The Brilliant Outsider
Στη φιλελεύθερη παράδοση, υπάρχει μια φιγούρα που είναι σεβαστή και θαυμαστή και διατρέχει όλες τις ιστορικές περιόδους του ρεύματος. Ελλείψει ικανοποιητικής μετάφρασης, θα χρησιμοποιήσω τον όρο στα αγγλικά. Πρόκειται για τον brilliant outsider, τον άνθρωπο που είναι εκτός ενός πεδίου (γνώσης, οικονομίας, τέχνης) και που, ενώ δεν έχει τα ‘εχέγγυα’, δηλαδή δεν έχει διδαχτεί το πεδίο επίσημα, εντούτοις φέρνει στην κοινωνία κάτι νέο, κάτι ανατρεπτικό μέσω του οποίου και ο ίδιος αναδεικνύεται (και πλουτίζει) και βελτιώνει δραματικά τις ζωές του συνόλου. Στο μυαλό μου έρχεται ο James Watt, ο οποίος σπούδασε και εργάσθηκε ως επισκευαστής μαθηματικών και αστρονομικών οργάνων, μέχρι να εφεύρει δραματικές βελτιώσεις για την μηχανή εσωτερικής καύσης. Επίσης, οι αδελφοί Wright (κατασκευαστές ποδηλάτων, πραγματοποίησαν την πρώτη πτήση- δεν πήραν ποτέ πτυχίο, έβγαλαν μόνο το γυμνάσιο), o John D. Rockfeller (ξεκίνησε βοηθός λογιστή, αλλά χωρίς σπουδές κατάφερε να δημιουργήσει μια αυτοκρατορία), o Alan Sugar (σταμάτησε το σχολείο στα 16 για να αγοράσει ένα μικρό φορτηγό και να πουλά ηλεκτρικά είδη. Περιπλανώμενος, έκανε περιουσία στους υπολογιστές και σε άλλα προϊόντα), o James Dyson (σπούδασε τέχνη και έπιπλο για να καταλήξει να εφεύρει μια αποτελεσματική ηλεκτρική σκούπα), ο Αugusto Odone o οικονομολόγος πατέρας που ερεύνησε και εφεύρε το ‘Lorentzo’s oil’ την θεραπεία της ασθένειας ALD για το γιό του. Τέλος δεν νομίζω πως χρειάζεται ιδιαίτερη αναφορά στις στρατιές των αυτοδίδακτων μουσικών που δημιούργησαν μουσικά είδη από το rock ‘n’ roll ως το hip hop.
Για τους φιλελεύθερους, οι brilliant outsiders ενσαρκώνουν την ατομική πρωτοβουλία πέρα από τα στεγανά και τα καθιερωμένα κανάλια. Δεν έχουν την άνεση μιας ‘επίσημης’ εκπαίδευσης που θα δώσει το πτυχίο το οποίο θα τους ανοίξει εύκολα τις πόρτες. Δεν θα ακολουθήσουν τον εύκολο τρόπο. Μπαίνουν σε έναν τομέα και σπάνε τα στεγανά.
Η πιο γλαφυρή εφαρμογή της ιδέας του outsider και το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα για την διάσταση λαϊκισμού και ελιτισμού με τον φιλελευθερισμό είναι οι πλατφόρμες της shared ή gig economy, όπως η uber ή airbnb (χωρίς να μένουμε στις συγκεκριμένες εταιρίες – ως φιλελεύθερους μάς ενδιαφέρει η συγκεκριμένη αγορά και όχι οι επιχειρήσεις).
Οι φιλελεύθεροι είναι ενθουσιώδεις με τις προοπτικές που ανοίγει στους outsiders οδηγούς ή μικροξενοδόχους για να μπουν σε μια αγορά. Οι συντεχνίες αντιδρούν προστατευτικά. Κάποιοι φιλελεύθεροι επηρεασμένοι δυστυχώς από έναν ελιτισμό και από την σοσιαλδημοκρατική ιδέα της επίκλησης της ‘ασφάλειας και ποιότητας’ ζητάνε με -μπόλικο φαρμάκι θα έλεγα- περιορισμούς. Κάποιοι πχ ζητάνε οι οδηγοί της uber να έχουν επαγγελματικό δίπλωμα, ή οι οικοδεσπότες της airbnb να πληρούν προδιαγραφές ξενοδοχείων. Μόνο που η uber και η airbnb δεν έχουν φτιαχτεί για επαγγελματίες οδηγούς ή ξενοδόχους. Έχουν φτιαχτεί για ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το ένα ή το άλλο πεδίο και θέλουν να δοκιμάσουν να ξεκινήσουν κάτι χωρίς να χρειάζεται να δεσμευτούν με κόστη μιας επίσημης έναρξης μιας επιχείρησης. Πρόκειται για ένα φυτώριο, μια μικροαγορά από την οποία μπορεί να ξεπηδήσουν νέοι οδηγοί και νέοι ξενοδόχοι (αναφέρονται ως παραδείγματα). Αν η δραστηριότητα αυτή εξελιχθεί ως μια ελκυστική προοπτική, τότε είναι αναμενόμενο ότι αυτός που θα ενδιαφερθεί, θα αποκτήσει και επαγγελματικό δίπλωμα και θα επενδύσει ώστε το σπίτι να πλησιάσει τις προδιαγραφές ξενοδοχείου.
Στην πορεία προσφέρονται φθηνότερες και καλύτερες υπηρεσίες στους καταναλωτές και πάρα πολλοί πολίτες και ιδιοκτήτες ακινήτων συμπληρώνουν το εισόδημα τους. Σημαντικές επενδύσεις γίνονται σε ακίνητα και αυτοκίνητα προκειμένου τα δωμάτια και τα δρομολόγια να λαμβάνουν υψηλές αξιολογήσεις.
Για κάποιο λόγο, οι πλατφόρμες αυτές θεωρούνται ως αφορμές για φοροδιαφυγή. Να ξεκαθαρίσουμε πως το εισόδημα με οποιαδήποτε μορφή πρέπει να δηλώνεται και να φορολογείται, όσο πιο χαμηλά και με πιο διαφανή τρόπο γίνεται. Ειδικά με τις πλατφόρμες αυτές που οι πληρωμές γίνονται όλες ηλεκτρονικά, δεν θα πρέπει να είναι δύσκολο να εντοπίζεται ο εισοδηματίας.
Σε κάθε πεδίο της οικονομίας, τα κριτήρια εισόδου θα πρέπει να εξετάζονται πολύ σοβαρά ώστε να μην μπαίνουν στεγανά που να περιορίζουν τους ανθρώπους να αλλάζουν καριέρες. Αν δεν μπορείς να ξεκινήσεις ανά πάσα στιγμή μια δραστηριότητα, έχεις λιγότερες επιλογές και λιγότερες ευκαιρίες.
Εξηγήσαμε λοιπόν την «αδυναμία» που έχουν οι φιλελεύθεροι και φιλελεύθερες για τον brilliant outsider, τον άνθρωπο που χωρίς να ακολουθήσει τα επίσημα κανάλια εκπαίδευσης, θα φέρει κάτι νέο, κάτι καινοτόμο ή θα προσφέρει στον εαυτό του και στην οικονομία.
Στο δεύτερο μέρος, η συζήτηση για τον brilliant outsider θα πάει σε πιο δύσκολα μονοπάτια και το αίτημα για κατάργηση των στεγανών θα γίνει πιο ριζοσπαστικό.
«Μα θα μπορεί ένας φιλόλογος να κάνει στατικά; Θα πρέπει να υπάρχει κρατικός έλεγχος στους μελετητές και στατικά να κάνουν μόνο οι εγκεκριμένοι στατικοί». «Παράσταση στο δικαστήριο χωρίς δικηγόρο; Λάθος! Υποχρεωτική η παρουσία δικηγόρου στις δίκες» (Δικηγόρου μέλους του αναγνωρισμένου από το κράτος Συλλόγου και απόφοιτου αναγνωρισμένης από το κράτος σχολής, βεβαίως βεβαίως).
Η λογική των παραπάνω (που διατυπώνονται από πάρα πολλούς φιλελεύθερους) κρύβει τα εξής αντιφιλελεύθερα νοήματα:
Υπονοεί πως ο πελάτης που θα θέλει το σπίτι του να είναι γερό, είναι τόσο ανεγκέφαλος που θα πάει σε έναν φιλόλογο να του φτιάξει τα στατικά.
Υπονοεί πως ο φιλόλογος που δεν ξέρει από στατικά, είναι τόσο ανόητος που θα αναλάβει να κάνει κάτι που δεν ξέρει και που δεν ξέρει καν πως άνθρωποι θα κινδυνέψουν από αυτό που κάνει.
Ακυρώνει τον ρόλο των ελεγκτικών αρχών. Κανείς δεν λέει να μην υπάρχουν μηχανικοί που θα ελέγξουν τους στατικούς υπολογισμούς και τη στατική μελέτη, ανεξάρτητα με το ποιος την έχει κάνει.
Υπονοεί πως έχει καταλυθεί το κράτος δικαίου και δεν υφίσταται αστική ευθύνη.
Υπονοεί πως μόνο το κράτος ξέρει να αναγνωρίζει την ποιότητα υπηρεσιών και επάρκεια δεξιοτήτων.
Υπονοεί πως είναι αδύνατο να υπάρξει εκεί έξω ένας φιλόλογος που να ενδιαφέρεται για στατικά, να έχει εκπαιδευτεί από έναν πολιτικό μηχανικό, αλλά να μην μπόρεσε για τον ένα ή τον άλλο λόγο να σπουδάσει «επίσημα» το αντικείμενο. Οι πιθανότητες μπορεί να είναι λίγες για κάτι τέτοιο, αλλά το ότι το κράτος προλαμβάνει να προδικάσει και να αποκλείσει είναι και αυτή μια έκφραση του σκληρωτικού κρατισμού και θα πρότεινα πως είναι έξω από τον ρόλο του κράτους να κάνει τέτοιες κρίσεις.
Μία από τις αιτίες της ανόδου του λαϊκισμού είναι και η οργή αυτών που “έμειναν πίσω”, αυτών που έχασαν εισοδήματα και δουλειές από τον παγκόσμιο ανταγωνισμό. Μήπως να αναρωτηθούμε αν το κράτος με τα εμπόδια και τα στεγανά που βάζει στην είσοδο στην αγορά, έχει συμβάλλει σε αυτές τις απώλειες; Πώς θα ήταν η εικόνα μιας οικονομίας με τα χαμηλότερα δυνατά κριτήρια εισόδου στα επαγγέλματα έχοντας τη δυνατότητα ο κόσμος να δοκιμάζει στην αγορά τις δεξιότητες του χωρίς κρατικά στεγανά;
Η σφραγιδοκρατία και αδειοκρατία μπορεί και πρέπει να περιοριστούν δραματικά για να απελευθερωθούν νέα παραγωγικά τμήματα της κοινωνίας που θα βοηθήσουν τους συμπολίτες τους και θα προσθέσουν στο εισοδήματά τους ώστε να μην αισθάνονται πως έχουν ανάγκες τις λαϊκιστικές πολιτικές.
Χρειαζόμαστε τώρα περισσότερο από ποτέ brilliant outsiders.
*Ο Νίκος Χαραλάμπους είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
Οι τρεις θάνατοι του Ελεύθερου Επαγγελματία*
Λίγο πριν την επέλαση της πανδημίας, το είχε πάρει το αυτί μου. Εκείνη την μέρα έτυχε να κάνω μια βόλτα στην αγορά και κοντοστάθηκα για να ακούσω την συνέχεια. Ήταν μια γυναίκα που χρησιμοποίησε με χαμόγελο την φράση: «τώρα που τελείωσε η οικονομική κρίση…» ενώ ο κόσμος τριγύρω κουνούσε το κεφάλι συμφωνώντας μαζί της, συνεχίζοντας τα ψώνια. Ναι, είμαι σίγουρη ότι είχα ακούσει το «τώρα που τελείωσε η οικονομική κρίση». Ήταν μια ηλιόλουστη ημέρα από εκείνες που σε γεμίζουν αισιοδοξία χωρίς συγκεκριμένο λόγο, μόνο και μόνο επειδή υπάρχεις, είσαι υγιής και συνεχίζεις να ελπίζεις ότι όλα θα πάνε καλά.
Δεν έχει σημασία αν είχε πραγματικά τελειώσει η οικονομική κρίση (δεν είχε φυσικά) ή αν όλα ήταν ωραία τακτοποιημένα στο μυαλό των ανθρώπων που άρθρωναν λεκτικά τέτοιου είδους προτάσεις. Στο πεδίο των ελεύθερων επαγγελματιών, φτάνει που οι ίδιοι δειλά δειλά είχαν αρχίσει να το πιστεύουν. Φτάνει που είχαν αρχίσει να ξαναπιστεύουν ή να έχουν εμπιστοσύνη εκ νέου στον κόσμο, στο περιβάλλον που ζούσαν και δραστηριοποιούνταν. Φτάνει που η διάθεσή τους είχε ανέβει, που είχαν αρχίσει να προβάλλουν τον εαυτό τους στο μέλλον, που έκαναν όνειρα και σχέδια και μικρές επενδύσεις εδώ κι εκεί. Φτάνει που η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δεν ήταν αυτή της ματαίωσης και της αγανάκτησης και που η ψυχολογία φάνταζε ξανά δυνατή, άτρωτη, έτοιμη να ενώσει δυνάμεις με την οικονομική ζωή και την ανάπτυξη.
Και μετά ήρθε ο COVID19, ε και ξέρετε την συνέχεια. ‘Η μάλλον κανείς μας δεν την ξέρει και είναι τέτοια η πανδημική άγνοια για την επόμενη ημέρα, τόσο απόλυτη, οικουμενική και χωρίς προηγούμενο, που πραγματικά βρίσκεται εδώ για να σαρώσει το μέσα μας πολύ περισσότερο από αυτά που θα αποτελειώσει ο ίδιος ο κορονοϊός.
Είναι τόσο απελπιστική η πραγματικότητα για τον ελεύθερο επαγγελματία που σε πιάνει νευρικό γέλιο για να επιβιώσεις ψυχολογικά. Μέσα σε δέκα χρόνια έχουμε ποδοπατηθεί τουλάχιστον τρεις φορές. Αρχικά με τον ακήρυχτο πόλεμο που εκδηλώθηκε μέσω των φοροεπιδρομών, τότε που θεωρούμασταν ένοχοι ακόμα και για τα τυχόν χιλιάρικα που φυλάγαμε κάτω από το στρώμα, καθώς όλα, όλα έπρεπε να «επενδυθούν» στις συντεχνίες. Μέσα από την προπαγάνδα και την δαιμονοποίηση της ελευθερίας, είχε αρθεί κάθε δικαίωμα στην ιδιοκτησία, την εργασία ή την παραγωγή πλούτου για οποιοδήποτε άλλο σκοπό εκτός από την εξυπηρέτηση του κράτους. Άδειασαν τραπεζικοί λογαριασμοί, σεντούκια και τσέπες με ένα απόλυτα ιδεολογικό τρόπο, που πότε ονομαζόταν αλληλεγγύη και πότε φορολογική συνείδηση. Και άδειασαν πρωτίστως από ανθρώπους που δεν είχαν μάθει να χρωστάνε, που δεν έκαναν έξοδα περισσότερα από αυτά που άντεχε το πορτοφόλι τους, που πλήρωναν πρώτα τους υπαλλήλους τους και μετά ζούσαν οι ίδιοι. Αυτοί έσυραν πρώτοι τον χορό του Ζαλόγγου. Αλλά επειδή ο θάνατος του εμποράκου δεν ήταν αρκετός, έπρεπε να έρθουν τα capital control για να πιαστούν στην φάκα κι άλλοι κλάδοι, οι βιομηχανίες, οι εξαγωγές και οποιοσδήποτε έκανε το λάθος στην Ελλάδα να dream big. Ποτέ κανένας δεν τους ζήτησε συγνώμη για το γεγονός ότι τους κατέστρεψε όχι την επιχείρηση αλλά το ηθικό. Για το γεγονός ότι τους έκοψε τα πόδια, τους κατέστησε αναξιόπιστους ή τους έδιωξε – ποιους; Αυτούς που σήκωναν στις πλάτες τους τον παραγωγικό ιστό.
Και τώρα, πάνω που είπαμε να πάρουμε μια ανάσα! Ούτε καν βαθιά, να μια ανασούλα δοκιμαστικής επανεκκίνησης: δεν προλάβαμε να βγάλουμε το κεφάλι και πεθαίνουμε, πότε κυριολεκτικά και πότε σε κάθε άλλο επίπεδο λειτουργικότητας. Κανένας δεν θα μπορούσε να είχε προβλέψει την πανδημία, αλλά υπήρχαν χίλιες δυο άλλες παράμετροι που θα μπορούσαν να μην μας έφταναν ήδη εξαθλιωμένους στο κατώφλι της υγειονομικής κρίσης.
Τα επιδόματα είναι ένα ηρεμιστικό χάπι περιορισμένης ισχύος, η αναβολή πληρωμών για το μέλλον μια βραδυφλεγής βόμβα τοποθετημένη στα θεμέλια της ύπαρξης της αγοράς. Η κοινωνική συνοχή θα δοκιμαστεί υπό την πίεση της πραγματικότητας – αυτός που σήμερα συνεργάζεται μένοντας στο σπίτι για να προστατέψει και να προστατευτεί, αύριο θα μπει σε κατάσταση «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» επειδή δεν θα εργάζεται. Τόσα χρόνια η πράξη της αποταμίευσης ήταν το πιο σύντομο ανέκδοτο, τώρα ψάχνουμε να δούμε αν έμεινε τίποτα από τα έτοιμα για να περάσουμε τον μήνα. Κάποιοι βρίσκονται στο πένθιμο στάδιο του παζαρέματος με την κυβέρνηση για τυχόν στήριξη αλλά οι περισσότεροι γνωρίζουμε ότι φέτος τουλάχιστον δεν πρόκειται να συντελεστεί καμία Ανάσταση.
Θα πρέπει να μας επιτραπεί να είμαστε περισσότερο ελεύθεροι και περισσότερο επαγγελματίες (το αντίθετο του κρατιστή δηλαδή) προτού ξεκινήσουμε να μιλάμε για την λύση της επόμενης μέρας.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο MarketNews.gr στις 25 Απριλίου 2020.