• Φύγε

    Ένα από τα πιο παραγνωρισμένα πεδία στο μεγάλο κεφάλαιο της ενδοοικογενειακής βίας, είναι αυτό που αφορά στην απόδραση από ένα κακοποιητικό σπίτι.

    Εδώ και χρόνια ενθαρρύνουμε – πολύ σωστά – τις γυναίκες να μιλήσουν για όλα αυτά που τους συμβαίνουν αλλά οι καιροί έχουν ξεπεράσει την προτροπή «μίλα!»: ολοένα και συχνότερα αποδεικνύεται ότι οι γυναίκες των καταθέσεων και των αστυνομικών δελτίων, αυτές δηλαδή που βρίσκουν τη δύναμη να καταγγείλουν την κακοποιητική συμπεριφορά του συντρόφου τους στις αρχές, είχαν στην πραγματικότητα εκμυστηρευτεί την ιστορία τους σε τουλάχιστον ένα ακόμη άτομο, κατά το παρελθόν. 

    Η εξομολόγηση θα είναι πάντα ένα σημαντικό βήμα για τη λύτρωση αλλά, τελευταία, στα εκπαιδευτικά εργαστήρια και τις ενημερωτικές ομιλίες για το θέμα, προκύπτει η εξής ανάγκη για πληροφορία: πώς μπορούμε να ενθαρρύνουμε τις γυναίκες να φεύγουν από μια σχέση όσο είναι ακόμα νωρίς αλλά και ποια είναι τα συγκεκριμένα, πρακτικής αξίας βήματα για την απόδραση από ένα γάμο μέσα από τον οποίο οι σχέσεις και οι ευθύνες της οικογένειας έχουν παρασύρει τη γυναίκα σε μια δύνη ενοχών, κοινωνικοοικονομικής εξάρτησης και φόβου για το μέλλον της ίδιας και των παιδιών της, σε περίπτωση απομάκρυνσης.  Αυτό είναι το κεφάλαιο που βρίσκεται στο σκοτάδι, αυτό αποζητά την εκπαίδευση των κοινοτήτων μας και είναι τουλάχιστον υποκριτικό να υποστηρίζουμε ότι η φυγή είναι εύκολη όταν, στην παραπάνω περίπτωση, η βία του κακοποιητικού συντρόφου μετατοπίζεται από τον έλεγχο της ζωής του θύματος στην προσπάθεια αφανισμού του, ως εκδίκηση για την αναχώρηση. 

    Σε πάμπολλες περιπτώσεις, η προτροπή στις γυναίκες να αφήσουν μια βίαιη σχέση, έχει συγκαταβατικό χαρακτήρα: κι αυτό, επειδή δεν γίνεται κατανοητό το ότι η ανάληψη της πρωτοβουλίας για αναχώρηση – ειδικά όταν υπάρχει οικογένεια με παιδιά – εμπεριέχει ένα σωρό βήματα που φαντάζουν βουνό ακόμη και σε ανθρώπους που δεν είναι εγκλωβισμένοι, πόσο μάλλον σε γυναίκες που έχουν σταδιακά αποδυναμωθεί από τους κακοποιητές τους  γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό: για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα τους να διαφύγουν.  Δεν υπάρχουν επαρκείς κοινωνικές δομές για να στηρίξουν τη μακροχρόνια παραμονή μιας γυναίκας με παιδιά εκτός του κακοποιητικού σπιτιού, συχνά δεν υπάρχει οικονομική αυτάρκεια, δεν είναι όλα τα περιβάλλοντα υποστηρικτικά  προς μια γυναίκα που χρειάζεται να κρύβεται ενώ και η ίδια διατηρεί ανησυχίες για την υποβάθμιση της ποιότητας της διαβίωσης των παιδιών της.  Όλα αυτά είναι διλήμματα που προκύπτουν συνέχεια στις αναζητήσεις των γυναικών που επιθυμούν να διαφύγουν – μπορούμε να τις διαβεβαιώσουμε ότι οι ανησυχίες τους είναι αβάσιμες;  Κι ακόμη: μπορούμε να τους κρατήσουμε στο χέρι σε ολόκληρη αυτή τη διαδρομή ή μπορούμε να κρατήσουμε το χέρι εξίσου στην γυναίκα της Περιφέρειας Αττικής και σε αυτή των νησιών, που βιώνει την επαρχιώτικη «ομερτά» ενός περιβάλλοντος που βάζει ως προτεραιότητα να μη διαταραχθεί η συνοχή των μελών της μικρότερης κοινότητας κατόπιν καταγγελιών που «διασύρουν» μερικά από τα πιο ρωμαλέα μέλη της;  Το «φύγε» (ή έστω το «μίλα!») εμπεριέχει το ίδιο ρίσκο για την προσφύγισσα του καταυλισμού, τη γυναίκα με αναπηρία, τη γυναίκα που δεν μιλάει τη γλώσσα βοήθειας, την LGBTQ+ γυναίκα;  Είναι όλες οι διαδρομές προς την έξοδο οι ίδιες;

    Στην Ελλάδα, είμαστε ανέτοιμες να αντιμετωπίσουμε όλες τις φάσεις μιας απόδρασης από κακοποιητικό σπίτι.  Ναι, έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια αλλά αυτές μοιάζουν να αφορούν σε συγκεκριμένο γυναικείο πληθυσμό, ας πούμε σε αυτές που έχουν εξαρχής πρόσβαση στην πληροφορία, σε αυτές που βρίσκονται εγγύτερα στη βοήθεια, σε αυτές που είναι πληθυσμιακά ορατές.  Εμείς, οι πάροχοι της βοήθειας, είμαστε οι γυναίκες που χρειάζεται να απλώσουμε το χέρι, πιο μακριά, εντατικά, με περισσότερη ευελιξία.  Η πρόληψη ενάντια στη βία και την κακοποίηση πρέπει να γίνει «κινητή». 

    Πανελλαδικά, χρειαζόμαστε ασφαλείς χώρους διαλόγου και μια αλφαβήτα λειτουργίας που θα εμπεριέχει χειροπιαστές λύσεις.  Η εκπαιδευτική διαδικασία που θα μαθαίνει σε μια γυναίκα το πώς να φεύγει από μια κακοποιητική σχέση, ιδιαίτερα όσο είναι ακόμη νωρίς (νωρίς σημαίνει όσο ακόμα υπάρχουν πολύ περισσότερες επιλογές, δεν έχει εμπλακεί συναισθηματικά, δεν έχει μεσολαβήσει κάποια νομική διαδικασία που να τη «δένει» με τον κακοποιητή σε καθεστώς γάμου, δεν υπάρχουν τέκνα στο κάδρο και, φυσικά, νωρίς σημαίνει στην εφηβεία, στην πρώιμη νεότητα και στις ψευδαισθήσεις της), πρέπει να γίνει η κορωνίδα ενός συναισθηματικού «γραμματισμού» της κοινωνίας.

    Το «μίλα!» είναι προστάδιο, το «φύγε» είναι η μόνη επιλογή στην οποία οφείλουμε να επενδύσουμε.

    * Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

  • Ψηφιακοί Νομάδες: όταν η λογοτεχνική φράση «πολίτες του κόσμου» αποκτά πολιτικές διαστάσεις

    Η ψηφιακή, νομαδική ζωή αφορά στην ανεξάρτητη-από-γραφεία εργασία, στη δουλειά δηλαδή που μπορεί να γίνει από απόσταση και από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.

    Σε ένα μεταπανδημικό τοπίο αγοράς, τα ποσοστά των εργαζομένων που ήδη δουλεύουν ή έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν από απόσταση, εκτοξεύτηκαν το 2021 σε ύψη που φτάνουν τα 35 εκατομμύρια παγκοσμίως ενώ οι προβλέψεις θέλουν την εξ αποστάσεως εργασία να αυξάνεται ραγδαία, απαντώντας στις σύγχρονες ανάγκες των πολιτών του κόσμου για ευελιξία, ανεξαρτησία, προσωποποιημένη διαμόρφωση του ωραρίου και των συνθηκών εργασίας και προσωπική ανάπτυξη.  Η δουλειά για ένα μεγάλο αριθμό εργαζομένων έχει πάψει να είναι απλά παραγωγή, έχει γίνει τρόπος ζωής.  Ο ψηφιακός νομαδισμός δεν εντάσσεται πλέον στο πλαίσιο μιας «τάσης» αλλά είναι το νέο μοντέλο εργασίας που ήρθε για να μείνει, ενθαρρύνοντας περαιτέρω αλλαγές στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και σχεδιάζουμε τις ανθρωποκοινότητες μας. 

    Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μια προσπάθεια καλών προθέσεων προκειμένου η Ελλάδα να μπορέσει να αποτελέσει έναν ελκυστικό προορισμό για τους ψηφιακούς νομάδες.  Είναι σημαντικό να τονίσουμε δύο πράγματα σε σχέση με την προσπάθεια:

    α) η προσέλκυση ψηφιακών νομάδων, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι το έργο ενός μόνο ανθρώπου ή μιας συγκεκριμένης ομάδας επαγγελματιών: τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη του οικοσυστήματος, η κάλυψη των αναγκών του σε όλα τα επίπεδα – από τα πιο τεχνικά μέχρι αυτά που σχετίζονται με τις ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες φροντίδας (μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις σε αυτό το μοντέλο εργασίας αφορά στη μοναξιά και την έλλειψη διαπροσωπικών σχέσεων, που δεν ευνοούνται από την ολιγόμηνη παραμονή σε ένα τόπο) – είναι ένα στρατηγικό στοίχημα διαμόρφωσης κουλτούρας, που μας εμπεριέχει στους στόχους που χρειάζεται να εκπληρώσουμε.

    β)  ο ψηφιακός νομαδισμός δεν μπορεί να είναι μια διαφήμιση «ανοίξαμε και σας περιμένουμε» κάποιας Περιφέρειας, Δήμου ή φορέα.  Δεν είναι διακοπές, αν και έχει σχέση με το τουριστικό προϊόν.  Δεν είναι ψυχαγωγία, αν και απαιτεί την καλλιέργεια ευκαιριών συναναστροφής με ανθρώπους που ζουν παρόμοιες πραγματικότητες, το στήσιμο συνεργατικών χώρων με 24ωρη ελεύθερη πρόσβαση και ένα πλούσιο, ετήσιο πρόγραμμα δραστηριοτήτων που δεν θα άφηνε τα νησιά της χώρας να ερημώνουν το χειμώνα.  Είναι κρίμα το ότι σε όλες τις λίστες με τους 100 πιο δημοφιλείς προορισμούς για τους ψηφιακούς νομάδες, η Αθήνα χωράει μετά βίας ενώ κανένα από τα πανέμορφα ελληνικά νησιά μας δεν συμπληρώνει τα προαπαιτούμενα (μία από τις διεθνείς κοινότητες των ψηφιακών νομάδων κατατάσσει την Αθήνα στην 72η θέση για να δουλέψει κανείς από απόσταση ενώ η Θεσ/κη μπαίνει στη λίστα των 150, σκοράροντας καταϊδρωμένη στον αριθμό 148).  Χρειάζονται επίσης χαμηλό κόστος διαβίωσης, ένα θελκτικό, σταθερό φορολογικό καθεστώς,  υψηλή ποιότητα υποδομών και γρήγορες ταχύτητες ίντερνετ.  Πρόκειται για ένα πλήρες πακέτο ζωής, από αυτό που χαρίζουν μόνο οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις.

    Παρά την καλοκαιρία, τις ευκαιρίες διασκέδασης και το «γκρήκ μουζάκα» που αποτελούν τρία τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, σοβαρή, συστημική προετοιμασία  δεν γίνεται στη χώρα ούτε για τους ντόπιους, οι οποίοι μπορεί να μη συναντήσουν wifi σε δημόσιο χώρο πουθενά επί χιλιόμετρα, να μένουν σε περιοχές χωρίς εύκολη πρόσβαση από ασθενοφόρο, να εγκαταλείπονται απομονωμένοι στην επαρχία εκείνες τις εποχές του χρόνου που δεν υπάρχουν επισκέπτες ή να βασανίζονται από στερεότυπα για τους αλλιώτικους «ξένους».  Που να προτείνουμε δηλαδή σε κάποιον να ξεσπιτωθεί για να κλείνει επαγγελματικές συμφωνίες πολλών χιλιάδων ευρώ από τα γραφικά σοκάκια των χωριών μας (αν και μια ελπίδα έμπνευσης από τους μοναχικούς, ολιγαρκείς συγγραφείς του κόσμου, την έχουμε).  Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι το ότι ξεκινάμε την αξιολόγηση του μοντέλου του ψηφιακού νομαδισμού, με λάθος τρόπο.  Το βλέπουμε από την πλευρά του ευ ζην και όχι της πολύ σοβαρής ανάγκης για προσέλκυση ταλέντων που θα βοηθήσουν τη χώρα να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί και να ευημερήσει.

    Οι ψηφιακοί νομάδες είναι το brain gain που χρειαζόμαστε, αλλιώς.  Δεν είναι απαραίτητα τα επαναπατρισμένα ελληνόπουλα που είχαν φύγει για να δουλέψουν στο εξωτερικό αλλά μια παγκόσμια κοινότητα ανθρώπων, ανεξαρτήτως καταγωγής, που επιλέγει χώρες διαμονής που διαθέτουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα: χώρες που έχουν για παράδειγμα πανεπιστήμια που προσφέρουν ευκαιρίες έρευνας και εργασίας ή έχουν νεοφυείς επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να προσλάβουν δημιουργικά μυαλάΧώρες που διαθέτουν κυβερνήσεις που ενδιαφέρονται ενεργά και όχι στο πλαίσιο ευχολογίου για την καινοτομία, την τεχνολογία και την αποκέντρωση.  Ταυτόχρονα, ο ψηφιακός νομαδισμός μάς βάζει στη διαδικασία να σκεφτούμε βαθύτερα τα θέματα που αφορούν στη σημασία της πατρίδας, της έννοιας του πολίτη, της δέσμευσης σε ένα τόπο, της αφοσίωσης σε ένα σκοπό και των ανθρωπίνων σχέσεων και συγγενειών με σημαντικούς άλλους.

    Η έγκαιρη αναγνώριση των αναγκών που έχουν οι ψηφιακοί νομάδες οδηγεί στο μετασχηματισμό των κοινωνιών μας και της πολιτικής πραγματικότητας με τρόπο που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί στο παρελθόν.  Γι’ αυτό και χρόνια τώρα, το νέο αυτό μοντέλο εργασίας, μας πιάνει απροετοίμαστους.  Ως πότε.

  • Η βία δεν χωράει σε κατηγορίες

    Η βία δεν χωράει σε κατηγορίες

    Όταν ο κόσμος κάνει λόγο για οπαδική βία, συνήθως αναφέρεται στα επεισόδια και τις ταραχές που δημιουργούνται γύρω από αθλητικές εγκαταστάσεις, ανάμεσα σε ανθρώπους που υποστηρίζουν διαφορετικές αθλητικές επιλογές.  Το επίθετο «οπαδικός» μπορεί να αφορά στα ένθερμα μέλη οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας αλλά έχει συνδεθεί στενά με ποδοσφαιρικές, συχνά εξωγηπεδικές, πρακτικές και, ως εκ τούτου, συρρικνωθεί στη δημόσια συζήτηση.  Στο μυαλό των περισσοτέρων, η οπαδική βία αναφέρεται σε συμπεριφορές που εκπορεύονται από την ολοκληρωτική αφοσίωση σε μια ποδοσφαιρική συμμαχία που ενίοτε δανείζεται χαρακτηριστικά συμμορίας για να προσηλυτίσει, γιγαντωθεί σε αριθμό, καλλιεργήσει αίσθημα υπεροχής ή/και εκφοβίσει.  Η βία τότε κατανοείται ως συμμοριτοπόλεμος που κανείς νομίζει ότι μπορεί να «θεραπεύσει» με αναστολή λειτουργίας συνδέσμων, προσωρινές απαγορεύσεις ή οριζόντιες κυρώσεις προς όλους, τιμωρίες που θυμίζουν την υπεραπλουστευμένη σχολική λογική του «αν δεν μου πείτε ποιος έσπασε τη λάμπα, θα τιμωρηθείτε όλοι».   Μακάρι όμως η βία να ήταν σκέτη συμπεριφορά, επειδή τότε θα μπορούσαμε να την απομονώσουμε και να την αποδομήσουμε.  Δεν είναι.  Η έννοια της οπαδικής βίας έχει γίνει τόσο στενή, ώστε να συμπεριλαμβάνει μόνο το σύμπτωμα ενός παγόβουνου στου οποίου την κορυφή σκοντάφτουμε.  Το υπόλοιπο μέρος, αυτό που βρίσκεται κάτω από το νερό (ή το βούρκο, στη συγκεκριμένη περίπτωση), δεν αναλύεται ποτέ, επειδή αποτελεί την κυρίως νόσο, εκείνο το ενδοσκοπικό κομμάτι ενός κοινωνικού προβλήματος που δεν θα μπορούσαμε να εξετάσουμε χωρίς να ρίξουμε μια γερή ματιά στον καθρέπτη. 

    Η οπαδική βία δεν αναλύεται στο δημόσιο διάλογο, επειδή είναι δύσκολο να μιλήσεις για ήδη περιθωριοποιημένες κοινότητες ανθρώπων, τις οποίες προσπαθείς να αποφορτίσεις περιθωριοποιώντας περισσότερο: η λέξη οπαδός κατάντησε συνώνυμη του ενόχου.  Ποιοι οπαδοί είναι πραγματικά στην ομάδα έρευνας σου, ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν αυτοί, ποιες είναι οι κοινωνικές παρεμβάσεις που απαντούν στο πρόβλημα;  Ποια είναι η ανθρωπογεωγραφία της οπαδικής βίας και τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι η βία δεν θα κάνει την εμφάνιση της ξανά, ως συμπεριφορά πάντα, ενόσω όλα τα αίτια και οι απρόβλεπτες αφορμές βρίσκονται εκεί έξω, ανέγγιχτα, στην πρωτόγονη τους μορφή, έτοιμα να συνδυαστούν δραματικά σε επεισόδιο, σε δεύτερο χρόνο. Ποιες είναι οι ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες ανθίζει το κάθε οπαδικό χτύπημα, αυτές που εμποδίζουν ή διευκολύνουν την ανάπτυξη παραβατικών συμπεριφορών γύρω από αθλητικά γεγονότα.  Ευθύνεται άραγε ο μυθικός-σε-διαστάσεις «χουλιγκανισμός», ένας όρος που ξεπεράστηκε την ίδια περίπου εποχή που ξεπεράστηκε και ο τεντιμποϊσμός.  Η χρήση του όρου είναι τόσο απέλπιδα όσο και το να επαναλαμβάνεις την κοινότοπη φράση «όλα είναι θέμα παιδείας» ως απάντηση για τα πραγματικά προβλήματα της ζωής. 

    Χρησιμοποιούμε τον χουλιγκανισμό στην επικοινωνία με ένα στερεοτυπικό τρόπο, για να περιγράψουμε μεταξύ μας τους μπαχαλάκηδες των γηπέδων.  Ο όρος όμως αφορά σε μια βεντάλια συμπεριφορών που συμπεριλαμβάνουν από μικροεπεισόδια μέχρι έγκλημα, ενώ καλύπτει όλα τα ψυχοκοινωνικά προφίλ των ανθρώπων που εμπλέκονται σε φασαρίες με τρόπο που σε αναγκάζει ως λειτουργός να κινηθείς αναλυτικά, όχι παίρνοντας φασόν μέτρα «εναντίον του».  Κατά καιρούς, ο χουλιγκανισμός παίρνει χαρακτηριστικά κινήματος και άλλες φορές δεν εμφανίζεται σε ποδοσφαιρικές διοργανώσεις (όπως στην περίπτωση του Euro2004).  Ο ρόλος των ομάδων αστυνόμευσης είναι επίσης πολυεπίπεδος και χρειάζεται να εξεταστεί ξεχωριστά.  Εστιάζοντας στο κλείσιμο, την καταστολή ή την παύση, τα μέτρα ανάσχεσης της βίας απομακρύνονται από τις απαντήσεις στο ερώτημα του «γιατί καταλήγουν έτσι τα πράγματα» και του «πόσο χειρότερα μπορούν αυτά να γίνουν», επειδή απομακρύνονται από τους δρώντες που βρίσκονται γύρω από και μέσα σε αυτά.  Επιπλέον, το να φλερτάρεις με δράσεις καλής θέλησης, κατά τη διάρκεια των οποίων κάποιοι κρατούν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη νεκρών για να ξαναρχίσουν τον αλληλοσπαραγμό αμέσως μετά, είναι μια επιδερμική προσέγγιση στην αναζήτηση του τι βασανίζει τους ανθρώπους που καταφεύγουν σε ομάδες για να βρουν τον εαυτό τους (άσχετα αν καταλήγουν να τον χάνουν εκεί μέσα, τελικά – αυτή είναι όμως η διεργασία της μετατροπής σε οπαδό).  Η ευθύνη της πολιτείας είναι να κάνει όλη την παραπάνω αναλυτική δουλειά.  Προς το παρόν, δεν την κάνει.

    Αν θέλουμε να μιλάμε για διαχείριση κρίσεων, πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι η οπαδική βία είναι αληθινή, μόνιμη κρίση, δεν είναι μια σειρά από ασύνδετα μεταξύ τους, αποσπασματικά συμβάντα.  Επίσης, πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι οι άνθρωποι λειτουργούν οπαδικά όχι μόνο προκειμένου να υποστηρίξουν την ποδοσφαιρική ομάδα τους, αλλά πολύ περισσότερο για να ενισχύσουν την κοσμοθεωρία, τη νοοτροπία, την απουσία νοήματος και ταυτότητας μέσα τους, τον υποβιβασμό του κοινωνικού περιβάλλοντος τους, την εξαθλίωση των ανθρωποκοινοτήτων τους σε βαθμό που το περιθώριο να ταυτίζεται επικίνδυνα με αυτό που αποκαλούσαμε στο παρελθόν νόρμα.  Χρειάζονται να τα υποστηρίξουν παθιασμένα, βαθιά και επικίνδυνα όλα αυτά γιατί συνιστούν τη ζωή τους: έτσι ζουν.  Ο οπαδισμός είναι τρόπος ζωής και απουσίας κοινωνικών αναφορών και σχέσεων, με τρομερές επιπτώσεις στις κοινωνίες.  Είναι καιρός να τον δούμε ως κοινωνικό πρόβλημα, είναι καιρός να παραδεχτούμε ότι έχουμε πρόβλημα, δεν είναι ένα θέμα για να διαχειριστούν «κάποιοι άλλοι» ενώ «εμείς» συνεχίζουμε υπεράνω συμπερίληψης.  Και έτσι πράττοντας, να σταματήσουμε να είμαστε οπαδοί στις πολιτικές λύσεις μας για τη χώρα.

    * Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο marketnews.gr, στις 22/02/2022.

  • Το 2% μερτικό μας στη χαρά

    Εδώ και χρόνια, υπάρχει μια επιδημία που βάζει εμπόδια σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια στη χώρα: αυτή, δεν είναι άλλη από τον οικονομικό αγώνα των επιχειρήσεων να ορθοποδήσουν και να δημιουργήσουν για το οικοσύστημα τους προοπτική σε μια κοινωνία που παλεύει με τη χρεωκοπία, την πανδημία, το κλίμα πολιτικής πόλωσης και την κακή εμπειρία του παρελθόντος, σύμφωνα με την οποία το χρήμα ερχόταν σε μεγάλο βαθμό με τη μορφή επιδοτήσεων και χρηματοδοτικών πακέτων από το εξωτερικό, χωρίς απαραίτητα να είναι αποτέλεσμα εγχώριας, αυτόφωτης παραγωγικής διαδικασίας.  Σε όλα τα παραπάνω, χρειάζεται να ρίξουμε μια γερή ματιά στην ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων που κρατούν με τα χέρια τους την οικονομία της χώρας, τους δημιουργούς του ιδιωτικού τομέα, που δεν έχουν μόνο πληγεί οικονομικά αλλά πολύ περισσότερο σε σχέση με την ουσία της εργασίας τους, αφού αυτή έχει υποστεί κατακλυσμιαίες αλλαγές τις οποίες δεν ήταν έτοιμοι να βιώσουν ενώ ο κονιορτός των μεταβολών δεν έχει κατακαθίσει με τρόπο που να τους διευκολύνει να ανακτήσουν κάποιον υποτυπώδη έλεγχο.  Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα κι ενώ ο κορονοϊός θερίζει τις ζωές και την διαμόρφωση της καθημερινότητας εκατοντάδων ανθρώπων, το συμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ενέκρινε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από τις αρχές της νέας χρονιάς, εκτιμώντας αφενός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να το αντέξουν, αφετέρου ότι η αύξηση θα στηρίξει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, ενισχύοντας την ελπίδα για μια τηλεοπτικά κοινότοπη «κίνηση της αγοράς».

    Αν αφήσουμε στην άκρη το σοκ των εντυπωσιακών προβλέψεων για το τι θα καταφέρουμε ή δεν θα καταφέρουμε να αντέξουμε στο μέλλον, πράγμα που εξαρτάται από δεκάδες παράγοντες, όπως ας πούμε από το πόσες επιχειρήσεις θα παραμείνουν ανοιχτές, κερδοφόρες και ικανές να πληρώνουν το ρεύμα τους μέχρι το τέλος της δοκιμασίας του κορονοϊού (παράδειγμα που με τη σειρά του επηρεάζεται από ακόμα περισσότερες παραμέτρους, όπως από το πόσο γρήγορα η ελληνική, οικογενειακά σκληροπυρηνική επιχείρηση θα μεταβολίσει τους κραδασμούς σε έργο ενώ ουδέποτε εκπαιδεύτηκε – από τους πρωθυπουργούς που ψήφιζε – στο να το πράττει ολομόναχη), αυτό που μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι, ναι, οι αυξήσεις μισθών είναι ασυνείδητα συνδεδεμένες με ένα αίσθημα αγαλλίασης για τους αποδέκτες.  Γι’ αυτό άλλωστε και εξαγγέλλονται: πρόκειται για εξαγγελίες-τσιρότα στη μόνιμα ανοιχτή πληγή της οικονομίας που αιμορραγεί.  Σε ενδεικτική έρευνα που κάλυπτε τα έτη 2011-2019 στην Αμερική, ένα 10% αύξησης στον κατώτατο μισθό συσχετίστηκε με μια 0.4–0.5% μείωση στην οικονομική απελπισία που οδηγεί σε καταχρήσεις (αλκοόλ, ψυχοδραστικές ουσίες) ανάμεσα στην κοινωνική ομάδα των χαμηλόμισθων, ανειδίκευτων εργατών, χωρίς όμως αυτό απαραίτητα να οδηγεί στη συνολική βελτίωση της ψυχολογικής κατάστασης τους ή σε γενικευμένα, ασφαλή συμπεράσματα που αφορούν στη σχέση αύξησης κατώτερου μισθού και ψυχικής υγείας.  Παρόμοιες έρευνες καταγράφουν τάσεις στον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται την αύξηση του κατώτερου μισθού, αλλά δεν υπάρχουν πορίσματα για μακροχρόνια λειτουργία της επίδρασης που έχει η είδηση της προς-τα-πάνω αλλαγής στη συνολική πορεία της ζωής ενός εργαζόμενου, πόσο μάλλον στην Ελλάδα της έλλειψης στατιστικών στοιχείων.  Προς το παρόν, η χαρά διαρκεί λίγο και αφορά σε αυτούς που λαμβάνουν την αύξηση.   

    Τι γίνεται όμως με την ψυχική υγεία αυτών που καλούνται να καταβάλλουν τους μισθούς;  Στη χώρα μας ουδέποτε ρωτήθηκε, συνεντευξιάστηκε ή κλήθηκε να καταθέσει την τραγική εμπειρία του ο Έλληνας ελεύθερος επαγγελματίας που αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο του εργοδότη που συνεχώς ρίχνει χρήμα σε ένα κρατικό κουβά χωρίς πάτο και που πιθανότητα υποφέρει εξίσου από εξαρτήσεις ενώ κινδυνεύει από το λεγόμενο «death of despair» τον επαγγελματικό ή/ και κυριολεκτικό αφανισμό του.  Με την ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση να συρρικνώνεται σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πόρους και δυναμική, δεν έχουμε πλάνο για το πώς αυτή θα λειτουργήσει στην μετά-covid19 εποχή, δηλαδή για το αν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της, θα χρειαστεί ενισχύσεις ή θα τινάξει από πάνω της την κρατική μπουκάλα οξυγόνου για να αναπνεύσει ελεύθερα.  Οι κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς (από τη λίστα των οποίων με λύπη μου διαπιστώνω ότι απουσιάζει το σώμα των ψυχολόγων) που ερωτήθηκαν στο παρελθόν, πάντως, δεν εξέφρασαν αισιοδοξία για οποιαδήποτε πρόταση που περιλαμβάνει τη λέξη «αύξηση», όταν μάλιστα αυτή οδηγεί σε αρνητικούς συνειρμούς που καταλήγουν αργά και βασανιστικά στον εργασιακό τάφο. 

    Από την αύξηση του ιικού φορτίου και την αύξηση των περιοριστικών μέτρων, στις αυξήσεις στην ενέργεια, στα αγαθά πρώτης ανάγκης και στην αύξηση του μισθού, όλα τώρα τελευταία μοιάζουν ανηφορικά.  Είναι όμως το μήνυμα για τον καινούριο χρόνο ένα μήνυμα χαράς;  Ίσως θα μπορούσε να γίνει, αν τερματιζόταν ο υποβιβασμός του επιχειρηματικού τοπίου σε σύνολο από μπακάλικα στα οποία, γράψε-σβήσε στο τεφτέρι, επιτρέπουμε να φυτοζωούν.  Αν υπήρχε αναπτυξιακή πολιτική για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων.  Αν κατανοούσαμε το ελληνικό εργασιακό τοπίο με τρόπους που απαντούν σε ψυχολογικές ανάγκες και τη συνολική φροντίδα της υγείας, για εργοδότες και εργαζομένους: αν είναι να μιλήσουμε για ψυχολογία, ας το κάνουμε συμπεριληπτικά.  Και τελικά, αν δεν εστιάζαμε στη χαρά του 2%, που φαντάζει σαν ληγμένη μπαταρία συσκευής, αλλά στη διάρκεια, στην αντοχή και στην επανοικοδόμηση της αγοράς, πολύ πριν εισηγηθούμε την κατανάλωση της..

    * Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο marketnews.gr, στις 30 Δεκεμβρίου 2021.

  • Ο χρόνος είναι χρήμα και άλλα γνωμικά που μας κάνουν δυστυχισμένους

    Συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν δυο μεγάλες ομάδες ανθρώπων που συνδέουν τον χρόνο τους με την απόκτηση ή την διατήρηση χρημάτων.  Όσοι πιστεύουν ότι η ζωή είναι μικρή για να μη δίνουν περισσότερη βαρύτητα στο χρόνο που περνάει, αφιερώνοντας τεράστια διαστήματα στον εαυτό τους και στις προσωπικές τους ενασχολήσεις, εισάγοντας την έννοια της βραδύτητας σε αυτά που κάνουν, γυρνώντας την πλάτη στους φρενήρεις ρυθμούς της συσσώρευσης αγαθών.  Και οι υπόλοιποι.  Όλοι εμείς δηλαδή που ζούμε για να υπολογίζουμε πόσα ευρώ ή points χωράνε στη μέρα, έχοντας υπογράψει συμβάσεις ή κάνει συμφωνίες που μετρούν το νόημα της ζωής με τα δευτερόλεπτα της ώρας.  Εμάς τους τελευταίους – κυριολεκτικά και μεταφορικά – μας λες και ντηλιβεράδες της καθημερινότητας, ανθρώπους που φέρνουμε στην πόρτα σου όλων των ειδών τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, από σουβλάκια μέχρι τεχνολογικό σχεδιασμό και από μαθήματα γλωσσών μέχρι συνεδρίες ενσυνειδητότητας για όσους τρέφουν την ψευδαίσθηση ότι το Ελληνικό σύστημα σου επιτρέπει να κάθεσαι mindful πίνοντας τσάι στον κήπο.    

    Ένα πουλάκι έχει ψιθυρίσει στο αυτί όλων μας ότι το μέλλον ανήκει στους διανομείς (αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι πολύ δύσκολο να σου ανήκει οτιδήποτε όταν δεν έχεις στα χέρια σου την ελευθερία του πώς θα το διαχειριστείς) γι’ αυτό και πληθαίνουν οι πλατφόρμες παραγγελιών με τις οποίες π.χ. γλιτώνεις χρόνο από το να επισκεφτείς τον μανάβη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να πουληθεί αργότερα σε σένα από τους life coach ως προϊόν η πολύτιμη συμβουλή ότι, αν αρχίσεις να ξαναβάζεις στη ζωή σου τις επισκέψεις στους μανάβηδες, μπορεί τελικά και να αισθανθείς πιο ευτυχισμένος. 

    Η ουσία είναι ότι όλοι χρειάζεται να πληρώνουμε φόρους και λογαριασμούς, ποταπές υποχρεώσεις που μας απομακρύνουν από τον αληθινό μας εαυτό.  Διότι, σαφέστατα, αν είχαμε λύσει το βιοποριστικό μας μπορεί σήμερα να αναφωνούσαμε «φάτε παντεσπάνι» στους ανθρώπους που μάχονται για μια συνολικότερη ποιότητα στις καθημερινές μας συνδιαλλαγές.  Ευτυχώς,  ακόμα υπάρχει – έστω και ως πολιτικοφιλοσοφικό εδάφιο – εκείνη η ποιότητα που δεν μετριέται από τους χρήστες εφαρμογών σε διαδικτυακά αστεράκια, αστεράκια που σε απαλλάσσουν από την κοινωνική ευθύνη της συνδιαμόρφωσης περιβάλλοντος εργασιακής κουλτούρας ενόσω αξιολογείς υψηλά το αν ένα ταξί έχει γουάι φάι ή αν ένας εργαζόμενος έχει λιγότερο ρομποτική συμπεριφορά.  Ήταν ωστόσο απολύτως απαραίτητο να μπει στο λεξιλόγιό μας ο όρος free lancer, μία υπερκούλ ψευδαίσθηση για τα εγχώρια δεδομένα ότι, όχι μόνο έχεις επιλογές ως προς το πώς θα διαμορφώσεις την επαγγελματική σου καθημερινότητα με τρόπο που δεν υποστηρίζεται νομικά, αλλά μπορείς και να το απολαύσεις!  Ναι, μη είσαι αχάριστος: είναι μαγκιά να είσαι free lancer εκεί που δεν έχουμε ακόμα συμφωνήσει για το αν είναι αυτοκτονικό να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας ή αν θα πρέπει να το κλείσουμε το ρημάδι και να κοιτάξουμε να γραφτούμε στην κλαδική κανενός κόμματος της προκοπής.  

    Φυσικά το free lancing δεν έρχεται χωρίς τις ψυχοκοινωνικές του επιπτώσεις τις οποίες είναι το ίδιο επικίνδυνο να αγνοήσουμε με το να θεωρούμε λανθασμένα ότι η οικονομία έρχεται αποκομμένη από τον τρόπο που «νιώθουμε» και επενεργούμε στα πράγματα.  Για παράδειγμα, η ρευστότητα της αγοράς εργασίας, οι διαρκείς αλλαγές και η αίσθηση ότι όχι απλά είσαι αναλώσιμος αλλά υπάρχουν ολόκληροι σχολιαστές στα κοινωνικά δίκτυα που επιμένουν ότι θα πρέπει να κάνουμε τους ανθρώπους να συνεχίσουν να αισθάνονται αναλώσιμα μηδενικά στον αντίποδα της εμμονής για διορισμούς, έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε μια ιδιαίτερη φτώχεια μέσα στη συνολικότερη ένδεια που μας δέρνει: τη φτώχεια της αδυναμίας να αναπτυχθείς εσωτερικά και εξωτερικά.  Μερικοί ίσως σοκαριστούν με την ιδέα ότι η ανάπτυξη ή η επιθυμία αυτής ξεκινάει από το μυαλό μας.  Είναι που επί χρόνια φροντίζουμε να να καταπνίγουμε εγκαίρως οποιαδήποτε τέτοια κλίση μπορεί να εμφανίσει κάποιος.  Ναι, η απουσία επιλογών είναι ολέθρια για την ψυχολογία, αν όμως πείσεις τους ανθρώπους ότι μπορούν να καταφέρουν πράγματα με τη δύναμη του νου (όπως λένε και στα τηλεπαιχνίδια «δεν ξέρω αν το θέλεις πολύ»), τότε βγάζεις από πάνω σου την ευθύνη των αληθινών μεταρρυθμίσεων και την μετατοπίζεις στους εργαζόμενους-ανέργους, δηλαδή στους free lancers. 

    Είσαι «μάστερ του πεπρωμένου σου» όπως έγραφαν οι  Susan Ashford και Ruth Blatt από το πανεπιστήμιο του Michigan πριν ανακαλύψουν ότι η υποτιθέμενη εργασιακή «ελευθερία», όταν δεν υπάρχει διέξοδος διαφυγής, όταν δηλαδή το free lancing δεν αφορά σε κάποιο βραχυπρόθεσμο project που έχεις αναλάβει παράλληλα με τον κύριο κορμό της δουλειάς σου, είναι κάτι που σε βουλιάζει στην απόγνωση και στην εμμονή με τα φραγκοδίφραγκα.  Είναι ολέθριο για την ταυτότητα σου ως εργαζόμενος και ως άνθρωπος που χρειάζεται να λειτουργήσει μέσα σε ομάδες εμπιστοσύνης και αλληλοϋποστήριξης.  Κατατρώει τις διαπροσωπικές σου σχέσεις αν υποθέσουμε ότι έχεις το κουράγιο να κουράρεις διαπροσωπικές σχέσεις καθώς, όπως είπαμε και στην εισαγωγή αυτού του άρθρου, χρειάζεται ελεύθερος χρόνος γι’ αυτό.  Τέλος, η τοξικότητα του να κυνηγάς πάντα τα αστεράκια της πλατφόρμας είναι κάτι που ελπίζω και εύχομαι να αναγνωριστεί σε μερικά χρόνια, με τον τρόπο που δύο δεκαετίες πριν ο κόσμος είχε τρελαθεί με τη «θετική ενέργεια», μόνο και μόνο για να έρθει σήμερα στα λόγια μας και στα σύγκαλα του και να ονομάσει την πάση-θυσία-ευτυχία, toxic positivity.  Κάλλιο αργά παρά ποτέ. 

    Είμαστε μια χώρα χωρίς πρόσωπο που περαιτέρω μαϊμουδίζει τάσεις που αποπροσωποιούν την κοινωνική μας αντίληψη και εμπειρία.  Σπανίως μαθαίνουμε τις ιστορίες πίσω από τους εργαζόμενους σε διάφορα πόστα αλλά θεωρούμε ότι όλες οι εργασιακές προτάσεις και συνθήκες μπορούν να ειδωθούν από την πλευρά των επιλογών που έχει κάποιος και όχι ως αποτέλεσμα μη-ύπαρξης ικανών επιλογών, ως αποτέλεσμα χρόνιων αδιεξόδων.  Δεν μπορείς να εξαίρεις το free lancing αν δεν είσαι διατεθειμένος να παραδεχθείς πράγματα για την αυτοαπασχόληση.  Δεν μπορείς να προτείνεις, όταν η ιδέα σου για το free lancing προέρχεται από τις έρευνες των part time εργαζομένων σε χώρες διαφορετικές από τη δική σου.  Μια νέα ομάδα εργαζομένων γεννιέται με την λεγόμενη gig economy αλλά το μόνο που έχεις να προτείνεις είναι να κολυμπήσουμε.  Λυπάμαι αλλά δεν θα ακούσω την υπεραπλουστευτική σου εκδοχή.

    Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

  • Τα προβλήματα της πανδημίας δεν θα λυθούν με ένα application

    Αν κάτι μας έμαθε η πανδημία με τον πιο σκληρό τρόπο, αυτό είναι το να μη θεωρούμε δεδομένα όλα τα πλάνα και τα προγράμματα πάνω στα οποία στηριζόμασταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν ξαφνικά τη δουλειά και την ζωή – όπως τις είχαν σχεδιάσει και εμπιστευτεί – κάτω από τα πόδια τους. Δεκάδες άλλοι μπήκαν σε αναμονή για κάτι που δεν γνωρίζουμε με ποια μορφή και με ποιους όρους θα έρθει. Η ανάγκη για επιβίωση έκανε κάποιες περίπλοκες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα την τηλε-εργασία που έχει ένα τεράστιο φάσμα δικών της κανόνων και συμπεριφορών, να μεταβολιστούν σε λύσεις ανάγκης για λίγους, προκειμένου να συνεχίσει η γη να γυρίζει. Πίσω όμως από τις προσπάθειες και την καλή θέληση όλων μας να διατηρήσουμε εκείνη την «κανονικότητα» που είναι ικανή να μας εξασφαλίσει μια μίνιμουμ ισορροπία, υπάρχει ένα πολυποίκιλο εργατικό δυναμικό που δεν θα κληθεί απλά να ξαναγυρίσει στη δουλειά (αν υποθέσουμε ότι θα υπάρχουν δουλειές μετά την πανδημία), αλλά να εκπαιδευτεί από την αρχή για τον κόσμο που ετοιμάζεται. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, όχι απλά δεν ακούγεται κουβέντα αλλά σχεδόν υπονοείται ότι θα πρέπει μόνοι τους να βρουν την άκρη, αφού τα εμπόδια του καθημερινού τους αγώνα είναι κάτω από το όριο ανίχνευσης της κυβέρνησης και του κράτους πρόνοιας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι το ανθρώπινο δυναμικό της ηλικίας των 55 +, που έρχονται αντιμέτωποι με τα οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά στεγανά όλης της προηγούμενης δεκαετίας της κρίσης. Πρόκειται για μια αόρατη ομάδα της αγοράς εργασίας.

    Ζούμε σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η τηλε-εργασία και η ευελιξία στο εργασιακό ωράριο ενθαρρύνονται προκειμένου να τηρηθούν τα μέτρα προστασίας κατά του κορονοϊού: αυτό που δεν έχει μετρηθεί και αξιολογηθεί ποιοτικά είναι το πόσοι εργαζόμενοι και σε ποια εργασιακά πόστα μπορούν πραγματικά να δουλέψουν από απόσταση. Τα στατιστικά στοιχεία διεθνώς περιγράφουν ένα δραματικό τοπίο ανθρώπων που μένουν εκτός δουλειάς και εκτός ευκαιριών. Είναι οι λεγόμενοι «blue collar» εργαζόμενοι, οι χειρώνακτες, οι χαμηλόμισθοι σε επισφαλή πόστα, οι άνθρωποι δηλαδή που είχαν εξαρχής λιγότερη ευελιξία και μικρότερο εύρος επιλογών ως προς τη δουλειά που θα έκαναν. Όταν μάλιστα οι παραπάνω ανήκουν σε ηλικιακές ομάδες που ο κορονοϊός έχει χτυπήσει αλύπητα, αυτοί είναι περισσότερο πιθανό να αποσυρθούν στα σπίτια τους, να απολυθούν ή να μη μπορούν να βρουν δουλειά εξαιτίας της επικινδυνότητας για την υγεία τους αλλά και των δεξιοτήτων που εντωμεταξύ δεν πρόλαβαν να καλλιεργήσουν. Η πιθανότητα να ξεκινήσουν τη δική τους δουλειά στην Ελλάδα των λουκέτων και της ανύπαρκτης επιχειρηματικής κουλτούρας, είναι μηδαμινή αν όχι μια θρασύτατη υπόνοια όσων κυβερνητικών ενθαρρύνουν τον κόσμο να σταματήσει επιτέλους να ζει με επιδόματα και να «δομήσει βιογραφικό». Η πιθανότητα να ανταγωνιστούν τις μικρότερες ηλικίες μετά το lockdown – και παρά τα πολλαπλά προσόντα που μπορεί να διαθέτουν όσοι έχουν φάει πραγματικά την αγορά με το κουτάλι – είναι ελάχιστες και μόνο στο μυαλό των θεωρητικών που πιστεύουν ότι «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».

    Έφερε η πανδημία μαζί της μια παρέλαση από ανισότητες στις οποίες τα προηγούμενα χρόνια απλά αναφερόμασταν χωρίς ποτέ να έχουμε κάνει κάτι; Η ηλικία, μεταβλητή που θεωρούνταν στερεότυπο μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, ήρθε ως σοκαριστική πραγματικότητα να ταράξει τη νιρβάνα όσων ταυτίζονται με την τεχνολογία με τρόπο που να θεωρούν αυτονόητη την ομαλή προσαρμογή στα νέα διαδικτυακά δεδομένα, αγνοώντας το ότι έχουμε δρόμο μέχρι την ψηφιακή εγγραμματοσύνη. Τα προβλήματα της πανδημίας δεν θα λυθούν με application και προγράμματα επιμόρφωσης που έχουν ηλικιακά όρια. Σαφέστατα σήμερα έχουμε περισσότερες επιλογές, διαύλους επικοινωνίας και πλατφόρμες χτισίματος μιας καινούριας ζωής-επιχείρησης-ομάδας: με την προϋπόθεση ότι θα γίνει ένα άνοιγμα γνωριμίας και εξοικείωσης προς όλους εξίσου και όχι μόνο προς αυτούς που γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιούν το zoom ως ελάχιστη προϋπόθεση.

    Υπάρχει επιτακτική ανάγκη δημιουργίας ενός ευρύτερου πλαισίου επιμόρφωσης και ενθάρρυνσης για την επιστροφή στην εργασία και την διατήρηση εργασιακών θέσεων, για τους άνω των 55 ετών. Η εργασία, η απασχολησιμότητα, η δημιουργία επιλογών και κατ’ επέκταση η κοινωνική ένταξη των μεγαλύτερων ηλικιακά ανθρώπων – παράγοντες που δεν επηρεάζουν μόνο την δική τους ψυχική υγεία αλλά την ολόπλευρη επιβίωση των κοινοτήτων μας – χτυπούν καμπανάκι κινδύνου.

    Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

  • Όταν η Ψυχική Υγεία χρησιμοποιείται ως διαφημιστικό σλόγκαν

    Στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια της πρώτης καραντίνας, με ευχάριστη έκπληξη άκουσα για πρώτη φορά να επαναλαμβάνονται οι λέξεις «ψυχική υγεία» από τις εκπομπές και τα σποτ των ΜΜΕ που μιλούσαν για πρόληψη, μέριμνα και πρόσβαση στις αντίστοιχες υπηρεσίες.  Ποτέ στο παρελθόν η κρισιμότητα και η επιτακτικότητα λήψης μέτρων υπέρ της ψυχικής υγείας δεν είχαν αναφερθεί ανοιχτά, δημόσια και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στην τηλεόραση.  Μια ενημέρωση για την φροντίδα της εσωτερικής μας ισορροπίας υπό την πίεση του εγκλεισμού ήταν βέβαια επιβεβλημένη αλλά η ελπίδα ότι επιτέλους άνοιξε η δημόσια συζήτηση για το θέμα, κορυφώθηκε με την δημιουργία υπουργικού χαρτοφυλακίου εστιασμένου σε αυτό.  Και τι έγινε μετά;  Τίποτα.

    Στη χώρα μας πολλά πράγματα γίνονται απλά και μόνο για επικοινωνιακούς λόγους. Έτσι ζούμε ένα ακόμα πυροτέχνημα που μάλιστα κάνει και τη φοβερή ζημιά του να δίνει την εντύπωση – σε όσους δεν είναι γνώστες του επιστημονικού πεδίου – να νομίζουν ότι αυτό είναι, μέχρι εκεί φτάνει, τι άλλο θα μπορούσε δηλαδή να συμβεί;  Η ψυχική υγεία δεν είναι ζήτημα για να παίζεις παιχνίδια στο όνομά του.  Είναι κοινωνικό, επειδή αφορά στην διαμόρφωση της ποιότητας της ζωής μας.  Ηθικό, επειδή συντηρεί τις ανισότητες και μπλοκάρει την ισότιμη πρόσβαση στη λήψη υπηρεσιών.  Οικονομικό, επειδή το World Economic Forum προειδοποιεί ότι, μέχρι το 2030, οι παγκόσμιες δαπάνες φροντίδας και νοσηλείας των ωφελούμενων θα εκτοξευθούν στο αστρονομικό ποσό των 16 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αν δεν αναχαιτίσουμε από κοινού την κατρακύλα.  Και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, επειδή κάθε 40 δευτερόλεπτα κάποιος στον κόσμο αυτοκτονεί (πηγή: WHO).

    Δεν αρκεί να πληρώσεις ή να καλέσεις κάποιον εθελοντικά στο γυαλί να σου πει να απευθυνθείς σε ψυχολόγο σε περίπτωση που νιώθεις άσχημα.  Συγνώμη αλλά έχουμε προοδεύσει ως ανθρωπότητα από αυτό το σημείο μηδέν.  Από την άλλη, δεν χρειάζεται καν να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, γιατί το αβαντάζ του να τα κάνεις όλα τελευταίος είναι ότι μπορείς να κοπιάρεις τις καλές πρακτικές άλλων λαών και να καμωθείς ότι τις σκέφτηκε το υπουργικό σου συμβούλιο.  Μια ματιά στο πλήθος προγραμμάτων προς όλες τις ηλικίες που λαμβάνουν χώρα παγκοσμίως, είναι ικανή να κάνει κάποιον να καταλάβει πόσο πίσω είμαστε σε αυτό τον τομέα, με μηδενική πιθανότητα να προλάβουμε τις εξελίξεις.  Με άλλα λόγια, θα πληρώσουμε την έλλειψη στρατηγικής για την υγεία με πάσης φύσεως απώλειες και κατακερματισμένο πνεύμα.  Μπορεί βέβαια να φτιάξουμε καμιά νόστιμη, δακρύβρεχτη διαφήμιση που θα μας κοστίσει ο κούκος αηδόνι και θα τονίζει την «ανικανότητά» μας (γιατί δεν κάνεις κάτι;    Γιατί δεν πας σε ψυχολόγο;  ΕΣΥ) αντί για την ευθύνη της επίσημης πολιτείας που αδιαφορεί.

    Το φετινό μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας για την Ψυχική Υγεία (World Mental Health Day, 10 Οκτωβρίου 2020) καλεί για μεγαλύτερες επενδύσεις σε προγράμματα πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης αλλά και ισότιμη πρόσβαση σε υπηρεσίες.  Η ψυχική υγεία είναι ανθρώπινο δικαίωμα που βρίσκεται στο περιθώριο.  Υπάρχουν ελλείψεις σχεδόν στα πάντα, από προσωπικό και δομές μέχρι διαθέσιμα προγράμματα ψυχοεκπαίδευσης, πρόληψης, φροντίδας, εποπτείας.    Το μήνυμα δεν φτάνει μέχρι την οικογένεια, δεν απλώνεται γύρω της ως δίχτυ ασφαλείας.  Έχει μηδαμινή επίδραση στις νεαρές ηλικίες,  Δεν αναγνωρίζεται από το κράτος.  Η ψυχική υγεία δεν «συνταγογραφείται».  Το σύστημα δεν διδάσκει την ολόπλευρη θεώρηση της υγείας, την σχέση ψυχής-σώματος.  Δεν προνοεί, αφήνει την κακοποίηση να καλπάζει.  Δεν συμπονά και δεν συναισθάνεται.  Δεν τρέφει τον παραμικρό σεβασμό για τους φροντιστές ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές νόσους.

    Η ψυχική υγεία δεν μπορεί να αποτελεί πλατφόρμα για διαφημιστικούς πειραματισμούς, ούτε είναι φιλοσοφικό ερώτημα για να παραμένει κανείς στις ημερίδες μεταξύ κοσμικών ή στα άρθρα των περιοδικών.  Οι τίτλοι και οι περγαμηνές των ανθρώπων που θα «αναλάβουν», θα πουν κάτι βαρύγδουπο και θα ολοκληρώσουν την υποχρέωση τους για τη μέρα, δεν έχουν καμία σημασία.  Απαιτούνται συνεχείς, στοχευμένες, παράλληλες δράσεις, διεπιστημονικές συνεργασίες, ενημέρωση από/προς όλες τις βαθμίδες και συμπερίληψη του θέματος σε όλα τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας.   Είμαστε πολύ πίσω από τον παγκόσμιο στόχο του 2020 που μιλάει για λεφτά στην υγεία αλλά ας κάνουμε μια εθνική προσπάθεια να σηκωθούμε στα πόδια μας,  ‘Η ας ανακαλύψουμε επιτέλους αυτούς που μπορούν να κάνουν την υπέρβαση.

     

     

  • Είμαστε όλοι διακινητές ψευδών ειδήσεων

    Υπάρχει μια επιδημία που εξελίσσεται παράλληλα με τον κορονοϊό: ένα infodemic παραπληροφόρησης και διασποράς παραπλανητικών ειδήσεων με τρόπο που βρίσκεται κάτω από το όριο ανίχνευσης από αλγόριθμους, ενώ κάνει όλους μας δυνητικούς διακινητές τέτοιου υλικού.  Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ασχολούμαστε με τα fake news με σημαντικά αποτελέσματα ανάδειξης ψεύτικων ειδήσεων αλλά επειδή ο κόσμος και η τεχνολογία τρέχουν προς το ζοφερό μέλλον με ρυθμούς που δεν μπορεί κάποιος να ανταγωνιστεί εύκολα, έχουμε φτάσει στην επόμενη ημέρα των ειδήσεων που αν χαρακτηρίσουμε απλά ως «fake», έχουμε χάσει την ουσία του προβλήματος όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα.  Ψάχνουμε για κείμενα, όταν η παραπληροφόρηση έχει πάρει άλλες μορφές, αυτή των memes, της στρατευμένης γελοιογραφίας και των γρήγορων κλιπ από το TikTok που περνάνε μηνύματα με ανώδυνο για τους συνωμοσιολόγους τρόπο.  Και ψάχνουμε για κείμενα ελεύθερα στο διαδίκτυο, όταν ο νούμερο ένα σκοτεινός θάλαμος του επόμενου εφιάλτη απαντάται στο messenger και στα κρυπτογραφημένα (ή μήπως όχι) μηνύματα του What’s Up.

    Στο ξεκίνημα της πανδημίας του COVID19, μια σειρά από φωνητικά μηνύματα στην Γερμανία που έδιναν λανθασμένες πληροφορίες για το σοβαρό αυτό θέμα δημόσιας υγείας, έφτασαν σε τέτοιο επίπεδο κοινοποίησης και ευρείας «αποδοχής» από το κοινό, που η ίδια η κυβέρνηση χρειάστηκε να λάβει μέτρα για την καταπολέμησή τους.  Ομοίως, στην Βραζιλία του Μπολσονάρο, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες του What’s Up για να διαδώσει παραπλανητικές ειδήσεις, να καταστήσει αναξιόπιστη την αντιπολίτευση και να τη φιμώσει.  Στις χώρες που η δημοκρατία πλήττεται σοβαρά και η ελευθερία του λόγου οδηγεί σε εξόντωση αντιπάλων, οι κυβερνήσεις έχουν αναγάγει τη διαχείριση των κοινωνικών δικτύων προς όφελος της προπαγάνδας τους, σε τέχνη.  Το φαινόμενο όμως δεν είναι και τόσο πρόσφατο.  Οι εκλογές του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες αφέθηκαν στα χέρια μιας ομάδας Ρώσων τρολ, η οποία – από το 2015 έως το 2017 – χρησιμοποίησε  10.4 εκκατομύρια tweet, 1,100 YouTube βίντεο, 116,000 αναρτήσεις Instagram και 61,500 πρωτότυπες Facebook αναρτήσεις για να διχάσει το κοινό της Αμερικής και να σπρώξει την υποψηφιότητα Trump.  Το Νοέμβριο του 2019, μια άλλη έρευνα αποκάλυψε ότι ακριβώς η ίδια διαδικασία είχε λάβει χώρα στην Πολωνία.

    Αν νομίζετε ότι τα παραπάνω post είχαν όλα τη μορφή κειμένων και μάλιστα σοβαρών και βαρύγδουπων, κάνετε λάθος από άγνοια: τα περισσότερα μηνύματα αποτελούσαν εύπεπτο, σχεδόν χιουμοριστικό υλικό.  Άλλες πάλι φορές επρόκειτο για τρυφερές εικόνες (τι σχέση έχουν τα ποσταρίσματα γατιών με τα fake news?  Απάντηση: η ευρεία αποδοχή και το like farming που προκύπτει από τα ποσταρίσματα με γατάκια και σκυλάκια, κάνει τους αποδέκτες τέτοιων αναρτήσεων πιο επιρρεπείς στην κατοπινή επιδοκιμασία και διακίνηση ψευδών ειδήσεων) και άλλοτε για σέξι γελοιογραφίες (ωραίες, χαζές γυναίκες που δεν καταλαβαίνουν από μέτρα προστασίας, χαχα, κάτσε να τα στείλω στους φίλους μου, στην ομάδα που έχουμε φτιάξει μεταξύ μας για να γελάμε.  Ουπς!  Μόλις έγινα διακινητής επικίνδυνου υλικού και ο ίδιος).

    Αυτό που δυσκολεύεται να καταλάβει ο απλός «κυνηγός» των ψευδών ειδήσεων, είναι το ότι οι διακινητές έχουν ραφινάρει τους τρόπους δράσης τους και έχουν συμπεριλάβει την ψυχολογία στην κατάρτιση στρατηγικών πλάνων επηρεασμού της εκλογικής συμπεριφοράς.  Το υλικό τους βρίσκεται εκεί αρχικά για να σε χαλαρώσει, να σε κάνει να αισθανθείς μια περίεργη οικειότητα, να σε κάνει να γελάσεις και να διακωμωδήσεις.  Και πάνω σε αυτή τη διακωμώδηση, στήνονται πολιτικές καριέρες.  Είναι πλέον κοινή παραδοχή σε όσους ασχολούμαστε με το θέμα, ότι ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών διακινείται μέσω οπτικού υλικού (memes, γελοιογραφίες) που καταπίνεται αμάσητο επειδή δεν προϋποθέτει τη γνώση κάποιας γλώσσας ενώ ο εγκέφαλος επεξεργάζεται την πληροφορία με διαφορετικό τρόπο από ότι συμβαίνει όταν μεσολαβεί λεξιλόγιο.

    Όμως, αν και μεγάλο, δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα.  Αν βάλεις στο παιχνίδι το γεγονός ότι κάποιοι ηγέτες χαρακτηρίζουν ως fake news οποιονδήποτε ισχυρισμό εναντίον τους (βλέπε Trump), τότε θα καταλάβεις πόσο δύσκολη είναι η πάταξη του φαινομένου που μόλις τώρα έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό.  Αν λάβεις υπόψη σου το γεγονός ότι ο τύπος όλο και περισσότερο επιχορηγείται για να προβάλλει τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κοινωνικοπολιτικής ομάδας, νομίζω ότι καταλαβαίνεις πόσο συνδυαστικά λειτουργούν κάποια πράγματα.  Αλλά το χειρότερο, είναι το παρακάτω: κάθε φορά που κοινοποιείς την κατάρριψη των ψευδών ειδήσεων, στην πραγματικότητα συμβάλλεις στην διαιώνιση της δυσπιστίας απέναντι στο περιεχόμενο του διαδικτύου, δηλαδή δημιουργείς περισσότερους καχύποπτους οι οποίοι αύριο-μεθαύριο θα είναι καχύποπτοι απέναντι σε οτιδήποτε διαβάσουν, ακούσουν ή μοιραστούν στον κυβερνοχώρο, ακόμα κι αν αυτό είναι επιστημονικά σωστό ή ορθολογικά ακριβές.

    Και τώρα θα με ρωτήσεις «τι να κάνω, να αφήσω να πλημμυρίσει το facebook με ψέμματα»;  Καταρχάς δεν είναι η δουλειά του μέσου χρήστη να κάνει τον ghostbuster.  Υπάρχουν ομάδες ελέγχου που κι αυτές χρειάζονται έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή (σε μη ανεπτυγμένες χώρες αυτός που ποστάρει και αυτός που ελέγχει προέρχονται από το ίδιο pool συμφερόντων).

    Αλλά θα απαντήσω λεπτομερώς σε αυτό το ερώτημα, σε επόμενο επεισόδιο.  Σε αυτή τη φάση, ας θυμόμαστε ότι ένα meme δεν είναι ποτέ απλά ένα meme.

     

  • Ένας υπολογιστής δεν φέρνει την Άνοιξη (στην τηλεκπαίδευση)*

    Η χειρότερη τραγωδία για ένα ποιητή είναι να τον θαυμάζουν έχοντας παρεξηγήσει το έργο του υποτίθεται ότι έγραφε ο Ζαν Κοκτώ και μου αρέσει να σκέφτομαι ότι αυτό το απόφθεγμα μπορεί να βρει εφαρμογή σε πάρα πολλές περιπτώσεις του καθημερινού βίου των τελευταίων ετών, κατά τις οποίες εξυμνούμε ή αφορίζουμε αλλαγές και διαδικασίες με αποκλειστικό γνώμονα τον τρόπο που τα επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μας, ίσως και η κοινωνική ομάδα μέσα στην οποία έτυχε να γεννηθούμε.  Ένα από αυτά τα «καινούρια μου καλάθια» είναι η τηλεκπαίδευση ή μάλλον αυτό που φαντάζεται κανείς ότι είναι «τηλεκπαίδευση», την οποία αναγκαστήκαμε όπως όπως να σφιχταγκαλιάσουμε – δεν γινόταν διαφορετικά – την περίοδο της καραντίνας ενώ ούτε κατά διάνοια υπήρξαμε προετοιμασμένοι γι’ αυτή.  Αυτό όμως δεν είναι ένα άρθρο για τις δυσκολίες στην επικοινωνία που συναντήσαμε κατά τους προηγούμενους μήνες αλλά για το θράσος κάποιων να πιστεύουν ότι η τηλεκπαίδευση καθαυτή είναι ένας υπολογιστής και μια γρήγορη ταχύτητα internet – αυτά αρκούν.  Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό το πιστεύουν, που από την Άνοιξη και πέρα όλα αφέθηκαν στο έλεός τους ενώ δεν έγινε καμία προσπάθεια να μελετήσουμε το πώς θα μπορούσαμε πραγματικά να μεταβούμε ομαλά από τα δια ζώσης μαθήματα σε ένα μοντέλο εξ αποστάσεως διδασκαλίας και μάθησης, με σοβαρότητα και παιδαγωγική ευθύνη.  Δεν έγινε δηλαδή καμία προσπάθεια να εκπαιδευτούμε στην τηλεκπαίδευση, ένα πεδίο που έχει το δικό του curriculum, τους δικούς του κανόνες, πρωτόκολλο και συνθήκες λειτουργίας.

    Αλλά το ανέκδοτο δεν σταματάει εδώ.  Ήδη ο όρος «τηλεκπαίδευση» έχει μπει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο με τον χειρότερο τρόπο: προετοιμαζόμαστε για κάτι που δεν έχουμε γνωρίσει, που έχουμε υποτιμήσει σε δυσκολία, που δεν έχουμε ερευνήσει ποιοτικά (ένα από τα μεγαλύτερα σοκ που έπαθα όταν χρειάστηκε να φτάσουμε διαδικτυακά στους μαθητές μας ήταν η διάλυση της ψευδαίσθησης ότι «οι νέοι παίζουν την τεχνολογία στα δάκτυλά τους».  Τελικά οι νέοι μπορεί να παίζουν το τικ τοκ και τις πλατφόρμες γνωριμιών στα δάκτυλά τους αλλά, πιστέψτε με, χρειάζονται μάνιουαλ για τις διαδικτυακές εκπαιδευτικές πύλες, για να φτιάξουν λογαριασμό στο Skype ή το zoom και πολύ περισσότερο για να προσαρμοστούν στους κανόνες διαδικτυακής συμπεριφοράς, δηλαδή στο πότε ανοιγοκλείνω το προφίλ μου, πότε βάζω σιγή στο μικρόφωνο διατηρώντας κατά προτίμηση την κάμερα ανοιχτή στο μάθημα: τα ευτράπελα εκείνης της περιόδου γράφουν τόμους βιβλίων).  Σαν να μην έφτανε αυτό, η ευθύνη για την διδασκαλία των παραπάνω έπεσε στους δασκάλους και καθηγητές όλων των βαθμίδων, οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν ακριβώς τις ίδιες αγκυλώσεις που είχαν και οι μαθητές τους κι επιπλέον ένα ανελέητο κατηγορώ.  Στην «τηλεκπαίδευση» που ζήσαμε, ο τυφλός οδηγούσε τον αόμματο.  Παρά τα παραπάνω όμως, ο κόσμος και δη ο πολιτικός συνεχίζει να περνάει την εντύπωση ότι ο υπολογιστής από μόνος του ισούται με εκπαίδευση.

    Ένα από τα θέματα που γεννούν προβληματισμό είναι το γεγονός ότι παρά την ανάπτυξη των εργαλείων των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και Επικοινωνίας, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί και ερευνητές εκπαιδευτικού υλικού – ή τέλος πάντων αυτοί που κάνουν κουμάντο και σπρώχνουν τηλεκαταρτίσεις, βλέπε σκρόιλ ελικίκου –  στην Ελλάδα, προέρχονται από παραδοσιακά περιβάλλοντα και κουβαλούν τεχνικές και μεθόδους οι οποίες δεν συνάδουν με την ταχύτητα και τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδεται η πληροφορία στην άλλη άκρη μιας οθόνης υπολογιστή.  Δεν αρκεί μόνο να υπάρχουν αυτά τα εργαλεία, η διαχείριση και ο έλεγχός τους αποτελούν θέματα υψίστης σημασίας όταν μιλάμε για εκπαίδευση, ενώ η ποιότητα, η σωστή χρήση τους και η προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του σήμερα, χρειάζονται τον συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων μερών.  Το ερώτημα είναι το κατά πόσο τα παραπάνω εργαλεία  και άλλα τόσα που θα έχουμε στο μέλλον στα χέρια μας, είναι ικανά να διευκολύνουν επί της ουσίας την εκπαιδευτική διαδικασία ή αν απλώς πρόκειται για μέσα προβολής υλικού ή παρουσιάσεων από κάποιες ομάδες ανθρώπων.  Για πολλούς θεωρητικούς της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, η ουσία δεν είναι η απλή αναπαραγωγή του τι γίνεται μέσα σε κάποια ακαδημαϊκή αίθουσα ή η στείρα παρουσίαση ενός μαθήματος σε κάποιον μαθητή/φοιτητή ο οποίος βρίσκεται σε διαφορετικό χώρο από αυτόν που πραγματοποιείται η διάλεξη.  Αυτό που αναζητείται στη χρήση των εργαλείων είναι η δημιουργία μιας ολοκαίνουριας ολιστικής εμπειρίας για τους εκπαιδευόμενους οι οποίοι θα μπορέσουν να παρέμβουν δημιουργικά στο υλικό που τους δίνεται, θα μπορούν να αλληλεπιδρούν, να καλλιεργούν νέες δεξιότητες, να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που τους δίνονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό, να αναπτύσσουν κριτική σκέψη και να γίνονται μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας ομοϊδεατών.

    Από την άλλη μεριά, τα πλεονεκτήματα της τηλεκπαίδευσης αποδεικνύονται ταυτόχρονα και τα αδύνατά της σημεία: η αλληλεπίδραση, η ανάπτυξη της επικοινωνίας και η ομαδικότητα που εν δυνάμει καλλιεργεί, ανατρέπονται από τον ασύγχρονο χαρακτήρα της.  Η αποστολή μηνυμάτων σε ανύποπτο χρόνο από τους μαθητές και οι απαντήσεις-επεξηγήσεις στα μηνύματα από τους διδάσκοντες, μπορεί να οδηγήσουν σε ανισότητες στη συμμετοχή, σε δυσκολία στο συντονισμό της συζήτησης ή ακόμα και σε μια ανεξέλεγκτη φλυαρία που αποπροσανατολίζει το μαθητή από το εκπαιδευτικό του αντικείμενο.  Πολλοί καθηγητές κατά την διάρκεια της καραντίνας παραδέχτηκαν ότι οι διαφορές στην συμμετοχή κάποιων μαθητών είχαν να κάνουν με το πόσο «έσπρωχνε» από πίσω ο γονιός, δηλαδή με το πόσο συμμετείχε και αυτός σε κάτι που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ενθαρρύνει την αυτενέργεια!

    Χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια για να γυρίσουμε από τις παραδοσιακές, καλύτερα ελεγχόμενες μεθόδους διδασκαλίας – τις βασισμένες στο βιβλίο και την φυσική παρουσία – σε ένα χαμηλού κόστους βασισμένο εξ ολοκλήρου στο διαδίκτυο σύστημα, που να καλύπτει το μεγάλο αριθμό μαθητών που εξυπηρετούν αυτή τη στιγμή τα σχολικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα, χωρίς να σχεδιάσουμε από την αρχή και να επαναπροσδιορίσουμε τις αρχές και τις μεθόδους που ορίζουν την εκπαίδευση και την επαγγελματική συμπεριφορά των λειτουργών της.  Είναι απαραίτητο για εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους, σχεδιαστές προγραμμάτων και συντονιστές, να εκπαιδευτούν από την αρχή πάνω σε μια φιλοσοφία που δεν θα στερείται τα οφέλη της σύγχρονης τεχνολογίας αλλά θα μπορεί να εκμεταλλευτεί δημιουργικά στο μέγιστο βαθμό τις ευκαιρίες που προσφέρει για γνώση και προσωπική ανάπτυξη.  Αλλά πριν γίνει αυτό, είναι απαραίτητο να ανοίξουμε εκείνη τη συζήτηση που όλοι αποφεύγουν να κάνουν.

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Οι μνηστήρες του Κέντρου*

    Καμιά κοινωνική ομάδα δεν είναι περισσότερο περιζήτητη στις τάξεις των στρατολόγων των κομμάτων από αυτή που προσδιορίζεται ως Κέντρο.  Το Κέντρο ανέκαθεν ασκούσε γοητεία σε ηγέτες και ψηφοφόρους, είναι το κομμάτι του παζλ που αποκαλύπτει όλη την ομορφιά ενός πολιτικού εγχειρήματος, το βασικό συστατικό μιας επιτυχημένης εκστρατείας.  Το να πάρεις το Κέντρο με το μέρος σου είναι πρακτικά η ένδειξη ότι έχεις βελτιωθεί στην επικοινωνία του πώς να κερδίζεις εκλογικές μάχες.  Τα μηνύματα που απευθύνονται σε κεντρώους ψηφοφόρους αποτελούν σπουδή στο πώς μια σειρά από θέσεις μπορούν να μεταφραστούν σε ένα ενιαίο, κατανοητό σύνολο – το τέλος της καταστροφικής επεξήγησης του τι θέλει να πει ο αρχηγός (ακολουθώ τον κανόνα που λέει ότι «αν πρέπει να το εξηγήσεις, είναι λάθος δοσμένο»).  Κατά περιόδους, τα κόμματα εξουσίας υπερήφανα ισχυρίζονται ότι έχουν το Κέντρο με το μέρος τους, άρα η αναζήτηση της καλύτερης δυνατής εκπροσώπησης οφείλει να τελειώσει εδώ και είναι αλήθεια ότι ενίοτε το Κέντρο μετακινείται για να χωρέσει.  Το γεγονός όμως ότι σε καιρούς νηνεμίας κερδίζει διαρκώς εξωσυστημικούς υποστηρικτές ενώ αναδεικνύει ανθρώπους που επιθυμούν να το διεκδικήσουν μακριά από τους μηχανισμούς της κεντρικής εξουσίας, δείχνει το πόσο η κρίσιμη μάζα που απεχθάνεται τις φωνασκίες και τις μεγάλες υποσχέσεις που φτάνουν μέχρι την κάλπη (μετά την απομάκρυνση από το ταμείο-κάλπη, ουδεμία υπόσχεση δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια) ζει, βασιλεύει και αξίζει μια αυτόνομη υποψηφιότητα.

    Αυτό σημαίνει βέβαια ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια αποτελεί στοίχημα αναδιοργάνωσης και μελέτης της εκλογικής συμπεριφοράς, που χρειάζεται να απαντήσει στα εξής ερωτήματα:  α) ένας κεντρώος πολιτικός φορέας είναι θέμα ένωσης δυνάμεων ή εκ νέου ίδρυσης από το μηδέν, β) ευνοεί το σημερινό πολιτικό σκηνικό την κινηματική πολιτική ή με την Νέα Δημοκρατία επιστρέψαμε στα κόμματα μαζικής συμμετοχής και γ) συμμετέχουν σήμερα οι άνθρωποι σε κόμματα;  ‘Η μήπως «προσλαμβάνονται».  Στην προσπάθεια για ανασυγκρότηση του κεντρώου χώρου, η λέξη που παρουσιάζει την μεγαλύτερη προβληματική είναι η «ανασυγκρότηση»: αφενός το κέντρο δεν δίνει τα τελευταία χρόνια την εντύπωση ότι είναι πολιτικά συγκροτημένο με τρόπο που να λειτουργεί ως ο δεύτερος πόλος σε μια εκλογική αναμέτρηση.  Αφετέρου, η ανασυγκρότηση υπονοεί ότι μικρότερες πολιτικές ομάδες καλούνται να ενώσουν δυνάμεις αλλά υπάρχουν δομικές δυσκολίες στον τρόπο που γίνεται αυτό.  Τέλος, μέχρι σήμερα αρκετές προσπάθειες έχουν απαξιωθεί επικοινωνιακά από επαναλαμβανόμενες αποτυχίες του παρελθόντος οι οποίες δεν καταφέρνουν τελικά να βρουν τον δρόμο τους στις εκλογές.

    Υπάρχει και ένα άλλο θέμα που συχνά προσπερνιέται στην αναζήτηση του προσώπου που θα ενσαρκώσει καλύτερα το κεντρώο ιδεώδες: απουσιάζουν οι στρατιώτες που θα αναλάβουν την ευθύνη για τα αποτελέσματα μιας τέτοιας δουλειάς.  Απουσιάζει η δέσμευση σχεδόν από όλη την πολιτική ζωή του τόπου.  Και εκεί που κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η λέξη κλειδί στην πολιτική είναι η «ευελιξία», εγώ θα πω ότι υποφέρουμε από το αντίθετο: από το ξεχείλωμα των ιδανικών και των στόχων υπέρ της πρόσληψής μας σε μια θέση.  Ελλείψει εργασιακών θέσεων, ο πολιτικός στίβος μετετράπη σε career forum τέτοιο που να μην έχεις πια την εσωτερική ανάγκη να αλλάξεις τον κόσμο γύρω σου, μόνο την πρεμούρα να βρεις μια ενδιάμεση θεσούλα για να βολευτείς.

    Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αληθινή πολιτική.

    Κατατάσσω τις δομικές δυσκολίες σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:

    1. Στην αδυναμία σύνθεσης μιας νέας πολιτικής ομάδας η οποία να παρουσιάζει ομοιομορφία. Οι περισσότερες προσπάθειες σκοντάφτουν στον ερχομό κοντά ετερόκλητων στοιχείων που έχουν μεν καλές προθέσεις αλλά δεν έχουν υποστεί την ζύμωση εκείνη που θα τους οδηγήσει να γίνουν ομάδα.  Να θυμίσω ότι κατά το παρελθόν είχαμε ακούσει πολλά από ενώσεις «προσωπικοτήτων» και ελπίζω να αντιλαμβάνεστε ότι μια τέτοια αφετηρία δημιουργεί εξαρχής απόσταση με αυτούς που θα επιθυμούσαν να ενταχθούν στην προσπάθεια (για μένα η λέξη προσωπικότητα εκφράζει μια απώλεια ανθρώπινου δυναμικού και προτάσεων ενώ εκλαμβάνεται ως μια σειρά από υποψηφίους-άτομα και όχι ως ένα καλοδουλεμένο σύνολο) μέχρι τη συζήτηση λίγο πριν τις εκλογές για το αν θα πρέπει να κρατήσουμε ή να αποκλείσουμε συγκεκριμένο κόσμο που είναι καταγεγραμμένος στη συνείδηση των ψηφοφόρων με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
    2. Στην απουσία εκλογικού μηχανισμού που θα κατασκευάσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η ομάδα αλλά και στην απουσία διαφοροποιημένης από τους υπόλοιπους πολιτικής ατζέντας που θα αποτελέσει την ταυτότητα του νέου σχηματισμού.
    3. Στις χρονικές στιγμές που ξεκινάει μια τέτοια συζήτηση και στις χρονικές στιγμές που εγκαταλείπεται – θεωρώ ότι η εγκατάλειψη της συζήτησης κάνει περισσότερη ζημιά στην υστεροφημία τέτοιων προσπαθειών από το να μην είχε ξεκινήσει κάτι ποτέ.
    4. Στην απουσία απάντησης του γιατί να ανασυγκροτηθεί ένα κέντρο που δεν έχει αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί αυτοτελώς ή διαχρονικά και χωρίς κλυδωνισμούς μέχρι σήμερα.

    Στο κομμάτι της επικοινωνίας μιας τέτοιας προσπάθειας θα έβαζα σίγουρα το ότι κατακερματισμένες ομάδες δυστυχώς δεν επιτυγχάνουν να πλασάρουν ξανά τον εαυτό τους ως κάτι διαφορετικό από αυτό που έχουν υποστεί, δηλαδή τον κατακερματισμό.

    Το δικό μου λοιπόν συμπέρασμα αφορά στην επανα-επινόηση του κέντρου, σε μια  προσπάθεια να διεκδικηθεί αυτό από μέσα προς τα έξω, από τους ανθρώπους του και τους ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν, όχι να επαναλάβουν.  Το επόμενο μεγάλο στοίχημα θα είναι η διεκδίκηση του σεβασμού του εκλογικού σώματος: όταν έχουν καταρρεύσει τα πάντα, το μοναδικό «νόμισμα με το οποίο θα μπορούμε να συναλλασσόμαστε θα είναι η εμπιστοσύνη.

     

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας