Φύγε
Ένα από τα πιο παραγνωρισμένα πεδία στο μεγάλο κεφάλαιο της ενδοοικογενειακής βίας, είναι αυτό που αφορά στην απόδραση από ένα κακοποιητικό σπίτι.
Εδώ και χρόνια ενθαρρύνουμε – πολύ σωστά – τις γυναίκες να μιλήσουν για όλα αυτά που τους συμβαίνουν αλλά οι καιροί έχουν ξεπεράσει την προτροπή «μίλα!»: ολοένα και συχνότερα αποδεικνύεται ότι οι γυναίκες των καταθέσεων και των αστυνομικών δελτίων, αυτές δηλαδή που βρίσκουν τη δύναμη να καταγγείλουν την κακοποιητική συμπεριφορά του συντρόφου τους στις αρχές, είχαν στην πραγματικότητα εκμυστηρευτεί την ιστορία τους σε τουλάχιστον ένα ακόμη άτομο, κατά το παρελθόν.
Η εξομολόγηση θα είναι πάντα ένα σημαντικό βήμα για τη λύτρωση αλλά, τελευταία, στα εκπαιδευτικά εργαστήρια και τις ενημερωτικές ομιλίες για το θέμα, προκύπτει η εξής ανάγκη για πληροφορία: πώς μπορούμε να ενθαρρύνουμε τις γυναίκες να φεύγουν από μια σχέση όσο είναι ακόμα νωρίς αλλά και ποια είναι τα συγκεκριμένα, πρακτικής αξίας βήματα για την απόδραση από ένα γάμο μέσα από τον οποίο οι σχέσεις και οι ευθύνες της οικογένειας έχουν παρασύρει τη γυναίκα σε μια δύνη ενοχών, κοινωνικοοικονομικής εξάρτησης και φόβου για το μέλλον της ίδιας και των παιδιών της, σε περίπτωση απομάκρυνσης. Αυτό είναι το κεφάλαιο που βρίσκεται στο σκοτάδι, αυτό αποζητά την εκπαίδευση των κοινοτήτων μας και είναι τουλάχιστον υποκριτικό να υποστηρίζουμε ότι η φυγή είναι εύκολη όταν, στην παραπάνω περίπτωση, η βία του κακοποιητικού συντρόφου μετατοπίζεται από τον έλεγχο της ζωής του θύματος στην προσπάθεια αφανισμού του, ως εκδίκηση για την αναχώρηση.
Σε πάμπολλες περιπτώσεις, η προτροπή στις γυναίκες να αφήσουν μια βίαιη σχέση, έχει συγκαταβατικό χαρακτήρα: κι αυτό, επειδή δεν γίνεται κατανοητό το ότι η ανάληψη της πρωτοβουλίας για αναχώρηση – ειδικά όταν υπάρχει οικογένεια με παιδιά – εμπεριέχει ένα σωρό βήματα που φαντάζουν βουνό ακόμη και σε ανθρώπους που δεν είναι εγκλωβισμένοι, πόσο μάλλον σε γυναίκες που έχουν σταδιακά αποδυναμωθεί από τους κακοποιητές τους γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό: για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα τους να διαφύγουν. Δεν υπάρχουν επαρκείς κοινωνικές δομές για να στηρίξουν τη μακροχρόνια παραμονή μιας γυναίκας με παιδιά εκτός του κακοποιητικού σπιτιού, συχνά δεν υπάρχει οικονομική αυτάρκεια, δεν είναι όλα τα περιβάλλοντα υποστηρικτικά προς μια γυναίκα που χρειάζεται να κρύβεται ενώ και η ίδια διατηρεί ανησυχίες για την υποβάθμιση της ποιότητας της διαβίωσης των παιδιών της. Όλα αυτά είναι διλήμματα που προκύπτουν συνέχεια στις αναζητήσεις των γυναικών που επιθυμούν να διαφύγουν – μπορούμε να τις διαβεβαιώσουμε ότι οι ανησυχίες τους είναι αβάσιμες; Κι ακόμη: μπορούμε να τους κρατήσουμε στο χέρι σε ολόκληρη αυτή τη διαδρομή ή μπορούμε να κρατήσουμε το χέρι εξίσου στην γυναίκα της Περιφέρειας Αττικής και σε αυτή των νησιών, που βιώνει την επαρχιώτικη «ομερτά» ενός περιβάλλοντος που βάζει ως προτεραιότητα να μη διαταραχθεί η συνοχή των μελών της μικρότερης κοινότητας κατόπιν καταγγελιών που «διασύρουν» μερικά από τα πιο ρωμαλέα μέλη της; Το «φύγε» (ή έστω το «μίλα!») εμπεριέχει το ίδιο ρίσκο για την προσφύγισσα του καταυλισμού, τη γυναίκα με αναπηρία, τη γυναίκα που δεν μιλάει τη γλώσσα βοήθειας, την LGBTQ+ γυναίκα; Είναι όλες οι διαδρομές προς την έξοδο οι ίδιες;
Στην Ελλάδα, είμαστε ανέτοιμες να αντιμετωπίσουμε όλες τις φάσεις μιας απόδρασης από κακοποιητικό σπίτι. Ναι, έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια αλλά αυτές μοιάζουν να αφορούν σε συγκεκριμένο γυναικείο πληθυσμό, ας πούμε σε αυτές που έχουν εξαρχής πρόσβαση στην πληροφορία, σε αυτές που βρίσκονται εγγύτερα στη βοήθεια, σε αυτές που είναι πληθυσμιακά ορατές. Εμείς, οι πάροχοι της βοήθειας, είμαστε οι γυναίκες που χρειάζεται να απλώσουμε το χέρι, πιο μακριά, εντατικά, με περισσότερη ευελιξία. Η πρόληψη ενάντια στη βία και την κακοποίηση πρέπει να γίνει «κινητή».
Πανελλαδικά, χρειαζόμαστε ασφαλείς χώρους διαλόγου και μια αλφαβήτα λειτουργίας που θα εμπεριέχει χειροπιαστές λύσεις. Η εκπαιδευτική διαδικασία που θα μαθαίνει σε μια γυναίκα το πώς να φεύγει από μια κακοποιητική σχέση, ιδιαίτερα όσο είναι ακόμη νωρίς (νωρίς σημαίνει όσο ακόμα υπάρχουν πολύ περισσότερες επιλογές, δεν έχει εμπλακεί συναισθηματικά, δεν έχει μεσολαβήσει κάποια νομική διαδικασία που να τη «δένει» με τον κακοποιητή σε καθεστώς γάμου, δεν υπάρχουν τέκνα στο κάδρο και, φυσικά, νωρίς σημαίνει στην εφηβεία, στην πρώιμη νεότητα και στις ψευδαισθήσεις της), πρέπει να γίνει η κορωνίδα ενός συναισθηματικού «γραμματισμού» της κοινωνίας.
Το «μίλα!» είναι προστάδιο, το «φύγε» είναι η μόνη επιλογή στην οποία οφείλουμε να επενδύσουμε.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Η βία δεν χωράει σε κατηγορίες
Όταν ο κόσμος κάνει λόγο για οπαδική βία, συνήθως αναφέρεται στα επεισόδια και τις ταραχές που δημιουργούνται γύρω από αθλητικές εγκαταστάσεις, ανάμεσα σε ανθρώπους που υποστηρίζουν διαφορετικές αθλητικές επιλογές. Το επίθετο «οπαδικός» μπορεί να αφορά στα ένθερμα μέλη οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας αλλά έχει συνδεθεί στενά με ποδοσφαιρικές, συχνά εξωγηπεδικές, πρακτικές και, ως εκ τούτου, συρρικνωθεί στη δημόσια συζήτηση. Στο μυαλό των περισσοτέρων, η οπαδική βία αναφέρεται σε συμπεριφορές που εκπορεύονται από την ολοκληρωτική αφοσίωση σε μια ποδοσφαιρική συμμαχία που ενίοτε δανείζεται χαρακτηριστικά συμμορίας για να προσηλυτίσει, γιγαντωθεί σε αριθμό, καλλιεργήσει αίσθημα υπεροχής ή/και εκφοβίσει. Η βία τότε κατανοείται ως συμμοριτοπόλεμος που κανείς νομίζει ότι μπορεί να «θεραπεύσει» με αναστολή λειτουργίας συνδέσμων, προσωρινές απαγορεύσεις ή οριζόντιες κυρώσεις προς όλους, τιμωρίες που θυμίζουν την υπεραπλουστευμένη σχολική λογική του «αν δεν μου πείτε ποιος έσπασε τη λάμπα, θα τιμωρηθείτε όλοι». Μακάρι όμως η βία να ήταν σκέτη συμπεριφορά, επειδή τότε θα μπορούσαμε να την απομονώσουμε και να την αποδομήσουμε. Δεν είναι. Η έννοια της οπαδικής βίας έχει γίνει τόσο στενή, ώστε να συμπεριλαμβάνει μόνο το σύμπτωμα ενός παγόβουνου στου οποίου την κορυφή σκοντάφτουμε. Το υπόλοιπο μέρος, αυτό που βρίσκεται κάτω από το νερό (ή το βούρκο, στη συγκεκριμένη περίπτωση), δεν αναλύεται ποτέ, επειδή αποτελεί την κυρίως νόσο, εκείνο το ενδοσκοπικό κομμάτι ενός κοινωνικού προβλήματος που δεν θα μπορούσαμε να εξετάσουμε χωρίς να ρίξουμε μια γερή ματιά στον καθρέπτη.
Η οπαδική βία δεν αναλύεται στο δημόσιο διάλογο, επειδή είναι δύσκολο να μιλήσεις για ήδη περιθωριοποιημένες κοινότητες ανθρώπων, τις οποίες προσπαθείς να αποφορτίσεις περιθωριοποιώντας περισσότερο: η λέξη οπαδός κατάντησε συνώνυμη του ενόχου. Ποιοι οπαδοί είναι πραγματικά στην ομάδα έρευνας σου, ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν αυτοί, ποιες είναι οι κοινωνικές παρεμβάσεις που απαντούν στο πρόβλημα; Ποια είναι η ανθρωπογεωγραφία της οπαδικής βίας και τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι η βία δεν θα κάνει την εμφάνιση της ξανά, ως συμπεριφορά πάντα, ενόσω όλα τα αίτια και οι απρόβλεπτες αφορμές βρίσκονται εκεί έξω, ανέγγιχτα, στην πρωτόγονη τους μορφή, έτοιμα να συνδυαστούν δραματικά σε επεισόδιο, σε δεύτερο χρόνο. Ποιες είναι οι ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες ανθίζει το κάθε οπαδικό χτύπημα, αυτές που εμποδίζουν ή διευκολύνουν την ανάπτυξη παραβατικών συμπεριφορών γύρω από αθλητικά γεγονότα. Ευθύνεται άραγε ο μυθικός-σε-διαστάσεις «χουλιγκανισμός», ένας όρος που ξεπεράστηκε την ίδια περίπου εποχή που ξεπεράστηκε και ο τεντιμποϊσμός. Η χρήση του όρου είναι τόσο απέλπιδα όσο και το να επαναλαμβάνεις την κοινότοπη φράση «όλα είναι θέμα παιδείας» ως απάντηση για τα πραγματικά προβλήματα της ζωής.
Χρησιμοποιούμε τον χουλιγκανισμό στην επικοινωνία με ένα στερεοτυπικό τρόπο, για να περιγράψουμε μεταξύ μας τους μπαχαλάκηδες των γηπέδων. Ο όρος όμως αφορά σε μια βεντάλια συμπεριφορών που συμπεριλαμβάνουν από μικροεπεισόδια μέχρι έγκλημα, ενώ καλύπτει όλα τα ψυχοκοινωνικά προφίλ των ανθρώπων που εμπλέκονται σε φασαρίες με τρόπο που σε αναγκάζει ως λειτουργός να κινηθείς αναλυτικά, όχι παίρνοντας φασόν μέτρα «εναντίον του». Κατά καιρούς, ο χουλιγκανισμός παίρνει χαρακτηριστικά κινήματος και άλλες φορές δεν εμφανίζεται σε ποδοσφαιρικές διοργανώσεις (όπως στην περίπτωση του Euro2004). Ο ρόλος των ομάδων αστυνόμευσης είναι επίσης πολυεπίπεδος και χρειάζεται να εξεταστεί ξεχωριστά. Εστιάζοντας στο κλείσιμο, την καταστολή ή την παύση, τα μέτρα ανάσχεσης της βίας απομακρύνονται από τις απαντήσεις στο ερώτημα του «γιατί καταλήγουν έτσι τα πράγματα» και του «πόσο χειρότερα μπορούν αυτά να γίνουν», επειδή απομακρύνονται από τους δρώντες που βρίσκονται γύρω από και μέσα σε αυτά. Επιπλέον, το να φλερτάρεις με δράσεις καλής θέλησης, κατά τη διάρκεια των οποίων κάποιοι κρατούν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη νεκρών για να ξαναρχίσουν τον αλληλοσπαραγμό αμέσως μετά, είναι μια επιδερμική προσέγγιση στην αναζήτηση του τι βασανίζει τους ανθρώπους που καταφεύγουν σε ομάδες για να βρουν τον εαυτό τους (άσχετα αν καταλήγουν να τον χάνουν εκεί μέσα, τελικά – αυτή είναι όμως η διεργασία της μετατροπής σε οπαδό). Η ευθύνη της πολιτείας είναι να κάνει όλη την παραπάνω αναλυτική δουλειά. Προς το παρόν, δεν την κάνει.
Αν θέλουμε να μιλάμε για διαχείριση κρίσεων, πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι η οπαδική βία είναι αληθινή, μόνιμη κρίση, δεν είναι μια σειρά από ασύνδετα μεταξύ τους, αποσπασματικά συμβάντα. Επίσης, πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι οι άνθρωποι λειτουργούν οπαδικά όχι μόνο προκειμένου να υποστηρίξουν την ποδοσφαιρική ομάδα τους, αλλά πολύ περισσότερο για να ενισχύσουν την κοσμοθεωρία, τη νοοτροπία, την απουσία νοήματος και ταυτότητας μέσα τους, τον υποβιβασμό του κοινωνικού περιβάλλοντος τους, την εξαθλίωση των ανθρωποκοινοτήτων τους σε βαθμό που το περιθώριο να ταυτίζεται επικίνδυνα με αυτό που αποκαλούσαμε στο παρελθόν νόρμα. Χρειάζονται να τα υποστηρίξουν παθιασμένα, βαθιά και επικίνδυνα όλα αυτά γιατί συνιστούν τη ζωή τους: έτσι ζουν. Ο οπαδισμός είναι τρόπος ζωής και απουσίας κοινωνικών αναφορών και σχέσεων, με τρομερές επιπτώσεις στις κοινωνίες. Είναι καιρός να τον δούμε ως κοινωνικό πρόβλημα, είναι καιρός να παραδεχτούμε ότι έχουμε πρόβλημα, δεν είναι ένα θέμα για να διαχειριστούν «κάποιοι άλλοι» ενώ «εμείς» συνεχίζουμε υπεράνω συμπερίληψης. Και έτσι πράττοντας, να σταματήσουμε να είμαστε οπαδοί στις πολιτικές λύσεις μας για τη χώρα.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο marketnews.gr, στις 22/02/2022.
Ανακοίνωση
Η Φιλελεύθερη Συμμαχία δηλώνει την οργή της και καταδικάζει απερίφραστα τη χθεσινή επίθεση στον Οδυσσέα Βλαχονικολό, φοιτητή του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών (ΟΠΑ) και μέλος της Πανελλήνιας Ανεξάρτητης Κίνησης Σπουδαστών (ΠάΝΚΣ), από άτομα που φέρονται να ανήκουν στον αντιεξουσιαστικό χώρο.
Αφορμή για την επίθεση αυτή φαίνεται να είναι η υποστήριξη του Οδυσσέα στη λειτουργία της πανεπιστημιακής αστυνομίας, ακριβώς για την αποφυγή τέτοιων περιστατικών βίας. Το ακόμα πιο εξοργιστικό στο συμβάν είναι ότι η αστυνομία, παρότι κλήθηκε άμεσα, δεν επενέβη! Δεν μπήκε καν στον χώρο του ΟΠΑ!
Θεωρούμε τα δικαιώματα κάθε ανθρώπου στην προστασία της σωματικής του ακεραιότητας και στην ελευθερία της έκφρασης δεδομένα κι αυτονόητα. Αλλά τελικά ίσως και να μην είναι, τουλάχιστον στα πανεπιστήμια, όπως δείχνει το χθεσινό συμβάν, αλλά και παλαιότερα. Ο πρύτανης του ΟΠΑ, κ. Μπουραντώνης, ο οποίος είχε υποστεί κι ο ίδιος επίθεση στο γραφείο του πριν από μήνες από άτομα του αντιεξουσιαστικού χώρου, αρκέστηκε σε άτολμα μισόλογα. Από κρατικούς λειτουργούς, που πληρώνονται από τους φόρους μας, θα περιμέναμε πολύ περισσότερα.
Αν η πανεπιστημιακή αστυνομία, αν και όταν λειτουργήσει, αντιμετωπίζει τα φαινόμενα βίας με τον ίδιο τρόπο, δηλαδή μη αντιμετωπίζοντάς τα, καλύτερα να μη λειτουργήσει καθώς θα πρόκειται για σπατάλη χρημάτων. Καλούμε τα Υπουργεία Προστασίας του Πολίτη, Παιδείας και τον Πρύτανη του ΟΠΑ να αναλάβουν τις ευθύνες τους και, πέραν από το να εξασφαλίσουν ότι θα βρεθούν οι θύτες της χθεσινής επίθεσης και ότι θα οδηγηθούν το συντομότερο δυνατό στη δικαιοσύνη, να χρησιμοποιήσουν κάθε μέσο στη διάθεσή τους για να είναι ο Οδυσσέας ο τελευταίος φοιτητής, τόσο στο ΟΠΑ όσο και αλλού, που δέχεται επίθεση για τις ιδέες του!