• Μετρώντας αντίστροφα, φορολογικές υποχρεώσεις, για την νέα χρονιά

    Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη*

    Δέσποινα Λιμνιωτάκη

    Είναι εκείνη η εποχή του χρόνου, ο μήνας που υποτίθεται ότι κάνουμε τον προσωπικό μας απολογισμό για τη χρονιά που φεύγει, σχεδιάζοντας τη χρονιά που σε λίγες μέρες έρχεται. Μόνο που έχουμε από καιρό πάψει να αναφερόμαστε σε επαγγελματικές κατακτήσεις ή προσωπικές κορυφές, η ζωή αξιολογείται μήνα-με-τον-μήνα σε σχέση με το άγχος του να καλύψουμε τις φορολογικές μας υποχρεώσεις.

    Φτιάχνουμε μια λίστα σαν τον Άι Βασίλη και την τσεκάρουμε διπλά για να μην αφήσουμε κανένα λογαριασμό παραπονεμένο. Και μπορεί οι γκουρού του ευ ζην να μας ενθαρρύνουν να μάθουμε να ζούμε με λιγότερα, φωνάζοντας ότι less is more – αν μπορούμε ας κάνουμε κι αλλιώς – αλλά αυτή την πρακτική της μικρότερης δυνατής επιβάρυνσης δεν έχει μάθει να την εφαρμόζει το κράτος ποτέ.

    Βρίσκεται εκεί, σε όλη του την μεγαλοπρέπεια, με τον ΕΝΦΙΑ, τις δόσεις ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών, τα τέλη κυκλοφορίας, τον ΕΦΚΑ, τα ΦΠΑ, τους μισθούς και τα δώρα προς τους άλλους να μας υπενθυμίζουν ότι ζούμε μια ζωή που δεν μας ανήκει ούτε στο ελάχιστο, ότι έχουμε πιστωθεί από ένα κουβά χωρίς πάτο που θα πρέπει αδιαμαρτύρητα να γεμίζουμε. Και κοίτα να δεις που υπάρχει μια διεστραμμένη ικανοποίηση στο να τσεκάρεις κάθε μήνα τα ποσά που έχεις εκ-πληρώσει ενώ επιπλέον ευχαριστείς τα καλά σου άστρα που κατόρθωσες να μείνεις όρθιος και παραγωγικός μέχρι την τελευταία καταβολή: «Βγάλαμε κι αυτό τον μήνα», αναστενάζεις, «έχει ο θεός για τον επόμενο!» Καλή χρονιά και σε σας.

    Κάθε φορά που γίνεται λόγος για την ανάπτυξη που θα έρθει με τη μορφή επενδύσεων από έξω προς τα μέσα, η οργή ξεχειλίζει από κάθε πόρο του δέρματός μου και όχι μόνο επειδή το επενδυτικό περιβάλλον είναι εχθρικό προς οποιαδήποτε απόπειρα αλλά επειδή η χώρα είναι καταρχάς εχθρική προς αυτούς που ζουν και προσπαθούν εντός συνόρων. Είναι εχθρική επειδή έχει καταδικάσει τις πιο δημιουργικές ηλικίες να τσεκάρουν αν τους μένουν 99 ευρώ στο τέλος κάθε μήνα να φτιάξουν το κατοστάρικο που θα πρέπει εν συνεχεία να ακουμπήσουν στο κράτος.

    Είναι εχθρική επειδή τολμάει να μιλάει για brain drain έχοντας στραγγίξει τους επαγγελματίες της από κάθε ίχνος αξιοπρέπειας στον τρόπο που αυτοί εργάζονται και ανεβαίνουν τα σκαλιά της εξέλιξής τους, ροκανίζοντας τα σκαλοπάτια, φτιάχνοντας ταβάνι ως προς το που μπορείς να φτάσεις, πόσα μπορείς να κερδίσεις καθαρά, πόσα μπορείς να διεκδικήσεις στη δουλειά και στη ζωή σου. Είναι εχθρική επειδή δεν αφήνει χώρο στην πρωτοβουλία – πόση πρωτοβουλία χωράει στο να πρέπει να υπολογίσεις το κράτος-συμμέτοχο πριν πεις το ναι σε κάποιο καινούριο ξεκίνημα; Είναι εχθρική επειδή έχει δαιμονοποιήσει το κέρδος και το ξόδεμα χρημάτων για τον εαυτό σου, γι’ αυτά που λαχταράει η ψυχή σου με τρόπο που να αισθάνεσαι ότι δεν επιβιώνεις πια αλλά ότι μπορείς και ζεις.

    Είναι εχθρική γιατί δεν μπορείς να μετρήσεις αντίστροφα τις καλές και τις κακές σου στιγμές, δεν μπορείς να λειτουργήσεις αυτοαναφορικά, είναι πολυτέλεια. Μπορείς μόνο να δουλεύεις για το κράτος και καλός πατριώτης είναι αυτός που, αν και άφησε την Ελλάδα για πιο οικονομικά ελεύθερες πολιτείες, εντούτοις φρόντισε να αφήσει πίσω του και φορολογικό αποτύπωμα.

    Η χώρα είναι ο Εμπενίζερ Σκρουτζ από το παραμύθι του Ντίκενς, αυτός που απαιτεί να κάνεις διαρκώς ταμείο, ασταμάτητα, ανάλγητα, καθολικά, χωρίς ενοχές. Και πρόκειται για εφιάλτη που μετά από τόσα χρόνια εγκράτειας έχουμε συνηθίσει, ενώ τον βαπτίσαμε πρόσφατα «κανονικότητα». Φοβάμαι πως, για το 2020, το καλό φάντασμα του μέλλοντος που συνετίζει τον ήρωα και τον κάνει να αλλάξει πολιτική, δεν διαφαίνεται πουθενά.

    * Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 16 Δεκεμβρίου 2019

  • Ένα γηρασμένο σύστημα Υγείας

    Του Γιώργου Αγγελόπουλου*

    yiorgos angelopoulos

    Λόγω της ασθένειας της μητέρας μου έζησα ένα τετράμηνο μέσα σε κρατικά νοσοκομεία. Νοσοκομεία με λαμπρούς γιατρούς, νοσηλευτές με υψηλό αίσθημα προσφοράς και διοικητικούς υπαλλήλους που βοηθούσαν ώστε να γίνουν γρήγορα όσα περνούσαν από το χέρι τους.

    Όλοι οι παραπάνω σπαταλούσαν εκατοντάδες εργατοώρες μηνιαία σε άσκοπες εργασίες. Οι γιατροί κάθονταν πολλές –απλήρωτες– ώρες παραπάνω για να διεκπεραιώσουν χειρωνακτικά ένα σωρό χαρτούρας που θα μπορούσε να παράγεται αυτόματα. Οι γιατροί θεραπεύουν και μετά είναι υποχρεωμένοι να καθαρογράφουν. Προβλήματα που έχει λύσει η τεχνολογία, τα επαναφέρει η γραφειοκρατία.

    Τα νοσοκομεία του εθνικού συστήματος υγείας δεν επικοινωνούν μεταξύ τους! Πολλές φορές δεν επικοινωνούν καν οι κλινικές του ίδιου νοσοκομείου. Όλα γίνονται από ασθενείς ή συνοδούς τους που τρέχουν από το ένα νοσοκομείο στο άλλο με γνωματεύσεις, απεικονιστικές εξετάσεις και φιαλίδια με αίμα. Το GDPR σε ένα τέτοιο σύστημα έχει απλώς μετατρέψει μια σειρά από απλές διαδικασίες σε πολύωρες εργασίες που πρέπει να γίνονται αυτοπροσώπως.

    Τα κλαδικά σωματεία ιατρών και νοσηλευτών κρατικών νοσοκομείων ζητούν προσλήψεις και χρήματα. Σωστά. Τα ίδια σωματεία όμως, αγνοούν τη σπατάλη ανθρώπινων πόρων που συμβαίνει γύρω τους. Σπατάλη που αν αντιμετωπιζόταν θα μπορούσε να αυξήσει την ποιότητα και την ποσότητα των υπηρεσιών υγείας. Χωρίς επιπλέον πόρους.

    Με σωστή διοίκηση. Χα!

    Δεν είναι διαφορετικό το κρατικό νοσοκομείο από άλλους κρατικούς οργανισμούς. Και είναι αξιοπερίεργη η οργή όσων περιμένουν το φέουδο να πάψει να χρησιμοποιείται ως τέτοιο από την κάθε κυβέρνηση. Σε κρατικά νοσοκομεία, μια χαρά αρμόζουν οι απόστρατοι, οι νηπιαγωγοί και όλοι οι υπόλοιποι μη καταρτισμένοι διοικητές. Η δουλειά τους δεν είναι η ομαλή παροχή υπηρεσιών υγείας, είναι η επανεκλογή του εκάστοτε κόμματος μέσω εξυπηρετήσεων: υπεργολαβιών, διορισμών, ακόμα και ανεύρεσης κλίνης ή προτεραιότητας στην εφημερία.

    Το ελληνικό νοσοκομείο δεν είναι προβληματικό γιατί εργάζονται εκεί ανεπαρκείς γιατροί, αδιάφοροι νοσηλευτές και τεμπέληδες διοικητικοί.
    Είναι προβληματικό γιατί είναι κρατικό.

    *Ο Γιώργος Αγγελόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 10 Δεκεμβρίου 2019

  • Περισσότερες φωτοτυπίες, λιγότερη γνώση

    Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη*

    Δέσποινα Λιμνιωτάκη

    Στη δουλειά μου συναντώ εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων οι οποίοι μου δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα για το σχολείο από αυτή που συνήθως συζητάμε δημόσια. Η εικόνα αφορά στη σχέση εκπαιδευτικών-γονέων, μια εναλλάξ σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, ένα σύνδρομο Στοκχόλμης από το οποίο υποτίθεται ότι επιδιώκουμε να ξεφύγουμε αλλά δεν θέλουμε κιόλας: οι Έλληνες είναι τρομερά επιφυλακτικοί απέναντι στις αλλαγές και επιπλέον επιθυμούν να ρίχνουν το φταίξιμο για τα ναυάγια της ζωής τους σε κάποιους άλλους. Συνεπώς αν τα σχολεία υποφέρουν, αν η αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών είναι χαμηλή, φταίει το σύστημα αλλά ένα άλλο σύστημα που δεν πιστεύουν ότι τους εμπεριέχει. Η συζήτηση ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς είναι τέτοια που δεν ξέρεις τελικά από πού αρχίζει και που τελειώνει το πρόβλημα του ότι τα παιδιά μας αποστηθίζουν αλλά δεν μαθαίνουν, εισάγονται στα πανεπιστήμια χωρίς να αποκτούν ποτέ κριτική σκέψη, αντίληψη επί οικονομικών θεμάτων και βαθιά συναίσθηση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Τι να τα κάνουν όλα τα παραπάνω; Σε τι μπορούν να τους χρησιμεύσουν άλλωστε;

    Η σχολική ζωή ξεκινάει με την παραγγελία ενός πακέτου από χαρτί φωτοτυπικού για κάθε παιδί και από εκείνη τη στιγμή, καλός δάσκαλος ορίζεται αυτός που θα φωτοτυπήσει τις περισσότερες ασκήσεις προς επίλυση.  Νεωτερισμοί όπως το να βάλεις λιγότερη εργασία για το σπίτι – αφού η περισσότερη δουλειά γίνεται στο σχολείο – να χρησιμοποιήσεις βιωματικές μεθόδους παρουσίασης ενός γνωστικού αντικειμένου, να βάλεις τα θρανία στην άκρη, να επεκτείνεις την τάξη σου πέρα από τα στενά όρια των τεσσάρων τοίχων ενός σχολικού συγκροτήματος, χαρακτηρίζονται ως μοντερνιές που κινδυνεύουν να σε στείλουν στο πειθαρχικό συμβούλιο.  Κι αν ο πρωθυπουργός της χώρας αποφάσισε να εισάγει την σεξουαλική αγωγή και την ένταξη των προσφυγόπουλων στα σχολεία (εύχομαι καλή επιτυχία σε αυτούς που θα τα παρουσιάσουν, καθώς είναι βέβαιο ότι θα συναντήσουν την απόλυτη εναντίωση των συλλόγων γονέων), ίσως θα έπρεπε να πληροφορηθεί πρώτα το πώς κάποιοι δάσκαλοι που αποφάσισαν απλά και ανθρώπινα να μιλήσουν για θέματα ταμπού, κατέληξαν στα δικαστήρια από διαμαρτυρόμενους γονείς.  Προχωρώντας στις βαθμίδες εκπαίδευσης, οι γονείς επιθυμούν για τα παιδιά τους γρήγορη πιστοποίηση (βλέπε ξένες γλώσσες) για «να φεύγουν από την μέση μαθήματα», επειδή γνώση είναι ο κατάλογος αναγνώρισης του ΑΣΕΠ. Τελικά, για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, χρειάζεσαι ατέλειωτες φροντιστηριακές εργατοώρες που δημιουργούν ταλαιπωρημένα παιδιά που κοιμούνται όρθια στην κυριολεξία από την κούραση, ενώ σε αυτές τις ηλικίες έρχεται και η πρώτη γνωριμία με τις ψυχοδραστικές ουσίες και το ντιβάνι του επαγγελματία ψυχικής υγείας.

    Υπάρχει μια ειρωνεία στο να αναστενάζουμε διαβάζοντας την κατάταξη των ελληνοπαίδων στο πρόγραμμα PISA κουνώντας το κεφάλι αποδοκιμαστικά, αφού όλοι συμμετέχουμε οικειοθελώς σε αυτό το γαϊτανάκι κατάντιας του εκπαιδευτικού συστήματος, από το νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο και από τις λίστες υλικών που τρέχουν αλαφιασμένοι οι γονείς να αγοράσουν μέχρι τις συζητήσεις για τις ντίβες των ιδιαίτερων μαθημάτων που πρέπει να αγωνιστείς για να «κλείσεις» εγκαίρως, οι οποίοι αμείβονται χαριστικά με τριάντα ευρώ την ώρα για να στείλουν το μονάκριβό μας παιδί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.  Κοντολογίς, δεν επιθυμούμε Programmes for International Student Assessments, όσο υπάρχει η υποψία ότι για να σκοράρουμε σε ψηλές θέσεις θα πρέπει να αλλάξουμε, να αξιολογηθούμε μεταξύ μας, να κάνουμε αυτοκριτική, να ξεπεράσουμε το στερεότυπο ότι ο μαθητής που αξίζει είναι ο μαθητής που περνάει σε ελληνικό πανεπιστήμιο και όχι αυτός του οποίου οι γονείς θα πρέπει να πληρώσουν δίδακτρα σε κάποιο ιδιωτικό ίδρυμα εκπαίδευσης. Κι ακόμα, δεν το επιθυμούμε επειδή ούτε οι ίδιοι δεν έχουμε κριτική σκέψη και αναλυτική διάθεση, είμαστε σε μεγάλο ποσοστό οικονομικά αναλφάβητοι, δεν μπορούμε να συναινέσουμε σε βασικά ζητήματα που αφορούν στις εκπαιδευτικές διαδικασίες και η φιλοδοξίες μας φτάνουν μέχρι τον κήπο του γείτονα που είναι πάντα πιο πράσινος από τον δικό μας.  Από όλη αυτή την ιστορία, ίσως το μόνο θλιβερό είναι που εστιάζουμε στα παιδιά που δεν φταίνε σε τίποτα και όχι στους πραγματικούς φταίχτες για τον πάτο που έχει πιάσει, δηλαδή στους εαυτούς μας.

    * Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 9 Δεκεμβρίου 2019

  • Ένα πλάνο για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα

    Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη*

    Δέσποινα Λιμνιωτάκη

    Για τις ανάγκες αυτής της συζήτησης, ας συμφωνήσουμε καταρχάς ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, κι ακόμα, ότι δεν υπάρχουν γνωστές ή δοκιμασμένες λύσεις για το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, που ξεδιπλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, πανευρωπαϊκά με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Υπάρχουν γενικές οδηγίες, πολιτικές γραμμές και νομικό πλαίσιο για την διαχείρισή του αλλά αυτό που απουσιάζει τουλάχιστον στη χώρα μας, είναι η χάραξη ενός σχεδίου που θα αντιμετωπίζει ολόπλευρα ένα ζήτημα εν εξελίξει και θα απαντά στις ανάγκες του πληθυσμού που δεχόμαστε και φιλοξενούμε, με τρόπο που να αποδεικνύει ότι έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης.

    Όταν, λοιπόν, κάνουμε λόγο για ανήλικα παιδιά, η ανάγκη της γρήγορης και έγκυρης παρέμβασης γίνεται επιτακτικότερη. Γι’ αυτό το λόγο, καμία συζήτηση που δεν εστιάζει στο πολιτικό περιεχόμενο αλλά στοχεύει στην αισθητικοποίηση του θέματος, δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί. Ούτε εμάς, ούτε βεβαίως τον πρωθυπουργό που κάνει τηλεοπτικές ανακοινώσεις προσώπων αλλά ουδέποτε οργανώνει μια συζήτηση για να εκπαιδεύσει τον τηλεθεατή να σκέφτεται την ουσία και όχι τον φορέα υλοποίησης ενός προγράμματος: ουδόλως μας ενδιαφέρει πώς ονομάζεται ένα project ή ποιοι θα το τρέξουν, θέλουμε να μάθουμε τα συγκεκριμένα βήματα για το πώς η κυβέρνηση σκέφτεται να το προσεγγίσει.

    Μελετώντας το θέμα με τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα επιβεβαιώνω ότι αυτό είναι πολυπλοκότερο από όσες λειψές προσπάθειες έχουμε κάνει μέχρι σήμερα, αφού τα παιδιά χρειάζονται περιβάλλοντα αγάπης, ασφάλειας και αποδοχής, έχουν κοινωνικοσυναισθηματικές ανάγκες περισσότερες από αυτό που έχουμε δημιουργήσει μέσα στις ανθρώπινες κοινότητές μας και η εμπειρία τους πρέπει να έχει θετικό πρόσημο, τη στιγμή που ούτε κατά διάνοια γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στις δομές φιλοξενίας αλλά υποψιαζόμαστε τα χειρότερα. Οι δήμοι και οι περιφέρειες της χώρας καλούνται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο ενώ στελεχώνονται από ανεκπαίδευτο προσωπικό με διάθεση εκτελεστικής μόνο εξουσίας (δηλαδή περιμένουν οδηγίες, δεν κάνουν μια προεργασία για τη συνδιαμόρφωση του τοπίου, πράγμα που θα απαιτούσε την αγαστή συνεργασία κοινωνικών και επιστημονικών φορέων, εκπαιδευτικού προσωπικού και επαγγελματιών ψυχικής υγείας). Το θέμα δεν είναι τόσο απλό, όσο το «να βρεις που θα μείνουν» τα παιδιά. Είναι καιρός να περάσουμε και σε ένα επόμενο στάδιο, αυτό των προσπαθειών ενσωμάτωσής τους στις τοπικές κοινωνίες.

    Εδώ και χρόνια το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί έχουν δώσει κατευθυντήριες γραμμές για το πώς οι απλοί πολίτες και οι κυβερνήσεις μπορούν να επιτύχουν το παραπάνω, μέσα από σκληρή δουλειά που εμπεριέχει (επαν)εκπαίδευση προσωπικού, καταγραφή των διαθέσιμων πόρων και υλικών σε κάθε κοινότητα, επαγγελματική εξειδίκευση και δημιουργία κέντρων βοήθειας (διαμεσολάβηση, ανάθεση παιδιών σε προσωπικό που γνωρίζει το πώς να τα φροντίσει, παρουσία περισσότερων μεταφραστών, αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών κ.λ.π).

    Σαφώς έχουν γίνει οργανωμένες προσπάθειες (βλέπε το παράδειγμα της Κρήτης) αλλά καθώς οι αριθμοί αυξάνονται ή οι ανάγκες πληθαίνουν, απαιτείται αυτοματοποίηση διαδικασιών – να γίνουν η πρόληψη και η πρόνοια δεύτερη φύση μας.

    Φοβάμαι ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να μπει μέσα στην κουλτούρα λειτουργίας και δράσης μας σύντομα, αφενός επειδή το ακροατήριο αφήνεται στο να βουλιάξει μέσα σε ένα ωκεανό παραπληροφόρησης και δεισιδαιμονιών, αφετέρου επειδή τα κεντρικά μηνύματα που φτάνουν στα αυτιά μας περιγράφουν μια top-down κατάσταση, μια «λύση» που θα εφαρμοστεί από πάνω προς τα κάτω. Μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι μόνο λάθος αλλά και ψέμα: η διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού είναι υπόθεση όλων μας. Η πρώτη προτεραιότητα είναι να μάθουμε λοιπόν όλοι το σχέδιο, να μιλήσουμε ανοιχτά γι αυτό, να υπάρξουν πολλοί μικρότεροι «συντονιστές» του. Ας περπατήσουμε το επόμενο βήμα μαζί, αρκετά με τις παραπολιτικές ανακοινώσεις που μας κρατάνε καρφωμένους σε μια ατέλειωτη αφετηρία.

    * Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 02 Δεκεμβρίου 2019

  • Η σωστή συζήτηση για τα νοσοκομεία

    Του Μάνου Πιτροπάκη*

    Μάνος Πιτροπάκης

    Tην εβδομάδα που πέρασε, η επικαιρότητα κυριαρχήθηκε από την ανακοίνωση των ονομάτων των νέων διοικητών των δημοσίων νοσοκομείων ανά την επικράτεια από το Υπουργείο Υγείας. Ο λόγος που συνέβη αυτό είναι ότι τα βιογραφικά αρκετών εξ αυτών ήταν περισσότερο πρέποντα για θέσεις πολιτευτών της Νέας Δημοκρατίας και λιγότερο για τις θέσεις, οι οποίες τους ανατέθηκαν. Αιχμή του δόρατος ήταν η τοποθέτηση του συνταξιούχου εκπαιδευτικού, κ. Κ. Πατέρα, στη θέση διοικητή του Νοσοκομείου Καρδίτσας. Μια θέση, για την οποία οι κωμικοτραγικοί κατά την ταπεινή μου άποψη, Ανεξάρτητοι Έλληνες, είχαν θεωρήσει ότι δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα, όπως ανέφεραν σε επίσημη δήλωσή τους τον Ιούνιο του 2016 σχετικά με την αποχώρησή του από το κόμμα τους!

    Για την ιστορία, ο κ. Πατέρας παραιτήθηκε την επόμενη ημέρα. Έμειναν, όμως, στη θέση τους αρκετοί ακόμα, οι οποίοι βάσει των βιογραφικών τους, θα όφειλαν να πράξουν το ίδιο. Βέβαια, όπως δηλώνει το Υπουργείο Υγείας, όλοι οι νέοι διοικητές θα κληθούν να υπογράψουν συμβόλαιο αποδοτικότητας και, βάσει μετρήσιμων δεικτών, θα αξιολογούνται κάθε 3 μήνες και σε περίπτωση που κριθούν ανεπαρκείς, θα απολύονται χωρίς αποζημίωση. Αναμφίβολα, το συμβόλαιο αποδοτικότητας βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση. Θα απέδιδε, αν συνδυαζόταν με μια ανοιχτή διαδικασία επιλογής, σε αντίθεση με την κλειστή που ακολουθήθηκε, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποια ήταν τα βιογραφικά αυτών που δεν επελέγησαν. Μετά από όλα όσα δημοσιοποιήθηκαν, γνωρίζοντας πώς στελεχώνονται παρόμοιες διοικητικές θέσεις, γίνεται σαφές γιατί επιλέχθηκε η κλειστή, αντί της ανοιχτής. Αυτονόητη, βάσει όλων των παραπάνω, θα έπρεπε να ήταν η άμεση παραίτηση του αρμόδιου Υπουργού κ. Κικίλια, όμως μέχρι σήμερα, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί. Φαίνεται ότι η αριστεία είναι πιο εύκολο να γίνει σύνθημα παρά πράξη…

    Όλα αυτά, όμως, δεν είναι η σωστή συζήτηση. Δηλαδή, μεταξύ άλλων, πολιτική (βλέπε κομματική) επιλογή επικεφαλής, μονιμότητα η οποία εμποδίζει την απόλυση των μη αποδοτικών εργαζομένων κάθε βαθμίδας, ελάχιστη ψηφιοποίηση και χρήση νέων τεχνολογιών, σταθερή χρηματοδότηση χωρίς σχεδόν καθόλου λογοδοσία, ώστε να γίνεται αποτελεσματικότερη αξιολόγηση της μονάδας.

    Ποια είναι η φιλελεύθερη πρόταση για αυτό; Η πλήρης οικονομική και διοικητική ανεξαρτησία των νοσοκομείων. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Τα έσοδα θα προέρχονται από πληρωμές για κάθε άτομο στο οποίο θα παράσχει υπηρεσίες, από τον ασφαλιστικό φορέα που το καλύπτει, είτε δημόσιο (π.χ. ΕΦΚΑ) είτε ιδιωτικό (π.χ. μία ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία) και όχι μέσω σταθερής ετήσιας κρατικής χρηματοδότησης. Με πρόβλεψη κάλυψης δαπανών από το κράτος για υπηρεσίες που παρέχονται σε ανασφάλιστους οικονομικά αδύναμους συμπολίτες μας, ώστε κανείς να μην αποκλείεται από την παροχή υπηρεσιών υγείας λόγω οικονομικών δυσκολιών. Αυτό σημαίνει ότι το κάθε δημόσιο νοσοκομείο, παρότι θα διατηρεί το δημόσιο χαρακτήρα του, θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή, με διοικητές επαγγελματίες υγείας που θα αναζητά από την αγορά και θα προσλαμβάνονται με συμβόλαιο ορισμένου χρόνου και με σαφώς ορισμένους και μετρήσιμους στόχους. Με εργαζόμενους, οι οποίοι ανάλογα με την απόδοσή τους θα ανταμείβονται και θα προάγονται ή θα αποχωρούν, αν κρίνονται ανεπαρκείς. Με οικονομικό κίνητρο να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες, αφού πλέον τα έσοδα του νοσοκομείου και συνεπώς οι αμοιβές όλων των εργαζομένων του θα είναι σε άμεση συνάρτηση με το πόσοι ασθενείς θα το επιλέγουν. Με το ίδιο οικονομικό κίνητρο για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των πόρων του και το βέλτιστο σχεδιασμό των προμηθειών του, χρησιμοποιώντας στο έπακρο τη σύγχρονη τεχνολογία. Χωρίς την παροιμιώδη ελληνική γραφειοκρατία σε κάθε απλή και σύνθετη διαδικασία.

    Προφανώς, τέτοιες θεμελιώδεις αλλαγές δεν μπορούν να εφαρμοστούν από τη μία μέρα στην άλλη. Προϋποθέτουν σοβαρή διαβούλευση, προσεκτικό σχεδιασμό του σχετικού νομικού πλαισίου και πλήρη εξέταση των οικονομικών παραμέτρων. Παραδείγματα εφαρμογής παρόμοιων σχεδίων υπάρχουν αρκετά, τόσο σε χώρες εντός όσο κι εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τις οποίες μπορούν να αντληθούν ιδέες. Ο τρόπος λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων, με διοικητές-”βύσματα” κι ελλείψεις σε βασικά είδη και προσωπικό λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης του κράτους, δε μας αξίζει σαν χώρα και, το κυριότερο, βλάπτει σοβαρά την υγεία μας!

    *Ο Μάνος Πιτροπάκης είναι Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 02 Δεκεμβρίου 2019

  • Στιβαρή σεξουαλική αγωγή στα σχολεία

    Του Γρηγόρη Βαλλιανάτου*

    Γρηγόρης Βαλλιανάτος

    Το στίγμα, για μας που από τις αρχές των ‘80s ασχολούμαστε και επιζούμε με τον ιό HIV, είναι το πρώτο και κύριο θέμα που μας απασχολεί.

    Γενιές ανθρώπων που ζουν τη ζωή τους με έναν ιό σε καταστολή, με φάρμακα που μοιράζονται στους οροθετικούς από το κράτος, ζουν με τον κυρίαρχο φόβο τού να μάθει κάποιος δικός τους ή η γειτονιά ή όλος ο κόσμος πως ζουν με τον ιό. Ακόμα και κούραση από την καθημερινή λήψη φαρμάκων καταγράφεται, αλλά το γεγονός πως δύο φορές το ανώτατο δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος, δικαίωσε εργοδότη που απέλυσε εργαζόμενο με HIV για διατάραξη εργασιακής ειρήνης (sic), χτίζει έναν τοίχο φόβου και αβεβαιότητας στη ζωή μας, που δύσκολα αντιμετωπίζεται. Το νέο σκάνδαλο ΚΕΕΛΠΝΟ, ΕΟΔΥ πλέον, με τα αντιδραστήρια που για 4 χρόνια δεν υπήρχαν για να εξετάζεται το αίμα μας τακτικά, προκειμένου να ελέγχουμε τη δράση των φαρμάκων στον οργανισμό μας, για κάποιον ελεεινό λόγο, η τελευταία σφραγίδα της αποκάλυψης είναι ρατσισμός εκ μέρους πολλών γιατρών ως προς την αντιμετώπιση των οροθετικών στη χώρα τους.

    Μια στιβαρή σεξουαλική αγωγή στα σχολεία και μια γρήγορη εξοικείωση με τα χάπια πριν και μετά το σεξ θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για να πάψουμε να μιλάμε για τον απέραντο αυτό τρόμο στη ζωή των ανθρώπων τα τελευταία 40 χρόνια. Στη μνήμη των ανθρώπων που εξαερώθηκαν επειδή έψαχναν την αγάπη, αλλά και την ελπίδα μας για τη ζωή.

    *Ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος είναι Αντιπρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Φιλελεύθερος” στις 29 Νοεμβρίου 2019

  • Άλλη μια χαμένη ευκαιρία να μιλήσουμε για την βία κατά των γυναικών

    Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη *

    Δέσποινα Λιμνιωτάκη

    Η 25η Νοεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών αλλά κάθε χρόνο επαναλαμβάνουμε το ίδιο συμβολικό μοτίβο εκδηλώσεων «ενημέρωσης» του πληθυσμού για ένα θέμα που ούτε γνωρίζουμε, ούτε αφιερώνουμε χρόνο να κατανοήσουμε. Τις περισσότερες φορές οι εκδηλώσεις ξεκινούν και ξεδιπλώνονται ως εξής: διάφοροι άνθρωποι που ουδέποτε συζητούν ανοιχτά τους μηχανισμούς με τους οποίους αναπαράγεται η βία – μηχανισμοί που συχνά ενυπάρχουν στις ίδιες τις «λύσεις» που αυτοί προτείνουν – προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν ένα πληθυσμό που έχει αποδείξει ότι κλείνει τα μάτια στα δράματα της διπλανής πόρτας, που κουβαλάει έμφυλα στερεότυπα αλλά, κυρίως, που αδυνατεί να κατανοήσει ότι η βία έχει λανθασμένα περιοριστεί ως θέμα στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής ενώ είναι κοινωνικό φαινόμενο με εκπαιδευτικές, νομικές και, τελικά, πολιτικές παραμέτρους.

    Οι γυναίκες γίνονται στόχος πολλών μορφών βίας που ξεκινάει από το σπίτι και την έννοια της «ιδιοκτησίας»: υπάρχει ο βουβός πόνος των γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και οι αόρατες γυναίκες που φροντίζουν ηλικιωμένους και δέχονται την βία των «αφεντικών» τους. Η βία μεταφέρεται στο εργασιακό περιβάλλον και στην κοινωνία μέσω της επιβολής κρατικής εξουσίας ως μέσο ελέγχου ενώ κορυφώνεται ως τρομοκρατική ενέργεια κατά την διάρκεια εμπόλεμων συρράξεων για την καταστολή ολόκληρων περιοχών (για παράδειγμα, κατά την διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία, η Mirsad Tokaca, σκηνοθέτης που ακολούθησε τα ίχνη των βιασμών γυναικών από στρατιώτες, ανακάλυψε ότι η σεξουαλική βία είχε περισσότερα κρούσματα στα στρατηγικής σημασίας σημεία της Βοσνίας).

    Οι γυναίκες είναι «φτηνότερες από τις σφαίρες» όπως σημείωνε στο παρελθόν από το Κονγκό ο γιατρός Denis Mukwege, που βοηθάει γυναίκες θύματα πρωτοφανούς βιαιότητας να μπορέσουν ξανά να σταθούν στα πόδια τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά). Η γυναίκα γίνεται αντικείμενο οικονομικών συνδιαλλαγών – όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο (πωλούνται ως σκλάβες) αλλά και σε διεθνές (καταναγκαστική πορνεία, trafficking). Η σεξουαλική εκμετάλλευση είναι μια από τις πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις στον πλανήτη. Σύμφωνα με μαρτυρίες των σωματείων που εργάζονται για να βοηθήσουν τα θύματα τέτοιων εγκλημάτων, συχνά η επίσημη πολιτεία χρησιμοποιεί τις ιστορίες των γυναικών για συναισθηματικό εντυπωσιασμό κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας, ενώ, από την άλλη, εμπορεύεται τη σάρκα τους μέσα από κύκλους εμπορίας ανθρώπων που έχουν παρακλάδια που φτάνουν μέχρι τα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια (πηγή: Lydia Cacho’s Slavery Inc.). Ο αριθμός των νεαρών γυναικών και κοριτσιών που εξαναγκάζονται σε γάμο, κλειτοριδεκτομή ή που καίγονται, βιάζονται και στραγγαλίζονται από τους συντρόφους και τους πατεράδες τους, ξεπερνάει τα 650 εκατομμύρια παγκοσμίως (πηγή: UNWomen).

    Όμως από πού ξεκινάει κανείς να ξετυλίγει το κουβάρι της βίας; Από τις ανθρώπινες κοινότητες, από τον τρόπο που μιλάμε μεταξύ μας, από τη θεματολογία που επιλέγουμε στον δημόσιο διάλογο, από την ειλικρίνεια, την τόλμη και το ρίσκο του να θίξουμε τα θέματα που πονάνε περισσότερο. Δεν είναι τα φυλλάδια, δεν είναι τα φωτισμένα κτίρια, ούτε τα hashtag των κοινωνικών δικτύων που θα ευαισθητοποιήσουν ενάντια στη βία.

    Είναι η συζήτηση για τη λανθασμένη έμφαση που δίνουμε στην προτροπή των γυναικών-θυμάτων να «μιλήσουν» γι’αυτά που τους συμβαίνουν και μετά να ξαναμιλήσουν και να μπουν σε κύκλους περιγραφής και εξοντωτικών λεπτομερειών για την εμπειρία τους μπροστά από όργανα εξουσίας, μια διαδικασία από την οποία καθόλου δεν έχουμε μετακινηθεί επί χρόνια, μια διαδικασία που επιμένει να τραυματίζει από την αρχή, που φέρει το στοιχείο της ντροπής και της υποταγής ξανά αλλά για την οποία επιμένουμε ότι λειτουργεί και φέρνει αποτελέσματα.

    Είναι η ελλιπής εκπαίδευση των φορέων που ασχολούνται με τη βία.

    Είναι η «ανωτερότητα» των γυναικών από προνομιούχα περιβάλλοντα που διοργανώνουν εκδηλώσεις για τη βία χωρίς να έχουν ούτε μια φορά βάλει τον εαυτό τους στη θέση της άλλης.

    Είναι τα συνθήματα τέτοια εποχή κάθε χρόνο που ζητούν να σταματήσει η βία αλλά η ταυτόχρονη αντίληψη που επικρατεί ότι η βία κατά των γυναικών είναι ζήτημα «χαμηλής πολιτικής βαρύτητας», σαν να μην συνδέεται με την οικονομία, με την έλλειψη εργασιακών ευκαιριών, με την παιδεία και την εκπαίδευση του λαού μας – πόσο χαμηλή πολιτική είναι τα παραπάνω;

    Είναι η ειρωνεία της στιγμής κατά την οποία μια γυναίκα θα βρει το κουράγιο να καταγγείλει τη βία του συντρόφου της έχοντας περάσει χρόνια ταλαιπωρίας μέσα σε γειτονιές ανθρώπων που δεν έβλεπαν τίποτα (πάλι δηλαδή αυτή πρέπει να πάρει το ρίσκο) και που δεν έχουν πειστεί ακριβώς για το ότι πρέπει να καταγγέλλεις ή να ανέχεσαι (κι αν δεν μιλούσες χρόνια τι σε κάνει τώρα ξαφνικά να τα ομολογείς;)

    Είναι που μιλάμε για τον βιασμό αλλά ποτέ για την σεξουαλική συμπεριφορά σε σημείο που, όταν σημειωθεί βιασμός, να τον μπερδεύουμε με τη συζήτηση για τις γυναίκες και τις υποτιθέμενες #metoo εμμονές τους.

    Άλλη μια ημέρα λοιπόν που θα φορέσουμε μπλουζάκια και χαμόγελα στο διαδίκτυο και μετά θα ξαναγυρίσουμε στην νωχελικότητα του δεν σε είδα-δεν σε ξέρω, αφού το έγκλημα κατά των γυναικών είναι ριζωμένο στον τρόπο που δεν καταλαβαίνουμε την συνυπευθυνότητα σε αυτή τη χώρα αλλά ενθαρρύνουμε τους ήδη πεσμένους στο χώμα, τους αδύναμους και τους ταπεινωμένους, «να μιλήσουν» ανοιχτά, να ξεχωρίσουν αυτά που δεν έχουμε οριοθετήσει αυστηρά, να αναγνωρίσουν το πρόσωπο του θύτη, δηλαδή να κάνουν αυτοί βήματα προόδου ενόσω οι υπόλοιποι κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας.

    * Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 24 Νοεμβρίου 2019

  • Ελευθερία λόγου και βλασφημία

    Του Μάνου Πιτροπάκη *

    Μάνος Πιτροπάκης

    Ένιωσα μια δυσάρεστη έκπληξη όταν έμαθα ότι η Κυβέρνηση προτίθετο να επαναφέρει ως αδίκημα, που τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι 2 ετών, την κακόβουλη βλασφημία και καθύβριση θρησκεύματος. Έπειτα, την επόμενη μέρα, με την ανακοίνωση απόσυρσης του σχετικού άρθρου κάτω από τη μαζική πίεση πολύ κόσμου στα κοινωνικά δίκτυα κι εν γένει στη δημόσια σφαίρα, ένιωσα μια ευχάριστη ανακούφιση. Πολύς κόσμος, από την άλλη, που πιστεύει σε κάποια θρησκεία, αντέδρασε αρνητικά. Νομίζω ότι η περίσταση αυτή είναι η κατάλληλη αφορμή ώστε να (ξανα)κάνουμε μία κουβέντα για την ελευθερία του λόγου και τα όριά της.

    Πιστεύω στο να παίζουμε με ανοιχτά χαρτιά, οπότε οφείλω να ξεκαθαρίσω εξαρχής ότι, προσωπικά, δεν πιστεύω σε οποιουδήποτε είδους ανώτερη δύναμη, είμαι δηλαδή άθεος. Σέβομαι απόλυτα, όμως, κάθε θρησκεία, τους ιερωμένους της και τους πιστούς της, πλην αυτών που ξερνούν μίσος κατά αλλοεθνών, αλλόδοξων, ομοφυλοφίλων κ.ά, όπως π.χ. ο Μητροπολίτης Θεσσαλονίκης Άνθιμος, ιμάμηδες που πιστεύουν στην εξόντωση «απίστων» κ.ο.κ.

    Τούτων λεχθέντων, θεωρώ ανοησία κι έλλειψη σωστής αγωγής το να εξυβρίζει κάποιος ένα σύστημα ιδεών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται κι η θρησκεία. Όσο κι αν διαφωνεί κάποιος με μια ιδέα, η εξύβρισή της δεν καταφέρνει σχεδόν ποτέ τίποτα, ίσα-ίσα συσπειρώνει τους ακόλουθους της ιδέας ακόμα περισσότερο, έχοντας εντελώς αντίστροφο αποτέλεσμα. Η εξύβριση δείχνει απόλυτη ένδεια επιχειρημάτων και, χωρίς επιχειρήματα, μάχες ιδεών δεν κερδίζονται. Βέβαια, είναι σωστό να τιμωρείται από το κράτος, με πρόστιμα ή/και φυλάκιση, η καθύβριση μιας θρησκείας;

    Όχι, το κράτος δεν έχει καμία απολύτως δουλειά να παρεμβαίνει στη μάχη των ιδεών, κι άρα και των θρησκευτικών πεποιθήσεων, με πρόστιμα και φυλακίσεις, όσο άσχημη, κι ίσως προσβλητική κι αν γίνει αυτή. Η ελευθερία του λόγου δεν υπάρχει για να διαφωνούμε σχετικά με το τι καιρό θα κάνει αύριο ή τι χρώμα πρέπει να είναι το καινούριο μας παντελόνι αλλά για να μπορούμε να διαφωνήσουμε, εκφράζοντας ακόμα κι ακραία επιχειρήματα, για το κάθε τι, χωρίς τον κίνδυνο να μπούμε στη φυλακή αν οι απόψεις μας δεν είναι αρεστές στην εκάστοτε εξουσία ή συμβατές με αυτές της πλειοψηφίας. Εξαίρεση μπορούν να αποτελούν μόνο οι περιπτώσεις της συκοφαντίας και της προτροπής σε βία, αυστηρά και στενά ορισμένες όμως.

    Άλλωστε, οι καταργηθείσες διατάξεις ήταν εξαρχής προβληματικές, ανεξαρτήτως της σύγκρουσής τους με την ελευθερία του λόγου. Τιμωρούνταν η «κακόβουλη βλασφημία», χωρίς να ορίζεται από το νόμο ή να είναι ξεκάθαρο πότε είναι κακόβουλη. Υπάρχει η καλόβουλη; Και γιατί να μην τιμωρείται κι αυτή; Για βλασφημία πρόκειται, εξάλλου. Μερικά σχετικά παραδείγματα από την καθημερινότητα μπορούν να δείξουν τον παραλογισμό τους. Ένας οδηγός που έχει μόλις εμπλακεί σε ατύχημα και βρίζει οργισμένος τον άλλο εμπλεκόμενο, καθυβρίζοντας τα θεία μεταξύ άλλων, διαπράττει κακόβουλη ή καλόβουλη βλασφημία; Όταν τα καθυβρίζει μιλώντας δυνατά στον εαυτό του επειδή ξέχασε κάτι; Είναι σαφές, νομίζω.

    Βέβαια, ο αρμόδιος υπουργός κ. Τσιάρας, απέδωσε την επαναφορά της συγκεκριμένης διάταξης σε μία «προσπάθεια προστασίας των δικαιωμάτων θρησκευτικών μειονοτήτων», που κάνει η κυβέρνηση, καθώς βρισκόμαστε, όπως είπε, «μπροστά σε γεγονότα που εξελίσσονται με αρνητικό τρόπο στην ελληνική κοινωνία», διευκρινίζοντας ότι αναφερόταν στην αντιπαράθεση μεταξύ ομάδων μεταναστών που εγκαθίστανται στην ενδοχώρα και δημιουργούνται εντάσεις. Όσον αφορά την προστασία των δικαιωμάτων θρησκευτικών μειονοτήτων, αντί να επανέρχονται διατάξεις που βλάπτουν την ελευθερία του λόγου, θα ήταν προτιμότερο να υπήρχε ένα καλύτερο νομοθετικό πλαίσιο ώστε να μη χρειαζόταν να φτάσουμε στον Ιούνιο του 2019 για να λειτουργήσει νόμιμος μουσουλμανικός λατρευτικός χώρος στην Αθήνα, καθώς και να διευκολύνονται άλλες θρησκείες που επιθυμούν να ανοίξουν νόμιμους λατρευτικούς χώρους ανά την επικράτεια. Τέλος, όταν υπάρχουν βίαιες αντιπαραθέσεις μεταξύ ομάδων οποιασδήποτε εθνικότητας και θρησκείας για τον οποιοδήποτε λόγο, γνωρίζω ότι η διαδικασία σε μια ευνομούμενη χώρα είναι να επεμβαίνουν οι δυνάμεις της τάξεις κι οι παραβάτες να οδηγούνται στη Δικαιοσύνη. Καλύτερο από το να περιορίζεται η ελευθερία του λόγου, δε νομίζετε;

    Κλείνοντας, θα ήθελα να υπενθυμίσω ότι το να εκφραζόμαστε ελεύθερα είναι ικανό πολλές φορές να βλάψει τα αισθήματά του άλλου ή/και να προσβάλει ιδέες αδιαπραγμάτευτες κι ιερές για αυτόν. Το τι είναι προσβλητικό, όμως, ποικίλει από άτομο σε άτομο, ανάλογα με τις ιδέες του και το τι θέση κατέχουν αυτές στη ζωή του. Δεν μπορούμε να νομοθετούμε με βάση το τι αισθάνεται ο καθένας κι οπωσδήποτε δεν μπορούμε να επιβάλουμε πρόστιμα και ποινές φυλάκισης. Άλλωστε, ο παντοδύναμος Θεός που δημιούργησε το Σύμπαν δεν έχει καμία απολύτως ανάγκη δικαστικής προστασίας από τους ταπεινούς θνητούς που τον καθυβρίζουν.

    * Ο  Μάνος Πιτροπάκης είναι Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 22 Νοεμβρίου 2019

  • Ας μιλήσουμε για το μεταναστευτικό…

    Του Νίκου Χαραλάμπους*

    Να ξεκινήσουμε από αυτό: Για την πλειονότητα των πολιτών, το μεταναστευτικό δεν είναι το κύριο θέμα με βάση το οποίο ψηφίζουν. Οικονομία, δουλειές, παιδεία και ασφάλεια έρχονται πάντα στην κορυφή της λίστας των ζητημάτων, που απασχολούν τους πολίτες. Αλλά το μεταναστευτικό είναι σίγουρα το μέσο, ώστε μικρά δεξιά και ακροδεξιά κόμματα να ξεφύγουν από την αφάνεια και να πιάσουν ακόμα και διψήφια ποσοστά, πράγμα, που μπορεί να οδηγήσει σε λανθασμένες πολιτικές.

    Οι φωνές, που εναντιώνονται στη μετανάστευση, κατηγορούν τους φιλελεύθερους ως αφελείς και επικίνδυνους και πως τάχα «θέλουν αύριο να ανοίξουν τα σύνορα». Έχω συναντήσει πολύ λίγους φιλελεύθερους, που λένε κάτι τέτοιο. Είναι απολύτως λογικό ότι, αν βάλεις περισσότερους ανθρώπους σε ένα μέρος με στεγανά -τα οποία δεν έχουν να κάνουν με τη γεωγραφία του μέρους, αλλά με την οικονομία και τους θεσμούς- τότε θα έχεις μια πιεσμένη κατάσταση, που μπορεί να έχει και εκρήξεις, όπως ακριβώς μια κλειστή χύτρα με νερό, που βράζει.

    Η φιλελεύθερη αρχή είναι πως, όταν μια οικονομία ή/και κοινωνία είναι πραγματικά ελεύθερη, δεν έχει όριο στο πόσους ανθρώπους μπορεί να δεχτεί.

    Αλλά πάμε στο σήμερα, για να δούμε ποιες θα μπορούσαν να είναι οι συγκεκριμένες φιλελεύθερες ιδέες για το μεταναστευτικό, εφαρμόσιμες άμεσα και με γνώμονα πάντα τον ανθρωπισμό και την πραγματικότητα:

    1) Αναγνώριση ίσων δικαιωμάτων για τα παιδιά, που έχουν γεννηθεί στην Ελλάδα. Δεν με νοιάζει αν λέγεται υπηκοότητα ή ιθαγένεια ή κάτι άλλο. Δεν νοείται να έχεις γεννηθεί σε μια χώρα και αυτή η χώρα να μην σε αναγνωρίζει, επειδή οι γονείς σου έχουν γεννηθεί σε άλλη (την οποία ενδεχομένως να μην έχεις γνωρίσει και ποτέ). Δεν νοείται άρνηση εξυπηρέτησης από δημόσιες υπηρεσίες, να μην έχεις ελληνικό διαβατήριο, να μην έχεις ελληνική ταυτότητα, να μην μπορείς να βγάλεις ένα πιστοποιητικό ή να χρειάζεται οποιαδήποτε επιπλέον διαδικασία για κάθε άτομο, που έχει γεννηθεί στην Ελλάδα.

    2) Αμνηστία και άδεια παραμονής για όσους μετανάστες ζουν και εργάζονται τουλάχιστον για πέντε χρόνια στην Ελλάδα. Το να ζεις για πέντε χρόνια σε μια χώρα σημαίνει, πως έχεις απλώσει ρίζες. Μπορεί να έχεις ήδη ξεκινήσει οικογένεια και σίγουρα θα είσαι χρήσιμος ή χρήσιμη στους εργοδότες σου. Δεν νοείται να υπάρχει κράτος, που θα σε ξεριζώσει από τη ζωή, που έχεις φτιάξει και θα σε διώξει από τη χώρα. Ας υπάρχει η περίοδος των πέντε χρόνων, που κάποιος «παράνομος» μετανάστης θα είναι δυνατόν να εντοπισθεί και απελαθεί. Αλλά δεν γίνεται άνθρωποι να είναι μετέωροι σε μια χώρα τόσα πολλά χρόνια μετά την παραμονή τους, σε μια χώρα, που απλά δεν μπορείς να ζήσεις, αν δεν δουλεύεις. Είναι απάνθρωπο να νιώθεις κυνηγημένος για χρόνια.

    3) Πάμε τώρα σε όσους θέλουν να μεταναστεύσουν στην Ελλάδα. Ας βάλουμε ένα είδος point system. Είναι πάγια πρόταση των συντηρητικών και, ως πρώτο μέτρο, δεν έχω αντίρρηση. Υπάρχει, πάντοτε, το πρόβλημα πως το κράτος δεν μπορεί να ξέρει τις ανάγκες της αγοράς κάθε στιγμή, αλλά ας υποθέσουμε, πως μπορείς να βάλεις δείκτες μόρφωσης και ειδικότητας, ώστε να δέχεσαι με αυτόν τον τρόπο έναν ελεγχόμενο αριθμό μεταναστών.

    4) Ένα σύστημα χορηγίας: Να μπορεί κάθε πολίτης να καλεί κάποιον να εργαστεί για ορισμένο ή αόριστο χρονικό διάστημα, αλλά σε αυτήν την περίπτωση ο πολίτης αυτός είναι και ο εγγυητής της συμπεριφοράς του μετανάστη κι αν ο μετανάστης παρανομήσει ή προκαλέσει φθορά, τότε ο πολίτης θα κληθεί να καλύψει τις όποιες ζημίες. Τα συστήματα χορηγίας έχουν μια κακή φήμη λόγω ιστοριών, που ακούγονται με πολίτες να παίρνουν τα διαβατήρια των μεταναστών και να τους έχουν να δουλεύουν σε συνθήκες σκλαβιάς. Δεν μιλάμε για κάτι τέτοιο. Ο μετανάστης θα μπορεί να αλλάξει το status του οποιαδήποτε στιγμή το θελήσει και φυσικά θα πρέπει να έχει την προστασία του κράτους σε ό,τι αφορά στα ατομικά του δικαιώματα.

    5) Ας έχουμε ένα λογικό και ευπρόσδεκτο σύστημα υποδοχής επιχειρηματιών/επενδυτών και ταλέντων. Μπορεί να είναι μέρος του point system, μπορεί να είναι μια διαφορετική δίοδος που θα δέχεται αυτούς που έχουν την διάθεση να ξεκινήσουν μια επιχείρηση στην Ελλάδα ή αυτούς το ταλέντο των οποίων είναι αναγνωρισμένο, αλλά δεν έχουν τρόπο εισόδου και παραμονής στη χώρα.

    Ας πάμε τώρα και σε ιδέες, που είναι «έξω από τα καθιερωμένα». Οι φιλελεύθεροι δεν πρέπει ποτέ να πάψουν να αναζητούν νέες ιδέες και να επαναπαύονται σε συνθήματα και προτάσεις, που μπορεί μετά από δεκαετίες να καταστούν παρωχημένες ή ανεπαρκείς.

    Γιατί να μην μπορεί ένας μετανάστης να αγοράσει άδεια παραμονής ορισμένου χρόνου από τους δήμους στους οποίους θέλει να ζήσει; Και τα χρήματα αυτά, μαζί με μέρος των χρημάτων, που θα έρχονται για την υποστήριξη των μεταναστών, θα μπορούν να δίνονται στα χαμηλότερα εισοδήματα ως μέρισμα. Η πρόταση αυτή επιδιώκει να παρακάμψει το κεντρικό κράτος – ακόμα και τη δημοτική αρχή – διότι η κατηγορία (πολλές φορές βάσιμη) είναι πως το κεντρικό κράτος «φορτώνει» από μετανάστες που επιβαρύνουν περιοχές, δίνει μεν λεφτά στους δήμους, αλλά ποτέ αυτό το χρηματικό όφελος δεν φτάνει στους πολίτες που επιβαρύνονται περισσότερο. Είναι μια πρωτόλεια πρόταση στην οποία είναι δύσκολο ακόμα να βάλεις αριθμούς αλλά ακόμα κι αν ένας πολίτης έπαιρνε πχ 1.000 ευρώ τον χρόνο ως μέρισμα μετανάστευσης, σίγουρα θα έβλεπε με διαφορετική ματιά ακόμα και τους νέους μετανάστες.

    Αυτή η πρόταση βάζει τον πολίτη στο κέντρο του συλλογισμού αφήνοντας κατά μέρος τους γνωστούς ενδιάμεσους (κράτος, δήμο) που μπορεί μεν να χρειάζονται πόρους για κάποιες υποδομές αλλά, δυστυχώς, είναι και ευάλωτοι στη διαφθορά και στην κακοδιαχείριση.

    Τέλος, μια ριζοσπαστική πρόταση που έχει να κάνει με το ότι υπάρχουν πόλεις σε μια χώρα που θέλουν μετανάστες αλλά και άλλες πόλεις ή μέρη της χώρας που δεν τους θέλουν. Τα πιο έντονα παραδείγματα τα βρίσκουμε στην Αγγλία (το Λονδίνο θέλει μετανάστες ενώ η υπόλοιπη χώρα όχι) και στις ΗΠΑ (η Νέα Υόρκη και το Λος Άντζελες θέλουν μετανάστες ενώ πολλά άλλα τμήματα χώρας δεν θέλουν). Σύμφωνα με αυτή τη πρόταση, με τη “Βίζα μεγάλων πόλεων” οι μετανάστες θα έχουν δικαίωμα εισόδου, εργασίας και εγκατάστασης στα όρια της πόλης αλλά πιο περιορισμένη δυνατότητα μετακίνησης, ίσως και καθόλου εγκατάστασης ή εργασίας σε άλλα μέρη της χώρας. Ελπίζω να μην υπάρχει αντίλογος με το επιχείρημα πως έτσι υπονομεύεται η εθνική κυριαρχία καθώς οι περιορισμοί στη μετακίνηση θα αφορούν στους μετανάστες, όχι τους πολίτες της χώρας.

    Τα παραπάνω μπορούν και πρέπει να προσαρμόζονται όταν η οικονομία ανοίγει περισσότερο ώστε σιγά σιγά να επιτυγχάνεται και πιο ανοικτή μεταναστευτική πολιτική -όση μπορεί να αντέξει κάθε στιγμή η κατάσταση στην οικονομία.

    Δύσκολο να μπορεί να προσδιορίσει κανείς το σημείο αντοχής κάθε στιγμή για το κράτος αλλά ας δεχτούμε πως μπορεί με τις κατάλληλες δομές να παρακολουθήσει τις εξελίξεις. Ένα μικρό κράτος μπορεί να εστιάσει σε σημαντικά θέματα.
    Χρειαζόμαστε προτάσεις πέρα από τη ρητορική και την ιδεοληψία που θα έχουν στο κέντρο τους τον πολίτη αλλά και τον μετανάστη και που θα λαμβάνουν υπόψη την καθημερινότητα των πολιτών.

    Οι φιλελεύθεροι σε αυτό έχουν το προβάδισμα και δεν θα πρέπει να φοβούνται να διατυπώνουν ιδέες και απαντήσεις υπέρ μιας εξορθολογισμένης –για αρχή- και ολοένα πιο ανοικτής –μετέπειτα- μεταναστευτικής πολιτικής με την οποία όλοι και όλες θα κερδίζουν.

    * O κ. Νίκος Χαραλάμπους είναι μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 24 Μαΐου 2019

  • Ανοιxτή επιστολή στους φίλους της Δράσης και τους Φιλελεύθερους

    Του Νίκου Χαραλάμπους*

    Γράφω αυτή την ανοικτή επιστολή ως Νίκος, όχι ως μέλος της Συντονιστικής επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας και δεν εκφράζω κατ’ ανάγκη τις σκέψεις των συμμάχων μου ή την επίσημη θέση της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

    Έχουμε συνεργαστεί στο παρελθόν, έχουμε δώσει μαζί μάχες για μια καλύτερη Ελλάδα με την υποψηφιότητα του Τάσου Αβραντίνη το 2010 και τη συνεργασία μας το 2012.

    Καταρχάς, καταλαβαίνω την αγανάκτησή σας με την τωρινή κυβέρνηση. Τη νιώθω και τη συμμερίζομαι, όπως και σχεδόν όλα τα μέλη της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Θέλετε να μαυριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Να μαυριστεί τόσο έντονα, που να επιστρέψει στα μονοψήφια ποσοστά που του αξίζουν. Και έχετε αποφασίσει να ψηφίσετε ΝΔ, ως τη μοναδική ψήφο που θα το καταφέρει αυτό.

    Όμως, ακούστε με λίγο.

    Πρώτον, στις ευρωεκλογές δεν αλλάζει κυβέρνηση. Είναι ουτοπία να πιστεύει κάποιος ή κάποια πως, όποια και αν είναι η διαφορά μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΡΙΖΑ θα συρθεί σε πρόωρες εκλογές. Όλοι ξέρουμε πια, την αμοραλιστική επικοινωνιακή τακτική του πρωθυπουργού. Είμαι σίγουρος πως έχει έτοιμο το μήνυμα: «Κάναμε δύσκολες επιλογές που είχαν το κόστος τους, πάμε για την αντεπίθεση». Στα πλαίσια της αντεπίθεσης, θα ελπίζει σε ένα ήσυχο καλοκαίρι με χρήματα από τον τουρισμό, με ίσως καλύτερα νέα για την οικονομία, περισσότερους διορισμούς τον Σεπτέμβριο και εκλογές τον Οκτώβριο με την ελπίδα του κλείσιμου της όποιας ψαλίδας και συμμάζεμα της διαφοράς.

    Το ουσιαστικό και πολυαναμενόμενο μαύρισμα θα πρέπει να γίνει τον Οκτώβριο και είναι αυτό που θα μετρήσει. Εκτός απροόπτου, η Φιλελεύθερη Συμμαχία δεν θα συμμετάσχει αυτόνομα στις επόμενες βουλευτικές εκλογές ή τουλάχιστον αυτό θα εισηγηθώ εγώ. Τότε εσείς και ίσως μέλη από τη Φιλελεύθερη Συμμαχία θα έχουμε την ευκαιρία να μαυρίσουμε το τσίρκο, που έχουμε ως κυβέρνηση τα τελευταία τέσσερα χρόνια.

    Δεύτερον, όσο και αν θεωρούμε ότι υπάρχει μια διεύρυνση του φιλελεύθερου χώρου, τη μεγάλη διαφορά (ευτυχώς για κάποιους, δυστυχώς για κάποιους άλλους) θα τη δώσουν οι ψηφοφόροι που διαφώνησαν με τη συμφωνία των Πρεσπών.

    Το Μακεδονικό θα δώσει τη μεγάλη διαφορά στη ΝΔ, ίσως περισσότερο από την οικονομία και τα ευτράπελα, που βλέπουμε. Είναι ένα θέμα, που έχει φανεί πως επηρεάζει ευαισθησίες πολλών πολιτών, ιδιαίτερα στη Μακεδονία και γενικότερα στη Βόρεια Ελλάδα. Αν δεχτούμε πως τα ποσοστά της Δράσης κινούνται μεταξύ 1 και 3% (το 3% λίγο αισιόδοξο) και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μια διαφορά 7 με 15%, αυτό το ποσοστό της Δράσης δεν θα παίξει τόσο μεγάλο ρόλο. Αλλά έστω και ένα μέρος του θα είναι μια σημαντική ώθηση για τη Φιλελεύθερη Συμμαχία.

    Τρίτον, θα αναρωτηθείτε γιατί να πάρει αυτή την ώθηση η Φιλελεύθερη Συμμαχία; Σίγουρα ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι αρκετά φιλελεύθερος, υπάρχουν πια ισχυροί δεσμοί της Δράσης με την ηγεσία της ΝΔ και τον Πρόεδρό της προσωπικά, σίγουρα εκεί είναι το επόμενο βήμα του ελληνικού φιλελευθερισμού. Θα μπορούσα να το δεχτώ αυτό, αλλά η ιστορία, μας έχει δείξει πως οι φιλελεύθεροι ήταν, είναι και θα είναι μειοψηφικό ρεύμα στη ΝΔ, με τον φιλελευθερισμό τους φυλακισμένο σε μερικές οικονομικές προτάσεις (που σπάνια έχουν υλοποιηθεί όταν η ΝΔ είναι στην κυβέρνηση).

    Τι ακολούθησε τη φιλελεύθερη στροφή της ΝΔ με τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη; Ποιοι αρχηγοί ανέλαβαν και πού τοποθέτησαν τον φιλελευθερισμό στην ατζέντα της Νέας Δημοκρατίας; Μπορεί ο Κυριάκος Μητσοτάκης να μακροημερεύσει, μπορεί και όχι. Αυτός ή αυτή, που θα τον διαδεχθεί, θα είναι το ίδιο φιλελεύθερος ή φιλελεύθερη; Και αν δεν είναι, τότε τι θα κάνετε; Θα επαναλειτουργήσετε τη Δράση; Μακάρι και να ξανασυνεργαστούμε. Αλλά σε κάθε περίπτωση, δεν θέλετε τότε να υπάρχει μια πιο δυνατή και υπολογίσιμη Φιλελεύθερη Συμμαχία, που θα συνεχίσει να προωθεί τις φιλελεύθερες ιδέες, που, όπως και στο παρελθόν, θα εξοβελισθούν για άλλη μια φορά εκτός της Νέας Δημοκρατίας;

    Όσο και να το θέλουμε (και πιστεύω τα περισσότερα μέλη της ΦΙΣΥ το θέλουν αυτό) να φύγει αυτή η ζοφερή και θλιβερή κυβέρνηση, αυτό δεν θα γίνει στις 26 Μαΐου. Όμως, αυτό που μπορεί να γίνει, είναι να έχουμε μια πιο δυνατή φιλελεύθερη φωνή. Καλό βόλι!

    *Ο  Νίκος Χαραλάμπους είναι μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 22 Μαΐου 2019