Τι κρατάω από την Προεδρία Τραμπ
Η Προεδρία Τραμπ οδεύει στο τέλος της με τα ίδια χαρακτηριστικά που ξεκίνησε και πορεύτηκε στην τετραετία της: απρόβλεπτη, ανίκανη και στη δική της πραγματικότητα.
Ήταν μια κακή προεδρία, ίσως η χειρότερη της ιστορίας των ΗΠΑ.
Το πιο αρνητικό σημείο της ήταν η απόρριψη της πραγματικότητας και η εμμονή σε ψεύδη.
Οι υποστηρικτές του επιμένουν πως «το κατεστημένο έκανε πόλεμο» στον Πρόεδρο Τραμπ. Να ξεκαθαρίσουμε πως «πόλεμο» δέχεται κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ και κάθε επικεφαλής κυβέρνησης. Στη περίπτωση του Προέδρου Τραμπ δεν μιλάμε απλώς για μια διαφωνία απόψεων και κριτική στην άποψη ή στις πράξεις. Μιλάμε για έλεγχο των λεγομένων του Προέδρου και αντικειμενική παρουσίαση των ψεμμάτων και λαθών που εμπεριέχονται στις δηλώσεις του Προέδρου. Ο Πρόεδρος Τραμπ ελέγχθηκε για αυτά που είπε και αποδείχθηκαν πως πολλές φορές αυτά δεν ήταν αλήθεια.
Όλοι οι πολιτικοί «χρωματίζουν» την αλήθεια και προσπαθούν να την παρουσιάσουν με τον τρόπο που τους συμφέρει, αλλά ο Πρόεδρος Τραμπ και το περιβάλλον του επέλεξαν να την παραμερίσουν εντελώς. Η κατάργηση και ο εξοστρακισμός της αλήθειας ως αξίας, είναι δυναμίτης στα θεμέλια ενός πολιτισμού όχι απλώς μιας δημοκρατίας.
Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τον πρωτοφανή νεποτισμό, την περιφρόνηση των θεσμών και του κράτους δικαίου κάνουν την Προεδρία Τραμπ μια προεδρία που εξασθένισε την Αμερικανική δημοκρατία όσο καμία άλλη. Δεν έχει να κάνει με το αντισυμβατικό ύφος της, αλλά με το πώς αντιμετώπισε την ίδια την ουσία της Αμερικανικής δημοκρατίας.
Ωστόσο, τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν πως ο Πρόεδρος Τραμπ ήταν ένας δημοφιλής πρόεδρος που δεν έχασε το κοινό του στα τέσσερα χρόνια της Προεδρίας του. Σπάνια ο Πρόεδρος που χάνει τις εκλογές παίρνει περισσότερες ψήφους από όσες είχε πάρει στις προηγούμενες που είχε κερδίσει.
Δεν είναι μια προεδρία που μπορεί κάποιος να απορρίψει καθολικά. Αν μπορούσε δεν θα είχε την αύξηση των ψήφων που πήρε.
Τι θεωρώ αξιόλογο να κρατήσει κάθε πολιτική κίνηση και πολιτικός από την Προεδρία Τράμπ:
1) Το ευρύ κοινό θα ψηφίσει πιο εύκολα μια οικεία προσωπικότητα από έναν πολιτικό καριέρας (ή του κομματικού σωλήνα όπως λέγονται). Ο Τράμπ ήταν μια φιγούρα που έμπαινε σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση στα σπίτια των Αμερικανών, όλοι τον ήξεραν και όλοι ήξεραν το ύφος του και τους τρόπους του. Σπάνια οι πολιτικοί καριέρας μπορούν να δημιουργήσουν τέτοια οικειότητα με το εκλογικό σώμα.
2) Το ύφος και ο λόγος του Προέδρου Τράμπ αποδεικνύει πως ο κόσμος θέλει να ακούει μια πιο άμεση γλώσσα, που είναι πιο κοντά στην καθομιλουμένη. Κάποια στιγμή αδυνατεί ή παύει να ενδιαφέρεται και να θέλει να ακολουθήσει τις γενικότητες ή τα πιο βαθιά νοήματα. Δεν ψέγω τους ψηφοφόρους για αυτό. Ο κάθε ψηφοφόρος δεν έχει κατ’ ανάγκη προτεραιότητα την πολιτική στη ζωή του. Είναι δουλειά του πολιτικού να μπορέσει να επικοινωνήσει με άμεσο τρόπο. Όμως, αμεσότητα και ξεκάθαρος λόγος δεν σημαίνουν χυδαιότητα και έκκληση στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή. Ρήγκαν, Κλίντον και Ομπάμα μπόρεσαν να επικοινωνήσουν και να αγγίξουν την πλειοψηφία των Αμερικανών χωρίς να καταφύγουν σε άξεστο και προσβλητικό λόγο.
3) Η ιδέα πως ο Τραμπ εξέφρασε μόνο ή κατά συντριπτική πλειοψηφία τους πολίτες κατώτερου μορφωτικού επιπέδου ή τα χαμηλότερα εισοδήματα είναι, κατά τη γνώμη μου, λάθος. Είδα ανθρώπους μορφωμένους μέσου και υψηλού εισοδήματος που μέρος της δουλειάς τους είναι να αξιολογούν την πληροφορία και να εφαρμόζουν ορθή κρίση να συστρατεύονται με έναν κατά συρροήν ψεύτη. Οι άνθρωποι αυτοί έδρασαν ως πολλαπλασιαστές της δημοτικότητας και της εγκυρότητας του Προέδρου Τράμπ από την εποχή που ήταν υποψήφιος. («Αφού τον στηρίζει ο “τάδε” και ο “δείνα” που είναι διευθυντής/πτυχιούχος/ έχει PhD τότε κάτι θα ξέρουν»). Σε αυτή την κατηγορία ανήκε και η πλειοψηφία της βάσης του Ρεπουμπλικανικού κόμματος. Τον Τράμπ τον στήριξαν μεγάλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων. Γιατί; Η απάντηση στο επόμενο σημείο
4) Μια μικρή μειοψηφία ήταν απλά άνθρωποι που το μυαλό τους και η ψυχολογία τους εστίασε στις ακρότητες του άλλου….άκρου θεωρώντας πως η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών ελέγχει όλο το κόμμα. Συστρατεύθηκαν με οτιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτό. Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία που ακολούθησε τον Πρόεδρο Τράμπ (και οι νέες ψήφοι που ήρθαν το 2020 γι’ αυτόν) ήταν άνθρωποι που ωφελήθηκαν από την ρητορική υπέρ των χαμηλών φόρων, των λιγότερων κανονισμών, και εν μέρει του προστατευτισμού. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό μάθημα για τους πολιτικούς.
Στις περισσότερες δημοκρατίες αυτό που ενδιαφέρει τον ψηφοφόρο είναι η οικονομία, οι δουλειές και, δευτερευόντως, το κοινωνικό κράτος. Το κοινωνικό κράτος θα έρθει στο προσκήνιο της πολιτικής, αν η οικονομία δεν παράγει δουλειές ή αν υπάρχουν στεγανά. Αν η οικονομία πηγαίνει καλά σε επίπεδο θέσεων εργασίας, αν ο κόσμος βλέπει να ανοίγουν επιχειρήσεις και να γίνονται προσλήψεις, κανένα άλλο θέμα δε θα επηρεάσει την ψήφο του. Κλασσικά παραδείγματα οι εκλογές στη Βρετανία το 2015 και 2019. Οι Εργατικοί παρουσίασαν ένα πρόγραμμα που κατά γενική ομολογία θα επιβάρυνε τις επιχειρήσεις και απορρίφθηκε από τους ψηφοφόρους, έστω και αν πρότεινε πιο ευρύ δίχτυ ασφαλείας για τους κοινωνικά αδύναμους. Το καλύτερο δίχτυ ασφαλείας είναι σταθερή δουλειά και επιλογές για καλύτερες δουλειές. Ο Πρόεδρος Τραμπ δεν ακολούθησε ιδιαίτερα φιλελεύθερη πολιτική στην οικονομία, όμως αρκούσε η ρητορική του για μείωση των φόρων και για κατάργηση κανονισμών, προκειμένου να δημιουργήσει δυναμικό κλίμα στην αγορά και αυτοπεποίθηση στους επενδυτές. Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας και αύξηση των μισθών. Το γεγονός πως ανέβασε τα ποσοστά του στις μειονότητες είναι η απόδειξη πως τα κατώτερα στρώματα είδαν την κατάστασή τους να βελτιώνεται οικονομικά και αυτό ήταν αρκετό για να δώσουν την ψήφο τους στον Πρόεδρο Τράμπ. Ο κόσμος της αγοράς θέλει να επενδύσει και αυτό που τον εμποδίζει είναι το κράτος.
Το θετικό με τον Biden ήταν πως δεν παρουσίασε ένα πρόγραμμα που θα διακινδύνευε αυτή την δυναμική στην οικονομία με τον τρόπο που απειλούσε η Warren ή ο Sanders. Αλλά ακόμα και με τον Biden σαν αντίπαλο, ο Πρόεδρος Τραμπ θα επανεκλεγόταν, αν δεν υπήρχε η πανδημία του Covid19. Και εδώ φτάνουμε στο πέμπτο σημείο.
5) Όσο όραμα και αν αποπνέει μια κυβέρνηση, όσες μεταρρυθμίσεις και αν παρουσιάσει ως πρόγραμμα, όσο ριζοσπαστική και αν θέλει να εμφανίζεται, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάει την βασική λειτουργία του κράτους που είναι να προστατεύει τη ζωή των πολιτών. Μια έλλειψη βασικής ικανότητας σε ένα έκτακτο γεγονός δε συγχωρείται από τους πολίτες. Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τα γεγονότα στο Μάτι ήταν, κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο σημείο που σφράγισε την ήττα της ένα χρόνο μετά. Για την Προεδρία Τράμπ ήταν η πανδημία. Ίσως και για το Ηνωμένο Βασίλειο οι χειρισμοί της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την πανδημία να αποδειχθούν μοιραίοι, ακόμα και αν δεν γίνουν εκλογές τα επόμενα τρία χρόνια. Οι πολίτες περιμένουν κάποιες βασικές λειτουργίες του κράτους σε έκτακτες καταστάσεις. Αν σε αυτές ο κρατικός μηχανισμός υπό την διεύθυνση του κόμματος εξουσίας που βρίσκεται στην κυβέρνηση δεν ανταποκριθεί επαρκώς, τότε τίποτα από τα παραπάνω που αναφέρθηκαν (οικειότητα, επικοινωνία, οικονομία) θα αλλάξει τη γνώμη τους. Αυτό πρέπει να το προσέξουν ιδιαίτερα τα ιδεολογικά κόμματα.
6) Τέλος δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως η Προεδρία Τράμπ ήταν η κινητήρια δύναμη στην εξομάλυνση σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και κάποιες Αραβικές χώρες. Στην χαοτική και προβληματική, στο σύνολο της, εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως αυτό ήταν μια σημαντική επιτυχία που ενδεχομένως να αλλάξει πολλά στην περιοχή.
Η Προεδρία Τραμπ δεν ήταν μια φυσιολογική προεδρία και όπως αναφέρθηκε ήταν μια κακή προεδρία, αλλά όποιος πολιτικός αγνοήσει τις θετικές πτυχές της, θα έχει χάσει την ευκαιρία να προσφέρει μια καλύτερη πολιτική πρόταση και πρακτική.
* Ο Νίκος Χαραλάμπους είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
Πώς ξεκινώντας με σημαία την καινοτομία μπορεί να καταλήξεις σε στραγγαλισμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης*
Το σχέδιο νόμου «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης και άλλες διατάξεις» που μόλις δημοσιεύτηκε για διαβούλευση, έχει σίγουρα πολλά θετικά στοιχεία (π.χ. την εισαγωγή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στα ΙΕΚ).
‘Εχει, όμως, κάποιες αστοχίες που διορθώνονται εύκολα (π.χ. θα προσλαμβάνονται υπεύθυνοι μαθητείας από τις λίστες αναπληρωτών καθηγητών δευτεροβάθμιας, αλλά η θητεία τους δεν θα λογίζεται ως εκπαιδευτική, με αποτέλεσμα στο τέλος κάθε ακαδημαϊκού έτους να πέφτουν δεκάδες θέσεις σε σχέση με τους συναδέλφους τους που δούλεψαν ως καθηγητές) και ένα μεγάλο φάουλ.
Για να καταλάβουμε το φάουλ, ας δούμε ένα παράδειγμα:
Επιτυχημένος κομμωτής διατηρεί Κέντρο Δια Βίου Μάθησης (ΚΔΒΜ) εξειδικευμένο στην κομμωτική τέχνη, εξοπλισμένο στην εντέλεια, με άμεση πρόσβαση σε πρακτική σε πραγματικές συνθήκες και με αναπτυγμένες σχέσεις και προσβάσεις σε διεθνείς εκθέσεις, εταιρείες κτλ. Σε αυτό διδάσκει ο ίδιος και η ομάδα κομμωτών του, όλοι εκ των οποίων είναι γνωστοί επαγγελματίες και πιστοποιημένοι εκπαιδευτές ενηλίκων που παρακολουθούν, αλλά και συχνά οδηγούν τις εξελίξεις στον τομέα τους.
Οι εκπαιδευόμενοι πληρώνουν τα δίδακτρα μόνοι τους και στο τέλος της εκπαίδευσης, η οποία έχει τα χαρακτηριστικά (διάρκεια, βασικό περιεχόμενο κτλ) που ζητά ο ΕΟΠΠΕΠ, παίρνουν ένα πτυχίο αναγνωρισμένο από το κράτος, ενισχυμένο από το κύρος της ομάδας διδασκόντων. Για να βγάλουν άδεια εξάσκησης επαγγέλματος θα πρέπει να δουλέψουν δύο χρόνια και να δώσουν εξετάσεις πιστοποίησης όπως όλοι.
Θα περίμενε κανείς πως το ΚΔΒΜ αυτό θα ήταν πρότυπο: εξειδικευμένο, στοχευμένο, δικτυωμένο, και που χτίζει γνώση και εξειδίκευση μέσω μιας σχετικά σταθερής ομάδας υψηλού επιπέδου επαγγελματιών. Όλα αυτά δηλαδή που δεν έχουν πολλά ΚΔΒΜ που απλώς διαχειρίζονται εκπαιδευτικά προγράμματα που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια, που ακολουθούν τις εκάστοτε μόδες που σκέφτονται διάφορα υπουργεία και που ποτέ, μα ποτέ, δεν επαναλαμβάνονται.
Με το νέο νομοσχέδιο, όμως, το πρότυπο αυτό ΚΔΒΜ θα πρέπει ή να αλλάξει μορφή και να δίνει ένα μη-αναγνωρισμένο πτυχίο (ποιος χάνει άραγε; Η επιχείρηση ή το σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης;) ή να προσλάβει έναν διευθυντή κατάρτισης και έναν εκπαιδευτικό υπεύθυνο, που να διαθέτουν τουλάχιστον πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (οι κομμωτές συνήθως είναι το πολύ απόφοιτοι ΙΕΚ) και πολυετή επαγγελματική εμπειρία στον σχεδιασμό, υλοποίηση και αξιολόγηση έργων κατάρτισης ή συμβουλευτικής ή πιστοποίησης ή εκπαίδευσης ενηλίκων.
Το ερώτημα, βέβαια, είναι τι θα προσφέρουν αυτοί στους παραπάνω εξειδικευμένους επαγγελματίες; Τι θα σχεδιάσουν δηλαδή αυτοί σε αυτή την περίπτωση; Γιατί πιστεύει η ομάδα έργου που ανέπτυξε την συγκεκριμένη πολιτική πρόταση ότι οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης αυτής και τους επίδοξους κουρείς και κομμωτές, που σπρώχνονται για μία θέση στο εν λόγω ΚΔΒΜ, τι είναι καλύτερο για το επάγγελμά τους; Πού βασίζουν αυτή την αυτοπεποίθησή τους;
Το δεύτερο ερώτημα, είναι γιατί δεν μπορεί ένας απόφοιτος ΤΕΕ να είναι διευθυντής της παρούσας επιχείρησης; Συζητάμε συνεχώς για το πώς θα αυξήσουμε το κύρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αλλά όταν έρθει η ώρα να τους επιτρέψουμε να αποκτήσουν θέσεις ευθύνης – και να τους χρησιμοποιήσουμε ως πρότυπα για τους μαθητές στην επαγγελματική εκπαίδευση αργότερα – τους αποκλείουμε. Γιατί, δηλαδή, ο απόφοιτος ΑΕΙ που συν-σχεδίαζε προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτών είναι καλύτερος από τον κουρέα που έχει ανοίξει σειρά επιτυχημένων επιχειρήσεων και είναι και αναγνωρισμένος στον τομέα του; Και γιατί θα πρέπει μια δημόσια υπηρεσία να έχει λόγο σε αυτό αν δεν της κοστίζει τίποτα;
Μάλιστα, ακόμα και αν ο ίδιος ο επιχειρηματίας ήταν απόφοιτος πανεπιστημίου και είχε την απαιτούμενη εμπειρία, δεν θα μπορούσε να καλύψει κάποια από τις παραπάνω θέσεις, καθώς θα έπρεπε να συμβληθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την εταιρεία του, κάτι που δεν επιτρέπεται στις πιο πολλές μορφές επιχειρήσεων – το ίδιο πρόβλημα θα είχε και μία εταιρεία χωρίς εργαζόμενους, αλλά με εταίρους που πληρούν τα κριτήρια αλλά δεν μπορούν να συμβληθούν. Επίσης, στις περιπτώσεις εταιρείας όπου θα μπορούσε να προσληφθεί ένας μέτοχος, ο ίδιος μέτοχος δεν θα μπορούσε να έχει δύο διαφορετικά ΚΔΒΜ και να είναι διευθυντής και στα δύο γιατί επίσης δεν επιτρέπεται!
Το επόμενο βήμα θα είναι να του απαγορεύσουν να κάνει και μάθημα στην επιχείρησή του!
Από την άλλη, θα μπορούσε – ίσως! – κανείς να δεχτεί αυτούς τους περιορισμούς για ΚΔΒΜ που επιθυμούν να πληρωθούν από το κράτος. Για παράδειγμα, για ΚΔΒΜ που υλοποιούν την εκπαίδευση των ωφελουμένων των προγραμμάτων Κοινωφελούς εργασίας των δήμων, όπου ένα πρόγραμμα εκμάθησης χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών στις τρεις βασικές ενότητες, το οποίο κοστίζει 165 ευρώ στην ελεύθερη αγορά, στοιχίζει 700 ευρώ στον ευρωπαίο φορολογούμενο. Αλλά, για ποιον λόγο να περιοριστούν όσοι προσφέρουν τα λεγόμενα «αυτοχρηματοδοτούμενα» προγράμματα; Και μη νομίζετε πως μιλάμε για ένα-δύο κέντρα. Είναι αρκετά τα εξειδικευμένα ΚΔΒΜ που οργανώνουν καινοτόμα και συχνά εξωστρεφή προγράμματα σε τομείς που ξεκινούν από την αισθητική ως την εκπαίδευση καθηγητών και που εταιρείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τους κυνηγούν για να επιμορφώσουν το προσωπικό τους.
Γενικά, το εν λόγω μέρος του σχεδίου νόμου φαίνεται να θεωρεί πως η καινοτομία, η σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας, η κάλυψη του κενού δεξιοτήτων κτλ θα έρθει μέσω του κεντρικού ελέγχου των προγραμμάτων σπουδών και του ποιοι δουλεύουν σε αυτά. Δυστυχώς, όμως, όποιος έχει δημιουργήσει ή εργαστεί σε φορέα με φιλοδοξίες ξέρει πως η καινοτομία, η εξωστρέφεια και οι λοιποί θεωρητικοί στόχοι της εκάστοτε κυβέρνησης, ξεκινούν από την ελευθερία των ανθρώπων να συνεταιριστούν και να οργανώσουν τις εταιρείες και τις συνεργασίες τους όπως θέλουν.
* Ο κ. Γιάννης Παπαδόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
Όταν η Ψυχική Υγεία χρησιμοποιείται ως διαφημιστικό σλόγκαν
Στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια της πρώτης καραντίνας, με ευχάριστη έκπληξη άκουσα για πρώτη φορά να επαναλαμβάνονται οι λέξεις «ψυχική υγεία» από τις εκπομπές και τα σποτ των ΜΜΕ που μιλούσαν για πρόληψη, μέριμνα και πρόσβαση στις αντίστοιχες υπηρεσίες. Ποτέ στο παρελθόν η κρισιμότητα και η επιτακτικότητα λήψης μέτρων υπέρ της ψυχικής υγείας δεν είχαν αναφερθεί ανοιχτά, δημόσια και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στην τηλεόραση. Μια ενημέρωση για την φροντίδα της εσωτερικής μας ισορροπίας υπό την πίεση του εγκλεισμού ήταν βέβαια επιβεβλημένη αλλά η ελπίδα ότι επιτέλους άνοιξε η δημόσια συζήτηση για το θέμα, κορυφώθηκε με την δημιουργία υπουργικού χαρτοφυλακίου εστιασμένου σε αυτό. Και τι έγινε μετά; Τίποτα.
Στη χώρα μας πολλά πράγματα γίνονται απλά και μόνο για επικοινωνιακούς λόγους. Έτσι ζούμε ένα ακόμα πυροτέχνημα που μάλιστα κάνει και τη φοβερή ζημιά του να δίνει την εντύπωση – σε όσους δεν είναι γνώστες του επιστημονικού πεδίου – να νομίζουν ότι αυτό είναι, μέχρι εκεί φτάνει, τι άλλο θα μπορούσε δηλαδή να συμβεί; Η ψυχική υγεία δεν είναι ζήτημα για να παίζεις παιχνίδια στο όνομά του. Είναι κοινωνικό, επειδή αφορά στην διαμόρφωση της ποιότητας της ζωής μας. Ηθικό, επειδή συντηρεί τις ανισότητες και μπλοκάρει την ισότιμη πρόσβαση στη λήψη υπηρεσιών. Οικονομικό, επειδή το World Economic Forum προειδοποιεί ότι, μέχρι το 2030, οι παγκόσμιες δαπάνες φροντίδας και νοσηλείας των ωφελούμενων θα εκτοξευθούν στο αστρονομικό ποσό των 16 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αν δεν αναχαιτίσουμε από κοινού την κατρακύλα. Και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, επειδή κάθε 40 δευτερόλεπτα κάποιος στον κόσμο αυτοκτονεί (πηγή: WHO).
Δεν αρκεί να πληρώσεις ή να καλέσεις κάποιον εθελοντικά στο γυαλί να σου πει να απευθυνθείς σε ψυχολόγο σε περίπτωση που νιώθεις άσχημα. Συγνώμη αλλά έχουμε προοδεύσει ως ανθρωπότητα από αυτό το σημείο μηδέν. Από την άλλη, δεν χρειάζεται καν να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, γιατί το αβαντάζ του να τα κάνεις όλα τελευταίος είναι ότι μπορείς να κοπιάρεις τις καλές πρακτικές άλλων λαών και να καμωθείς ότι τις σκέφτηκε το υπουργικό σου συμβούλιο. Μια ματιά στο πλήθος προγραμμάτων προς όλες τις ηλικίες που λαμβάνουν χώρα παγκοσμίως, είναι ικανή να κάνει κάποιον να καταλάβει πόσο πίσω είμαστε σε αυτό τον τομέα, με μηδενική πιθανότητα να προλάβουμε τις εξελίξεις. Με άλλα λόγια, θα πληρώσουμε την έλλειψη στρατηγικής για την υγεία με πάσης φύσεως απώλειες και κατακερματισμένο πνεύμα. Μπορεί βέβαια να φτιάξουμε καμιά νόστιμη, δακρύβρεχτη διαφήμιση που θα μας κοστίσει ο κούκος αηδόνι και θα τονίζει την «ανικανότητά» μας (γιατί δεν κάνεις κάτι; Γιατί δεν πας σε ψυχολόγο; ΕΣΥ) αντί για την ευθύνη της επίσημης πολιτείας που αδιαφορεί.
Το φετινό μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας για την Ψυχική Υγεία (World Mental Health Day, 10 Οκτωβρίου 2020) καλεί για μεγαλύτερες επενδύσεις σε προγράμματα πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης αλλά και ισότιμη πρόσβαση σε υπηρεσίες. Η ψυχική υγεία είναι ανθρώπινο δικαίωμα που βρίσκεται στο περιθώριο. Υπάρχουν ελλείψεις σχεδόν στα πάντα, από προσωπικό και δομές μέχρι διαθέσιμα προγράμματα ψυχοεκπαίδευσης, πρόληψης, φροντίδας, εποπτείας. Το μήνυμα δεν φτάνει μέχρι την οικογένεια, δεν απλώνεται γύρω της ως δίχτυ ασφαλείας. Έχει μηδαμινή επίδραση στις νεαρές ηλικίες, Δεν αναγνωρίζεται από το κράτος. Η ψυχική υγεία δεν «συνταγογραφείται». Το σύστημα δεν διδάσκει την ολόπλευρη θεώρηση της υγείας, την σχέση ψυχής-σώματος. Δεν προνοεί, αφήνει την κακοποίηση να καλπάζει. Δεν συμπονά και δεν συναισθάνεται. Δεν τρέφει τον παραμικρό σεβασμό για τους φροντιστές ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές νόσους.
Η ψυχική υγεία δεν μπορεί να αποτελεί πλατφόρμα για διαφημιστικούς πειραματισμούς, ούτε είναι φιλοσοφικό ερώτημα για να παραμένει κανείς στις ημερίδες μεταξύ κοσμικών ή στα άρθρα των περιοδικών. Οι τίτλοι και οι περγαμηνές των ανθρώπων που θα «αναλάβουν», θα πουν κάτι βαρύγδουπο και θα ολοκληρώσουν την υποχρέωση τους για τη μέρα, δεν έχουν καμία σημασία. Απαιτούνται συνεχείς, στοχευμένες, παράλληλες δράσεις, διεπιστημονικές συνεργασίες, ενημέρωση από/προς όλες τις βαθμίδες και συμπερίληψη του θέματος σε όλα τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας. Είμαστε πολύ πίσω από τον παγκόσμιο στόχο του 2020 που μιλάει για λεφτά στην υγεία αλλά ας κάνουμε μια εθνική προσπάθεια να σηκωθούμε στα πόδια μας, ‘Η ας ανακαλύψουμε επιτέλους αυτούς που μπορούν να κάνουν την υπέρβαση.
Είμαστε όλοι διακινητές ψευδών ειδήσεων
Υπάρχει μια επιδημία που εξελίσσεται παράλληλα με τον κορονοϊό: ένα infodemic παραπληροφόρησης και διασποράς παραπλανητικών ειδήσεων με τρόπο που βρίσκεται κάτω από το όριο ανίχνευσης από αλγόριθμους, ενώ κάνει όλους μας δυνητικούς διακινητές τέτοιου υλικού. Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ασχολούμαστε με τα fake news με σημαντικά αποτελέσματα ανάδειξης ψεύτικων ειδήσεων αλλά επειδή ο κόσμος και η τεχνολογία τρέχουν προς το ζοφερό μέλλον με ρυθμούς που δεν μπορεί κάποιος να ανταγωνιστεί εύκολα, έχουμε φτάσει στην επόμενη ημέρα των ειδήσεων που αν χαρακτηρίσουμε απλά ως «fake», έχουμε χάσει την ουσία του προβλήματος όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα. Ψάχνουμε για κείμενα, όταν η παραπληροφόρηση έχει πάρει άλλες μορφές, αυτή των memes, της στρατευμένης γελοιογραφίας και των γρήγορων κλιπ από το TikTok που περνάνε μηνύματα με ανώδυνο για τους συνωμοσιολόγους τρόπο. Και ψάχνουμε για κείμενα ελεύθερα στο διαδίκτυο, όταν ο νούμερο ένα σκοτεινός θάλαμος του επόμενου εφιάλτη απαντάται στο messenger και στα κρυπτογραφημένα (ή μήπως όχι) μηνύματα του What’s Up.
Στο ξεκίνημα της πανδημίας του COVID19, μια σειρά από φωνητικά μηνύματα στην Γερμανία που έδιναν λανθασμένες πληροφορίες για το σοβαρό αυτό θέμα δημόσιας υγείας, έφτασαν σε τέτοιο επίπεδο κοινοποίησης και ευρείας «αποδοχής» από το κοινό, που η ίδια η κυβέρνηση χρειάστηκε να λάβει μέτρα για την καταπολέμησή τους. Ομοίως, στην Βραζιλία του Μπολσονάρο, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες του What’s Up για να διαδώσει παραπλανητικές ειδήσεις, να καταστήσει αναξιόπιστη την αντιπολίτευση και να τη φιμώσει. Στις χώρες που η δημοκρατία πλήττεται σοβαρά και η ελευθερία του λόγου οδηγεί σε εξόντωση αντιπάλων, οι κυβερνήσεις έχουν αναγάγει τη διαχείριση των κοινωνικών δικτύων προς όφελος της προπαγάνδας τους, σε τέχνη. Το φαινόμενο όμως δεν είναι και τόσο πρόσφατο. Οι εκλογές του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες αφέθηκαν στα χέρια μιας ομάδας Ρώσων τρολ, η οποία – από το 2015 έως το 2017 – χρησιμοποίησε 10.4 εκκατομύρια tweet, 1,100 YouTube βίντεο, 116,000 αναρτήσεις Instagram και 61,500 πρωτότυπες Facebook αναρτήσεις για να διχάσει το κοινό της Αμερικής και να σπρώξει την υποψηφιότητα Trump. Το Νοέμβριο του 2019, μια άλλη έρευνα αποκάλυψε ότι ακριβώς η ίδια διαδικασία είχε λάβει χώρα στην Πολωνία.
Αν νομίζετε ότι τα παραπάνω post είχαν όλα τη μορφή κειμένων και μάλιστα σοβαρών και βαρύγδουπων, κάνετε λάθος από άγνοια: τα περισσότερα μηνύματα αποτελούσαν εύπεπτο, σχεδόν χιουμοριστικό υλικό. Άλλες πάλι φορές επρόκειτο για τρυφερές εικόνες (τι σχέση έχουν τα ποσταρίσματα γατιών με τα fake news? Απάντηση: η ευρεία αποδοχή και το like farming που προκύπτει από τα ποσταρίσματα με γατάκια και σκυλάκια, κάνει τους αποδέκτες τέτοιων αναρτήσεων πιο επιρρεπείς στην κατοπινή επιδοκιμασία και διακίνηση ψευδών ειδήσεων) και άλλοτε για σέξι γελοιογραφίες (ωραίες, χαζές γυναίκες που δεν καταλαβαίνουν από μέτρα προστασίας, χαχα, κάτσε να τα στείλω στους φίλους μου, στην ομάδα που έχουμε φτιάξει μεταξύ μας για να γελάμε. Ουπς! Μόλις έγινα διακινητής επικίνδυνου υλικού και ο ίδιος).
Αυτό που δυσκολεύεται να καταλάβει ο απλός «κυνηγός» των ψευδών ειδήσεων, είναι το ότι οι διακινητές έχουν ραφινάρει τους τρόπους δράσης τους και έχουν συμπεριλάβει την ψυχολογία στην κατάρτιση στρατηγικών πλάνων επηρεασμού της εκλογικής συμπεριφοράς. Το υλικό τους βρίσκεται εκεί αρχικά για να σε χαλαρώσει, να σε κάνει να αισθανθείς μια περίεργη οικειότητα, να σε κάνει να γελάσεις και να διακωμωδήσεις. Και πάνω σε αυτή τη διακωμώδηση, στήνονται πολιτικές καριέρες. Είναι πλέον κοινή παραδοχή σε όσους ασχολούμαστε με το θέμα, ότι ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών διακινείται μέσω οπτικού υλικού (memes, γελοιογραφίες) που καταπίνεται αμάσητο επειδή δεν προϋποθέτει τη γνώση κάποιας γλώσσας ενώ ο εγκέφαλος επεξεργάζεται την πληροφορία με διαφορετικό τρόπο από ότι συμβαίνει όταν μεσολαβεί λεξιλόγιο.
Όμως, αν και μεγάλο, δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα. Αν βάλεις στο παιχνίδι το γεγονός ότι κάποιοι ηγέτες χαρακτηρίζουν ως fake news οποιονδήποτε ισχυρισμό εναντίον τους (βλέπε Trump), τότε θα καταλάβεις πόσο δύσκολη είναι η πάταξη του φαινομένου που μόλις τώρα έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό. Αν λάβεις υπόψη σου το γεγονός ότι ο τύπος όλο και περισσότερο επιχορηγείται για να προβάλλει τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κοινωνικοπολιτικής ομάδας, νομίζω ότι καταλαβαίνεις πόσο συνδυαστικά λειτουργούν κάποια πράγματα. Αλλά το χειρότερο, είναι το παρακάτω: κάθε φορά που κοινοποιείς την κατάρριψη των ψευδών ειδήσεων, στην πραγματικότητα συμβάλλεις στην διαιώνιση της δυσπιστίας απέναντι στο περιεχόμενο του διαδικτύου, δηλαδή δημιουργείς περισσότερους καχύποπτους οι οποίοι αύριο-μεθαύριο θα είναι καχύποπτοι απέναντι σε οτιδήποτε διαβάσουν, ακούσουν ή μοιραστούν στον κυβερνοχώρο, ακόμα κι αν αυτό είναι επιστημονικά σωστό ή ορθολογικά ακριβές.
Και τώρα θα με ρωτήσεις «τι να κάνω, να αφήσω να πλημμυρίσει το facebook με ψέμματα»; Καταρχάς δεν είναι η δουλειά του μέσου χρήστη να κάνει τον ghostbuster. Υπάρχουν ομάδες ελέγχου που κι αυτές χρειάζονται έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή (σε μη ανεπτυγμένες χώρες αυτός που ποστάρει και αυτός που ελέγχει προέρχονται από το ίδιο pool συμφερόντων).
Αλλά θα απαντήσω λεπτομερώς σε αυτό το ερώτημα, σε επόμενο επεισόδιο. Σε αυτή τη φάση, ας θυμόμαστε ότι ένα meme δεν είναι ποτέ απλά ένα meme.