• Τι κρατάω από την Προεδρία Τραμπ

    Η Προεδρία Τραμπ οδεύει στο τέλος της με τα ίδια χαρακτηριστικά που ξεκίνησε και πορεύτηκε στην τετραετία της: απρόβλεπτη, ανίκανη και στη δική της πραγματικότητα.

    Ήταν μια κακή προεδρία, ίσως η χειρότερη της ιστορίας των ΗΠΑ.

    Το πιο αρνητικό σημείο της ήταν η απόρριψη της πραγματικότητας και η εμμονή σε ψεύδη.

    Οι υποστηρικτές του επιμένουν πως «το κατεστημένο έκανε πόλεμο» στον Πρόεδρο Τραμπ.  Να ξεκαθαρίσουμε πως «πόλεμο» δέχεται κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ και κάθε επικεφαλής κυβέρνησης.  Στη περίπτωση του Προέδρου Τραμπ δεν μιλάμε απλώς για μια διαφωνία απόψεων και κριτική στην άποψη ή στις πράξεις.  Μιλάμε για έλεγχο των λεγομένων του Προέδρου και αντικειμενική παρουσίαση των ψεμμάτων και λαθών που εμπεριέχονται στις δηλώσεις του Προέδρου.  Ο Πρόεδρος Τραμπ ελέγχθηκε για αυτά που είπε και αποδείχθηκαν πως πολλές φορές αυτά δεν ήταν αλήθεια.

    Όλοι οι πολιτικοί «χρωματίζουν» την αλήθεια και προσπαθούν να την παρουσιάσουν με τον τρόπο που τους συμφέρει, αλλά ο Πρόεδρος Τραμπ και το περιβάλλον του επέλεξαν να την παραμερίσουν εντελώς.  Η κατάργηση και ο εξοστρακισμός της αλήθειας ως αξίας, είναι δυναμίτης στα θεμέλια ενός πολιτισμού όχι απλώς μιας δημοκρατίας.

    Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τον πρωτοφανή νεποτισμό, την περιφρόνηση των θεσμών και του κράτους δικαίου κάνουν την Προεδρία Τραμπ μια προεδρία που εξασθένισε την Αμερικανική δημοκρατία όσο καμία άλλη.  Δεν έχει να κάνει με το αντισυμβατικό ύφος της, αλλά με το πώς αντιμετώπισε την ίδια την ουσία της Αμερικανικής δημοκρατίας.

    Ωστόσο, τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν πως ο Πρόεδρος Τραμπ ήταν ένας δημοφιλής πρόεδρος που δεν έχασε το κοινό του στα τέσσερα χρόνια της Προεδρίας του.  Σπάνια ο Πρόεδρος που χάνει τις εκλογές παίρνει περισσότερες ψήφους από όσες είχε πάρει στις προηγούμενες που είχε κερδίσει.

    Δεν είναι μια προεδρία που μπορεί κάποιος να απορρίψει καθολικά.  Αν μπορούσε δεν θα είχε την αύξηση  των ψήφων που πήρε.

    Τι θεωρώ αξιόλογο να κρατήσει κάθε πολιτική κίνηση και πολιτικός από την Προεδρία Τράμπ:

    1) Το ευρύ κοινό θα ψηφίσει πιο εύκολα μια οικεία προσωπικότητα από έναν πολιτικό καριέρας (ή του κομματικού σωλήνα όπως λέγονται).  Ο Τράμπ ήταν μια φιγούρα που έμπαινε σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση στα σπίτια των Αμερικανών, όλοι τον ήξεραν και όλοι ήξεραν το ύφος του και τους τρόπους του. Σπάνια οι πολιτικοί  καριέρας μπορούν να δημιουργήσουν τέτοια οικειότητα με το εκλογικό σώμα.

    2) Το ύφος και ο λόγος του Προέδρου Τράμπ αποδεικνύει πως ο κόσμος θέλει να ακούει μια πιο άμεση γλώσσα, που είναι πιο κοντά στην καθομιλουμένη.  Κάποια στιγμή αδυνατεί ή παύει να ενδιαφέρεται και να θέλει να ακολουθήσει τις γενικότητες ή τα πιο βαθιά νοήματα.  Δεν ψέγω τους ψηφοφόρους για αυτό.  Ο κάθε ψηφοφόρος δεν έχει κατ’ ανάγκη προτεραιότητα την πολιτική στη ζωή του. Είναι δουλειά του πολιτικού να μπορέσει να επικοινωνήσει με άμεσο τρόπο. Όμως, αμεσότητα και ξεκάθαρος λόγος δεν σημαίνουν χυδαιότητα και έκκληση στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή.  Ρήγκαν, Κλίντον και Ομπάμα μπόρεσαν να επικοινωνήσουν και να αγγίξουν την πλειοψηφία των Αμερικανών χωρίς να καταφύγουν σε άξεστο και προσβλητικό λόγο.

    3) Η ιδέα πως ο Τραμπ εξέφρασε μόνο ή κατά συντριπτική πλειοψηφία τους πολίτες κατώτερου μορφωτικού επιπέδου ή τα χαμηλότερα εισοδήματα είναι, κατά τη γνώμη μου, λάθος.  Είδα ανθρώπους μορφωμένους μέσου και υψηλού εισοδήματος που μέρος της δουλειάς τους είναι να αξιολογούν την πληροφορία και να εφαρμόζουν ορθή κρίση να συστρατεύονται με έναν κατά συρροήν ψεύτη.  Οι άνθρωποι αυτοί έδρασαν ως πολλαπλασιαστές της δημοτικότητας και της εγκυρότητας του Προέδρου Τράμπ από την εποχή που ήταν υποψήφιος.  («Αφού τον στηρίζει ο “τάδε” και ο “δείνα” που είναι διευθυντής/πτυχιούχος/ έχει PhD τότε κάτι θα ξέρουν»).  Σε αυτή την κατηγορία ανήκε και η πλειοψηφία της βάσης του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.  Τον Τράμπ τον στήριξαν μεγάλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων.  Γιατί;  Η απάντηση στο επόμενο σημείο

    4) Μια μικρή μειοψηφία ήταν απλά άνθρωποι που το μυαλό τους και η ψυχολογία τους εστίασε στις ακρότητες του άλλου….άκρου θεωρώντας πως η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών ελέγχει όλο το κόμμα.  Συστρατεύθηκαν με οτιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτό.  Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία που ακολούθησε τον Πρόεδρο Τράμπ (και οι νέες ψήφοι που ήρθαν το 2020 γι’ αυτόν) ήταν άνθρωποι που ωφελήθηκαν από την ρητορική υπέρ των χαμηλών φόρων, των λιγότερων κανονισμών, και εν μέρει του προστατευτισμού.  Αυτό είναι  ένα πολύ σημαντικό μάθημα για τους πολιτικούς.

    Στις περισσότερες δημοκρατίες αυτό που ενδιαφέρει τον ψηφοφόρο είναι η οικονομία, οι δουλειές και, δευτερευόντως, το κοινωνικό κράτος.  Το κοινωνικό κράτος θα έρθει στο προσκήνιο  της πολιτικής, αν η οικονομία δεν παράγει δουλειές ή αν υπάρχουν στεγανά.  Αν η οικονομία πηγαίνει καλά σε επίπεδο θέσεων εργασίας, αν ο κόσμος βλέπει να ανοίγουν επιχειρήσεις και να γίνονται προσλήψεις, κανένα άλλο θέμα δε θα επηρεάσει την ψήφο του.  Κλασσικά παραδείγματα οι εκλογές στη Βρετανία το 2015 και 2019.  Οι Εργατικοί παρουσίασαν ένα πρόγραμμα που κατά γενική ομολογία θα επιβάρυνε τις επιχειρήσεις και απορρίφθηκε από τους ψηφοφόρους, έστω και αν πρότεινε πιο ευρύ δίχτυ ασφαλείας για τους κοινωνικά αδύναμους.  Το καλύτερο δίχτυ ασφαλείας  είναι σταθερή δουλειά και επιλογές για καλύτερες δουλειές.  Ο Πρόεδρος Τραμπ δεν ακολούθησε ιδιαίτερα φιλελεύθερη πολιτική στην οικονομία, όμως αρκούσε η ρητορική του για μείωση των φόρων και για κατάργηση κανονισμών,  προκειμένου να δημιουργήσει δυναμικό κλίμα στην αγορά και αυτοπεποίθηση στους επενδυτές.  Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας και αύξηση των μισθών.  Το γεγονός πως ανέβασε τα ποσοστά του στις μειονότητες είναι η απόδειξη πως τα κατώτερα στρώματα είδαν την κατάστασή τους να βελτιώνεται οικονομικά και αυτό ήταν αρκετό για να δώσουν την ψήφο τους στον Πρόεδρο Τράμπ.  Ο κόσμος της αγοράς θέλει να επενδύσει και αυτό που τον εμποδίζει είναι το κράτος.

    Το θετικό με τον Biden ήταν πως δεν παρουσίασε ένα πρόγραμμα που θα διακινδύνευε αυτή την δυναμική στην οικονομία με τον τρόπο που απειλούσε η Warren ή ο Sanders.  Αλλά ακόμα και με τον Biden σαν αντίπαλο, ο Πρόεδρος Τραμπ θα επανεκλεγόταν, αν δεν υπήρχε η πανδημία του Covid19.  Και εδώ φτάνουμε στο πέμπτο  σημείο.

    5) Όσο όραμα και αν αποπνέει μια κυβέρνηση, όσες μεταρρυθμίσεις και αν παρουσιάσει ως πρόγραμμα, όσο ριζοσπαστική και αν θέλει να εμφανίζεται, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάει την βασική λειτουργία του κράτους που είναι να προστατεύει τη ζωή των πολιτών.  Μια έλλειψη βασικής ικανότητας σε ένα έκτακτο γεγονός δε συγχωρείται από τους πολίτες.  Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τα γεγονότα στο Μάτι ήταν, κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο σημείο που σφράγισε την ήττα της ένα χρόνο μετά.  Για την Προεδρία Τράμπ ήταν η πανδημία.  Ίσως και για το Ηνωμένο Βασίλειο οι χειρισμοί της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την πανδημία να αποδειχθούν μοιραίοι, ακόμα και αν δεν γίνουν εκλογές τα επόμενα τρία χρόνια.  Οι πολίτες περιμένουν κάποιες βασικές λειτουργίες του κράτους σε έκτακτες καταστάσεις.  Αν σε αυτές ο κρατικός μηχανισμός υπό την διεύθυνση του κόμματος εξουσίας που βρίσκεται στην κυβέρνηση δεν ανταποκριθεί επαρκώς, τότε τίποτα από τα παραπάνω που αναφέρθηκαν (οικειότητα, επικοινωνία, οικονομία) θα αλλάξει τη γνώμη τους. Αυτό πρέπει να το προσέξουν ιδιαίτερα τα ιδεολογικά κόμματα.

    6) Τέλος δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως η Προεδρία Τράμπ ήταν η κινητήρια δύναμη στην εξομάλυνση σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και κάποιες Αραβικές χώρες. Στην χαοτική και προβληματική, στο σύνολο της, εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως αυτό ήταν μια σημαντική επιτυχία που ενδεχομένως να αλλάξει πολλά στην περιοχή.

    Η Προεδρία Τραμπ δεν ήταν μια φυσιολογική προεδρία και όπως αναφέρθηκε ήταν μια κακή προεδρία, αλλά όποιος πολιτικός αγνοήσει τις θετικές πτυχές της, θα έχει χάσει την ευκαιρία να προσφέρει μια καλύτερη πολιτική πρόταση και πρακτική.

     *  Ο Νίκος Χαραλάμπους είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Πώς ξεκινώντας με σημαία την καινοτομία μπορεί να καταλήξεις σε στραγγαλισμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης*

    Το σχέδιο νόμου «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης και άλλες διατάξεις» που μόλις δημοσιεύτηκε για διαβούλευση, έχει σίγουρα πολλά θετικά στοιχεία (π.χ. την εισαγωγή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στα ΙΕΚ).

    ‘Εχει, όμως, κάποιες αστοχίες που διορθώνονται εύκολα (π.χ. θα προσλαμβάνονται υπεύθυνοι μαθητείας από τις λίστες αναπληρωτών καθηγητών δευτεροβάθμιας, αλλά η θητεία τους δεν θα λογίζεται ως εκπαιδευτική, με αποτέλεσμα στο τέλος κάθε ακαδημαϊκού έτους να πέφτουν δεκάδες θέσεις σε σχέση με τους συναδέλφους τους που δούλεψαν ως καθηγητές) και ένα μεγάλο φάουλ.

    Για να καταλάβουμε το φάουλ, ας δούμε ένα παράδειγμα:

    Επιτυχημένος κομμωτής διατηρεί Κέντρο Δια Βίου Μάθησης (ΚΔΒΜ) εξειδικευμένο στην κομμωτική τέχνη, εξοπλισμένο στην εντέλεια, με άμεση πρόσβαση σε πρακτική σε πραγματικές συνθήκες και με αναπτυγμένες σχέσεις και προσβάσεις σε διεθνείς εκθέσεις, εταιρείες κτλ.  Σε αυτό διδάσκει ο ίδιος και η ομάδα κομμωτών του, όλοι εκ των οποίων είναι γνωστοί επαγγελματίες και πιστοποιημένοι εκπαιδευτές ενηλίκων που παρακολουθούν, αλλά και συχνά οδηγούν τις εξελίξεις στον τομέα τους.

    Οι εκπαιδευόμενοι πληρώνουν τα δίδακτρα μόνοι τους και στο τέλος της εκπαίδευσης, η οποία έχει τα χαρακτηριστικά (διάρκεια, βασικό περιεχόμενο κτλ) που ζητά ο ΕΟΠΠΕΠ, παίρνουν ένα πτυχίο αναγνωρισμένο από το κράτος, ενισχυμένο από το κύρος της ομάδας διδασκόντων.  Για να βγάλουν άδεια εξάσκησης επαγγέλματος θα πρέπει να δουλέψουν δύο χρόνια και να δώσουν εξετάσεις πιστοποίησης όπως όλοι.

    Θα περίμενε κανείς πως το ΚΔΒΜ αυτό θα ήταν πρότυπο: εξειδικευμένο, στοχευμένο, δικτυωμένο, και που χτίζει γνώση και εξειδίκευση μέσω μιας σχετικά σταθερής ομάδας υψηλού επιπέδου επαγγελματιών.  Όλα αυτά δηλαδή που δεν έχουν πολλά ΚΔΒΜ που απλώς διαχειρίζονται εκπαιδευτικά προγράμματα που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια, που ακολουθούν τις εκάστοτε μόδες που σκέφτονται διάφορα υπουργεία και που ποτέ, μα ποτέ, δεν επαναλαμβάνονται.

    Με το νέο νομοσχέδιο, όμως, το πρότυπο αυτό ΚΔΒΜ θα πρέπει ή να αλλάξει μορφή και να δίνει ένα μη-αναγνωρισμένο πτυχίο (ποιος χάνει άραγε;  Η επιχείρηση ή το σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης;) ή να προσλάβει έναν διευθυντή κατάρτισης και έναν εκπαιδευτικό υπεύθυνο, που να διαθέτουν τουλάχιστον πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (οι κομμωτές συνήθως είναι το πολύ απόφοιτοι ΙΕΚ) και πολυετή επαγγελματική εμπειρία στον σχεδιασμό, υλοποίηση και αξιολόγηση έργων κατάρτισης ή συμβουλευτικής ή πιστοποίησης ή εκπαίδευσης ενηλίκων.

    Το ερώτημα, βέβαια, είναι τι θα προσφέρουν αυτοί στους παραπάνω εξειδικευμένους επαγγελματίες;  Τι θα σχεδιάσουν δηλαδή αυτοί σε αυτή την περίπτωση;  Γιατί πιστεύει η ομάδα έργου που ανέπτυξε την συγκεκριμένη πολιτική πρόταση ότι οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης αυτής και τους επίδοξους κουρείς και κομμωτές, που σπρώχνονται για μία θέση στο εν λόγω ΚΔΒΜ, τι είναι καλύτερο για το επάγγελμά τους; Πού βασίζουν αυτή την αυτοπεποίθησή τους;

    Το δεύτερο ερώτημα, είναι γιατί δεν μπορεί ένας απόφοιτος ΤΕΕ να είναι διευθυντής της παρούσας επιχείρησης; Συζητάμε συνεχώς για το πώς θα αυξήσουμε το κύρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αλλά όταν έρθει η ώρα να τους επιτρέψουμε να αποκτήσουν θέσεις ευθύνης – και να τους χρησιμοποιήσουμε ως πρότυπα για τους μαθητές στην επαγγελματική εκπαίδευση αργότερα – τους αποκλείουμε.  Γιατί, δηλαδή, ο απόφοιτος ΑΕΙ που συν-σχεδίαζε προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτών είναι καλύτερος από τον κουρέα που έχει ανοίξει σειρά επιτυχημένων επιχειρήσεων και είναι και αναγνωρισμένος στον τομέα του;  Και γιατί θα πρέπει μια δημόσια υπηρεσία να έχει λόγο σε αυτό αν δεν της κοστίζει τίποτα;

    Μάλιστα, ακόμα και αν ο ίδιος ο επιχειρηματίας ήταν απόφοιτος πανεπιστημίου και είχε την απαιτούμενη εμπειρία, δεν θα μπορούσε να καλύψει κάποια από τις παραπάνω θέσεις, καθώς θα έπρεπε να συμβληθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την εταιρεία του, κάτι που δεν επιτρέπεται στις πιο πολλές μορφές επιχειρήσεων – το ίδιο πρόβλημα θα είχε και μία εταιρεία χωρίς εργαζόμενους, αλλά με εταίρους που πληρούν τα κριτήρια αλλά δεν μπορούν να συμβληθούν.  Επίσης, στις περιπτώσεις εταιρείας όπου θα μπορούσε να προσληφθεί ένας μέτοχος, ο ίδιος μέτοχος δεν θα μπορούσε να έχει δύο διαφορετικά ΚΔΒΜ και να είναι διευθυντής και στα δύο γιατί επίσης δεν επιτρέπεται!

    Το επόμενο βήμα θα είναι να του απαγορεύσουν να κάνει και μάθημα στην επιχείρησή του!

    Από την άλλη, θα μπορούσε – ίσως! – κανείς να δεχτεί αυτούς τους περιορισμούς για ΚΔΒΜ που επιθυμούν να πληρωθούν από το κράτος.  Για παράδειγμα, για ΚΔΒΜ που υλοποιούν την εκπαίδευση των ωφελουμένων των προγραμμάτων Κοινωφελούς εργασίας των δήμων, όπου ένα πρόγραμμα εκμάθησης χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών στις τρεις βασικές ενότητες, το οποίο κοστίζει 165 ευρώ στην ελεύθερη αγορά, στοιχίζει 700 ευρώ στον ευρωπαίο φορολογούμενο. Αλλά, για ποιον λόγο να περιοριστούν όσοι προσφέρουν τα λεγόμενα «αυτοχρηματοδοτούμενα» προγράμματα;  Και μη νομίζετε πως μιλάμε για ένα-δύο κέντρα.  Είναι αρκετά τα εξειδικευμένα ΚΔΒΜ που οργανώνουν καινοτόμα και συχνά εξωστρεφή προγράμματα σε τομείς που ξεκινούν από την αισθητική ως την εκπαίδευση καθηγητών και που εταιρείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τους κυνηγούν για να επιμορφώσουν το προσωπικό τους.

    Γενικά, το εν λόγω μέρος του σχεδίου νόμου φαίνεται να θεωρεί πως η καινοτομία, η σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας, η κάλυψη του κενού δεξιοτήτων κτλ θα έρθει μέσω του κεντρικού ελέγχου των προγραμμάτων σπουδών και του ποιοι δουλεύουν σε αυτά.  Δυστυχώς, όμως, όποιος έχει δημιουργήσει ή εργαστεί σε φορέα με φιλοδοξίες ξέρει πως η καινοτομία, η εξωστρέφεια και οι λοιποί θεωρητικοί στόχοι της εκάστοτε κυβέρνησης, ξεκινούν από την ελευθερία των ανθρώπων να συνεταιριστούν και να οργανώσουν τις εταιρείες και τις συνεργασίες τους όπως θέλουν.

     

    * Ο κ. Γιάννης Παπαδόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Όταν η Ψυχική Υγεία χρησιμοποιείται ως διαφημιστικό σλόγκαν

    Στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια της πρώτης καραντίνας, με ευχάριστη έκπληξη άκουσα για πρώτη φορά να επαναλαμβάνονται οι λέξεις «ψυχική υγεία» από τις εκπομπές και τα σποτ των ΜΜΕ που μιλούσαν για πρόληψη, μέριμνα και πρόσβαση στις αντίστοιχες υπηρεσίες.  Ποτέ στο παρελθόν η κρισιμότητα και η επιτακτικότητα λήψης μέτρων υπέρ της ψυχικής υγείας δεν είχαν αναφερθεί ανοιχτά, δημόσια και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στην τηλεόραση.  Μια ενημέρωση για την φροντίδα της εσωτερικής μας ισορροπίας υπό την πίεση του εγκλεισμού ήταν βέβαια επιβεβλημένη αλλά η ελπίδα ότι επιτέλους άνοιξε η δημόσια συζήτηση για το θέμα, κορυφώθηκε με την δημιουργία υπουργικού χαρτοφυλακίου εστιασμένου σε αυτό.  Και τι έγινε μετά;  Τίποτα.

    Στη χώρα μας πολλά πράγματα γίνονται απλά και μόνο για επικοινωνιακούς λόγους. Έτσι ζούμε ένα ακόμα πυροτέχνημα που μάλιστα κάνει και τη φοβερή ζημιά του να δίνει την εντύπωση – σε όσους δεν είναι γνώστες του επιστημονικού πεδίου – να νομίζουν ότι αυτό είναι, μέχρι εκεί φτάνει, τι άλλο θα μπορούσε δηλαδή να συμβεί;  Η ψυχική υγεία δεν είναι ζήτημα για να παίζεις παιχνίδια στο όνομά του.  Είναι κοινωνικό, επειδή αφορά στην διαμόρφωση της ποιότητας της ζωής μας.  Ηθικό, επειδή συντηρεί τις ανισότητες και μπλοκάρει την ισότιμη πρόσβαση στη λήψη υπηρεσιών.  Οικονομικό, επειδή το World Economic Forum προειδοποιεί ότι, μέχρι το 2030, οι παγκόσμιες δαπάνες φροντίδας και νοσηλείας των ωφελούμενων θα εκτοξευθούν στο αστρονομικό ποσό των 16 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αν δεν αναχαιτίσουμε από κοινού την κατρακύλα.  Και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, επειδή κάθε 40 δευτερόλεπτα κάποιος στον κόσμο αυτοκτονεί (πηγή: WHO).

    Δεν αρκεί να πληρώσεις ή να καλέσεις κάποιον εθελοντικά στο γυαλί να σου πει να απευθυνθείς σε ψυχολόγο σε περίπτωση που νιώθεις άσχημα.  Συγνώμη αλλά έχουμε προοδεύσει ως ανθρωπότητα από αυτό το σημείο μηδέν.  Από την άλλη, δεν χρειάζεται καν να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, γιατί το αβαντάζ του να τα κάνεις όλα τελευταίος είναι ότι μπορείς να κοπιάρεις τις καλές πρακτικές άλλων λαών και να καμωθείς ότι τις σκέφτηκε το υπουργικό σου συμβούλιο.  Μια ματιά στο πλήθος προγραμμάτων προς όλες τις ηλικίες που λαμβάνουν χώρα παγκοσμίως, είναι ικανή να κάνει κάποιον να καταλάβει πόσο πίσω είμαστε σε αυτό τον τομέα, με μηδενική πιθανότητα να προλάβουμε τις εξελίξεις.  Με άλλα λόγια, θα πληρώσουμε την έλλειψη στρατηγικής για την υγεία με πάσης φύσεως απώλειες και κατακερματισμένο πνεύμα.  Μπορεί βέβαια να φτιάξουμε καμιά νόστιμη, δακρύβρεχτη διαφήμιση που θα μας κοστίσει ο κούκος αηδόνι και θα τονίζει την «ανικανότητά» μας (γιατί δεν κάνεις κάτι;    Γιατί δεν πας σε ψυχολόγο;  ΕΣΥ) αντί για την ευθύνη της επίσημης πολιτείας που αδιαφορεί.

    Το φετινό μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας για την Ψυχική Υγεία (World Mental Health Day, 10 Οκτωβρίου 2020) καλεί για μεγαλύτερες επενδύσεις σε προγράμματα πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης αλλά και ισότιμη πρόσβαση σε υπηρεσίες.  Η ψυχική υγεία είναι ανθρώπινο δικαίωμα που βρίσκεται στο περιθώριο.  Υπάρχουν ελλείψεις σχεδόν στα πάντα, από προσωπικό και δομές μέχρι διαθέσιμα προγράμματα ψυχοεκπαίδευσης, πρόληψης, φροντίδας, εποπτείας.    Το μήνυμα δεν φτάνει μέχρι την οικογένεια, δεν απλώνεται γύρω της ως δίχτυ ασφαλείας.  Έχει μηδαμινή επίδραση στις νεαρές ηλικίες,  Δεν αναγνωρίζεται από το κράτος.  Η ψυχική υγεία δεν «συνταγογραφείται».  Το σύστημα δεν διδάσκει την ολόπλευρη θεώρηση της υγείας, την σχέση ψυχής-σώματος.  Δεν προνοεί, αφήνει την κακοποίηση να καλπάζει.  Δεν συμπονά και δεν συναισθάνεται.  Δεν τρέφει τον παραμικρό σεβασμό για τους φροντιστές ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές νόσους.

    Η ψυχική υγεία δεν μπορεί να αποτελεί πλατφόρμα για διαφημιστικούς πειραματισμούς, ούτε είναι φιλοσοφικό ερώτημα για να παραμένει κανείς στις ημερίδες μεταξύ κοσμικών ή στα άρθρα των περιοδικών.  Οι τίτλοι και οι περγαμηνές των ανθρώπων που θα «αναλάβουν», θα πουν κάτι βαρύγδουπο και θα ολοκληρώσουν την υποχρέωση τους για τη μέρα, δεν έχουν καμία σημασία.  Απαιτούνται συνεχείς, στοχευμένες, παράλληλες δράσεις, διεπιστημονικές συνεργασίες, ενημέρωση από/προς όλες τις βαθμίδες και συμπερίληψη του θέματος σε όλα τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας.   Είμαστε πολύ πίσω από τον παγκόσμιο στόχο του 2020 που μιλάει για λεφτά στην υγεία αλλά ας κάνουμε μια εθνική προσπάθεια να σηκωθούμε στα πόδια μας,  ‘Η ας ανακαλύψουμε επιτέλους αυτούς που μπορούν να κάνουν την υπέρβαση.

     

     

  • Είμαστε όλοι διακινητές ψευδών ειδήσεων

    Υπάρχει μια επιδημία που εξελίσσεται παράλληλα με τον κορονοϊό: ένα infodemic παραπληροφόρησης και διασποράς παραπλανητικών ειδήσεων με τρόπο που βρίσκεται κάτω από το όριο ανίχνευσης από αλγόριθμους, ενώ κάνει όλους μας δυνητικούς διακινητές τέτοιου υλικού.  Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ασχολούμαστε με τα fake news με σημαντικά αποτελέσματα ανάδειξης ψεύτικων ειδήσεων αλλά επειδή ο κόσμος και η τεχνολογία τρέχουν προς το ζοφερό μέλλον με ρυθμούς που δεν μπορεί κάποιος να ανταγωνιστεί εύκολα, έχουμε φτάσει στην επόμενη ημέρα των ειδήσεων που αν χαρακτηρίσουμε απλά ως «fake», έχουμε χάσει την ουσία του προβλήματος όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα.  Ψάχνουμε για κείμενα, όταν η παραπληροφόρηση έχει πάρει άλλες μορφές, αυτή των memes, της στρατευμένης γελοιογραφίας και των γρήγορων κλιπ από το TikTok που περνάνε μηνύματα με ανώδυνο για τους συνωμοσιολόγους τρόπο.  Και ψάχνουμε για κείμενα ελεύθερα στο διαδίκτυο, όταν ο νούμερο ένα σκοτεινός θάλαμος του επόμενου εφιάλτη απαντάται στο messenger και στα κρυπτογραφημένα (ή μήπως όχι) μηνύματα του What’s Up.

    Στο ξεκίνημα της πανδημίας του COVID19, μια σειρά από φωνητικά μηνύματα στην Γερμανία που έδιναν λανθασμένες πληροφορίες για το σοβαρό αυτό θέμα δημόσιας υγείας, έφτασαν σε τέτοιο επίπεδο κοινοποίησης και ευρείας «αποδοχής» από το κοινό, που η ίδια η κυβέρνηση χρειάστηκε να λάβει μέτρα για την καταπολέμησή τους.  Ομοίως, στην Βραζιλία του Μπολσονάρο, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες του What’s Up για να διαδώσει παραπλανητικές ειδήσεις, να καταστήσει αναξιόπιστη την αντιπολίτευση και να τη φιμώσει.  Στις χώρες που η δημοκρατία πλήττεται σοβαρά και η ελευθερία του λόγου οδηγεί σε εξόντωση αντιπάλων, οι κυβερνήσεις έχουν αναγάγει τη διαχείριση των κοινωνικών δικτύων προς όφελος της προπαγάνδας τους, σε τέχνη.  Το φαινόμενο όμως δεν είναι και τόσο πρόσφατο.  Οι εκλογές του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες αφέθηκαν στα χέρια μιας ομάδας Ρώσων τρολ, η οποία – από το 2015 έως το 2017 – χρησιμοποίησε  10.4 εκκατομύρια tweet, 1,100 YouTube βίντεο, 116,000 αναρτήσεις Instagram και 61,500 πρωτότυπες Facebook αναρτήσεις για να διχάσει το κοινό της Αμερικής και να σπρώξει την υποψηφιότητα Trump.  Το Νοέμβριο του 2019, μια άλλη έρευνα αποκάλυψε ότι ακριβώς η ίδια διαδικασία είχε λάβει χώρα στην Πολωνία.

    Αν νομίζετε ότι τα παραπάνω post είχαν όλα τη μορφή κειμένων και μάλιστα σοβαρών και βαρύγδουπων, κάνετε λάθος από άγνοια: τα περισσότερα μηνύματα αποτελούσαν εύπεπτο, σχεδόν χιουμοριστικό υλικό.  Άλλες πάλι φορές επρόκειτο για τρυφερές εικόνες (τι σχέση έχουν τα ποσταρίσματα γατιών με τα fake news?  Απάντηση: η ευρεία αποδοχή και το like farming που προκύπτει από τα ποσταρίσματα με γατάκια και σκυλάκια, κάνει τους αποδέκτες τέτοιων αναρτήσεων πιο επιρρεπείς στην κατοπινή επιδοκιμασία και διακίνηση ψευδών ειδήσεων) και άλλοτε για σέξι γελοιογραφίες (ωραίες, χαζές γυναίκες που δεν καταλαβαίνουν από μέτρα προστασίας, χαχα, κάτσε να τα στείλω στους φίλους μου, στην ομάδα που έχουμε φτιάξει μεταξύ μας για να γελάμε.  Ουπς!  Μόλις έγινα διακινητής επικίνδυνου υλικού και ο ίδιος).

    Αυτό που δυσκολεύεται να καταλάβει ο απλός «κυνηγός» των ψευδών ειδήσεων, είναι το ότι οι διακινητές έχουν ραφινάρει τους τρόπους δράσης τους και έχουν συμπεριλάβει την ψυχολογία στην κατάρτιση στρατηγικών πλάνων επηρεασμού της εκλογικής συμπεριφοράς.  Το υλικό τους βρίσκεται εκεί αρχικά για να σε χαλαρώσει, να σε κάνει να αισθανθείς μια περίεργη οικειότητα, να σε κάνει να γελάσεις και να διακωμωδήσεις.  Και πάνω σε αυτή τη διακωμώδηση, στήνονται πολιτικές καριέρες.  Είναι πλέον κοινή παραδοχή σε όσους ασχολούμαστε με το θέμα, ότι ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών διακινείται μέσω οπτικού υλικού (memes, γελοιογραφίες) που καταπίνεται αμάσητο επειδή δεν προϋποθέτει τη γνώση κάποιας γλώσσας ενώ ο εγκέφαλος επεξεργάζεται την πληροφορία με διαφορετικό τρόπο από ότι συμβαίνει όταν μεσολαβεί λεξιλόγιο.

    Όμως, αν και μεγάλο, δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα.  Αν βάλεις στο παιχνίδι το γεγονός ότι κάποιοι ηγέτες χαρακτηρίζουν ως fake news οποιονδήποτε ισχυρισμό εναντίον τους (βλέπε Trump), τότε θα καταλάβεις πόσο δύσκολη είναι η πάταξη του φαινομένου που μόλις τώρα έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό.  Αν λάβεις υπόψη σου το γεγονός ότι ο τύπος όλο και περισσότερο επιχορηγείται για να προβάλλει τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κοινωνικοπολιτικής ομάδας, νομίζω ότι καταλαβαίνεις πόσο συνδυαστικά λειτουργούν κάποια πράγματα.  Αλλά το χειρότερο, είναι το παρακάτω: κάθε φορά που κοινοποιείς την κατάρριψη των ψευδών ειδήσεων, στην πραγματικότητα συμβάλλεις στην διαιώνιση της δυσπιστίας απέναντι στο περιεχόμενο του διαδικτύου, δηλαδή δημιουργείς περισσότερους καχύποπτους οι οποίοι αύριο-μεθαύριο θα είναι καχύποπτοι απέναντι σε οτιδήποτε διαβάσουν, ακούσουν ή μοιραστούν στον κυβερνοχώρο, ακόμα κι αν αυτό είναι επιστημονικά σωστό ή ορθολογικά ακριβές.

    Και τώρα θα με ρωτήσεις «τι να κάνω, να αφήσω να πλημμυρίσει το facebook με ψέμματα»;  Καταρχάς δεν είναι η δουλειά του μέσου χρήστη να κάνει τον ghostbuster.  Υπάρχουν ομάδες ελέγχου που κι αυτές χρειάζονται έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή (σε μη ανεπτυγμένες χώρες αυτός που ποστάρει και αυτός που ελέγχει προέρχονται από το ίδιο pool συμφερόντων).

    Αλλά θα απαντήσω λεπτομερώς σε αυτό το ερώτημα, σε επόμενο επεισόδιο.  Σε αυτή τη φάση, ας θυμόμαστε ότι ένα meme δεν είναι ποτέ απλά ένα meme.

     

  • Ένας υπολογιστής δεν φέρνει την Άνοιξη (στην τηλεκπαίδευση)*

    Η χειρότερη τραγωδία για ένα ποιητή είναι να τον θαυμάζουν έχοντας παρεξηγήσει το έργο του υποτίθεται ότι έγραφε ο Ζαν Κοκτώ και μου αρέσει να σκέφτομαι ότι αυτό το απόφθεγμα μπορεί να βρει εφαρμογή σε πάρα πολλές περιπτώσεις του καθημερινού βίου των τελευταίων ετών, κατά τις οποίες εξυμνούμε ή αφορίζουμε αλλαγές και διαδικασίες με αποκλειστικό γνώμονα τον τρόπο που τα επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μας, ίσως και η κοινωνική ομάδα μέσα στην οποία έτυχε να γεννηθούμε.  Ένα από αυτά τα «καινούρια μου καλάθια» είναι η τηλεκπαίδευση ή μάλλον αυτό που φαντάζεται κανείς ότι είναι «τηλεκπαίδευση», την οποία αναγκαστήκαμε όπως όπως να σφιχταγκαλιάσουμε – δεν γινόταν διαφορετικά – την περίοδο της καραντίνας ενώ ούτε κατά διάνοια υπήρξαμε προετοιμασμένοι γι’ αυτή.  Αυτό όμως δεν είναι ένα άρθρο για τις δυσκολίες στην επικοινωνία που συναντήσαμε κατά τους προηγούμενους μήνες αλλά για το θράσος κάποιων να πιστεύουν ότι η τηλεκπαίδευση καθαυτή είναι ένας υπολογιστής και μια γρήγορη ταχύτητα internet – αυτά αρκούν.  Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό το πιστεύουν, που από την Άνοιξη και πέρα όλα αφέθηκαν στο έλεός τους ενώ δεν έγινε καμία προσπάθεια να μελετήσουμε το πώς θα μπορούσαμε πραγματικά να μεταβούμε ομαλά από τα δια ζώσης μαθήματα σε ένα μοντέλο εξ αποστάσεως διδασκαλίας και μάθησης, με σοβαρότητα και παιδαγωγική ευθύνη.  Δεν έγινε δηλαδή καμία προσπάθεια να εκπαιδευτούμε στην τηλεκπαίδευση, ένα πεδίο που έχει το δικό του curriculum, τους δικούς του κανόνες, πρωτόκολλο και συνθήκες λειτουργίας.

    Αλλά το ανέκδοτο δεν σταματάει εδώ.  Ήδη ο όρος «τηλεκπαίδευση» έχει μπει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο με τον χειρότερο τρόπο: προετοιμαζόμαστε για κάτι που δεν έχουμε γνωρίσει, που έχουμε υποτιμήσει σε δυσκολία, που δεν έχουμε ερευνήσει ποιοτικά (ένα από τα μεγαλύτερα σοκ που έπαθα όταν χρειάστηκε να φτάσουμε διαδικτυακά στους μαθητές μας ήταν η διάλυση της ψευδαίσθησης ότι «οι νέοι παίζουν την τεχνολογία στα δάκτυλά τους».  Τελικά οι νέοι μπορεί να παίζουν το τικ τοκ και τις πλατφόρμες γνωριμιών στα δάκτυλά τους αλλά, πιστέψτε με, χρειάζονται μάνιουαλ για τις διαδικτυακές εκπαιδευτικές πύλες, για να φτιάξουν λογαριασμό στο Skype ή το zoom και πολύ περισσότερο για να προσαρμοστούν στους κανόνες διαδικτυακής συμπεριφοράς, δηλαδή στο πότε ανοιγοκλείνω το προφίλ μου, πότε βάζω σιγή στο μικρόφωνο διατηρώντας κατά προτίμηση την κάμερα ανοιχτή στο μάθημα: τα ευτράπελα εκείνης της περιόδου γράφουν τόμους βιβλίων).  Σαν να μην έφτανε αυτό, η ευθύνη για την διδασκαλία των παραπάνω έπεσε στους δασκάλους και καθηγητές όλων των βαθμίδων, οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν ακριβώς τις ίδιες αγκυλώσεις που είχαν και οι μαθητές τους κι επιπλέον ένα ανελέητο κατηγορώ.  Στην «τηλεκπαίδευση» που ζήσαμε, ο τυφλός οδηγούσε τον αόμματο.  Παρά τα παραπάνω όμως, ο κόσμος και δη ο πολιτικός συνεχίζει να περνάει την εντύπωση ότι ο υπολογιστής από μόνος του ισούται με εκπαίδευση.

    Ένα από τα θέματα που γεννούν προβληματισμό είναι το γεγονός ότι παρά την ανάπτυξη των εργαλείων των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και Επικοινωνίας, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί και ερευνητές εκπαιδευτικού υλικού – ή τέλος πάντων αυτοί που κάνουν κουμάντο και σπρώχνουν τηλεκαταρτίσεις, βλέπε σκρόιλ ελικίκου –  στην Ελλάδα, προέρχονται από παραδοσιακά περιβάλλοντα και κουβαλούν τεχνικές και μεθόδους οι οποίες δεν συνάδουν με την ταχύτητα και τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδεται η πληροφορία στην άλλη άκρη μιας οθόνης υπολογιστή.  Δεν αρκεί μόνο να υπάρχουν αυτά τα εργαλεία, η διαχείριση και ο έλεγχός τους αποτελούν θέματα υψίστης σημασίας όταν μιλάμε για εκπαίδευση, ενώ η ποιότητα, η σωστή χρήση τους και η προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του σήμερα, χρειάζονται τον συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων μερών.  Το ερώτημα είναι το κατά πόσο τα παραπάνω εργαλεία  και άλλα τόσα που θα έχουμε στο μέλλον στα χέρια μας, είναι ικανά να διευκολύνουν επί της ουσίας την εκπαιδευτική διαδικασία ή αν απλώς πρόκειται για μέσα προβολής υλικού ή παρουσιάσεων από κάποιες ομάδες ανθρώπων.  Για πολλούς θεωρητικούς της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, η ουσία δεν είναι η απλή αναπαραγωγή του τι γίνεται μέσα σε κάποια ακαδημαϊκή αίθουσα ή η στείρα παρουσίαση ενός μαθήματος σε κάποιον μαθητή/φοιτητή ο οποίος βρίσκεται σε διαφορετικό χώρο από αυτόν που πραγματοποιείται η διάλεξη.  Αυτό που αναζητείται στη χρήση των εργαλείων είναι η δημιουργία μιας ολοκαίνουριας ολιστικής εμπειρίας για τους εκπαιδευόμενους οι οποίοι θα μπορέσουν να παρέμβουν δημιουργικά στο υλικό που τους δίνεται, θα μπορούν να αλληλεπιδρούν, να καλλιεργούν νέες δεξιότητες, να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που τους δίνονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό, να αναπτύσσουν κριτική σκέψη και να γίνονται μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας ομοϊδεατών.

    Από την άλλη μεριά, τα πλεονεκτήματα της τηλεκπαίδευσης αποδεικνύονται ταυτόχρονα και τα αδύνατά της σημεία: η αλληλεπίδραση, η ανάπτυξη της επικοινωνίας και η ομαδικότητα που εν δυνάμει καλλιεργεί, ανατρέπονται από τον ασύγχρονο χαρακτήρα της.  Η αποστολή μηνυμάτων σε ανύποπτο χρόνο από τους μαθητές και οι απαντήσεις-επεξηγήσεις στα μηνύματα από τους διδάσκοντες, μπορεί να οδηγήσουν σε ανισότητες στη συμμετοχή, σε δυσκολία στο συντονισμό της συζήτησης ή ακόμα και σε μια ανεξέλεγκτη φλυαρία που αποπροσανατολίζει το μαθητή από το εκπαιδευτικό του αντικείμενο.  Πολλοί καθηγητές κατά την διάρκεια της καραντίνας παραδέχτηκαν ότι οι διαφορές στην συμμετοχή κάποιων μαθητών είχαν να κάνουν με το πόσο «έσπρωχνε» από πίσω ο γονιός, δηλαδή με το πόσο συμμετείχε και αυτός σε κάτι που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ενθαρρύνει την αυτενέργεια!

    Χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια για να γυρίσουμε από τις παραδοσιακές, καλύτερα ελεγχόμενες μεθόδους διδασκαλίας – τις βασισμένες στο βιβλίο και την φυσική παρουσία – σε ένα χαμηλού κόστους βασισμένο εξ ολοκλήρου στο διαδίκτυο σύστημα, που να καλύπτει το μεγάλο αριθμό μαθητών που εξυπηρετούν αυτή τη στιγμή τα σχολικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα, χωρίς να σχεδιάσουμε από την αρχή και να επαναπροσδιορίσουμε τις αρχές και τις μεθόδους που ορίζουν την εκπαίδευση και την επαγγελματική συμπεριφορά των λειτουργών της.  Είναι απαραίτητο για εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους, σχεδιαστές προγραμμάτων και συντονιστές, να εκπαιδευτούν από την αρχή πάνω σε μια φιλοσοφία που δεν θα στερείται τα οφέλη της σύγχρονης τεχνολογίας αλλά θα μπορεί να εκμεταλλευτεί δημιουργικά στο μέγιστο βαθμό τις ευκαιρίες που προσφέρει για γνώση και προσωπική ανάπτυξη.  Αλλά πριν γίνει αυτό, είναι απαραίτητο να ανοίξουμε εκείνη τη συζήτηση που όλοι αποφεύγουν να κάνουν.

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Οι μνηστήρες του Κέντρου*

    Καμιά κοινωνική ομάδα δεν είναι περισσότερο περιζήτητη στις τάξεις των στρατολόγων των κομμάτων από αυτή που προσδιορίζεται ως Κέντρο.  Το Κέντρο ανέκαθεν ασκούσε γοητεία σε ηγέτες και ψηφοφόρους, είναι το κομμάτι του παζλ που αποκαλύπτει όλη την ομορφιά ενός πολιτικού εγχειρήματος, το βασικό συστατικό μιας επιτυχημένης εκστρατείας.  Το να πάρεις το Κέντρο με το μέρος σου είναι πρακτικά η ένδειξη ότι έχεις βελτιωθεί στην επικοινωνία του πώς να κερδίζεις εκλογικές μάχες.  Τα μηνύματα που απευθύνονται σε κεντρώους ψηφοφόρους αποτελούν σπουδή στο πώς μια σειρά από θέσεις μπορούν να μεταφραστούν σε ένα ενιαίο, κατανοητό σύνολο – το τέλος της καταστροφικής επεξήγησης του τι θέλει να πει ο αρχηγός (ακολουθώ τον κανόνα που λέει ότι «αν πρέπει να το εξηγήσεις, είναι λάθος δοσμένο»).  Κατά περιόδους, τα κόμματα εξουσίας υπερήφανα ισχυρίζονται ότι έχουν το Κέντρο με το μέρος τους, άρα η αναζήτηση της καλύτερης δυνατής εκπροσώπησης οφείλει να τελειώσει εδώ και είναι αλήθεια ότι ενίοτε το Κέντρο μετακινείται για να χωρέσει.  Το γεγονός όμως ότι σε καιρούς νηνεμίας κερδίζει διαρκώς εξωσυστημικούς υποστηρικτές ενώ αναδεικνύει ανθρώπους που επιθυμούν να το διεκδικήσουν μακριά από τους μηχανισμούς της κεντρικής εξουσίας, δείχνει το πόσο η κρίσιμη μάζα που απεχθάνεται τις φωνασκίες και τις μεγάλες υποσχέσεις που φτάνουν μέχρι την κάλπη (μετά την απομάκρυνση από το ταμείο-κάλπη, ουδεμία υπόσχεση δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια) ζει, βασιλεύει και αξίζει μια αυτόνομη υποψηφιότητα.

    Αυτό σημαίνει βέβαια ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια αποτελεί στοίχημα αναδιοργάνωσης και μελέτης της εκλογικής συμπεριφοράς, που χρειάζεται να απαντήσει στα εξής ερωτήματα:  α) ένας κεντρώος πολιτικός φορέας είναι θέμα ένωσης δυνάμεων ή εκ νέου ίδρυσης από το μηδέν, β) ευνοεί το σημερινό πολιτικό σκηνικό την κινηματική πολιτική ή με την Νέα Δημοκρατία επιστρέψαμε στα κόμματα μαζικής συμμετοχής και γ) συμμετέχουν σήμερα οι άνθρωποι σε κόμματα;  ‘Η μήπως «προσλαμβάνονται».  Στην προσπάθεια για ανασυγκρότηση του κεντρώου χώρου, η λέξη που παρουσιάζει την μεγαλύτερη προβληματική είναι η «ανασυγκρότηση»: αφενός το κέντρο δεν δίνει τα τελευταία χρόνια την εντύπωση ότι είναι πολιτικά συγκροτημένο με τρόπο που να λειτουργεί ως ο δεύτερος πόλος σε μια εκλογική αναμέτρηση.  Αφετέρου, η ανασυγκρότηση υπονοεί ότι μικρότερες πολιτικές ομάδες καλούνται να ενώσουν δυνάμεις αλλά υπάρχουν δομικές δυσκολίες στον τρόπο που γίνεται αυτό.  Τέλος, μέχρι σήμερα αρκετές προσπάθειες έχουν απαξιωθεί επικοινωνιακά από επαναλαμβανόμενες αποτυχίες του παρελθόντος οι οποίες δεν καταφέρνουν τελικά να βρουν τον δρόμο τους στις εκλογές.

    Υπάρχει και ένα άλλο θέμα που συχνά προσπερνιέται στην αναζήτηση του προσώπου που θα ενσαρκώσει καλύτερα το κεντρώο ιδεώδες: απουσιάζουν οι στρατιώτες που θα αναλάβουν την ευθύνη για τα αποτελέσματα μιας τέτοιας δουλειάς.  Απουσιάζει η δέσμευση σχεδόν από όλη την πολιτική ζωή του τόπου.  Και εκεί που κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η λέξη κλειδί στην πολιτική είναι η «ευελιξία», εγώ θα πω ότι υποφέρουμε από το αντίθετο: από το ξεχείλωμα των ιδανικών και των στόχων υπέρ της πρόσληψής μας σε μια θέση.  Ελλείψει εργασιακών θέσεων, ο πολιτικός στίβος μετετράπη σε career forum τέτοιο που να μην έχεις πια την εσωτερική ανάγκη να αλλάξεις τον κόσμο γύρω σου, μόνο την πρεμούρα να βρεις μια ενδιάμεση θεσούλα για να βολευτείς.

    Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αληθινή πολιτική.

    Κατατάσσω τις δομικές δυσκολίες σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:

    1. Στην αδυναμία σύνθεσης μιας νέας πολιτικής ομάδας η οποία να παρουσιάζει ομοιομορφία. Οι περισσότερες προσπάθειες σκοντάφτουν στον ερχομό κοντά ετερόκλητων στοιχείων που έχουν μεν καλές προθέσεις αλλά δεν έχουν υποστεί την ζύμωση εκείνη που θα τους οδηγήσει να γίνουν ομάδα.  Να θυμίσω ότι κατά το παρελθόν είχαμε ακούσει πολλά από ενώσεις «προσωπικοτήτων» και ελπίζω να αντιλαμβάνεστε ότι μια τέτοια αφετηρία δημιουργεί εξαρχής απόσταση με αυτούς που θα επιθυμούσαν να ενταχθούν στην προσπάθεια (για μένα η λέξη προσωπικότητα εκφράζει μια απώλεια ανθρώπινου δυναμικού και προτάσεων ενώ εκλαμβάνεται ως μια σειρά από υποψηφίους-άτομα και όχι ως ένα καλοδουλεμένο σύνολο) μέχρι τη συζήτηση λίγο πριν τις εκλογές για το αν θα πρέπει να κρατήσουμε ή να αποκλείσουμε συγκεκριμένο κόσμο που είναι καταγεγραμμένος στη συνείδηση των ψηφοφόρων με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
    2. Στην απουσία εκλογικού μηχανισμού που θα κατασκευάσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η ομάδα αλλά και στην απουσία διαφοροποιημένης από τους υπόλοιπους πολιτικής ατζέντας που θα αποτελέσει την ταυτότητα του νέου σχηματισμού.
    3. Στις χρονικές στιγμές που ξεκινάει μια τέτοια συζήτηση και στις χρονικές στιγμές που εγκαταλείπεται – θεωρώ ότι η εγκατάλειψη της συζήτησης κάνει περισσότερη ζημιά στην υστεροφημία τέτοιων προσπαθειών από το να μην είχε ξεκινήσει κάτι ποτέ.
    4. Στην απουσία απάντησης του γιατί να ανασυγκροτηθεί ένα κέντρο που δεν έχει αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί αυτοτελώς ή διαχρονικά και χωρίς κλυδωνισμούς μέχρι σήμερα.

    Στο κομμάτι της επικοινωνίας μιας τέτοιας προσπάθειας θα έβαζα σίγουρα το ότι κατακερματισμένες ομάδες δυστυχώς δεν επιτυγχάνουν να πλασάρουν ξανά τον εαυτό τους ως κάτι διαφορετικό από αυτό που έχουν υποστεί, δηλαδή τον κατακερματισμό.

    Το δικό μου λοιπόν συμπέρασμα αφορά στην επανα-επινόηση του κέντρου, σε μια  προσπάθεια να διεκδικηθεί αυτό από μέσα προς τα έξω, από τους ανθρώπους του και τους ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν, όχι να επαναλάβουν.  Το επόμενο μεγάλο στοίχημα θα είναι η διεκδίκηση του σεβασμού του εκλογικού σώματος: όταν έχουν καταρρεύσει τα πάντα, το μοναδικό «νόμισμα με το οποίο θα μπορούμε να συναλλασσόμαστε θα είναι η εμπιστοσύνη.

     

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Βαθμοί πανελληνίων: είναι τόσο σημαντικοί;*

    Για άλλη μια χρονιά ανακοινώθηκαν οι βάσεις των Πανελληνίων και, για μια ακόμα χρονιά, παιδιά που πέρασαν σε σχολές με πολύ χαμηλό βαθμό δέχονται επίθεση επειδή «δεν θα είναι καλοί φοιτητές» και «δεν θα γίνουν καλοί επαγγελματίες» όταν τελειώσουν.

    Είναι όμως έτσι; Συνδέεται ο βαθμός των πανελληνίων με το πόσο καλός φοιτητής είναι κάποιος; Έχει πραγματικά άρρηκτη σχέση ο βαθμός των πανελληνίων ή του πτυχίου  με το πόσο καλός επαγγελματίας θα γίνει κανείς μετά την αποφοίτηση;

    Για να υποθέσουμε ότι υπάρχει σχέση, θα πρέπει αυτό που εξετάζουν οι πανελλήνιες, αυτό που εξετάζουν οι καθηγητές στα πανεπιστήμια και αυτό που ζητά η αγορά εργασίας είναι το ίδιο. Είναι;

    Ξεκινώντας από τις πανελλήνιες, σκοπός τους είναι  να μετρήσουν τον βαθμό κατάκτησης συγκεκριμένων γνώσεων και να κατατάξουν τους εξεταζόμενους σε σχέση με τους υπόλοιπους της ίδιας ηλικίας . Ταυτόχρονα, εξετάζουν το κατά πόσο μία μαθήτρια ή ένας μαθητής μπορεί ή είναι διατεθειμένη να αφήσει στην άκρη τις άλλες της ανάγκες και να ξοδέψει ατελείωτες ώρες προετοιμασίας στο να π.χ. αποστηθίσει και το κόμμα του βιβλίου της ιστορίας, έτσι ώστε να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο πρωτότυπο κείμενο.

    Περνώντας στο πανεπιστήμιο τα δεδομένα αλλάζουν. Σκοπός δεν είναι πια να κατακτήσει ο φοιτητής κάποιες γνώσεις, σκοπός είναι να κατανοήσει το πώς αυτή η γνώση δημιουργείται, υπό ποιες προϋποθέσεις αυτή η γνώση ισχύει, με ποιον τρόπο αλλάζει και, κάποιες φορές, και πώς εφαρμόζεται.

    Προχωρώντας δε σε υψηλότερα επίπεδα επιστημονικής γνώσης,  ο φοιτητής μπορεί να φτάσει στο σημείο να γνωρίζει τι γνωρίζει, τι δεν γνωρίζει, υπό ποιες προϋποθέσεις αυτό που γνωρίζει ισχύει, και μπορεί κάλλιστα να δοκιμάσει να μάθει κάτι που δεν ξέρει κανείς άλλος.

    Έτσι, ένας φοιτητής που δεν ήταν διατεθειμένος να ξεχάσει εξολοκλήρου τους φίλους του και τα χόμπι του κατά την προετοιμασία για τις πανελλήνιες, μπορεί να «ερωτευτεί»  ένα από τα δεκάδες αντικείμενα με τα οποία θα έρθει σε επαφή κατά την διάρκεια των σπουδών του, και τα οποία συχνά έχουν μικρή ή και καμία σχέση με τα μαθήματα που εξετάζονται στις πανελλήνιες,  και να γίνει ένας εξαίρετος ειδικός.

    Βγαίνοντας από το εκπαιδευτικό σύστημα οι απαιτήσεις αλλάζουν για μία ακόμα φορά. Αυτό που έχει σημασία τώρα δεν είναι ο βαθμός και τα συσσωρευμένα πτυχία και γνώσεις, αλλά η αξία που δημιουργείς ως επαγγελματίας για τους άλλους ανθρώπους και την κοινότητα. Είσαι καθηγητής που μπορείς να δημιουργήσεις σχέσεις με τους μαθητές σου και να τους εμπνεύσεις να μελετήσουν; Τι σημασία έχει αν τελείωσες το πανεπιστήμιο με πέντε; Είσαι χειρουργός και σε χαρακτηρίζει η ανθεκτικότητα, η αυτοπεποίθηση, η ικανότητα να παίρνεις δύσκολες αποφάσεις γρήγορα και ένα σταθερό χέρι; Λίγοι θα κοιτάξουν αν τελείωσες το τάδε ή το δείνα πανεπιστήμιο στην τάδε ή στη δείνα χώρα. Αιτείσαι δουλειά σε ένα ξενοδοχείο; Πιστεύεις πώς η ξενοδόχος ή ο πελάτης σου θα κοιτάξει το πτυχίο σου ή το χαμόγελό σου;

    Τελικά, ο βαθμός των πανελληνίων μπορεί να μην έχει τόση σημασία όση νομίζουμε. Αντιθέτως ίσως να μας αποπροσανατολίζει και να μην παρατηρούμε πράγματα που ίσως έπρεπε να παρατηρήσουμε: ότι πολλά παιδιά, αντί να τους δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσουν να σπουδάσουν αυτό που πιστεύουν ότι τους ταιριάζει, σπουδάζουν ότι τους τύχει ∙ ότι τα  μέρη όπου σπουδάζουν δεν έχουν κατάλληλα εργαστήρια και τακτικούς καθηγητές ∙ ότι πολλές δεξιότητες όπως η δημιουργικότητα και η ενσυναίσθηση μένουν εκτός πανελληνίων εξετάσεων και εξετάσεων γενικότερα.

    Ας σταματήσουμε, λοιπόν, να κακολογούμε τα παιδιά και ας κοιτάξουμε να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε θεσμούς που θα τα βοηθήσουν να γνωρίσουν, να εκτιμήσουν, να δοκιμάσουν και να αναπτύξουν τα ταλέντα τους, ώστε να δημιουργήσουν τελικά αξία για τους εαυτούς τους, τους γύρω τους και την κοινωνία εν γένει.

    *ο κος Γιάννης Παπαδόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Η αχαρτογράφητη μοναξιά*

    Στην αρχή ήταν απλά ένα σούσουρο, η αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, μια σειρά από ανησυχητικές διαπιστώσεις.  Μέχρι το 2010 λίγοι είχαν ασχοληθεί με ένα θέμα που λύγιζε δεκάδες ανθρώπους και ήταν υπεύθυνο για την επιβάρυνση όχι μόνο της ψυχικής αλλά της συνολικής τους υγείας.  Μετά ήρθε η επιβεβαίωση και το όνομα: η επιδημία της μοναξιάς, μία από τις πιο ενεργές σε συμπτώματα επιδημίες που μαστίζουν τον πλανήτη.  Η έλλειψη κοινωνικών επαφών, η αδυναμία σύναψης και συντήρησης σχέσεων αποδείχθηκε ότι δεν είναι μια ιδιορρυθμία, μια επιλογή ή τρόπος ζωής, όπως ίσως πίστευαν κάποιοι μέχρι τότε.  Πρόκειται για μια κατάσταση με σοβαρή επίδραση στον οργανισμό μας που μπορεί να γίνει υπεύθυνη ακόμα και για πρόωρο θάνατο.

    Σίγουρα υπάρχουν μοναχικοί άνθρωποι ή άνθρωποι που κάνουν δεκάδες μοναχικές δραστηριότητες και το απολαμβάνουν.  Η απομόνωση όμως που βασίζεται σε παράγοντες όπως η εγκατάλειψη, η απώλεια που αφήνει κάποιον πίσω, το σκούριασμα στις δεξιότητες που δεν μας επιτρέπει σε μεγαλύτερες ηλικίες να κάνουμε φίλους με τον τρόπο που κάναμε όταν ήμασταν παιδιά στο σχολείο, η σταδιακή αποξένωση από την κοινότητα, αυτή η εσωτερική ερημιά στην οποία μπορεί οποιοσδήποτε να προσγειωθεί απότομα στη ζωή, ιδιαίτερα μετά από ένα συμβάν (π.χ. διαζύγιο), όλα τα παραπάνω οδηγούν σε ένα ντόμινο από συμπεριφορές ή αντιδράσεις που επιβραδύνουν την υγιή ανάπτυξη και βάζουν σε κίνδυνο την επιβίωση.

    Κατά την διάρκεια της καραντίνας στην Ελλάδα αλλά και σε αρκετές χώρες του κόσμου, η κοινωνική ομάδα που παραμελήθηκε περισσότερο ως αποδέκτης συμβουλών ομαλής προσαρμογής και ενθάρρυνσης, ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν μόνοι.  Άνθρωποι όλων των ηλικιών που μπορεί να απολάμβαναν τη ζωή  πριν τον κορονοϊό επειδή είχαν ένα καθημερινό πρόγραμμα από ασχολίες που δεν τους επέτρεπαν να βαρεθούν ή να αισθανθούν ευάλωτοι, ξαφνικά έχασαν τη ζωή κάτω από τα πόδια τους.  Όταν οι πόρτες έκλεισαν ερμητικά στις πόλεις που θέρισε ο κορονοϊός, τότε αρχίσαμε όλοι να σκεφτόμαστε την ύπαρξη μας και την ποιότητα που αυτή έχει.  Σε μερικούς ανθρώπους πήρε μήνες να ομολογήσουν ότι μοναδική τους συντροφιά έγινε τελικά η οθόνη και ίσως ένα κατοικίδιο.  Ο φόβος της ασθένειας, η αρρώστια καθαυτή, το ερώτημα «ποιος θα φροντίσει εμένα αν πάθω κάτι» ή «σε ποιον μπορώ να στραφώ πραγματικά και όχι εικονικά», «ποιοι είναι οι δικοί μου άνθρωποι – υπάρχουν αυτοί;» όλα τα παραπάνω συγκλόνισαν τα θεμέλια του κόσμου τους.  Άλλοι είχαν πρακτικές ανάγκες και, ναι, δημιουργήθηκε ένα κίνημα γειτόνων που φρόντισαν παροδικά τους μοναχικούς των διαμερισμάτων.  Οι νεότεροι ωστόσο, αυτοί που μπορούσαν να πάνε στο σούπερ μάρκετ αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν κάποιον αγκαλιά, αυτοί που ήταν εγγεγραμμένοι σε δεκάδες πλατφόρμες γνωριμιών αλλά αισθάνθηκαν την ψυχή τους άδεια από ουσία και από συναίσθημα, γι’ αυτούς δεν γράφτηκε γραμμή.

    Ακούγεται ως ένα πρόβλημα δευτερευούσης σημασίας ή όπως το λένε στο χωριό μου first world problem.  Να υπενθυμίσω ωστόσο ότι είναι τόσο εκτενές και αφορά σε τόσους πολλούς ανθρώπους, που το 2018 η Βρετανία ανακοίνωσε ένα «Υπουργείο Μοναξιάς», αυτό δηλαδή το χαρτοφυλάκιο που θα αντιμετώπιζε μέσω μιας σειράς προγραμμάτων και παρεμβάσεων το θέμα της αποξένωσης και των συνεπειών της.  Ακολούθησαν και άλλες χώρες με παρόμοιες προτάσεις ενώ η μοναξιά αναγνωρίζεται ως προσδιοριστικός παράγοντας για την υγεία.

    Σήμερα που έχουμε ξανανοίξει τις πόρτες της αγοράς αλλά δυστυχώς όχι την αγκαλιά μας, η κοινωνική αποστασιοποίηση – που κατά τα άλλα κρίνεται ως απαραίτητη – βάζει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή αλλά και τις εσωτερικές μας ισορροπίες.  Η μοναξιά επηρεάζει την ποιότητα του ύπνου και της διατροφής μας, επιβραδύνει την γνωστική καλλιέργεια, φλερτάρει επικίνδυνα με την κατάθλιψη, οδηγεί στο σύνδρομο περιστρεφόμενης πόρτας στους γιατρούς και τα νοσοκομεία με πολλαπλά παράπονα για πραγματικές ή φανταστικές ενοχλήσεις.  Στην Βρετανία μάλιστα, μια έρευνα που μετρούσε την συχνότητα επίσκεψης στον γενικό γιατρό έδειξε πόσοι πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν σε θεραπευτές από καθαρή μοναξιά, επειδή βρίσκουν στον γιατρό τους την μοναδική ευκαιρία για ζωντανή (και όχι εικονική) επικοινωνία με κάποιον άνθρωπο.

    Το σίγουρο είναι ότι η πανδημία στρέφει βίαια το βλέμμα στους πιο ανομολόγητους φόβους μας και θα φέρει την ανθρώπινη επικοινωνία και ψυχική σύνδεση στο προσκήνιο ως επιτακτική ανάγκη.

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.  Το άρθρο δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο 2020.  

  • Ισχυροποίηση ή κρίση χρέους;

    Του Ολύμπιου Ράπτη*

    Όταν ΜΜΕ, πολιτικοί αριστερά και δεξιά και ο μέσος πολίτης θριαμβολογούν που «θα πέσει χρήμα στην αγορά από τις Βρυξέλλες», οι ιδεοληπτικοί και ανάλγητοι φιλελεύθεροι αναρωτιόμαστε: από πού θα έρθουν τα λεφτά, αν όχι από την ίδια την αγορά, και με τι κόστος για τις επόμενες γενιές;

    Η ανησυχία, ωστόσο, αγαπητοί αναγνώστες και αναγνώστριες, δεν είναι τόσο για την Ελλάδα, γιατί τουλάχιστον στην περίπτωση αυτή τα ποσά που θα κληθεί να επιστρέψει θα είναι πολύ λιγότερα από αυτά που θα καρπωθεί (το πώς θα «απορροφηθούν» είναι άλλο θέμα). Η ανησυχία είναι μακροπρόσθεσμα για την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση. Οδεύουμε προς ισχυροποίηση της Ε.Ε. ή προς κρίση χρέους που θα την αποδυναμώσει σταδιακά;

    Ας δούμε τους λόγους ανησυχίας έναν προς έναν:

    1. Καμία επίσημη ή ανεπίσημη πρόταση αύξησης δαπανών της Ε.Ε. δεν αναφέρει το προσδοκώμενο ή επιθυμητό έλλειμμα.

    Είτε μιλάμε για την πάγια αρχή της Ένωσης Ευρωπαίων Φεντεραλιστών (UEF) ότι η Ε.Ε. πρέπει να έχει αυξημένους ίδιους πόρους (δηλ. πανευρωπαϊκοί φόροι και δανεικά) προκειμένου να μην εξαρτάται από τα κράτη-μέλη της για τη χρηματοδότηση της λειτουργίας της, είτε για τα 500 δισ. από την ιστορική συμφωνία Μέρκελ – Μακρόν, είτε για τα 2 τρισ. του Ευρωκοινοβουλίου (φήφισμα 15/5/2020), είτε για τη συμβιβαστική πρόταση της Επιτροπής για 750 δισ. (που θα αποτελέσει το αντικείμενο διαπραγματεύσεων από τα κράτη-μέλη στο Συμβούλιο), εντοπίζουμε παντού μία θεμελιώδη ασάφεια: Πουθενά δεν υπάρχει έστω και η παραμικρή αναφορά στο προσδοκώμενο κόστος αποπληρωμής των νέων ιδίων πόρων της Ε.Ε. που θα μαζευτούν μέσω ομολόγων και το εκτιμώμενο ή επιθυμητό ετήσιο έλλειμμα.

    Αυτά που δημοσιεύονται στην πρόταση της Επιτροπής είναι μονάχα:

    α) ο μαθηματικός τύπος υπολογισμού των κεφαλαίων προς διάθεση ανά κράτος-μέλος (32 δισ. για την Ελλάδα συνολικά), β) οι υπολογισμοί από τα προσδοκώμενα έσοδα από την πρόσθετη φορολογία με τη ρητή επισήμανση ότι:

    – είναι «κατ’ εξαίρεση και προσωρινοί» – κανένας νέος δανεισμός μετά το 2024 (ποιος το πιστεύει, αλήθεια, ειδικά αν επιτευχθεί αρχικά θεαματική ανάπτυξη;),

    – «θα μπορούσαν να βοηθήσουν στην αποπληρωμή», όχι ότι θα είναι σίγουρα αρκετοί για την αποπληρωμή –
    η Επιτροπή θα προτείνει μέσα στην περίοδο 2021-2027 πρόσθετους νέους ίδιους πόρους μέσω φορολογίας (πέραν αυτών που προτείνει τώρα),

    – τα κράτη-μέλη σε κάθε περίπτωση θα αρχίσουν να αποπληρώνουν τα ομόλογα με βάση το ποσοστό συμμετοχής τους στον προϋπολογισμό της Ε.Ε. μετά το 2027 και, για να καμφθούν οι αντιστάσεις διαφόρων κρατών-μελών, τα περίφημα rebates, όπως αυτά που είχε κερδίσει η Βρετανία, θα καταργηθούν σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου απ’ ό,τι είχε αρχικά προβλεφθεί.

    2. Τα όποια ελλείμματα της Ε.Ε. θα καλυφθούν αποκλειστικά ή κυρίως από νέους φόρους, όχι μειώσεις δαπανών.

    Το σημείο αυτό είναι θεμελιώδους σημασίας. Αν θέλουμε οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης να δώσουν άριστη βαθμολογία στα ομόλογα μακράς διαρκείας της Ε.Ε. -ώστε να έχει και νόημα το εγχείρημα- θα πρέπει τα έσοδα να καλύπτουν επαρκώς τα έξοδα. Αλλά, όπως είδαμε με την περίπτωση της Ελλάδας, που έκανε τα αντίθετα από την Κύπρο και την Ιρλανδία, ειδικά κατά τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, η κάλυψη των ελλειμμάτων αποκλειστικά ή κυρίως μέσω αύξησης φορολογίας είναι συνταγή οδυνηρής ύφεσης και ανεργίας. Ο πρόσφατα εκλιπών οικονομολόγος Alberto Alesina είχε αποδείξει πως η μείωση δημοσίων δαπανών αντί της αύξησης φόρων είναι και πιο αποτελεσματική και λιγότερο δαπανηρή. Δυστυχώς η κουβέντα αυτή, ωστόσο, δεν μπορεί καν να μπει στο τραπέζι ως εναλλακτική, γιατί το σημείο εκκίνησης είναι η δημιουργία νέου χρέους – «ομοσπονδιακού» χρέους.

    3. Ακόμα και αν γίνουν αποδεκτοί (δύσκολο), οι νέοι φόροι ίσως να μην αποδώσουν, προκαλώντας και δημοσιονομικό έλλειμμα και έλλειμμα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας.

    Η φορολογία, ως πεδίο πολιτικής, απαιτεί διπλή ομοφωνία στο Συμβούλιο των κρατών-μελών της Ε.Ε. Ομοφωνία αρχικά για να ενταχθεί ένα θέμα προς συζήτηση και ομοφωνία στην έγκρισή του.

    Με τη στήριξη της συντριπτικής πλειοψηφίας του Ευρωκοινοβουλίου (Κεντροδεξιοί, Φιλελεύθεροι, Πράσινοι, Κεντροαριστεροί, ακόμα και ευρωσκεπτικιστές), η Επιτροπή λοιπόν προτείνει να εισαγάγει νέα, τύποις «ομοσπονδιακή», φορολογία σε ευρωπαϊκό επίπεδο -πρόσθετα με τις υπάρχουσες εθνικές- στοχεύοντας σε έσοδα από:

    – εταιρείες της ψηφιακής οικονομίας (που ομολογουμένως φοροδιαφεύγουν),

    – δεκάδες χιλιάδες εταιρείες με τζίρο άνω των 750 εκατ. ευρώ/χρόνο, επειδή «επωφελούνται από την πρόσβαση στην κοινή αγορά», καθώς και

    – περιβαλλοντικούς φόρους.

    Την περίοδο αυτή, η Επιτροπή έχει ξεκινήσει τις κρούσεις στα κράτη-μέλη να αποδεχθούν ότι 70.000 εταιρείες μεγάλου τζίρου θα δίνουν ετησίως ένα σταθερό ποσό υπέρ της Ε.Ε. Πώς θα πεισθούν τα κράτη-μέλη, όχι μόνο αυτά που εφαρμόζουν φιλελεύθερες πολιτικές, όπως η Ολλανδία, αλλά και εκείνα που ήδη επιβάλλουν υψηλούς συντελεστές εταιρικής φορολογίας, αν φοβούνται ότι θα αντιμετωπίσουν φυγή κεφαλαίων;

    Οπως έχουμε δείξει και στο παρελθόν, τα προσδοκώμενα ποσά ενδέχεται και να μην είναι καν ρεαλιστικά. Ακόμα και αν είναι όμως, ίσως να μην αρκούν για να καλύψουν το έλλειμμα, αλλά αντιθέτως να είναι αρκετά για να πλήξουν την ικανότητα προσέλκυσης επενδύσεων. Ο «ψηφιακός φόρος», για παράδειγμα, παλαιότερα εκτιμάτο από την ίδια την Επιτροπή σε 5 δισ./έτος πανευρωπαϊκά. Τώρα η Επιτροπή θεωρεί ότι το συνολικό νούμερο μπορεί να είναι και διπλάσιο, δηλ. 10 δισ. ευρώ! Με δεδομένη την αδυναμία ομοφωνίας, η Γαλλία που το εφάρμοσε μόνη της κατάφερε να συλλέξει 500 εκατ./χρόνο. Είμαστε σίγουροι ότι έχουμε 20 οικονομίες στο επίπεδο της Γαλλίας στην Ε.Ε. για να φτάσουμε τα 10 δισ.;

    4. Καμία δημοσιευμένη μελέτη επιπτώσεων, καμία καμπύλη Laffer για τον υπολογισμό του βέλτιστου επιπέδου φορολόγησης.

    Σε αντίθεση με την πάγια πρακτική της Επιτροπής να συνοδεύει νομοθετικές προτάσεις με μελέτες επιπτώσεων, λόγω προφανώς των έκτακτων συνθηκών και της πίεσης να μη χαθεί πολύτιμος χρόνος, δεν απαντάται αν η πρόσθετη φορολόγηση θα έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής οικονομίας συνολικά. Και αν είναι ήδη αμφίβολο ότι τέτοιοι φόροι αρκούν να καλύψουν ικανοποιητικά χρέος 750 δισ. ευρώ, πώς θα καλύπταμε στο μέλλον ένα άνοιγμα των 2 τρισ. ευρώ, όπως αυτό που προτείνει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, που σε τελική ανάλυση μπορεί και να απορρίψει τον προϋπολογισμό της Ε.Ε. αν δεν συμφωνεί με το πιο φειδωλό Συμβούλιο;

    5. Φιλοευρωπαίοι και Φεντεραλιστές συζητούν αν ξεκίνησε η «εποχή Χάμιλτον» για την Ευρώπη, ενώ ενδέχεται αντιθέτως να ξεκινά μία κρίση χρέους της Ε.Ε. μακροπρόθεσμα.

    Το 1790, ο Αλεξάντερ Χάμιλτον, πρώτος υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ, έδωσε μία καινοτόμα λύση στην κρίση χρέους των Βορείων Πολιτειών με την έκδοση ομοσπονδιακού χρέους που θα χρηματοδοτούνταν -όπως προβλέπεται και σήμερα στην Ευρώπη- μέσω ομοσπονδιακής φορολογίας [και αυτό παρά τις σοβαρές αντιδράσεις μερικών από τους «πατέρες της ομοσπονδιοποίησης των Αμερικανικών Πολιτειών», όπως ο Τόμας Τζέφερσον και ο Τζέιμς Μάντισον].

    Σήμερα, ο Γερμανός επίτροπος Προϋπολογισμού Johannes Hahn θεωρεί ότι δεν βιώνουμε κάτι ανάλογο, γιατί ο δανεισμός της Ε.Ε. θα έχει υποχρεωτικό χρονικό ορίζοντα λήξης, ενώ αντιθέτως ένθερμοι φεντεραλιστές όπως ο Φιλελεύθερος Γκι Φέρχοφσταντ θεωρούν ότι, ναι, είμαστε πλέον έτοιμοι για μία τέτοια μετάβαση προφανώς με ακόμα υψηλότερα μελλοντικά επίπεδα δημοσίων δαπανών σε επίπεδο Ε.Ε.

    Η συζήτηση είναι ατελέσφορη και ενδεχομένως και παραπλανητική αν παραλείψουμε τις δύο τουλάχιστον θεμελιώδεις διαφορές Αμερικής και Ευρώπης.

    Πρώτον, για δεκαετίες μετά την έκδοση ομοσπονδιακού χρέους στην Αμερική των τελών του 18ου αι.-αρχές 19ου αι. οι ομοσπονδιακοί προϋπολογισμοί των ΗΠΑ ήταν πρωτίστως πλεονασματικοί. Για να γίνει αυτό, πουλήθηκε μεταξύ άλλων και κρατική γη. Πουθενά στην Ευρώπη τού σήμερα δεν προκύπτει μια τέτοια προοπτική.

    Δεύτερον και σπουδαιότερο, ο λόγος των Συνολικών Δαπανών (Ομοσπονδιακές, Πολιτειακές και Τοπικές) επί του ΑΕΠ στις ΗΠΑ είναι περίπου στο 35%. Οι δε Πολιτειακές και Τοπικές Δαπάνες ως επί τοις εκατό του ΑΕΠ κυμαίνονται από 5% έως 22%. Με άλλα λόγια, η Ομοσπονδιακή Κυβέρνηση στις ΗΠΑ έχει περιθώριο δανεισμού και ελλειμμάτων. Αντίθετα, στην Ευρώπη το ποσοστό των Κρατικών Δημοσίων Δαπανών ήταν το 2019 ήδη στο 45%, με κανένα από τα κράτη-μέλη να μη βρίσκεται κάτω του ορίου του 30% και αυτό μάλιστα έπειτα από μία δεκαετία «σκληρής λιτότητας», όπως παραπονιούνται μονίμως οι αριστεροί.

    Όταν λοιπόν σχεδόν το ήμισυ της ευρωπαϊκής οικονομίας εξαρτάται ήδη από κρατικές δημόσιες δαπάνες, ποια είναι τα περιθώρια δημιουργίας νέου και βιώσιμου «ομοσπονδιακού χρέους» από την ίδια την Ε.Ε.; Η συζήτηση δεν είναι θεωρητική. Το πολυδιαφημισμένο «πακέτο Γιούνκερ» που χρηματοδοτήθηκε με τον υπάρχοντα προϋπολογισμό της Ε.Ε. συντέλεσε στην αύξηση του ευρωπαϊκού ΑΕΠ κατά μόλις 0,9% σύμφωνα με την ίδια την Επιτροπή. Αν θέλουμε να επανακτήσουμε μέσω αυξημένων δημοσίων δαπανών το χαμένο ΑΕΠ της Ευρώπης -και σύντομα-, τα ποσά που απαιτούνται είναι τόσο δυσθεώρητα όσο περιορισμένος είναι και ο δημοσιονομικός χώρος.

    Συμπέρασμα: Η υπάρχουσα κόκκινη γραμμή ότι δεν πειράζουμε τις εθνικές δημόσιες δαπάνες, απλά δεν θα τις επιβαρύνουμε παραπάνω γιατί θα σηκώσουμε νέο χρέος, νέους φόρους και ελλείμματα σε επίπεδο Βρυξελλών, δεν φαίνεται να ισχυροποιεί μακροπρόθεσμα την Ε.Ε., αλλά ενδεχομένως να την αποδυναμώνει.

    * Ο Ολύμπιος Ράπτης είναι Μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο  6-7 Ιουνίου

  • Ο Μεγάλος Περίπατος και μια μεγάλη παράβλεψη

    Του Γιώργου Φιλιππόπουλου*

    Από όλες τις κριτικές για τον περίπατο, υπάρχει μία που δεν έχω ακούσει να συζητείται δημόσια – ίσως η πλέον εξόφθαλμη και ουσιαστική αφού αφορά στην ανθρώπινη ζωή.

    Για ακόμα μία φορά, όπως συμβαίνει διαχρονικά και σχεδόν  συστηματικά, δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη για εμάς τους μοτοσικλετιστές.  Σαν να μην υπάρχουμε.

    Έχουμε συνηθίσει στην καραμέλα ότι σκοτωνόμαστε λόγω κράνους και υπερβολικής ταχύτητας, κανείς όμως δεν λέει ότι το οδόστρωμα είναι άθλιο, οι διαγραμμίσεις γλιστερές και παντελώς ακατάλληλες για δίκυκλα ή ότι οι λωρίδες, δηλαδή ο εξαρχής σχεδιασμός των δρόμων, αγνοεί επιδεικτικά και προκλητικά την ύπαρξή μας.

    Κυρίες και κύριοι της δημόσιας διοίκησης, κυρίες και κύριοι συγκοινωνιολόγοι του γλυκού νερού, 30 χρόνια τον “μελετούσατε” τον Περίπατο – μήπως τα δίκυκλα τα γράψατε στα… αμελέτητα;

    Η πλέον ευάλωτη κατηγορία οχημάτων με τους περισσότερους νεκρούς και τραυματίες είναι και πάλι εκτός συγκοινωνιακού σχεδιασμού;

    Ή μήπως νομίζετε ότι επειδή μας επιτρέπετε την κυκλοφορία στις λεωφορειολωρίδες κάνατε κάτι;  Έχετε υπόψη σας ότι είναι η πιο επικίνδυνη λωρίδα για εμάς;

    Ο Περίπατος είναι εξαιρετικό πρότζεκτ: απαραίτητο για την πόλη αν και σίγουρα θα περάσει από διάφορα στάδια ωσότου βρεθεί η επιθυμητή ισορροπημένη μορφή του.

    Δεν μπορεί όμως να αγνοεί το δημοφιλέστερο μετά το αυτοκίνητο, το πιο οικολογικό μετά το ποδήλατο και το πιο χρηστικά ολοκληρωμένο μέσο Ι. Χ.  Διότι μια μηχανή επιβαρύνει την κυκλοφορία ελάχιστα σε σχέση με ένα αυτοκίνητο τόσο στην κατάληψη της επιφάνειας του οδοστρώματος όσο και στο χρόνο μετακίνησης.

    Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να παραχωρείται ολόκληρη λωρίδα για ποδήλατα ενώ οι μηχανές που διασχίζουν την πόλη σε συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό να στριμώχνονται ανάμεσα σε λεωφορεία ρισκάροντας τη ζωή τους!

    Αντί η Ελλάδα να πρωτοπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες και συνήθειες μετακίνησης των πολιτών της, αντιγράφει κακήν κακώς το εξωτερικό χωρίς καμία προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα.

    Μετά από 30 χρόνια “μελετών”  δεν υπάρχει καμία απολύτως δικαιολογία.

    Πρέπει επιτέλους να παρουσιαστεί αυτό το περίφημο σχέδιο και να εκτεθεί στο δημόσιο διάλογο ώστε να μπορέσουμε όλοι να πούμε τις προτάσεις μας.

    Ως τότε, παραθέτω τρεις προτάσεις από την οπτική γωνία του μοτοσικλετιστή, που μπορούν να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό και να εφαρμοστούν, έστω και τοπικά στον Δήμο Αθηναίων.

    1. Επιτρέψτε επιτέλους τη διήθηση (filtering/lane splitting / κίνηση δικύκλων ανάμεσα στα οχήματα).  Αυτή τη στιγμή, ενώ οι πόλεις επωφελούνται από αυτή – αφού μειώνεται δραματικά η κίνηση αξιοποιώντας καλύτερα την επιφάνεια των δρόμων – αυτό γίνεται όχι μόνο με ρίσκο τη ζωή του δικυκλιστή αλλά και με τη νομική του ευθύνη και υπαιτιότητα.

    Στο πλαίσιο του Περιπάτου αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε ειδικές λωρίδες για μοτοσικλετιστές ιδανικά μεταξύ της αριστερής και της μεσαίας. Δεν χρειάζεται να είναι μεγάλες, ακόμα και 40 εκατοστά μαζί με το πάχος των διαγραμμίσεων θα κάνει σωτήρια διαφορά.

    Αυτομάτως δίνεται υπενθύμιση της πιθανότητας ύπαρξης δικύκλων σε κάθε ελιγμό αλλαγής λωρίδας, χώρος νομιμοποίησης της διήθησης, αυτής της εγκληματικής αμέλειας, αλλά και χώρος προώθησης μπροστά στα φανάρια σε συνθήκες κίνησης.

    2. Χώροι δικύκλων στα φανάρια μπροστά από τα αυτοκίνητα.  Φεύγοντας πρώτα, οι δικυκλιστές κινδυνεύουν λιγότερο, μπορούν να ελέγξουν οπτικά τη διασταύρωση (το πλέον επικίνδυνο σημείο κάθε πόλης στατιστικά) και απαλλάσσουν τα αυτοκίνητα από την παρουσία τους ανάμεσά τους, μειώνοντας το θόρυβο και τους ρύπους για αυτά.

    3. Αντιολισθητικές διαγραμμίσεις και ασφαλτωμένα/αντιολισθητικά καπάκια αποχέτευσης (αυτονόητα στο ίδιο ύψος με τον ασφαλτοτάπητα) παντού. Ασφαλτοτάπητες υψηλής πρόσφυσης όπως στο εξωτερικό που – ανεξαρτήτως του αν βρέχει ή όχι – η πρόσφυση παραμένει εντυπωσιακά υψηλή.  Στην Ελλάδα βροχή (ειδικά τα πρώτα λεπτά) σημαίνει κίνδυνος θάνατος, ειδικά στις διαβάσεις εκεί δηλαδή που θα έπρεπε να υπάρχει η υψηλότερη πρόσφυση.  Παρανοϊκή αντίφαση. (Οι διαβάσεις πεζών αποτελούν έναν ακόμα ελληνικό κυκλοφοριακό τραγέλαφο που απαιτεί ειδικό αφιέρωμα).

    Και τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές: η Eurostat, πέρυσι, ανέδειξε την Ελλάδα πρώτη πανευρωπαϊκά σε θανάτους μοτοσικλετιστών.

    Το ποιοί λόγοι έχουν δημιουργήσει αυτήν την κραυγαλέα και απάνθρωπη αντίφαση, θα αποφύγω να το εξετάσω. Δεν υπάρχει λόγος για πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις επί της παρούσης, μόνο ευκαιρία για δράση.

    Όλοι είμαστε και πεζοί, πολλοί και οδηγοί όπως και αναβάτες.  Όλοι έχουμε το ίδιο δικαίωμα στη ζωή.

    Επιτέλους, πέρα από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μπορεί να γίνει κάτι ουσιαστικότερο – η προάσπιση της ύπαρξής της.

    Θα έπρεπε άλλωστε να είναι η πρώτη προτεραιότητα.

    * Ο Γιώργος Φιλιππόπουλος είναι Μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Marketnews.gr στις 29 Ιουνίου 2020