• Πώς ξεκινώντας με σημαία την καινοτομία μπορεί να καταλήξεις σε στραγγαλισμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης*

    Το σχέδιο νόμου «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης και άλλες διατάξεις» που μόλις δημοσιεύτηκε για διαβούλευση, έχει σίγουρα πολλά θετικά στοιχεία (π.χ. την εισαγωγή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στα ΙΕΚ).

    ‘Εχει, όμως, κάποιες αστοχίες που διορθώνονται εύκολα (π.χ. θα προσλαμβάνονται υπεύθυνοι μαθητείας από τις λίστες αναπληρωτών καθηγητών δευτεροβάθμιας, αλλά η θητεία τους δεν θα λογίζεται ως εκπαιδευτική, με αποτέλεσμα στο τέλος κάθε ακαδημαϊκού έτους να πέφτουν δεκάδες θέσεις σε σχέση με τους συναδέλφους τους που δούλεψαν ως καθηγητές) και ένα μεγάλο φάουλ.

    Για να καταλάβουμε το φάουλ, ας δούμε ένα παράδειγμα:

    Επιτυχημένος κομμωτής διατηρεί Κέντρο Δια Βίου Μάθησης (ΚΔΒΜ) εξειδικευμένο στην κομμωτική τέχνη, εξοπλισμένο στην εντέλεια, με άμεση πρόσβαση σε πρακτική σε πραγματικές συνθήκες και με αναπτυγμένες σχέσεις και προσβάσεις σε διεθνείς εκθέσεις, εταιρείες κτλ.  Σε αυτό διδάσκει ο ίδιος και η ομάδα κομμωτών του, όλοι εκ των οποίων είναι γνωστοί επαγγελματίες και πιστοποιημένοι εκπαιδευτές ενηλίκων που παρακολουθούν, αλλά και συχνά οδηγούν τις εξελίξεις στον τομέα τους.

    Οι εκπαιδευόμενοι πληρώνουν τα δίδακτρα μόνοι τους και στο τέλος της εκπαίδευσης, η οποία έχει τα χαρακτηριστικά (διάρκεια, βασικό περιεχόμενο κτλ) που ζητά ο ΕΟΠΠΕΠ, παίρνουν ένα πτυχίο αναγνωρισμένο από το κράτος, ενισχυμένο από το κύρος της ομάδας διδασκόντων.  Για να βγάλουν άδεια εξάσκησης επαγγέλματος θα πρέπει να δουλέψουν δύο χρόνια και να δώσουν εξετάσεις πιστοποίησης όπως όλοι.

    Θα περίμενε κανείς πως το ΚΔΒΜ αυτό θα ήταν πρότυπο: εξειδικευμένο, στοχευμένο, δικτυωμένο, και που χτίζει γνώση και εξειδίκευση μέσω μιας σχετικά σταθερής ομάδας υψηλού επιπέδου επαγγελματιών.  Όλα αυτά δηλαδή που δεν έχουν πολλά ΚΔΒΜ που απλώς διαχειρίζονται εκπαιδευτικά προγράμματα που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια, που ακολουθούν τις εκάστοτε μόδες που σκέφτονται διάφορα υπουργεία και που ποτέ, μα ποτέ, δεν επαναλαμβάνονται.

    Με το νέο νομοσχέδιο, όμως, το πρότυπο αυτό ΚΔΒΜ θα πρέπει ή να αλλάξει μορφή και να δίνει ένα μη-αναγνωρισμένο πτυχίο (ποιος χάνει άραγε;  Η επιχείρηση ή το σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης;) ή να προσλάβει έναν διευθυντή κατάρτισης και έναν εκπαιδευτικό υπεύθυνο, που να διαθέτουν τουλάχιστον πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (οι κομμωτές συνήθως είναι το πολύ απόφοιτοι ΙΕΚ) και πολυετή επαγγελματική εμπειρία στον σχεδιασμό, υλοποίηση και αξιολόγηση έργων κατάρτισης ή συμβουλευτικής ή πιστοποίησης ή εκπαίδευσης ενηλίκων.

    Το ερώτημα, βέβαια, είναι τι θα προσφέρουν αυτοί στους παραπάνω εξειδικευμένους επαγγελματίες;  Τι θα σχεδιάσουν δηλαδή αυτοί σε αυτή την περίπτωση;  Γιατί πιστεύει η ομάδα έργου που ανέπτυξε την συγκεκριμένη πολιτική πρόταση ότι οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης αυτής και τους επίδοξους κουρείς και κομμωτές, που σπρώχνονται για μία θέση στο εν λόγω ΚΔΒΜ, τι είναι καλύτερο για το επάγγελμά τους; Πού βασίζουν αυτή την αυτοπεποίθησή τους;

    Το δεύτερο ερώτημα, είναι γιατί δεν μπορεί ένας απόφοιτος ΤΕΕ να είναι διευθυντής της παρούσας επιχείρησης; Συζητάμε συνεχώς για το πώς θα αυξήσουμε το κύρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αλλά όταν έρθει η ώρα να τους επιτρέψουμε να αποκτήσουν θέσεις ευθύνης – και να τους χρησιμοποιήσουμε ως πρότυπα για τους μαθητές στην επαγγελματική εκπαίδευση αργότερα – τους αποκλείουμε.  Γιατί, δηλαδή, ο απόφοιτος ΑΕΙ που συν-σχεδίαζε προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτών είναι καλύτερος από τον κουρέα που έχει ανοίξει σειρά επιτυχημένων επιχειρήσεων και είναι και αναγνωρισμένος στον τομέα του;  Και γιατί θα πρέπει μια δημόσια υπηρεσία να έχει λόγο σε αυτό αν δεν της κοστίζει τίποτα;

    Μάλιστα, ακόμα και αν ο ίδιος ο επιχειρηματίας ήταν απόφοιτος πανεπιστημίου και είχε την απαιτούμενη εμπειρία, δεν θα μπορούσε να καλύψει κάποια από τις παραπάνω θέσεις, καθώς θα έπρεπε να συμβληθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την εταιρεία του, κάτι που δεν επιτρέπεται στις πιο πολλές μορφές επιχειρήσεων – το ίδιο πρόβλημα θα είχε και μία εταιρεία χωρίς εργαζόμενους, αλλά με εταίρους που πληρούν τα κριτήρια αλλά δεν μπορούν να συμβληθούν.  Επίσης, στις περιπτώσεις εταιρείας όπου θα μπορούσε να προσληφθεί ένας μέτοχος, ο ίδιος μέτοχος δεν θα μπορούσε να έχει δύο διαφορετικά ΚΔΒΜ και να είναι διευθυντής και στα δύο γιατί επίσης δεν επιτρέπεται!

    Το επόμενο βήμα θα είναι να του απαγορεύσουν να κάνει και μάθημα στην επιχείρησή του!

    Από την άλλη, θα μπορούσε – ίσως! – κανείς να δεχτεί αυτούς τους περιορισμούς για ΚΔΒΜ που επιθυμούν να πληρωθούν από το κράτος.  Για παράδειγμα, για ΚΔΒΜ που υλοποιούν την εκπαίδευση των ωφελουμένων των προγραμμάτων Κοινωφελούς εργασίας των δήμων, όπου ένα πρόγραμμα εκμάθησης χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών στις τρεις βασικές ενότητες, το οποίο κοστίζει 165 ευρώ στην ελεύθερη αγορά, στοιχίζει 700 ευρώ στον ευρωπαίο φορολογούμενο. Αλλά, για ποιον λόγο να περιοριστούν όσοι προσφέρουν τα λεγόμενα «αυτοχρηματοδοτούμενα» προγράμματα;  Και μη νομίζετε πως μιλάμε για ένα-δύο κέντρα.  Είναι αρκετά τα εξειδικευμένα ΚΔΒΜ που οργανώνουν καινοτόμα και συχνά εξωστρεφή προγράμματα σε τομείς που ξεκινούν από την αισθητική ως την εκπαίδευση καθηγητών και που εταιρείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τους κυνηγούν για να επιμορφώσουν το προσωπικό τους.

    Γενικά, το εν λόγω μέρος του σχεδίου νόμου φαίνεται να θεωρεί πως η καινοτομία, η σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας, η κάλυψη του κενού δεξιοτήτων κτλ θα έρθει μέσω του κεντρικού ελέγχου των προγραμμάτων σπουδών και του ποιοι δουλεύουν σε αυτά.  Δυστυχώς, όμως, όποιος έχει δημιουργήσει ή εργαστεί σε φορέα με φιλοδοξίες ξέρει πως η καινοτομία, η εξωστρέφεια και οι λοιποί θεωρητικοί στόχοι της εκάστοτε κυβέρνησης, ξεκινούν από την ελευθερία των ανθρώπων να συνεταιριστούν και να οργανώσουν τις εταιρείες και τις συνεργασίες τους όπως θέλουν.

     

    * Ο κ. Γιάννης Παπαδόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Ένας υπολογιστής δεν φέρνει την Άνοιξη (στην τηλεκπαίδευση)*

    Η χειρότερη τραγωδία για ένα ποιητή είναι να τον θαυμάζουν έχοντας παρεξηγήσει το έργο του υποτίθεται ότι έγραφε ο Ζαν Κοκτώ και μου αρέσει να σκέφτομαι ότι αυτό το απόφθεγμα μπορεί να βρει εφαρμογή σε πάρα πολλές περιπτώσεις του καθημερινού βίου των τελευταίων ετών, κατά τις οποίες εξυμνούμε ή αφορίζουμε αλλαγές και διαδικασίες με αποκλειστικό γνώμονα τον τρόπο που τα επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μας, ίσως και η κοινωνική ομάδα μέσα στην οποία έτυχε να γεννηθούμε.  Ένα από αυτά τα «καινούρια μου καλάθια» είναι η τηλεκπαίδευση ή μάλλον αυτό που φαντάζεται κανείς ότι είναι «τηλεκπαίδευση», την οποία αναγκαστήκαμε όπως όπως να σφιχταγκαλιάσουμε – δεν γινόταν διαφορετικά – την περίοδο της καραντίνας ενώ ούτε κατά διάνοια υπήρξαμε προετοιμασμένοι γι’ αυτή.  Αυτό όμως δεν είναι ένα άρθρο για τις δυσκολίες στην επικοινωνία που συναντήσαμε κατά τους προηγούμενους μήνες αλλά για το θράσος κάποιων να πιστεύουν ότι η τηλεκπαίδευση καθαυτή είναι ένας υπολογιστής και μια γρήγορη ταχύτητα internet – αυτά αρκούν.  Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό το πιστεύουν, που από την Άνοιξη και πέρα όλα αφέθηκαν στο έλεός τους ενώ δεν έγινε καμία προσπάθεια να μελετήσουμε το πώς θα μπορούσαμε πραγματικά να μεταβούμε ομαλά από τα δια ζώσης μαθήματα σε ένα μοντέλο εξ αποστάσεως διδασκαλίας και μάθησης, με σοβαρότητα και παιδαγωγική ευθύνη.  Δεν έγινε δηλαδή καμία προσπάθεια να εκπαιδευτούμε στην τηλεκπαίδευση, ένα πεδίο που έχει το δικό του curriculum, τους δικούς του κανόνες, πρωτόκολλο και συνθήκες λειτουργίας.

    Αλλά το ανέκδοτο δεν σταματάει εδώ.  Ήδη ο όρος «τηλεκπαίδευση» έχει μπει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο με τον χειρότερο τρόπο: προετοιμαζόμαστε για κάτι που δεν έχουμε γνωρίσει, που έχουμε υποτιμήσει σε δυσκολία, που δεν έχουμε ερευνήσει ποιοτικά (ένα από τα μεγαλύτερα σοκ που έπαθα όταν χρειάστηκε να φτάσουμε διαδικτυακά στους μαθητές μας ήταν η διάλυση της ψευδαίσθησης ότι «οι νέοι παίζουν την τεχνολογία στα δάκτυλά τους».  Τελικά οι νέοι μπορεί να παίζουν το τικ τοκ και τις πλατφόρμες γνωριμιών στα δάκτυλά τους αλλά, πιστέψτε με, χρειάζονται μάνιουαλ για τις διαδικτυακές εκπαιδευτικές πύλες, για να φτιάξουν λογαριασμό στο Skype ή το zoom και πολύ περισσότερο για να προσαρμοστούν στους κανόνες διαδικτυακής συμπεριφοράς, δηλαδή στο πότε ανοιγοκλείνω το προφίλ μου, πότε βάζω σιγή στο μικρόφωνο διατηρώντας κατά προτίμηση την κάμερα ανοιχτή στο μάθημα: τα ευτράπελα εκείνης της περιόδου γράφουν τόμους βιβλίων).  Σαν να μην έφτανε αυτό, η ευθύνη για την διδασκαλία των παραπάνω έπεσε στους δασκάλους και καθηγητές όλων των βαθμίδων, οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν ακριβώς τις ίδιες αγκυλώσεις που είχαν και οι μαθητές τους κι επιπλέον ένα ανελέητο κατηγορώ.  Στην «τηλεκπαίδευση» που ζήσαμε, ο τυφλός οδηγούσε τον αόμματο.  Παρά τα παραπάνω όμως, ο κόσμος και δη ο πολιτικός συνεχίζει να περνάει την εντύπωση ότι ο υπολογιστής από μόνος του ισούται με εκπαίδευση.

    Ένα από τα θέματα που γεννούν προβληματισμό είναι το γεγονός ότι παρά την ανάπτυξη των εργαλείων των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και Επικοινωνίας, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί και ερευνητές εκπαιδευτικού υλικού – ή τέλος πάντων αυτοί που κάνουν κουμάντο και σπρώχνουν τηλεκαταρτίσεις, βλέπε σκρόιλ ελικίκου –  στην Ελλάδα, προέρχονται από παραδοσιακά περιβάλλοντα και κουβαλούν τεχνικές και μεθόδους οι οποίες δεν συνάδουν με την ταχύτητα και τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδεται η πληροφορία στην άλλη άκρη μιας οθόνης υπολογιστή.  Δεν αρκεί μόνο να υπάρχουν αυτά τα εργαλεία, η διαχείριση και ο έλεγχός τους αποτελούν θέματα υψίστης σημασίας όταν μιλάμε για εκπαίδευση, ενώ η ποιότητα, η σωστή χρήση τους και η προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του σήμερα, χρειάζονται τον συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων μερών.  Το ερώτημα είναι το κατά πόσο τα παραπάνω εργαλεία  και άλλα τόσα που θα έχουμε στο μέλλον στα χέρια μας, είναι ικανά να διευκολύνουν επί της ουσίας την εκπαιδευτική διαδικασία ή αν απλώς πρόκειται για μέσα προβολής υλικού ή παρουσιάσεων από κάποιες ομάδες ανθρώπων.  Για πολλούς θεωρητικούς της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, η ουσία δεν είναι η απλή αναπαραγωγή του τι γίνεται μέσα σε κάποια ακαδημαϊκή αίθουσα ή η στείρα παρουσίαση ενός μαθήματος σε κάποιον μαθητή/φοιτητή ο οποίος βρίσκεται σε διαφορετικό χώρο από αυτόν που πραγματοποιείται η διάλεξη.  Αυτό που αναζητείται στη χρήση των εργαλείων είναι η δημιουργία μιας ολοκαίνουριας ολιστικής εμπειρίας για τους εκπαιδευόμενους οι οποίοι θα μπορέσουν να παρέμβουν δημιουργικά στο υλικό που τους δίνεται, θα μπορούν να αλληλεπιδρούν, να καλλιεργούν νέες δεξιότητες, να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που τους δίνονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό, να αναπτύσσουν κριτική σκέψη και να γίνονται μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας ομοϊδεατών.

    Από την άλλη μεριά, τα πλεονεκτήματα της τηλεκπαίδευσης αποδεικνύονται ταυτόχρονα και τα αδύνατά της σημεία: η αλληλεπίδραση, η ανάπτυξη της επικοινωνίας και η ομαδικότητα που εν δυνάμει καλλιεργεί, ανατρέπονται από τον ασύγχρονο χαρακτήρα της.  Η αποστολή μηνυμάτων σε ανύποπτο χρόνο από τους μαθητές και οι απαντήσεις-επεξηγήσεις στα μηνύματα από τους διδάσκοντες, μπορεί να οδηγήσουν σε ανισότητες στη συμμετοχή, σε δυσκολία στο συντονισμό της συζήτησης ή ακόμα και σε μια ανεξέλεγκτη φλυαρία που αποπροσανατολίζει το μαθητή από το εκπαιδευτικό του αντικείμενο.  Πολλοί καθηγητές κατά την διάρκεια της καραντίνας παραδέχτηκαν ότι οι διαφορές στην συμμετοχή κάποιων μαθητών είχαν να κάνουν με το πόσο «έσπρωχνε» από πίσω ο γονιός, δηλαδή με το πόσο συμμετείχε και αυτός σε κάτι που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ενθαρρύνει την αυτενέργεια!

    Χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια για να γυρίσουμε από τις παραδοσιακές, καλύτερα ελεγχόμενες μεθόδους διδασκαλίας – τις βασισμένες στο βιβλίο και την φυσική παρουσία – σε ένα χαμηλού κόστους βασισμένο εξ ολοκλήρου στο διαδίκτυο σύστημα, που να καλύπτει το μεγάλο αριθμό μαθητών που εξυπηρετούν αυτή τη στιγμή τα σχολικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα, χωρίς να σχεδιάσουμε από την αρχή και να επαναπροσδιορίσουμε τις αρχές και τις μεθόδους που ορίζουν την εκπαίδευση και την επαγγελματική συμπεριφορά των λειτουργών της.  Είναι απαραίτητο για εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους, σχεδιαστές προγραμμάτων και συντονιστές, να εκπαιδευτούν από την αρχή πάνω σε μια φιλοσοφία που δεν θα στερείται τα οφέλη της σύγχρονης τεχνολογίας αλλά θα μπορεί να εκμεταλλευτεί δημιουργικά στο μέγιστο βαθμό τις ευκαιρίες που προσφέρει για γνώση και προσωπική ανάπτυξη.  Αλλά πριν γίνει αυτό, είναι απαραίτητο να ανοίξουμε εκείνη τη συζήτηση που όλοι αποφεύγουν να κάνουν.

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Βαθμοί πανελληνίων: είναι τόσο σημαντικοί;*

    Για άλλη μια χρονιά ανακοινώθηκαν οι βάσεις των Πανελληνίων και, για μια ακόμα χρονιά, παιδιά που πέρασαν σε σχολές με πολύ χαμηλό βαθμό δέχονται επίθεση επειδή «δεν θα είναι καλοί φοιτητές» και «δεν θα γίνουν καλοί επαγγελματίες» όταν τελειώσουν.

    Είναι όμως έτσι; Συνδέεται ο βαθμός των πανελληνίων με το πόσο καλός φοιτητής είναι κάποιος; Έχει πραγματικά άρρηκτη σχέση ο βαθμός των πανελληνίων ή του πτυχίου  με το πόσο καλός επαγγελματίας θα γίνει κανείς μετά την αποφοίτηση;

    Για να υποθέσουμε ότι υπάρχει σχέση, θα πρέπει αυτό που εξετάζουν οι πανελλήνιες, αυτό που εξετάζουν οι καθηγητές στα πανεπιστήμια και αυτό που ζητά η αγορά εργασίας είναι το ίδιο. Είναι;

    Ξεκινώντας από τις πανελλήνιες, σκοπός τους είναι  να μετρήσουν τον βαθμό κατάκτησης συγκεκριμένων γνώσεων και να κατατάξουν τους εξεταζόμενους σε σχέση με τους υπόλοιπους της ίδιας ηλικίας . Ταυτόχρονα, εξετάζουν το κατά πόσο μία μαθήτρια ή ένας μαθητής μπορεί ή είναι διατεθειμένη να αφήσει στην άκρη τις άλλες της ανάγκες και να ξοδέψει ατελείωτες ώρες προετοιμασίας στο να π.χ. αποστηθίσει και το κόμμα του βιβλίου της ιστορίας, έτσι ώστε να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο πρωτότυπο κείμενο.

    Περνώντας στο πανεπιστήμιο τα δεδομένα αλλάζουν. Σκοπός δεν είναι πια να κατακτήσει ο φοιτητής κάποιες γνώσεις, σκοπός είναι να κατανοήσει το πώς αυτή η γνώση δημιουργείται, υπό ποιες προϋποθέσεις αυτή η γνώση ισχύει, με ποιον τρόπο αλλάζει και, κάποιες φορές, και πώς εφαρμόζεται.

    Προχωρώντας δε σε υψηλότερα επίπεδα επιστημονικής γνώσης,  ο φοιτητής μπορεί να φτάσει στο σημείο να γνωρίζει τι γνωρίζει, τι δεν γνωρίζει, υπό ποιες προϋποθέσεις αυτό που γνωρίζει ισχύει, και μπορεί κάλλιστα να δοκιμάσει να μάθει κάτι που δεν ξέρει κανείς άλλος.

    Έτσι, ένας φοιτητής που δεν ήταν διατεθειμένος να ξεχάσει εξολοκλήρου τους φίλους του και τα χόμπι του κατά την προετοιμασία για τις πανελλήνιες, μπορεί να «ερωτευτεί»  ένα από τα δεκάδες αντικείμενα με τα οποία θα έρθει σε επαφή κατά την διάρκεια των σπουδών του, και τα οποία συχνά έχουν μικρή ή και καμία σχέση με τα μαθήματα που εξετάζονται στις πανελλήνιες,  και να γίνει ένας εξαίρετος ειδικός.

    Βγαίνοντας από το εκπαιδευτικό σύστημα οι απαιτήσεις αλλάζουν για μία ακόμα φορά. Αυτό που έχει σημασία τώρα δεν είναι ο βαθμός και τα συσσωρευμένα πτυχία και γνώσεις, αλλά η αξία που δημιουργείς ως επαγγελματίας για τους άλλους ανθρώπους και την κοινότητα. Είσαι καθηγητής που μπορείς να δημιουργήσεις σχέσεις με τους μαθητές σου και να τους εμπνεύσεις να μελετήσουν; Τι σημασία έχει αν τελείωσες το πανεπιστήμιο με πέντε; Είσαι χειρουργός και σε χαρακτηρίζει η ανθεκτικότητα, η αυτοπεποίθηση, η ικανότητα να παίρνεις δύσκολες αποφάσεις γρήγορα και ένα σταθερό χέρι; Λίγοι θα κοιτάξουν αν τελείωσες το τάδε ή το δείνα πανεπιστήμιο στην τάδε ή στη δείνα χώρα. Αιτείσαι δουλειά σε ένα ξενοδοχείο; Πιστεύεις πώς η ξενοδόχος ή ο πελάτης σου θα κοιτάξει το πτυχίο σου ή το χαμόγελό σου;

    Τελικά, ο βαθμός των πανελληνίων μπορεί να μην έχει τόση σημασία όση νομίζουμε. Αντιθέτως ίσως να μας αποπροσανατολίζει και να μην παρατηρούμε πράγματα που ίσως έπρεπε να παρατηρήσουμε: ότι πολλά παιδιά, αντί να τους δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσουν να σπουδάσουν αυτό που πιστεύουν ότι τους ταιριάζει, σπουδάζουν ότι τους τύχει ∙ ότι τα  μέρη όπου σπουδάζουν δεν έχουν κατάλληλα εργαστήρια και τακτικούς καθηγητές ∙ ότι πολλές δεξιότητες όπως η δημιουργικότητα και η ενσυναίσθηση μένουν εκτός πανελληνίων εξετάσεων και εξετάσεων γενικότερα.

    Ας σταματήσουμε, λοιπόν, να κακολογούμε τα παιδιά και ας κοιτάξουμε να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε θεσμούς που θα τα βοηθήσουν να γνωρίσουν, να εκτιμήσουν, να δοκιμάσουν και να αναπτύξουν τα ταλέντα τους, ώστε να δημιουργήσουν τελικά αξία για τους εαυτούς τους, τους γύρω τους και την κοινωνία εν γένει.

    *ο κος Γιάννης Παπαδόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Απελευθερώνοντας την Παιδεία


    *Του Πέτρου Ιωάννη Παρασκευόπουλου

    Ενόψει των συνθηκών που επικρατούν σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας παιδείας λόγω του ιού, με την μαζική χρήση τηλεκπαίδευσης, την παράλληλη αποτυχία των κουπονιών της τηλεκατάρτισης των επιστημόνων καθώς και μία σειρά από νομοσχέδια που αναμένονται για τις δομές εκπαίδευσης, είναι θεμιτό να αξιολογήσει κανείς το πού βρίσκονται οι διάφορες μεταρρυθμίσεις σε ότι αφορά στην ποιότητα της διδασκαλίας στην Ελλάδα σήμερα.

    Σε πρώτο στάδιο, η εύκολη λύση θα ήταν να αναγνωρίσει κανείς θετικό πρόσημο σε διατάξεις όπως είναι η εξίσωση πτυχίων των αναγνωρισμένων ιδιωτικών κολλεγίων, που θα δώσει τη δυνατότητα σε χιλιάδες συμπολίτες να αποκτήσουν πρόσβαση σε θέσεις εργασίας που προηγουμένως ήταν απροσπέλαστες, σε αντίθεση με το να τους εξωθούμε στο εξωτερικό. Παρομοίως ενθαρρυντική – ανάμεσα σε άλλες – είναι η εικόνα που αφορά στην αύξηση των πρότυπων πειραματικών σχολείων, στην εισαγωγή πολλαπλού σχολικού βιβλίου και στην είσοδο του μαθήματος της σεξουαλικής αγωγής και της επιχειρηματικότητας.  Το πρόβλημα παρόλα αυτά, με όσες αλλαγές έχουν γίνει ή αναμένεται να πραγματοποιηθούν, είναι διττό: χρειάζεται να θίξουμε αφενός την χρόνια εξάρτηση που έχει η δημόσια εκπαίδευση από τη συνήθως αργή πολιτική βούληση του εκάστοτε υπουργείου, αφετέρου την έλλειψη επιλογών των οικογενειών που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία/ξένα πανεπιστήμια.  Μέρος του προβλήματος είναι επίσης το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση της ΕΕ σε ότι αφορά στο ποσοστό της δαπάνης στην παιδεία ως ποσοστό της συνολικής δημόσιας δαπάνης.

    Μια ευρύτερη ανακατανομή δαπανών από τις δημόσιες υπηρεσίες και το ασφαλιστικό στην έρευνα και την παιδεία αποτελεί το δημοσιονομικό κομμάτι της λύσης.  Η δυσκολότερη αλλά ουσιαστικότερη πρόταση όμως έχει να κάνει με την αποχώρηση του κεντρικού κράτους ως σχεδιαστή και την μετατροπή του από πάροχο εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε καταναλωτή τους.

    Καταναλωτή λοιπόν όπως με το αποσυρμένο πρόγραμμα τηλεκατάρτισης των επιστημόνων μέσω voucher; Όχι διότι εκεί μιλάμε για μια διαδικασία-ανέκδοτο στην οποία η ομάδα αξιολόγησης συστημάτων τηλεκατάρτισης του Υπουργείου Εργασίας ενέκρινε μονάχα 7 συνεργαζόμενες επιχειρήσεις από περίπου 400 παρόχους κατάρτισης δια βίου μάθησης διότι οι υπόλοιποι υποτίθεται δεν πληρούσαν τις τεχνολογικές προδιαγραφές.  Ανεξάρτητα του κατά πόσον υπήρχαν σχέσεις ημετέρων μεταξύ στελεχών του υπουργείου εργασίας και των 7 επιχειρήσεων ή όχι, βασική προϋπόθεση προκειμένου να λειτουργήσει η αγορά της εκπαίδευσης είναι η ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σε μεγάλο αριθμό εν δυνάμει δασκάλων.

    Μία αντίστοιχη μεταρρύθμιση σε όλες τις βαθμίδες παιδείας όπου το κράτος θα έδινε τη δυνατότητα στους εκπαιδευόμενους να επιλέξουν ελεύθερα όποιο σχολείο θέλουν, δημόσιο ή ιδιωτικό, βάση των μαθησιακών αναγκών τους (πχ. έφεση στην πληροφορική) θα είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση το υπουργείο παιδείας να δίνει πρόσβαση σε πληροφορίες για την ποιότητα παρεχόμενης εκπαίδευσης, χωρίς να δημιουργεί εμπόδια εισόδου στην αγορά. Επιπρόσθετα, η παροχή χρηματοδότησης απευθείας στους γονείς παιδιών θα μετέφερε και την ευθύνη της οικονομικής διαχείρισης – όπως με τις προσλήψεις καθηγητών – απευθείας στους δήμους (αποκέντρωση όπως πχ συμβαίνει στη Φινλανδία), κάτι το οποίο γίνεται τώρα μονάχα σε ότι αφορά στις επισκευές κτηριακών μονάδων. Οι δήμοι θα έθεταν, συνεπώς, το κόστος της φοίτησης και παράλληλα θα συνεργαζόντουσαν με το εκπαιδευτικό προσωπικό των δημόσιων σχολείων της κοινότητας για το πρόγραμμα σπουδών.

    Γιατί θα ήταν ένας κόσμος στον οποίο το κράτος αφήνει ελεύθερα διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα να συνυπάρχουν καλύτερος? Πρώτον διότι θα έδινε τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέγουν ελεύθερα σχολικά βιβλία καθώς και μεθόδους διδασκαλίας, εκτοξεύοντας το κίνητρο να διδάξουν αντί να προτείνουν μονάχα βοηθήματα. Δεύτερον σημαντικά περισσότεροι γονείς θα μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, βελτιώνοντας το βαθμό της κοινωνικής εξέλιξης. Τρίτον, θα υπήρχε ορθολογική κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού καθώς και των πόρων της κάθε μονάδας η οποία εξαρτάται αυτή τη στιγμή από τη βούληση του υπουργείου. Τέταρτον, η επιχορήγηση θα ερχόταν ως ανταμοιβή στις σχολικές μονάδες που θα προσέλκυαν μαθητές βάση των αποτελεσμάτων τους, μεταφέροντας την ευθύνη της διδασκαλίας από τα φροντιστήρια και ιδιαίτερα στα ίδια τα σχολεία.  Τέλος, παρόλο που κάτι τέτοιο θα έπαιρνε χρόνο, θα είχαμε σημαντικά καλύτερη απορρόφηση παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες/ιδιαιτερότητες, καθώς αυτή τη στιγμή τα μοναδικά σχολεία που έχουν το κίνητρο να προσφέρουν εξιδεικευμένες υπηρεσίες είναι ένας μικρός αριθμός ιδιωτικών.

    Συνοψίζοντας, η αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος από ένα το οποίο έχει τις ίδιες προδιαγραφές για όλους και λειτουργεί top-down ως πολιτικό λάφυρο σε ένα στο οποίο το κράτος χρηματοδοτεί απευθείας τους εκπαιδευόμενους απαιτεί και μια αλλαγή πολιτισμού σε ότι αφορά στις πρωτοβουλίες που είναι διατεθειμένα να πάρουν τα δημόσια σχολεία. Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα έπαιρνε χρόνο αλλά ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη λογοδοσία προς όφελος των μαθητών.

    * Ο Πέτρος-Ιωάννης Παρασκευόπουλος είναι Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Marketnews.gr στις 15 Μαρτίου 2020

  • Για την κατάργηση των μαθητικών εκδρομών στο εξωτερικό

    Ο Υπουργός Παιδείας, κ. Γαβρόγλου, αποφάσισε την κατάργηση των εκπαιδευτικών μαθητικών εκδρομών στο εξωτερικό, διότι το θεωρεί άδικο απέναντι στα παιδιά που δεν αντέχουν το κόστος.

    Η δικαιολογία που προβάλλει ο Υπουργός Παιδείας είναι ισοπεδωτική, καθώς οι σχολικοί φορείς διαθέτουν ήδη τρόπους αλληλεγγύης στους οικονομικά ασθενέστερους μαθητές. Στην πραγματικότητα, το άδικο είναι να στερούνται οι μαθητές την ευκαιρία να ταξιδέψουν στο εξωτερικό, κάτι που θα τους προσφέρει νέες γνώσεις και εμπειρίες.

    Οι ιδεολογικές καταβολές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στοχεύουν στην εξίσωση των ανθρώπων προς τα κάτω. Αντίθετα, η Φιλελεύθερη Συμμαχία επιθυμεί μία φιλελεύθερη κοινωνία όπου θα δίνεται η ευκαιρία στον κάθε άνθρωπο να επιτύχει.

  • Κουπόνια εκπαίδευσης αλά ΣΥΡΙΖΑ

    Ο βουλευτής του Σύριζα κ.Τριανταφυλλίδης πρότεινε την επιβολή (επιπλέον) διδάκτρων στα δημόσια σχολεία, όπως αναφέρει δημοσίευμα της εφημερίδας “Η ΑΥΓΗ”. Φυσικά θα γνωρίζει πως ήδη οι γονείς πληρώνουν δίδακτρα μέσω της φορολογίας.

    Η Φιλελεύθερη Συμμαχία έχει παρουσιάσει στις βασικές της προτάσεις την υιοθέτηση των κουπονιών για τη δημόσια παιδεία, έτσι ώστε να αποφασίζουν οι ίδιοι οι γονείς (και όχι το κράτος) πώς θα χρησιμοποιήσουν τα χρήματά τους, επιλέγοντας σχολείο για το παιδί τους. Για περισσότερες πληροφορίες, ο κ.Τριανταφυλλίδης μπορεί να συμβουλευθεί το πρόγραμμα της Φιλελεύθερης Συμμαχίας ή τα άρθρα του Milton Friedman για τα κουπόνια εκπαίδευσης, παρόμοια με το σύστημα που εφαρμόζεται με επιτυχία στη Σουηδία, Ιρλανδία, Η.Π.Α. κ.α.

  • Υπάρχει έξοδος από τον κρατικισμό;

    Η Φιλελεύθερη Συμμαχία αισθάνεται την ανάγκη να υποστηρίξει δημοσίως το δικαίωμα της συμπολίτισσας κ. Χριστιάνας Σοφίας να παράσχει στο παιδί της κατ’ οίκον εκπαίδευση. Ένα δικαίωμα το οποίο έχει η πλειοψηφία των πολιτών της ευρωπαϊκής ένωσης και του δυτικού κόσμου, αλλά όχι η επιμόνως κρατικίστικη οντότητα του ευρωπαϊκού νότου.

    ΣΥΝΕΧΕΙΑ

  • Νομοσχέδιο για την Παιδεία: Η εκδίκηση των αρεστών – Η τιμωρία των αρίστων.

    Η Φιλελεύθερη Συμμαχία διαπιστώνει ότι το νέο πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης για την Παιδεία θα σφραγίσει το εκπαιδευτικό σύστημα με την κομματικοποίηση, την ανομία, την ήσσονα προσπάθεια και τη μετριοκρατία.

    Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, καταργούνται τα Συμβούλια των ΑΕΙ που συγκροτούνταν από δεκάδες Έλληνες επιστήμονες εγνωσμένου κύρους διεθνώς, οι διευθυντές των σχολικών μονάδων αλλά και οι διευθυντές εκπαίδευσης θα εκλέγονται από τους υφισταμένους τους εκπαιδευτικούς, καταργούνται οι ρυθμίσεις για το άσυλο, καταργείται η βάση του 10, τα Πρότυπα Σχολεία, η Τράπεζα Θεμάτων και η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, ενώ παράλληλα το ΥΠΟΠΑΙΘ φρόντισε να επαναφέρει τους αιώνιους φοιτητές.

    ΣΥΝΕΧΕΙΑ

  • Μια “σφαλιάρα” την ημέρα …..

    Οι δηλώσεις του μέχρι χθες αντιπρύτανη του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου (” πρέπει να φασιστοποιηθουμε-να ρίχνουμε καμμιά σφαλιάρα- μόνο έτσι καταλαβαίνει ο Ελληνας..”) καταδεικνύουν με τον πιο γλαφυρό τρόπο δύο πραγματικότητες:  O φασισμός ειναι κάτι περισσότερο απο ένας κομματικός σχηματισμός.

    1.  Είναι “μικρή” καθημερινή στάση και συμπεριφορά που απευθύνεται στο θυμικό. Ο λόγος του εμπεριέχει υπεραπλούστευση και χυδαιότητα.
    Αυτός ο “εφικτός φασισμός στην πράξη“, διαχέεται πια σε πολλές καθημερινές πρακτικές της ελληνικής κοινωνίας. Τον συναντάμε στα πεζοδρόμια, στα σχολεία και στις σχολές, αλλά και στον λόγο των ποικιλώνυμων “ελίτ”.

    ΣΥΝΕΧΕΙΑ

  • Παιδεία ελεύθερη από τα σχέδια λίγων

    Η πρόσφατη διαμάχη που ξέσπασε με τις δηλώσεις της βουλευτή της ΔΗΜΑΡ κας Ρεπούση για την κατάργηση των θρησκευτικών και για τις ώρες των αρχαίων, επαναφέρει στο προσκήνιο, το κεντρικό πρόβλημα της Παιδείας σήμερα που είναι η έλλειψη επιλογής και η εκ των άνωθεν επιβολή ενός και μόνο εκπαιδευτικού προγράμματος.

    ΣΥΝΕΧΕΙΑ