Η αχαρτογράφητη μοναξιά*
Στην αρχή ήταν απλά ένα σούσουρο, η αίσθηση ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, μια σειρά από ανησυχητικές διαπιστώσεις. Μέχρι το 2010 λίγοι είχαν ασχοληθεί με ένα θέμα που λύγιζε δεκάδες ανθρώπους και ήταν υπεύθυνο για την επιβάρυνση όχι μόνο της ψυχικής αλλά της συνολικής τους υγείας. Μετά ήρθε η επιβεβαίωση και το όνομα: η επιδημία της μοναξιάς, μία από τις πιο ενεργές σε συμπτώματα επιδημίες που μαστίζουν τον πλανήτη. Η έλλειψη κοινωνικών επαφών, η αδυναμία σύναψης και συντήρησης σχέσεων αποδείχθηκε ότι δεν είναι μια ιδιορρυθμία, μια επιλογή ή τρόπος ζωής, όπως ίσως πίστευαν κάποιοι μέχρι τότε. Πρόκειται για μια κατάσταση με σοβαρή επίδραση στον οργανισμό μας που μπορεί να γίνει υπεύθυνη ακόμα και για πρόωρο θάνατο.
Σίγουρα υπάρχουν μοναχικοί άνθρωποι ή άνθρωποι που κάνουν δεκάδες μοναχικές δραστηριότητες και το απολαμβάνουν. Η απομόνωση όμως που βασίζεται σε παράγοντες όπως η εγκατάλειψη, η απώλεια που αφήνει κάποιον πίσω, το σκούριασμα στις δεξιότητες που δεν μας επιτρέπει σε μεγαλύτερες ηλικίες να κάνουμε φίλους με τον τρόπο που κάναμε όταν ήμασταν παιδιά στο σχολείο, η σταδιακή αποξένωση από την κοινότητα, αυτή η εσωτερική ερημιά στην οποία μπορεί οποιοσδήποτε να προσγειωθεί απότομα στη ζωή, ιδιαίτερα μετά από ένα συμβάν (π.χ. διαζύγιο), όλα τα παραπάνω οδηγούν σε ένα ντόμινο από συμπεριφορές ή αντιδράσεις που επιβραδύνουν την υγιή ανάπτυξη και βάζουν σε κίνδυνο την επιβίωση.
Κατά την διάρκεια της καραντίνας στην Ελλάδα αλλά και σε αρκετές χώρες του κόσμου, η κοινωνική ομάδα που παραμελήθηκε περισσότερο ως αποδέκτης συμβουλών ομαλής προσαρμογής και ενθάρρυνσης, ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν μόνοι. Άνθρωποι όλων των ηλικιών που μπορεί να απολάμβαναν τη ζωή πριν τον κορονοϊό επειδή είχαν ένα καθημερινό πρόγραμμα από ασχολίες που δεν τους επέτρεπαν να βαρεθούν ή να αισθανθούν ευάλωτοι, ξαφνικά έχασαν τη ζωή κάτω από τα πόδια τους. Όταν οι πόρτες έκλεισαν ερμητικά στις πόλεις που θέρισε ο κορονοϊός, τότε αρχίσαμε όλοι να σκεφτόμαστε την ύπαρξη μας και την ποιότητα που αυτή έχει. Σε μερικούς ανθρώπους πήρε μήνες να ομολογήσουν ότι μοναδική τους συντροφιά έγινε τελικά η οθόνη και ίσως ένα κατοικίδιο. Ο φόβος της ασθένειας, η αρρώστια καθαυτή, το ερώτημα «ποιος θα φροντίσει εμένα αν πάθω κάτι» ή «σε ποιον μπορώ να στραφώ πραγματικά και όχι εικονικά», «ποιοι είναι οι δικοί μου άνθρωποι – υπάρχουν αυτοί;» όλα τα παραπάνω συγκλόνισαν τα θεμέλια του κόσμου τους. Άλλοι είχαν πρακτικές ανάγκες και, ναι, δημιουργήθηκε ένα κίνημα γειτόνων που φρόντισαν παροδικά τους μοναχικούς των διαμερισμάτων. Οι νεότεροι ωστόσο, αυτοί που μπορούσαν να πάνε στο σούπερ μάρκετ αλλά δεν μπορούσαν να πάρουν κάποιον αγκαλιά, αυτοί που ήταν εγγεγραμμένοι σε δεκάδες πλατφόρμες γνωριμιών αλλά αισθάνθηκαν την ψυχή τους άδεια από ουσία και από συναίσθημα, γι’ αυτούς δεν γράφτηκε γραμμή.
Ακούγεται ως ένα πρόβλημα δευτερευούσης σημασίας ή όπως το λένε στο χωριό μου first world problem. Να υπενθυμίσω ωστόσο ότι είναι τόσο εκτενές και αφορά σε τόσους πολλούς ανθρώπους, που το 2018 η Βρετανία ανακοίνωσε ένα «Υπουργείο Μοναξιάς», αυτό δηλαδή το χαρτοφυλάκιο που θα αντιμετώπιζε μέσω μιας σειράς προγραμμάτων και παρεμβάσεων το θέμα της αποξένωσης και των συνεπειών της. Ακολούθησαν και άλλες χώρες με παρόμοιες προτάσεις ενώ η μοναξιά αναγνωρίζεται ως προσδιοριστικός παράγοντας για την υγεία.
Σήμερα που έχουμε ξανανοίξει τις πόρτες της αγοράς αλλά δυστυχώς όχι την αγκαλιά μας, η κοινωνική αποστασιοποίηση – που κατά τα άλλα κρίνεται ως απαραίτητη – βάζει σε κίνδυνο την κοινωνική συνοχή αλλά και τις εσωτερικές μας ισορροπίες. Η μοναξιά επηρεάζει την ποιότητα του ύπνου και της διατροφής μας, επιβραδύνει την γνωστική καλλιέργεια, φλερτάρει επικίνδυνα με την κατάθλιψη, οδηγεί στο σύνδρομο περιστρεφόμενης πόρτας στους γιατρούς και τα νοσοκομεία με πολλαπλά παράπονα για πραγματικές ή φανταστικές ενοχλήσεις. Στην Βρετανία μάλιστα, μια έρευνα που μετρούσε την συχνότητα επίσκεψης στον γενικό γιατρό έδειξε πόσοι πολλοί άνθρωποι καταφεύγουν σε θεραπευτές από καθαρή μοναξιά, επειδή βρίσκουν στον γιατρό τους την μοναδική ευκαιρία για ζωντανή (και όχι εικονική) επικοινωνία με κάποιον άνθρωπο.
Το σίγουρο είναι ότι η πανδημία στρέφει βίαια το βλέμμα στους πιο ανομολόγητους φόβους μας και θα φέρει την ανθρώπινη επικοινωνία και ψυχική σύνδεση στο προσκήνιο ως επιτακτική ανάγκη.
*Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε τον Αύγουστο 2020.
Η ανάγκη ενός βασικού εισοδήματος για όλους χωρίς προϋποθέσεις*
Την περασμένη εβδομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κογκρέσο ενέκρινε δύο δόσεις 1200 δολαρίων για όσους έχουν εισοδήματα μέχρι 75 χιλιάδες δολάρια το χρόνο. Αντίστοιχες συζητήσεις έχουν γίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο ενώ στη χώρα μας, μέσα στον Απρίλιο, οι εργαζόμενοι επιχειρήσεων των οποίων η λειτουργία ανεστάλη θα λάβουν 800 ευρώ, 600 ευρώ οι επιστήμονες και πιθανότατα άλλα 600 ευρώ σε δόσεις οι αυτοαπασχολούμενοι.
Μόλις προσπεράσει κανείς τα ποσά όμως, διαπιστώνει μια σειρά από προβλήματα τόσο για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους όσο και για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Παρόλο που το Ελληνικό κράτος έχει προβεί σε μια σειρά γενναίων ενεργειών ψηφιοποίησης των διαδικασιών του – όπως για παράδειγμα την άυλη συνταγογράφηση – δεν παύει αυτή η βοήθεια να δένει τα χέρια στις ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες απαγορεύεται να προβούν σε απολύσεις αν και οι εργαζόμενοί τους είναι πρακτικά άνεργοι. Συνεπώς μηδενική ελευθερία υπάρχει προκειμένου αυτές να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες; αντιθέτως ακόμα περισσότεροι κανονισμοί μπαίνουν στον ήδη πολύπλοκο και συχνά φεουδαρχικό εργασιακό κώδικα της χώρας μας. Όσες επιχειρήσεις δε διαθέτουν οικονομικούς συμβούλους, γνωρίζουν ότι έρχεται λουκέτο καθώς λίγες θα είναι ικανές να επιβιώσουν αποκλειστικά μέσω του διαδικτυακού εμπορίου.
Αντίστοιχα, εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης όπως στην περίπτωσή μου (εργάζομαι σε ιδιωτικό σχολείο) φοβούνται να προβούν σε παράλληλη εργασία από το σπίτι (όπως ιδιαίτερα online) μη τυχόν και χάσουν το ποσό των 800 ευρώ. Ταυτόχρονα, οι αυτοαπασχολούμενοι προβλέπουν πόσο θα συρρικνωθεί η εκάστοτε αγορά εν μέσω της πανδημίας και αναρωτιούνται για το αν θα διακόψουν το επάγγελμά τους ή όχι, προκειμένου να γλιτώσουν μελλοντικές εισφορές.
Όπως με κάθε επίδομα που δίνει το κράτος κατά καιρούς, εκείνοι που χρειάζονται τη βοήθεια περισσότερο βρίσκουν μπροστά τους εμπόδια ενημέρωσης (ιδίως οι ηλικιωμένοι που έχουν μονάχα τη τηλεόραση), φόβου απώλειας του επιδόματος και αβεβαιότητας για μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση καθώς και γραφειοκρατίας, έστω και ψηφιακής.
Ένα βασικό εισόδημα για όλους χωρίς προϋποθέσεις το οποίο θα καταβάλλεται κάθε μήνα δεν θα επέλυε τις χρόνιες στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, ούτε φυσικά θα ήταν δημοσιονομικά εφικτό να είναι στο ύψος των 800 ευρώ. Από την άλλη, θα πρόσφερε πέντε πράγματα: πρώτον μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη ασφάλεια στους πολίτες, ιδίως σε εκείνους με επισφαλή εργασία ή σε όσους προσπαθούν ηρωικά να προσφέρουν εθελοντική εργασία αυτό τον καιρό. Δεύτερον, κανένα κενό βοήθειας σε μη-ευνοημένες κοινωνικές ομάδες καθότι όλοι θα το λαμβάνουν. Τρίτον, τη δυνατότητα να κυνηγήσουν πρόσθετη εργασία έστω και ολιγόωρη χωρίς να φοβούνται ότι θα χάσουν τη βοήθεια. Τέταρτον την καλύτερη κατανομή δημοσίων πόρων καθότι παύει να υπάρχει η ανάγκη φυσικών δημόσιων υπηρεσιών που να επεξεργάζονται αιτήσεις, συνεπώς περισσότερα χρήματα για όσους τα χρειάζονται. Τέλος, θα επέτρεπε στο κράτος να απλοποιήσει την εργασιακή νομοθεσία τόσο στο κομμάτι των απολύσεων όσο και σε ζητήματα όπως το ελάχιστο χρονικό περιθώριο που οφείλει ένας εργαζόμενος να ενημερώσει τον εργοδότη όταν σκοπεύει να αποχωρήσει οικειοθελώς.
Συνολικά, ένα βασικό εισόδημα για όλους στη θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας των υπαρχόντων επιδομάτων θα απέτρεπε ακραίες περιπτώσεις φτώχειας και θα ενδυνάμωνε την παραγωγική δραστηριότητα, τόσο εν μέσω της κρίσης όσο και αφού τελειώσει αυτή.
* Ο Πέτρος Παρασκευόπουλος είναι Μέλος της Συντονιστικής επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο liberal.gr, στις 7 Απριλίου 2020.
Η Φιλελεύθερη ματιά στην κοινωνική πρόνοια
Του Πέτρου-Ιωάννη Παρασκευόπουλου*
Όποτε συναντά κανείς το ζήτημα της φτώχειας οφείλει να το αντιμετωπίζει με την ενσυναίσθηση του τί σημαίνει να είναι κανείς αποκλεισμένος. Σύμφωνα με την ευρωπαϊκή στατιστική υπηρεσία η Ελλάδα έχει περίπου 3.8 εκατομμύρια ανθρώπους που βιώνουν τέτοιες συνθήκες. Παράλληλα, αν και σύμφωνα με το capital.gr για το 2018 αναμένεται μεγάλη μείωση, κατά 3.9% του ΑΕΠ στις δαπάνες που έχουν να κάνουν με συντάξεις (από 17.3% του ΑΕΠ, στο 13.4%), εξακολουθούν να αποτελούν τη μερίδα του λέοντος ως προς τις συνολικές κοινωνικές δαπάνες. Τέλος, το 2016 οι συντάξεις μαζί με τα επιδόματα φτάσανε το 27% του ΑΕΠ με βάση τα στοιχεία του ΟΑΣΑ, το ίδιο ακριβώς μερίδιο με τη Σουηδία, με πολύ διαφορετικά αποτελέσματα σε ότι αφορά τα επίπεδα φτώχειας πάρα-ταύτα…
Για τους φιλελευθέρους δεν είναι μονάχα ηθική προτεραιότητα να μειωθούν δραστικά οι φόροι και οι ασφαλιστικές εισφορές προκειμένου να ανασάνει η οικονομία, αλλά να αλλάξει ριζοσπαστικά η φιλοσοφία με την οποία αντιλαμβανόμαστε την κοινωνική πρόνοια.
Είναι ένα ζήτημα το οποίο έχει επηρεάσει άμεσα ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού αλλά υπάρχει η καινοτόμα λύση του βασικού εισοδήματος για όλους (γνωστό και ως universal basic income) που προτείνει η Φιλελεύθερη Συμμαχία. Αναμφίβολα πρόκειται για μία πρόταση η οποία απαιτεί σημαντικό πολιτικό κεφάλαιο αλλά επιλύει πολλαπλά δομικά προβλήματα της δημόσιας διοίκησης καθώς και κοινωνικού σχεδιασμού.
Σε επίπεδο αξιών είναι αδύνατο να απολαύσει κανείς τις φυσικές του ελευθερίες όταν βρίσκεται απομονωμένη/ος από τα κοινωνικά δρώμενα, ενώ ακόμα και αν έχει εξαιρετικές δυνατότητες αδυνατεί να αναζητήσει περαιτέρω εκπαίδευση ή να πάρει κάποιο επιχειρηματικό ρίσκο. Είναι μία αρχή την οποία μοιράζονται σε διαφορετικό βαθμό τόσο οι κλασικοί φιλελεύθεροι όσο και οι σοσιαλ-φιλελεύθεροι.
Εφ’ όσον σε μία ελεύθερη αγορά είναι απαραίτητο να υπάρχει στήριξη των αδυνάτων τόσο μέσω ιδιωτικών πρωτοβουλιών όσο και του κράτους, οφείλουμε να το πράξουμε με τέτοιο τρόπο ώστε να μεγιστοποιείται κάθε ευρώ το οποίο ξοδεύουμε. Χρειάζεται μηδενική γραφειοκρατία, αβεβαιότητα ή αναμονές, καθώς και ελάχιστο λειτουργικό κόστος σε υπαλλήλους. Αυτή τη στιγμή από τα 170 χιλιάδες περίπου επιδόματα που καταβάλλονται κάθε έτος (χώρια οι συντάξεις), μόλις τα 30 λεπτά ανά ευρώ περίπου φτάνουν στον άνθρωπο που τα δικαιούται. Αντίστοιχα στην Δανία λαμβάνουν γύρω στα 70 λεπτά ανά κορόνα. Μπορούμε να τα πάμε καλύτερα ακόμα και σε σχέση με τους Δανούς.
Το να λαμβάνει κανείς επιδόματα δεν συνάδει με κάποια ψυχική απόλαυση όπως ισχυρίζονται πολλοί. Ελάχιστοι απολαμβάνουν το στίγμα του «επιδοματία». Χρειάζεται συνεχής ενημέρωση, υπομονή σε ουρές, αλλά ακόμα και τύχη προκειμένου να ανταποκρίνεται η κατάσταση του αιτηθέντος με τους εκάστοτε όρους των προγραμμάτων που στήνουν οι κυβερνήσεις. Όσοι έχουν οποιαδήποτε περιουσιακό στοιχείο στο όνομά τους ανεξαρτήτως πραγματικού εισοδήματος, γνωρίζουν ακριβώς σε τί αναφέρομαι. Η βοήθεια συνεπώς είναι προσωρινή, οπότε ο κύκλος της πείνας συνεχίζεται και η οικονομία εξακολουθεί να συρρικνώνεται. Ιστορικά οι κυβερνήσεις, δεξιές και αριστερές, ανέκαθεν μοίραζαν φοροαπαλλαγές και επιδόματα σε κοινωνικές ομάδες πριν τις εκλογές προκειμένου να καλύψουν τις διάφορες ατασθαλίες τους.
Αντιθέτως, η έννοια του βασικού εισοδήματος που λαμβάνει σιγά σιγά μεγαλύτερη διάσταση ανά τον κόσμο (τουλάχιστον σε επίπεδο πιλοτικών ερευνών) παρακάμπτει αυτά τα ηθικά καθώς και πρακτικά προβλήματα. Η λογική ακολουθία των παραπάνω μας οδηγεί σε μία λύση η οποία οφείλει να δίνει τα απαραίτητα για την επιβίωση ενός ανθρώπου ανάλογα με την ηλικία, χωρίς να ασχολείται το κράτος με τις επιμέρους συνθήκες στις οποίες βρίσκεται. Ένα βασικό εισόδημα για όλους λοιπόν στη θέση του αφορολόγητου, των επιδομάτων και κρατικών συντάξεων είναι αυτό το οποίο θα εξετάσουμε και στη συνέχεια.
* ο Πέτρος Παρασκευόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο Liberal στις 25 Δεκεμβρίου 2018