• Ο Μεγάλος Περίπατος και μια μεγάλη παράβλεψη

    Του Γιώργου Φιλιππόπουλου*

    Από όλες τις κριτικές για τον περίπατο, υπάρχει μία που δεν έχω ακούσει να συζητείται δημόσια – ίσως η πλέον εξόφθαλμη και ουσιαστική αφού αφορά στην ανθρώπινη ζωή.

    Για ακόμα μία φορά, όπως συμβαίνει διαχρονικά και σχεδόν  συστηματικά, δεν υπάρχει καμία απολύτως πρόβλεψη για εμάς τους μοτοσικλετιστές.  Σαν να μην υπάρχουμε.

    Έχουμε συνηθίσει στην καραμέλα ότι σκοτωνόμαστε λόγω κράνους και υπερβολικής ταχύτητας, κανείς όμως δεν λέει ότι το οδόστρωμα είναι άθλιο, οι διαγραμμίσεις γλιστερές και παντελώς ακατάλληλες για δίκυκλα ή ότι οι λωρίδες, δηλαδή ο εξαρχής σχεδιασμός των δρόμων, αγνοεί επιδεικτικά και προκλητικά την ύπαρξή μας.

    Κυρίες και κύριοι της δημόσιας διοίκησης, κυρίες και κύριοι συγκοινωνιολόγοι του γλυκού νερού, 30 χρόνια τον “μελετούσατε” τον Περίπατο – μήπως τα δίκυκλα τα γράψατε στα… αμελέτητα;

    Η πλέον ευάλωτη κατηγορία οχημάτων με τους περισσότερους νεκρούς και τραυματίες είναι και πάλι εκτός συγκοινωνιακού σχεδιασμού;

    Ή μήπως νομίζετε ότι επειδή μας επιτρέπετε την κυκλοφορία στις λεωφορειολωρίδες κάνατε κάτι;  Έχετε υπόψη σας ότι είναι η πιο επικίνδυνη λωρίδα για εμάς;

    Ο Περίπατος είναι εξαιρετικό πρότζεκτ: απαραίτητο για την πόλη αν και σίγουρα θα περάσει από διάφορα στάδια ωσότου βρεθεί η επιθυμητή ισορροπημένη μορφή του.

    Δεν μπορεί όμως να αγνοεί το δημοφιλέστερο μετά το αυτοκίνητο, το πιο οικολογικό μετά το ποδήλατο και το πιο χρηστικά ολοκληρωμένο μέσο Ι. Χ.  Διότι μια μηχανή επιβαρύνει την κυκλοφορία ελάχιστα σε σχέση με ένα αυτοκίνητο τόσο στην κατάληψη της επιφάνειας του οδοστρώματος όσο και στο χρόνο μετακίνησης.

    Δεν είναι δυνατόν λοιπόν να παραχωρείται ολόκληρη λωρίδα για ποδήλατα ενώ οι μηχανές που διασχίζουν την πόλη σε συντριπτικά μεγαλύτερο ποσοστό να στριμώχνονται ανάμεσα σε λεωφορεία ρισκάροντας τη ζωή τους!

    Αντί η Ελλάδα να πρωτοπορεί, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαίτερες ανάγκες και συνήθειες μετακίνησης των πολιτών της, αντιγράφει κακήν κακώς το εξωτερικό χωρίς καμία προσαρμογή στα ελληνικά δεδομένα.

    Μετά από 30 χρόνια “μελετών”  δεν υπάρχει καμία απολύτως δικαιολογία.

    Πρέπει επιτέλους να παρουσιαστεί αυτό το περίφημο σχέδιο και να εκτεθεί στο δημόσιο διάλογο ώστε να μπορέσουμε όλοι να πούμε τις προτάσεις μας.

    Ως τότε, παραθέτω τρεις προτάσεις από την οπτική γωνία του μοτοσικλετιστή, που μπορούν να ληφθούν υπόψη στο σχεδιασμό και να εφαρμοστούν, έστω και τοπικά στον Δήμο Αθηναίων.

    1. Επιτρέψτε επιτέλους τη διήθηση (filtering/lane splitting / κίνηση δικύκλων ανάμεσα στα οχήματα).  Αυτή τη στιγμή, ενώ οι πόλεις επωφελούνται από αυτή – αφού μειώνεται δραματικά η κίνηση αξιοποιώντας καλύτερα την επιφάνεια των δρόμων – αυτό γίνεται όχι μόνο με ρίσκο τη ζωή του δικυκλιστή αλλά και με τη νομική του ευθύνη και υπαιτιότητα.

    Στο πλαίσιο του Περιπάτου αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε ειδικές λωρίδες για μοτοσικλετιστές ιδανικά μεταξύ της αριστερής και της μεσαίας. Δεν χρειάζεται να είναι μεγάλες, ακόμα και 40 εκατοστά μαζί με το πάχος των διαγραμμίσεων θα κάνει σωτήρια διαφορά.

    Αυτομάτως δίνεται υπενθύμιση της πιθανότητας ύπαρξης δικύκλων σε κάθε ελιγμό αλλαγής λωρίδας, χώρος νομιμοποίησης της διήθησης, αυτής της εγκληματικής αμέλειας, αλλά και χώρος προώθησης μπροστά στα φανάρια σε συνθήκες κίνησης.

    2. Χώροι δικύκλων στα φανάρια μπροστά από τα αυτοκίνητα.  Φεύγοντας πρώτα, οι δικυκλιστές κινδυνεύουν λιγότερο, μπορούν να ελέγξουν οπτικά τη διασταύρωση (το πλέον επικίνδυνο σημείο κάθε πόλης στατιστικά) και απαλλάσσουν τα αυτοκίνητα από την παρουσία τους ανάμεσά τους, μειώνοντας το θόρυβο και τους ρύπους για αυτά.

    3. Αντιολισθητικές διαγραμμίσεις και ασφαλτωμένα/αντιολισθητικά καπάκια αποχέτευσης (αυτονόητα στο ίδιο ύψος με τον ασφαλτοτάπητα) παντού. Ασφαλτοτάπητες υψηλής πρόσφυσης όπως στο εξωτερικό που – ανεξαρτήτως του αν βρέχει ή όχι – η πρόσφυση παραμένει εντυπωσιακά υψηλή.  Στην Ελλάδα βροχή (ειδικά τα πρώτα λεπτά) σημαίνει κίνδυνος θάνατος, ειδικά στις διαβάσεις εκεί δηλαδή που θα έπρεπε να υπάρχει η υψηλότερη πρόσφυση.  Παρανοϊκή αντίφαση. (Οι διαβάσεις πεζών αποτελούν έναν ακόμα ελληνικό κυκλοφοριακό τραγέλαφο που απαιτεί ειδικό αφιέρωμα).

    Και τα στατιστικά στοιχεία επιβεβαιώνουν του λόγου το αληθές: η Eurostat, πέρυσι, ανέδειξε την Ελλάδα πρώτη πανευρωπαϊκά σε θανάτους μοτοσικλετιστών.

    Το ποιοί λόγοι έχουν δημιουργήσει αυτήν την κραυγαλέα και απάνθρωπη αντίφαση, θα αποφύγω να το εξετάσω. Δεν υπάρχει λόγος για πολιτικές και ιδεολογικές αντιπαραθέσεις επί της παρούσης, μόνο ευκαιρία για δράση.

    Όλοι είμαστε και πεζοί, πολλοί και οδηγοί όπως και αναβάτες.  Όλοι έχουμε το ίδιο δικαίωμα στη ζωή.

    Επιτέλους, πέρα από τη βελτίωση της ποιότητας ζωής μπορεί να γίνει κάτι ουσιαστικότερο – η προάσπιση της ύπαρξής της.

    Θα έπρεπε άλλωστε να είναι η πρώτη προτεραιότητα.

    * Ο Γιώργος Φιλιππόπουλος είναι Μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Marketnews.gr στις 29 Ιουνίου 2020

  • Ο χουλιγκανισμός ως καριέρα

    *Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη

    Δέσποινα Λιμνιωτάκη

    Η προκλητική συμπεριφορά μεταξύ οπαδών αθλητικών ομάδων που οδηγεί σε εκτεταμένα επεισόδια, βία ή και στην τέλεση εγκληματικών πράξεων, είναι ένα από τα δυσκολότερα στην διαχείρισή τους θέματα της Κοινωνικής Ψυχολογίας, με μικρή ερευνητική δραστηριότητα σε σχέση με άλλες διεργασίες. Κι αυτό, επειδή ο περισσότερος κόσμος που δεν ασχολείται επιστημονικά με την παρατήρηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς λανθασμένα το κατατάσσει στα χαώδη κεφάλαια της ψυχολογίας της Μάζας ή της απεξατομικευμένης εμπειρίας (deindividuation), εκείνης δηλαδή της ψυχικής κατάστασης κατά την διάρκεια της οποίας ένα άτομο «χάνει» την προσωπική του ταυτότητα και βυθίζεται προσωρινά στην τυφλή υποταγή των όσων προστάζει το θυμικό και η στιγμή, η ιδεολογική πίστη του αγώνα και η παρόρμηση της παρέας των ομοϊδεατών του.

    Τίποτα όμως από τα παραπάνω δεν ισχύει απόλυτα για το φαινόμενο του χουλιγκανισμού το οποίο έχει βαθιές κοινωνικές καταβολές ενώ γεννιέται, αναπτύσσεται και ενίοτε κοιμάται (αλλά δεν πεθαίνει) εκτός γηπέδου και περιχώρων: είναι μια ενορχηστρωμένη διαστρωμάτωση πληθυσμού, ένας μικρόκοσμος που παρουσιάζει τις ομοιότητες οποιασδήποτε άλλης κοινότητας ανθρώπων, της οποίας τα συμπτώματα είναι πολύ δύσκολο να καταπολεμήσεις, επειδή κάτι τέτοιο θα σήμαινε ότι η επίσημη πολιτεία με όλους τους φορείς της θα στρεφόταν εναντίον της ίδιας της σάρκας που την τρέφει. Ο χουλιγκανισμός δεν είναι απόστημα, είναι παραφυάδα του συστήματος. Και ως τέτοια, προστατεύεται επιμελώς.

    Οι περισσότερες προσπάθειες για τον περιορισμό της βίας στα γήπεδα κάνουν ακριβώς αυτό: προσπαθούν να αντιμετωπίσουν το σύμπτωμα της ασθένειας αφού αυτό εκδηλωθεί δηλαδή, βολικά, λειτουργούν (αν λειτουργήσουν) εκ των υστέρων. Πρόκειται για ένα σύνολο εξαγγελιών που κανείς δεν μπορεί να ελέγξει αν μεταβολίζονται σε πράξη, κάθε πότε και για πόσο διάστημα. Ουδέποτε όμως εξετάζουν το ιερό τοτέμ της ανθρωπογεωγραφίας πίσω από την βία. Ακόμα κι αν ισχυριστούν ότι το πράττουν, οι περισσότεροι συντάσσουν μια μηντιακού βεληνεκούς έκθεση του ποιοι είναι ικανοί για τέτοιες συμπεριφορές.

    Οι εκθέσεις μιλούν για χαμηλού οικονομικοκοινωνικού επιπέδου άτομα, με βεβαρημένο οικογενειακό ιστορικό, ελλιπούς ακαδημαϊκής και κοινωνικής μόρφωσης, βασανισμένοι από πολλαπλές εξαρτήσεις και η αλήθεια είναι ότι όντως μπορεί να συναντήσει κανείς τέτοιες περιπτώσεις στη βάση της χουλιγκανικής πυραμίδας, σε αυτούς ας πούμε που βαράνε. Το πρόβλημα όμως βρίσκεται στην κορυφή της, εκεί όπου συναντάμε μια εντελώς διαφορετική κάστα ανθρώπων που ζουν από την εφαρμογή επικίνδυνων πρακτικών: πρόκειται για καριέρα που δεν μπορεί να διαχειριστεί ο οποιοσδήποτε. Έτσι, όταν η επιθετική συμπεριφορά μέσα κι έξω από τα γήπεδα τελικά οδηγήσει σε έγκλημα, το σύστημα μπορεί να συλλάβει τους ενόχους της συγκεκριμένης πράξης (έχουν και οι χούλιγκανς τους αυτοφοράκηδές τους) αλλά ποτέ η τιμωρία δεν φτάνει στα κεντρικά γραφεία, σε κάποιες περιπτώσεις επειδή, εντάξει, δεν μπορείς να συλλάβεις και τον εαυτό σου.

    Ο χουλιγκανισμός ως συμπεριφορά δεν είναι τόσο ανεξέλεγκτος όσο αφήνεται να πιστέψει κανείς. Σε κάποιες περιπτώσεις, πρόκειται για χορογραφία που έχει ως στόχο τον εκφοβισμό και την απόδειξη της «υπεροχής» της ομάδας, αλλά δεν στοχεύει σε δολοφονίες ανθρώπων.

    Εξελίσσεται σε προκαθορισμένο χρόνο και χώρο, αναδεικνύει την ποδοσφαιρική ταυτότητα των μελών του και δίνει την ψευδαίσθηση της συμμετοχής σε ένα κόσμο που σε ακούει και σε αποδέχεται. Αυτές όμως οι παρατηρήσεις της Κοινωνικής Ψυχολογίας δείχνουν και ότι – όταν πράγματι υπάρξει θάνατος – τότε αυτός δεν μπορεί να κατηγοριοποιηθεί ως «αποτέλεσμα συμπλοκής οπαδών».

    Έρευνες της δεκαετίας του ’90 έδειξαν πώς η βία στα γήπεδα, ιδιαίτερα στην Βρετανία, εξελίχθηκε από νωρίς ως κοινωνικός αγώνας της εργατικής τάξης, δηλαδή ως πολιτική αντίδραση.  Γι’ αυτό το λόγο, οι προσπάθειες κυβερνήσεων να κατευνάσουν τη βία έχουν συνδεθεί με την εναντίωση στα ιδανικά συγκεκριμένων κοινωνικών ομάδων, αντίληψη που μπορεί να οδηγήσει σε δυσαρέσκεια και αναταραχή μεγαλύτερου βεληνεκούς, εξού και αποφεύγεται από τους πολιτικούς, οι οποίοι την βγάζουν καθαρή με αερολογίες, ευχολόγια και «μαχαίρια στο κόκκαλο».  Συνοπτικές διαδικασίες, πάμε παρακάτω, δεν είναι ώρα να χάνουμε ψηφοφόρους. Το να κάνεις κάτι για την βία και το να φαίνεται ότι κάνεις κάτι, δεν είναι τα ίδια πράγματα.

    Είναι πολύ εύκολο να απαξιώσουμε τις πιθανές παρεμβάσεις σε ένα τέτοιο σοβαρό πρόβλημα με το να πούμε για άλλη μια φορά ότι πρόκειται για «θέμα παιδείας». Όλα είναι θέμα παιδείας έτσι ή αλλιώς και τα γενικόλογα δεν αποτελούν λύση. Δυστυχώς, η εξωτερική πίεση με τη μορφή καταστολής ή τιμωρίας που ασκείται από τις αρχές, δεν είναι ικανή από μόνη της να περιορίσει το φαινόμενο. Οι ποδοσφαιρικές ομάδες αδυνατούν να αναλάβουν την ευθύνη της συμπεριφοράς των οπαδών τους και των μηνυμάτων που εκπέμπουν προς το κοινό τους, αλλά εκεί μέσα βρίσκεται το μυστικό.

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 14 Ιανουαρίου 2020