενές και αφορά σε τόσους πολλούς ανθρώπους, που το 2018 η Βρετανία ανακοίνωσε ένα «Υπουργείο Μοναξιάς», αυτό δηλαδή το χαρτοφυλάκιο που θα αντιμετώπιζε μέσω μιας σειράς προγραμμάτων και παρεμβάσεων το θέμα της αποξένωσης και των συνεπειών της.  Ακολούθησαν και άλλες χώρες με παρόμοιες προτάσεις ενώ η μοναξιά αναγνωρίζεται ως προσδιοριστικός παράγοντας για την υγεία.

    Σήμερα που έχουμε ξανανοίξει τις πόρτες της αγοράς αλλά δυστυχώς όχι την αγκαλιά μας, η κοινωνική αποστασιοποίηση – που κατά τα άλλα κρίνεται ως απαραίτητη – βάζει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή αλλά και τις εσωτερικές μας ισορροπίες.  Η μοναξιά επηρεάζει την ποιότητα του ύπνου και της διατροφής μας, επιβραδύνει την γνωστική καλλιέργεια, φλερτάρει επικίνδυνα με την κατάθλιψη, οδηγεί στο σύνδρομο περιστρεφόμενης πόρτας στους γιατρούς και τα νοσοκομεία με πολλαπλά παράπονα για πραγματικές ή φανταστικές ενοχλήσεις.  Στην Βρετανία μάλιστα, μια έρευνα που μετρούσε την συχνότητα επίσκεψης στον γενικό γιατρό έδειξε πόσοι πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν σε θεραπευτές από καθαρή μοναξιά, επειδή βρίσκουν στον γιατρό τους την μοναδική ευκαιρία για ζωντανή (και όχι εικονική) επικοινωνία με κάποιον άνθρωπο.

    Το σίγουρο είναι ότι η πανδημία στρέφει βίαια το βλέμμα στους πιο ανομολόγητους φόβους μας και θα φέρει την ανθρώπινη επικοινωνία και ψυχική σύνδεση στο προσκήνιο ως επιτακτική ανάγκη.

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.  Το άρθρο δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο 2020.  

  • Η ψυχική υγεία σε καιρούς πανδημίας*

    Η ευαλωτότητα αναφέρεται σε εκείνο το όριο ανάμεσα στο αίσθημα της ασφάλειας που χρειάζεται να νιώθουν οι άνθρωποι προκειμένου να συνεχίσουν να λειτουργούν στην καθημερινότητά τους και στον φόβο μιας ενδεχόμενης κατάρρευσής τους σε δύσκολους καιρούς.  Είναι μια εσωτερική κατάσταση, εγγενής ή επίκτητη, μια «μέση» στην οποία κάποιος μπορεί να εγκλωβιστεί, είτε επειδή έχει βιώσει ένα τραυματικό γεγονός στο παρελθόν, είτε επειδή ανησυχεί για το τι θα φέρει το μέλλον.  Το να είσαι ευάλωτος δεν σημαίνει απαραίτητα οργανική αδυναμία αλλά μπορεί να σημαίνει ψυχολογική απουσία: μια έλλειψη από τα ψυχικά αποθέματα που επιτρέπουν σε κάποιον να διανύσει μια δύσκολη συγκυρία χωρίς δραματικές επιπτώσεις.  Πρόκειται για ένα ψυχοκοινωνικό ρίσκο που μπορεί με την βοήθεια όλων μας να οδηγήσει στην ομαλή προσαρμογή ή να πάρει απρόβλεπτες διαστάσεις.

    Πολλοί είμαστε ευάλωτοι σε μια δυσάρεστη είδηση, ένα τραγικό γεγονός, μια ανατροπή στην ρουτίνα.  Δεν μιλάμε για το σοκ και την θλίψη που φυσιολογικά αισθάνεται κάποιος μετά από ένα συμβάν.  Μιλάμε για το μούδιασμα, την αμηχανία και τα υψηλά επίπεδα στρες που ενδέχεται να φωλιάσουν για πολύ καιρό στην ψυχή κάποιου με τρόπο που να τον καταστήσουν ανήμπορο να συνεχίσει να ζει με την ποιότητα που είχε πριν το συμβάν.  Στην περίπτωση μιας πανδημίας, ο καταιγισμός των πληροφοριών και των – πολλές φορές – αντικρουόμενων μηνυμάτων που λαμβάνουμε ο ένας από τον άλλο και μέσω των ΜΜΕ, βάζουν σε κίνδυνο την ψυχολογική συγκρότηση πολλών ανθρώπων, πόσο μάλλον όταν αυτοί οι άνθρωποι ήδη ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες πληθυσμού: άτομα με ψυχικές νόσους, ηλικιωμένοι με πολλαπλά προβλήματα υγείας, άνθρωποι που ζουν στο κοινωνικό περιθώριο, μετανάστες-πρόσφυγες, θύματα φυσικών καταστροφών, παιδιά κ.λ.π  Τι κάνεις όταν δεν είσαι παρατηρητής του πόνου των άλλων, αλλά κινδυνεύεις και ο ίδιος να συμπεριληφθείς σε ένα κατάλογο θυμάτων;  Πώς μπορείς να βοηθήσεις και να βοηθηθείς;

    Έρευνες δείχνουν ότι οι ψυχολογικές αντιδράσεις σε διαστήματα κατά τα οποία πρέπει να αναλάβουμε την ευθύνη του εαυτού μας, ποικίλλουν.  Δυστυχώς, οι ευπαθείς ομάδες κινδυνεύουν από παράπλευρες απώλειες, αφού τα συμπτώματα αβοηθησίας και πανικού γιγαντώνονται για να τους συμπεριλάβουν γρηγορότερα από ότι συμβαίνει με τους ανθρώπους που έχουν καλλιεργήσει ψυχική ανθεκτικότητα και ευελιξία στις αντιδράσεις.  Αλλά πώς καλλιεργεί κανείς τα παραπάνω;  Η ψυχική υγεία σε καιρούς χαλεπούς έχει τον χαρακτήρα προληπτικών μέτρων και είναι κάτι για το οποίο οφείλουμε να μεριμνήσουμε έγκαιρα.

    Ας ξεκινήσουμε από τα πρώτα σημάδια.  Διαφορετικές απειλές κατά της ζωής μεγάλου μέρους του πληθυσμού, ενεργοποιούν διαφορετικά κουμπιά κινδύνου μέσα μας.  Σίγουρα οι άνθρωποι αισθάνονται περισσότερο εκτεθειμένοι μπροστά σε κινδύνους τους οποίους δεν έχουν ξανασυναντήσει ως πληροφορία ή προοπτική, όπως συμβαίνει σήμερα με τον κοροναϊό.  Η προηγούμενη εμπειρία παίζει ρόλο στην ικανότητά μας να προσαρμοζόμαστε ευκολότερα.  Από την άλλη μεριά, η έλλειψη προηγούμενης εμπειρίας μπορεί να καθυστερήσει την λήψη μέτρων, σε περιπτώσεις για παράδειγμα που αισθανόμαστε ότι «δεν θα συμβεί σε εμάς».  Οι αόρατες απειλές είναι δύσκολες στην διαχείρισή τους όσον αφορά σε έναν πληθυσμό που πρέπει να πείσουμε να προστατευτεί για να μην ζήσει τα χειρότερα.  Τα αποτελέσματα ερευνών μετά την γρίπη H1N1 του 2009, έδειξαν ότι ο πληθυσμός συμμορφώθηκε όταν άρχισε να αισθάνεται την απειλή να πλησιάζει τον καθένα προσωπικά, ανεξάρτητα από προηγούμενες δημόσιες εκκλήσεις συμμόρφωσης σε μέτρα.  Το αίσθημα απειλής στην πόρτα μας και η κοινωνική πίεση είναι οι δύο μεταβλητές που οδηγούν στην ανάληψη πρωτοβουλιών για την προφύλαξη, παρόλο που δεν μπορούμε να μιλάμε για πρόληψη πια αλλά για αντίδραση σε γεγονότα.

    Πώς γίνεται να βρούμε την χρυσή τομή ανάμεσα στην διασπορά πανικού και στην αληθινή, ενημερωτική επικοινωνία που απαιτείται προκειμένου να λάβουμε μέτρα;  Η ύπαρξη μιας κεντρικής, έγκυρης και έγκαιρης πηγής ειδήσεων για την πανδημία σε κάθε χώρα είναι απαραίτητη προκειμένου να έχουμε ολόπλευρη ενημέρωση, με την συγκροτημένη βοήθεια ειδικών επί του θέματος.  Η υπερπληροφόρηση από αναξιόπιστες πηγές (που αποτελούν βασικά παραπληροφόρηση) έχει τραυματικά αποτελέσματα για τα επίπεδα άγχους του πληθυσμού, με περαιτέρω αρνητική επίδραση στις καθημερινές συνδιαλλαγές των ανθρώπων.  Υπάρχει η πρόληψη και υπάρχει δυστυχώς η ρατσιστική συμπεριφορά προς θύματα, οικογένειες, νοσούντες: για να προφυλαχθούμε χωρίς να προχωράμε σε ακρότητες, κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη της κοινής γραμμής προς την μείωση των κρουσμάτων και την συντήρηση της υγείας του πληθυσμού, που θα ακολουθηθεί.

    Οι πανδημίες συχνά ξεπερνούν την ικανότητα ενός λαού να διαχειριστεί μια κατάσταση (όπως στην περίπτωση των Κινέζων σε καραντίνα που έσκουζαν πίσω από τα παράθυρα των κλειστών σπιτιών τους από απελπισία) και αυτό είναι κατανοητό.  Δεν μπορείς να μιλάς για δημόσια υγεία χωρίς να λαμβάνεις υπόψη τον φόβο των ανθρώπων μπροστά σε επικείμενο θάνατο και σίγουρα δεν μπορείς να παίρνεις ελαφριά την είδηση του επιβεβαιωμένου θανάτου – ας σκεφτούμε κι αυτούς που χάνουν συγγενείς και δεν μπορούν καν να τους κηδέψουν με τον τρόπο που γνώριζαν μέχρι εκείνη την στιγμή.  Οι πανδημίες αφήνουν κατάλοιπα από ψυχοτραυματικό στρες, κατανάλωση ψυχοδραστικών ουσιών και επιθετικότητα λόγω πολυήμερου εγκλεισμού και αναστολής των δράσεων ρουτίνας.  Τέλος, η απομάκρυνση από τις κοινωνικές συναναστροφές μάς αφήνει εκτεθειμένους σε αβεβαιότητα, μηρυκασμό των ίδιων αρνητικών σκέψεων και αίσθημα πνιγμού από την δραστική μείωση των επιλογών μας.

    Μπροστά στην εμπειρική αλήθεια δεν χωράνε πολιτικά παιχνίδια, μισές αλήθειες, ιδεοληψίες ή μεταφυσικά συμπεράσματα για ευρεία κατανάλωση: ζούμε πρωτόγνωρες καταστάσεις και πρέπει να βασιστούμε στα επιστημονικά δεδομένα.  Έχουμε δρόμο μπροστά μας και χρειάζεται να τον βαδίσουμε με την ευθύνη της θέσης που έχει ο καθένας απέναντι στον εαυτό του και στο κοινωνικό σύνολο.

     *  Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.  Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο marketnews.gr, στις 14 Μαρτίου 2020.

     

     

  • Ο χουλιγκανισμός ως καριέρα

    *Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη

    Δέσποινα Λιμνιωτάκη

    Η προκλητική συμπεριφορά μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων που οδηγεί σε εκτεταμένα επεισόδια, βία ή και στην τέλεση εγκληματικών πράξεων, είναι ένα από τα δυσκολότερα στην διαχείρισή τους θέματα της Κοινωνικής Ψυχολογίας, με μικρή ερευνητική δραστηριότητα σε σχέση με άλλες διεργασίες. Κι αυτό, επειδή ο περισσότερος κόσμος που δεν ασχολείται επιστημονικά με την παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς λανθασμένα το κατατάσσει στα χαώδη κεφάλαια της ψυχολογίας της Μάζας ή της απεξατομικευμένης εμπειρίας (deindividuation), εκείνης δηλαδή της ψυχικής κατάστασης κατά την διάρκεια της οποίας ένα άτομο «χάνει» την προσωπική του ταυτότητα και βυθίζεται προσωρινά στην τυφλή υποταγή των όσων προστάζει το θυμικό και η στιγμή, η ιδεολογική πίστη του αγώνα και η παρόρμηση της παρέας των ομοϊδεατών του.

    Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν ισχύει απόλυτα για το φαινόμενο του χουλιγκανισμού το οποίο έχει βαθιές κοινωνικές καταβολές ενώ γεννιέται, αναπτύσσεται και ενίοτε κοιμάται (αλλά δεν πεθαίνει) εκτός γηπέδου και περιχώρων: είναι μια ενορχηστρωμένη διαστρωμάτωση πληθυσμού, ένας μικρόκοσμος που παρουσιάζει τις ομοιότητες οποιασδήποτε άλλης κοινότητας ανθρώπων, της οποίας τα συμπτώματα είναι πολύ δύσκολο να καταπολεμήσεις, επειδή κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η επίσημη πολιτεία με όλους τους φορείς της θα στρεφόταν εναντίον της ίδιας της σάρκας που την τρέφει. Ο χουλιγκανισμός δεν είναι απόστημα, είναι παραφυάδα του συστήματος. Και ως τέτοια, προστατεύεται επιμελώς.

    Οι περισσότερες προσπάθειες για τον περιορισμό της βίας στα γήπεδα κάνουν ακριβώς αυτό: προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το σύμπτωμα της ασθένειας αφού αυτό εκδηλωθεί δηλαδή, βολικά, λειτουργούν (αν λειτουργήσουν) εκ των υστέρων. Πρόκειται για ένα σύνολο εξαγγελιών που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει αν μεταβολίζονται σε πράξη, κάθε πότε και για πόσο διάστημα. Ουδέποτε όμως εξετάζουν το ιερό τοτέμ της ανθρωπογεωγραφίας πίσω από την βία. Ακόμα κι αν ισχυριστούν ότι το πράττουν, οι περισσότεροι συντάσσουν μια μηντιακού βεληνεκούς έκθεση του ποιοι είναι ικανοί για τέτοιες συμπεριφορές.

    Οι εκθέσεις μιλούν για χαμηλού οικονομικοκοινωνικού επιπέδου άτομα, με βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό, ελλιπούς ακαδημαϊκής και κοινωνικής μόρφωσης, βασανισμένοι από πολλαπλές εξαρτήσεις και η αλήθεια είναι ότι όντως μπορεί να συναντήσει κανείς τέτοιες περιπτώσεις στη βάση της χουλιγκανικής πυραμίδας, σε αυτούς ας πούμε που βαράνε. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στην κορυφή της, εκεί όπου συναντάμε μια εντελώς διαφορετική κάστα ανθρώπων που ζουν από την εφαρμογή επικίνδυνων πρακτικών: πρόκειται για καριέρα που δεν μπορεί να διαχειριστεί ο οποιοσδήποτε. Έτσι, όταν η επιθετική συμπεριφορά μέσα κι έξω από τα γήπεδα τελικά οδηγήσει σε έγκλημα, το σύστημα μπορεί να συλλάβει τους ενόχους της συγκεκριμένης πράξης (έχουν και οι χούλιγκανς τους αυτοφοράκηδές τους) αλλά ποτέ η τιμωρία δεν φτάνει στα κεντρικά γραφεία, σε κάποιες περιπτώσεις επειδή, εντάξει, δεν μπορείς να συλλάβεις και τον εαυτό σου.

    Ο χουλιγκανισμός ως συμπεριφορά δεν είναι τόσο ανεξέλεγκτος όσο αφήνεται να πιστέψει κανείς. Σε κάποιες περιπτώσεις, πρόκειται για χορογραφία που έχει ως στόχο τον εκφοβισμό και την απόδειξη της «υπεροχής» της ομάδας, αλλά δεν στοχεύει σε δολοφονίες ανθρώπων.

    Εξελίσσεται σε προκαθορισμένο χρόνο και χώρο, αναδεικνύει την ποδοσφαιρική ταυτότητα των μελών του και δίνει την ψευδαίσθηση της συμμετοχής σε ένα κόσμο που σε ακούει και σε αποδέχεται. Αυτές όμως οι παρατηρήσεις της Κοινωνικής Ψυχολογίας δείχνουν και ότι – όταν πράγματι υπάρξει θάνατος – τότε αυτός δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως «αποτέλεσμα συμπλοκής οπαδών».

    Έρευνες της δεκαετίας του ’90 έδειξαν πώς η βία στα γήπεδα, ιδιαίτερα στην Βρετανία, εξελίχθηκε από νωρίς ως κοινωνικός αγώνας της εργατικής τάξης, δηλαδή ως πολιτική αντίδραση.  Γι’ αυτό το λόγο, οι προσπάθειες κυβερνήσεων να κατευνάσουν τη βία έχουν συνδεθεί με την εναντίωση στα ιδανικά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, αντίληψη που μπορεί να οδηγήσει σε δυσαρέσκεια και αναταραχή μεγαλύτερου βεληνεκούς, εξού και αποφεύγεται από τους πολιτικούς, οι οποίοι την βγάζουν καθαρή με αερολογίες, ευχολόγια και «μαχαίρια στο κόκκαλο».  Συνοπτικές διαδικασίες, πάμε παρακάτω, δεν είναι ώρα να χάνουμε ψηφοφόρους. Το να κάνεις κάτι για την βία και το να φαίνεται ότι κάνεις κάτι, δεν είναι τα ίδια πράγματα.

    Είναι πολύ εύκολο να απαξιώσουμε τις πιθανές παρεμβάσεις σε ένα τέτοιο σοβαρό πρόβλημα με το να πούμε για άλλη μια φορά ότι πρόκειται για «θέμα παιδείας». Όλα είναι θέμα παιδείας έτσι ή αλλιώς και τα γενικόλογα δεν αποτελούν λύση. Δυστυχώς, η εξωτερική πίεση με τη μορφή καταστολής ή τιμωρίας που ασκείται από τις αρχές, δεν είναι ικανή από μόνη της να περιορίσει το φαινόμενο. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες αδυνατούν να αναλάβουν την ευθύνη της συμπεριφοράς των οπαδών τους και των μηνυμάτων που εκπέμπουν προς το κοινό τους, αλλά εκεί μέσα βρίσκεται το μυστικό.

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 14 Ιανουαρίου 2020