Απόδειξη ανικανότητας και αποτυχίας
Χωρίς καμία έκπληξη ακούσαμε σήμερα τις εξαγγελίες της “φιλελεύθερης” κυβέρνησης Μητσοτάκη σχετικά με το νέο τέλος επιτηδεύματος ύψους 1.444 ευρώ που θα επιβαρύνει 473.000 ελεύθερους επαγγελματίες. Έχοντας εξαγγείλει ήδη προεκλογικά από τις εκλογές του 2019 την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος η ΝΔ, όχι μόνο δεν το κατάργησε, αλλά του δίνει νέο όνομα (ελάχιστο τεκμαρτό φορολογητέο εισόδημα) και ρίχνει στάχτη στα μάτια μας καταργώντας το παλαιό τέλος επιτηδεύματος σταδιακά. Ουσιαστικά, η θέσπιση του νέου χαρατσιού αποδεικνύει την πλήρη αποτυχία και ανικανότητα της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση της φοροδιαφυγής, πρόβλημα γνωστό σε όλους και με λύσεις επίσης γνωστές σε όλους. Αντί η κυβέρνηση να κάνει τη δουλειά της καταφεύγει στην φορολογική εξόντωση πολλών συμπολιτών μας, που είναι απολύτως συνεπείς προς τις φορολογικές τους υποχρεώσεις, επειδή ουσιαστικά αρνείται να κάνει τη δουλειά της, δηλαδή να εντοπίσει την φοροδιαφυγή μέσω τεχνικών ελέγχου προσαύξησης περιουσίας, κίνησης τραπεζικών λογαριασμών και άλλων εμμέσων μεθόδων φορολογικού ελέγχου. Αποτέλεσμα της πολιτικής αυτής θα είναι να πληγούν ανεπανόρθωτα κάποιοι συμπολίτες μας οι οποίοι καλούνται ουσιαστικά να κλείσουν τα βιβλία τους και να βγουν εκτός αγοράς εργασίας.
Πιο ανησυχητικό είναι το ότι πλήττονται για μια ακόμη φορά οι πιο αδύναμοι με ένα χαράτσι επί δικαίων και αδίκων: είναι παραπάνω από προφανές ότι η εισαγωγή τεκμαρτού εισοδήματος συνιστά τεράστιο πλήγμα στους πολίτες που δε μπορούν ή/και δεν θέλουν να δουλέψουν πλήρες ωράριο, επιτείνοντας τις ανισότητες σε βάρος των γυναικών και των ηλικιωμένων. Για μια ακόμη φορά, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας αποδεικνύει ότι η αντίληψή της για την ισότητα και τη συμπερίληψη εξαντλείται σε προσχηματικές αναφορές.
Η Φιλελεύθερη Συμμαχία σημειώνει επίσης με απογοήτευση το γεγονός ότι οι ανακοινώσεις των ‘προοδευτικών’ κομμάτων ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ για το ζήτημα δεν κάνουν την παραμικρή αναφορά στις παραπάνω εξόφθαλμες διακρίσεις. Αντί λοιπόν η κυβέρνηση να καταστρέφει με τον πιο αισχρό τρόπο τις ζωές πολλών συμπολιτών μας, προτείνουμε σε αυτή να χρησιμοποιήσει την τεχνολογία για να συλλάβει τη φοροδιαφυγή, όπως έχουν κάνει τόσες και τόσες χώρες στον σύγχρονο κόσμο.
Η ελληνική οικονομία και το δημόσιο χρέος στην μετά-COVID19 εποχή
Σας προσκαλούμε στη διαδικτυακή μας εκδήλωση – συζήτηση την Πέμπτη 17/02 και ώρα 21:00, με θέμα: “Η ελληνική οικονομία και το δημόσιο χρέος στην μετά-COVID εποχή”.
Ομιλητές θα είναι οι κ.κ.: Κωνσταντίνος Γάτσιος, Καθηγητής Οικονομικών Επιστημών, πρώην Πρύτανης Ο.Π.Α. και Γεώργιος Προκοπάκης, Διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Pennsylvania, Σύμβουλος Επιχειρήσεων.
Η συζήτηση θα διεξαχθεί μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας Zoom.
Ο σύνδεσμος σύνδεσης βρίσκεται εδώ.
Meeting ID: 845 0372 7215
Passcode: 289247
Σαφώς και θα το πολιτικοποιούμε, κ. Μπακογιάννη
Ο καινούριος χρόνος δεν έκανε καλό ποδαρικό. Η πανδημία είναι στο φόρτε της και ο κόσμος έχει κουραστεί από την πολύμηνη ισχύ των αυστηρών υγειονομικών μέτρων. Οι ΜΕΘ είναι γεμάτες και κάθε μέρα που περνάει μετράμε, κατά μέσο όρο, γύρω στις 70 ανθρώπινες απώλειες. Η φετινή αλλαγή του χρόνου συνοδεύτηκε όμως από ένα μούδιασμα και για ένα επιπλέον λόγο. Η απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων κ. Μπακογιάννη για την πραγματοποίηση της πρωτοχρονιάτικης φιέστας με τον Σάκη Ρουβά στο λόφο του Λυκαβηττού και χωρίς παρουσία κοινού, άναψε αντιδράσεις. Μια υπέρογκη, χρυσοπληρωμένη από τις τσέπες των Ελλήνων φορολογουμένων, 17λεπτη ‘γιορτή’. Οι ενστάσεις για αυτή την πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής είναι απόλυτα δικαιολογημένες.
Είναι γνωστό ότι ανισορροπίες στην αγορά δημιουργούνται όταν διαταράσσεται ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν έχεις ρίξει χρήμα για να προσφέρεις ένα αγαθό το οποίο όμως δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση του αγοραστικού κοινού, θα βρεθείς ζημιωμένος. Κάπως έτσι λοιπόν βρέθηκε ζημιωμένος και ο κ. Μπακογιάννης μετά από όλη αυτή την ιστορία. Πρόσφερε, με τη συνέργεια του κ. Ρουβά, ένα παράλογα υπερκοστολογημένο θέαμα το οποίο οι Αθηναίοι δημότες ουδέποτε ζήτησαν να έχουν. Ήταν ένα θέαμα περιττό γιατί έτσι κι αλλιώς οι παραγωγές της δημόσιας τηλεόρασης ετοιμάζουν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς εορταστικά προγράμματα, γυρισμένα σε τηλεοπτικά στούντιο. Υπήρχε ένα ήδη έτοιμο τηλεοπτικό προϊόν και δε χρειαζόταν να ξοδευτούν 215000 ευρώ για ένα ακόμα.
Η μομφή είναι βαριά για τον κ. Μπακογιάννη. Δεν είναι μόνο ότι με αυτή την πρωτοβουλία παραβίασε το βασικότερο κανόνα οικονομικής ισορροπίας και ορθολογικότητας. Είναι ότι σπατάλησε δημόσιο χρήμα την ίδια στιγμή που το κόμμα το οποίο τον στήριξε είχε κάνει προεκλογική σημαία τη μάχη για οικονομικό εξορθολογισμό. Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, όταν ρωτήθηκε πώς νιώθει για τις αντιδράσεις, δε δίστασε να πει ότι ‘είναι ένα θέμα το οποίο δε χρειάζεται να το πολιτικοποιούμε’. Μέσα σε αυτή τη δήλωση κρύβεται όλος ο πανικός του. Σαφώς και χρειάζεται να το πολιτικοποιούμε, κ. Μπακογιάννη. Σαφώς και θα ασκούμε κριτική για την ορθή ή μη αξιοποίηση του δημοσίου χρήματος. Με βάση αυτό το κριτήριο θα αποφασίσουμε στις επόμενες δημοτικές εκλογές αν θα σας επανεκλέξουμε ή όχι στο δημαρχιακό θώκο.
Δυστυχώς η ζημιά που έγινε έχει πολλές εκφάνσεις. Χωρίς ενσυνείδητη, θέλουμε να πιστεύουμε, επίγνωση, ο Δήμαρχος Αθηναίων διέπραξε ένα επιπλέον επικοινωνιακό ατόπημα. Ανέβασε στη φαντασμαγορική σκηνή παιδιά της χορωδίας από την Κιβωτό του Κόσμου. Θα ήταν προτιμότερο να έμεναν τα παιδιά μακριά από αυτή την ιστορία. Ο κ. Μπακογιάννης προέβη σε κάτι που θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε με τον όρο kidwashing, ξέπλυμα δηλαδή των αρνητικών αντιδράσεων για τη 17λεπτη εκδήλωση μέσω της προβολής παιδιών. Ήταν μια επικοινωνιακή στρατηγική που στόχευσε να ανακινηθεί η ευαισθησία μας παρακολουθώντας την όμορφη παρουσία των παιδιών πάνω στη σκηνή και κατ’ επέκταση, να μετριάσουμε τις αρνητικές μας αντιδράσεις για το κόστος της εκδήλωσης.
Την ίδια στιγμή που το σόου του Ρουβά εκτυλισσόταν στο πάρκινγκ του Λυκαβηττού μεγάλο πλήθος κόσμου συνωθούνταν στο Σύνταγμα, χωρίς τήρηση των υγειονομικών μέτρων. Η Δημοτική Αρχή της Αθήνας οφείλει να εξηγήσει αν χάραξε μια στρατηγική για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, αν βρέθηκε απροετοίμαστη απέναντι σε όλο αυτό ή αν αδιαφόρησε.
Είναι τέλος πολύ λυπηρό που για άλλη μια φορά, με την αυγή του νέου χρόνου, βάλλεται ένα από τα πολυτιμότερα κεκτημένα των φιλελεύθερων δημοκρατιών: η ελευθερία της έκφρασης. Καλλιτέχνες που τόλμησαν να ασκήσουν κριτική για την πρωτοχρονιάτικη φιέστα είδαν τα προφίλ τους στα social media να εξαφανίζονται. Όσο συνεχίζεται η καταπάτηση αυτής της ελευθερίας, τόσο θα συνεχίσουμε να την επισημαίνουμε. Και θα έρθει κάποτε η ώρα των δημοτικών εκλογών που θα γίνει η αποτίμηση των πεπραγμένων. Ας ελπίσουμε ότι ο κ. Μπακογιάννης δε θα μας εκπλήξει με δήλωση ότι δε χρειάζεται να πολιτικοποιούμε και τις εκλογές.
* Ο Κώστας Παπουτσάκης είναι θεραπευτής στο χώρο των εξαρτήσεων (18 Άνω – Ψ.Ν.Α.), και μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Το 2% μερτικό μας στη χαρά
Εδώ και χρόνια, υπάρχει μια επιδημία που βάζει εμπόδια σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια στη χώρα: αυτή, δεν είναι άλλη από τον οικονομικό αγώνα των επιχειρήσεων να ορθοποδήσουν και να δημιουργήσουν για το οικοσύστημα τους προοπτική σε μια κοινωνία που παλεύει με τη χρεωκοπία, την πανδημία, το κλίμα πολιτικής πόλωσης και την κακή εμπειρία του παρελθόντος, σύμφωνα με την οποία το χρήμα ερχόταν σε μεγάλο βαθμό με τη μορφή επιδοτήσεων και χρηματοδοτικών πακέτων από το εξωτερικό, χωρίς απαραίτητα να είναι αποτέλεσμα εγχώριας, αυτόφωτης παραγωγικής διαδικασίας. Σε όλα τα παραπάνω, χρειάζεται να ρίξουμε μια γερή ματιά στην ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων που κρατούν με τα χέρια τους την οικονομία της χώρας, τους δημιουργούς του ιδιωτικού τομέα, που δεν έχουν μόνο πληγεί οικονομικά αλλά πολύ περισσότερο σε σχέση με την ουσία της εργασίας τους, αφού αυτή έχει υποστεί κατακλυσμιαίες αλλαγές τις οποίες δεν ήταν έτοιμοι να βιώσουν ενώ ο κονιορτός των μεταβολών δεν έχει κατακαθίσει με τρόπο που να τους διευκολύνει να ανακτήσουν κάποιον υποτυπώδη έλεγχο. Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα κι ενώ ο κορονοϊός θερίζει τις ζωές και την διαμόρφωση της καθημερινότητας εκατοντάδων ανθρώπων, το συμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ενέκρινε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από τις αρχές της νέας χρονιάς, εκτιμώντας αφενός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να το αντέξουν, αφετέρου ότι η αύξηση θα στηρίξει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, ενισχύοντας την ελπίδα για μια τηλεοπτικά κοινότοπη «κίνηση της αγοράς».
Αν αφήσουμε στην άκρη το σοκ των εντυπωσιακών προβλέψεων για το τι θα καταφέρουμε ή δεν θα καταφέρουμε να αντέξουμε στο μέλλον, πράγμα που εξαρτάται από δεκάδες παράγοντες, όπως ας πούμε από το πόσες επιχειρήσεις θα παραμείνουν ανοιχτές, κερδοφόρες και ικανές να πληρώνουν το ρεύμα τους μέχρι το τέλος της δοκιμασίας του κορονοϊού (παράδειγμα που με τη σειρά του επηρεάζεται από ακόμα περισσότερες παραμέτρους, όπως από το πόσο γρήγορα η ελληνική, οικογενειακά σκληροπυρηνική επιχείρηση θα μεταβολίσει τους κραδασμούς σε έργο ενώ ουδέποτε εκπαιδεύτηκε – από τους πρωθυπουργούς που ψήφιζε – στο να το πράττει ολομόναχη), αυτό που μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι, ναι, οι αυξήσεις μισθών είναι ασυνείδητα συνδεδεμένες με ένα αίσθημα αγαλλίασης για τους αποδέκτες. Γι’ αυτό άλλωστε και εξαγγέλλονται: πρόκειται για εξαγγελίες-τσιρότα στη μόνιμα ανοιχτή πληγή της οικονομίας που αιμορραγεί. Σε ενδεικτική έρευνα που κάλυπτε τα έτη 2011-2019 στην Αμερική, ένα 10% αύξησης στον κατώτατο μισθό συσχετίστηκε με μια 0.4–0.5% μείωση στην οικονομική απελπισία που οδηγεί σε καταχρήσεις (αλκοόλ, ψυχοδραστικές ουσίες) ανάμεσα στην κοινωνική ομάδα των χαμηλόμισθων, ανειδίκευτων εργατών, χωρίς όμως αυτό απαραίτητα να οδηγεί στη συνολική βελτίωση της ψυχολογικής κατάστασης τους ή σε γενικευμένα, ασφαλή συμπεράσματα που αφορούν στη σχέση αύξησης κατώτερου μισθού και ψυχικής υγείας. Παρόμοιες έρευνες καταγράφουν τάσεις στον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται την αύξηση του κατώτερου μισθού, αλλά δεν υπάρχουν πορίσματα για μακροχρόνια λειτουργία της επίδρασης που έχει η είδηση της προς-τα-πάνω αλλαγής στη συνολική πορεία της ζωής ενός εργαζόμενου, πόσο μάλλον στην Ελλάδα της έλλειψης στατιστικών στοιχείων. Προς το παρόν, η χαρά διαρκεί λίγο και αφορά σε αυτούς που λαμβάνουν την αύξηση.
Τι γίνεται όμως με την ψυχική υγεία αυτών που καλούνται να καταβάλλουν τους μισθούς; Στη χώρα μας ουδέποτε ρωτήθηκε, συνεντευξιάστηκε ή κλήθηκε να καταθέσει την τραγική εμπειρία του ο Έλληνας ελεύθερος επαγγελματίας που αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο του εργοδότη που συνεχώς ρίχνει χρήμα σε ένα κρατικό κουβά χωρίς πάτο και που πιθανότητα υποφέρει εξίσου από εξαρτήσεις ενώ κινδυνεύει από το λεγόμενο «death of despair» τον επαγγελματικό ή/ και κυριολεκτικό αφανισμό του. Με την ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση να συρρικνώνεται σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πόρους και δυναμική, δεν έχουμε πλάνο για το πώς αυτή θα λειτουργήσει στην μετά-covid19 εποχή, δηλαδή για το αν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της, θα χρειαστεί ενισχύσεις ή θα τινάξει από πάνω της την κρατική μπουκάλα οξυγόνου για να αναπνεύσει ελεύθερα. Οι κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς (από τη λίστα των οποίων με λύπη μου διαπιστώνω ότι απουσιάζει το σώμα των ψυχολόγων) που ερωτήθηκαν στο παρελθόν, πάντως, δεν εξέφρασαν αισιοδοξία για οποιαδήποτε πρόταση που περιλαμβάνει τη λέξη «αύξηση», όταν μάλιστα αυτή οδηγεί σε αρνητικούς συνειρμούς που καταλήγουν αργά και βασανιστικά στον εργασιακό τάφο.
Από την αύξηση του ιικού φορτίου και την αύξηση των περιοριστικών μέτρων, στις αυξήσεις στην ενέργεια, στα αγαθά πρώτης ανάγκης και στην αύξηση του μισθού, όλα τώρα τελευταία μοιάζουν ανηφορικά. Είναι όμως το μήνυμα για τον καινούριο χρόνο ένα μήνυμα χαράς; Ίσως θα μπορούσε να γίνει, αν τερματιζόταν ο υποβιβασμός του επιχειρηματικού τοπίου σε σύνολο από μπακάλικα στα οποία, γράψε-σβήσε στο τεφτέρι, επιτρέπουμε να φυτοζωούν. Αν υπήρχε αναπτυξιακή πολιτική για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Αν κατανοούσαμε το ελληνικό εργασιακό τοπίο με τρόπους που απαντούν σε ψυχολογικές ανάγκες και τη συνολική φροντίδα της υγείας, για εργοδότες και εργαζομένους: αν είναι να μιλήσουμε για ψυχολογία, ας το κάνουμε συμπεριληπτικά. Και τελικά, αν δεν εστιάζαμε στη χαρά του 2%, που φαντάζει σαν ληγμένη μπαταρία συσκευής, αλλά στη διάρκεια, στην αντοχή και στην επανοικοδόμηση της αγοράς, πολύ πριν εισηγηθούμε την κατανάλωση της..
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο marketnews.gr, στις 30 Δεκεμβρίου 2021.
Ο χρόνος είναι χρήμα και άλλα γνωμικά που μας κάνουν δυστυχισμένους
Συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν δυο μεγάλες ομάδες ανθρώπων που συνδέουν τον χρόνο τους με την απόκτηση ή την διατήρηση χρημάτων. Όσοι πιστεύουν ότι η ζωή είναι μικρή για να μη δίνουν περισσότερη βαρύτητα στο χρόνο που περνάει, αφιερώνοντας τεράστια διαστήματα στον εαυτό τους και στις προσωπικές τους ενασχολήσεις, εισάγοντας την έννοια της βραδύτητας σε αυτά που κάνουν, γυρνώντας την πλάτη στους φρενήρεις ρυθμούς της συσσώρευσης αγαθών. Και οι υπόλοιποι. Όλοι εμείς δηλαδή που ζούμε για να υπολογίζουμε πόσα ευρώ ή points χωράνε στη μέρα, έχοντας υπογράψει συμβάσεις ή κάνει συμφωνίες που μετρούν το νόημα της ζωής με τα δευτερόλεπτα της ώρας. Εμάς τους τελευταίους – κυριολεκτικά και μεταφορικά – μας λες και ντηλιβεράδες της καθημερινότητας, ανθρώπους που φέρνουμε στην πόρτα σου όλων των ειδών τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, από σουβλάκια μέχρι τεχνολογικό σχεδιασμό και από μαθήματα γλωσσών μέχρι συνεδρίες ενσυνειδητότητας για όσους τρέφουν την ψευδαίσθηση ότι το Ελληνικό σύστημα σου επιτρέπει να κάθεσαι mindful πίνοντας τσάι στον κήπο.
Ένα πουλάκι έχει ψιθυρίσει στο αυτί όλων μας ότι το μέλλον ανήκει στους διανομείς (αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι πολύ δύσκολο να σου ανήκει οτιδήποτε όταν δεν έχεις στα χέρια σου την ελευθερία του πώς θα το διαχειριστείς) γι’ αυτό και πληθαίνουν οι πλατφόρμες παραγγελιών με τις οποίες π.χ. γλιτώνεις χρόνο από το να επισκεφτείς τον μανάβη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να πουληθεί αργότερα σε σένα από τους life coach ως προϊόν η πολύτιμη συμβουλή ότι, αν αρχίσεις να ξαναβάζεις στη ζωή σου τις επισκέψεις στους μανάβηδες, μπορεί τελικά και να αισθανθείς πιο ευτυχισμένος.
Η ουσία είναι ότι όλοι χρειάζεται να πληρώνουμε φόρους και λογαριασμούς, ποταπές υποχρεώσεις που μας απομακρύνουν από τον αληθινό μας εαυτό. Διότι, σαφέστατα, αν είχαμε λύσει το βιοποριστικό μας μπορεί σήμερα να αναφωνούσαμε «φάτε παντεσπάνι» στους ανθρώπους που μάχονται για μια συνολικότερη ποιότητα στις καθημερινές μας συνδιαλλαγές. Ευτυχώς, ακόμα υπάρχει – έστω και ως πολιτικοφιλοσοφικό εδάφιο – εκείνη η ποιότητα που δεν μετριέται από τους χρήστες εφαρμογών σε διαδικτυακά αστεράκια, αστεράκια που σε απαλλάσσουν από την κοινωνική ευθύνη της συνδιαμόρφωσης περιβάλλοντος εργασιακής κουλτούρας ενόσω αξιολογείς υψηλά το αν ένα ταξί έχει γουάι φάι ή αν ένας εργαζόμενος έχει λιγότερο ρομποτική συμπεριφορά. Ήταν ωστόσο απολύτως απαραίτητο να μπει στο λεξιλόγιό μας ο όρος free lancer, μία υπερκούλ ψευδαίσθηση για τα εγχώρια δεδομένα ότι, όχι μόνο έχεις επιλογές ως προς το πώς θα διαμορφώσεις την επαγγελματική σου καθημερινότητα με τρόπο που δεν υποστηρίζεται νομικά, αλλά μπορείς και να το απολαύσεις! Ναι, μη είσαι αχάριστος: είναι μαγκιά να είσαι free lancer εκεί που δεν έχουμε ακόμα συμφωνήσει για το αν είναι αυτοκτονικό να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας ή αν θα πρέπει να το κλείσουμε το ρημάδι και να κοιτάξουμε να γραφτούμε στην κλαδική κανενός κόμματος της προκοπής.
Φυσικά το free lancing δεν έρχεται χωρίς τις ψυχοκοινωνικές του επιπτώσεις τις οποίες είναι το ίδιο επικίνδυνο να αγνοήσουμε με το να θεωρούμε λανθασμένα ότι η οικονομία έρχεται αποκομμένη από τον τρόπο που «νιώθουμε» και επενεργούμε στα πράγματα. Για παράδειγμα, η ρευστότητα της αγοράς εργασίας, οι διαρκείς αλλαγές και η αίσθηση ότι όχι απλά είσαι αναλώσιμος αλλά υπάρχουν ολόκληροι σχολιαστές στα κοινωνικά δίκτυα που επιμένουν ότι θα πρέπει να κάνουμε τους ανθρώπους να συνεχίσουν να αισθάνονται αναλώσιμα μηδενικά στον αντίποδα της εμμονής για διορισμούς, έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε μια ιδιαίτερη φτώχεια μέσα στη συνολικότερη ένδεια που μας δέρνει: τη φτώχεια της αδυναμίας να αναπτυχθείς εσωτερικά και εξωτερικά. Μερικοί ίσως σοκαριστούν με την ιδέα ότι η ανάπτυξη ή η επιθυμία αυτής ξεκινάει από το μυαλό μας. Είναι που επί χρόνια φροντίζουμε να να καταπνίγουμε εγκαίρως οποιαδήποτε τέτοια κλίση μπορεί να εμφανίσει κάποιος. Ναι, η απουσία επιλογών είναι ολέθρια για την ψυχολογία, αν όμως πείσεις τους ανθρώπους ότι μπορούν να καταφέρουν πράγματα με τη δύναμη του νου (όπως λένε και στα τηλεπαιχνίδια «δεν ξέρω αν το θέλεις πολύ»), τότε βγάζεις από πάνω σου την ευθύνη των αληθινών μεταρρυθμίσεων και την μετατοπίζεις στους εργαζόμενους-ανέργους, δηλαδή στους free lancers.
Είσαι «μάστερ του πεπρωμένου σου» όπως έγραφαν οι Susan Ashford και Ruth Blatt από το πανεπιστήμιο του Michigan πριν ανακαλύψουν ότι η υποτιθέμενη εργασιακή «ελευθερία», όταν δεν υπάρχει διέξοδος διαφυγής, όταν δηλαδή το free lancing δεν αφορά σε κάποιο βραχυπρόθεσμο project που έχεις αναλάβει παράλληλα με τον κύριο κορμό της δουλειάς σου, είναι κάτι που σε βουλιάζει στην απόγνωση και στην εμμονή με τα φραγκοδίφραγκα. Είναι ολέθριο για την ταυτότητα σου ως εργαζόμενος και ως άνθρωπος που χρειάζεται να λειτουργήσει μέσα σε ομάδες εμπιστοσύνης και αλληλοϋποστήριξης. Κατατρώει τις διαπροσωπικές σου σχέσεις αν υποθέσουμε ότι έχεις το κουράγιο να κουράρεις διαπροσωπικές σχέσεις καθώς, όπως είπαμε και στην εισαγωγή αυτού του άρθρου, χρειάζεται ελεύθερος χρόνος γι’ αυτό. Τέλος, η τοξικότητα του να κυνηγάς πάντα τα αστεράκια της πλατφόρμας είναι κάτι που ελπίζω και εύχομαι να αναγνωριστεί σε μερικά χρόνια, με τον τρόπο που δύο δεκαετίες πριν ο κόσμος είχε τρελαθεί με τη «θετική ενέργεια», μόνο και μόνο για να έρθει σήμερα στα λόγια μας και στα σύγκαλα του και να ονομάσει την πάση-θυσία-ευτυχία, toxic positivity. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Είμαστε μια χώρα χωρίς πρόσωπο που περαιτέρω μαϊμουδίζει τάσεις που αποπροσωποιούν την κοινωνική μας αντίληψη και εμπειρία. Σπανίως μαθαίνουμε τις ιστορίες πίσω από τους εργαζόμενους σε διάφορα πόστα αλλά θεωρούμε ότι όλες οι εργασιακές προτάσεις και συνθήκες μπορούν να ειδωθούν από την πλευρά των επιλογών που έχει κάποιος και όχι ως αποτέλεσμα μη-ύπαρξης ικανών επιλογών, ως αποτέλεσμα χρόνιων αδιεξόδων. Δεν μπορείς να εξαίρεις το free lancing αν δεν είσαι διατεθειμένος να παραδεχθείς πράγματα για την αυτοαπασχόληση. Δεν μπορείς να προτείνεις, όταν η ιδέα σου για το free lancing προέρχεται από τις έρευνες των part time εργαζομένων σε χώρες διαφορετικές από τη δική σου. Μια νέα ομάδα εργαζομένων γεννιέται με την λεγόμενη gig economy αλλά το μόνο που έχεις να προτείνεις είναι να κολυμπήσουμε. Λυπάμαι αλλά δεν θα ακούσω την υπεραπλουστευτική σου εκδοχή.
Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.