Ο χρόνος είναι χρήμα και άλλα γνωμικά που μας κάνουν δυστυχισμένους
Συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν δυο μεγάλες ομάδες ανθρώπων που συνδέουν τον χρόνο τους με την απόκτηση ή την διατήρηση χρημάτων. Όσοι πιστεύουν ότι η ζωή είναι μικρή για να μη δίνουν περισσότερη βαρύτητα στο χρόνο που περνάει, αφιερώνοντας τεράστια διαστήματα στον εαυτό τους και στις προσωπικές τους ενασχολήσεις, εισάγοντας την έννοια της βραδύτητας σε αυτά που κάνουν, γυρνώντας την πλάτη στους φρενήρεις ρυθμούς της συσσώρευσης αγαθών. Και οι υπόλοιποι. Όλοι εμείς δηλαδή που ζούμε για να υπολογίζουμε πόσα ευρώ ή points χωράνε στη μέρα, έχοντας υπογράψει συμβάσεις ή κάνει συμφωνίες που μετρούν το νόημα της ζωής με τα δευτερόλεπτα της ώρας. Εμάς τους τελευταίους – κυριολεκτικά και μεταφορικά – μας λες και ντηλιβεράδες της καθημερινότητας, ανθρώπους που φέρνουμε στην πόρτα σου όλων των ειδών τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, από σουβλάκια μέχρι τεχνολογικό σχεδιασμό και από μαθήματα γλωσσών μέχρι συνεδρίες ενσυνειδητότητας για όσους τρέφουν την ψευδαίσθηση ότι το Ελληνικό σύστημα σου επιτρέπει να κάθεσαι mindful πίνοντας τσάι στον κήπο.
Ένα πουλάκι έχει ψιθυρίσει στο αυτί όλων μας ότι το μέλλον ανήκει στους διανομείς (αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι πολύ δύσκολο να σου ανήκει οτιδήποτε όταν δεν έχεις στα χέρια σου την ελευθερία του πώς θα το διαχειριστείς) γι’ αυτό και πληθαίνουν οι πλατφόρμες παραγγελιών με τις οποίες π.χ. γλιτώνεις χρόνο από το να επισκεφτείς τον μανάβη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να πουληθεί αργότερα σε σένα από τους life coach ως προϊόν η πολύτιμη συμβουλή ότι, αν αρχίσεις να ξαναβάζεις στη ζωή σου τις επισκέψεις στους μανάβηδες, μπορεί τελικά και να αισθανθείς πιο ευτυχισμένος.
Η ουσία είναι ότι όλοι χρειάζεται να πληρώνουμε φόρους και λογαριασμούς, ποταπές υποχρεώσεις που μας απομακρύνουν από τον αληθινό μας εαυτό. Διότι, σαφέστατα, αν είχαμε λύσει το βιοποριστικό μας μπορεί σήμερα να αναφωνούσαμε «φάτε παντεσπάνι» στους ανθρώπους που μάχονται για μια συνολικότερη ποιότητα στις καθημερινές μας συνδιαλλαγές. Ευτυχώς, ακόμα υπάρχει – έστω και ως πολιτικοφιλοσοφικό εδάφιο – εκείνη η ποιότητα που δεν μετριέται από τους χρήστες εφαρμογών σε διαδικτυακά αστεράκια, αστεράκια που σε απαλλάσσουν από την κοινωνική ευθύνη της συνδιαμόρφωσης περιβάλλοντος εργασιακής κουλτούρας ενόσω αξιολογείς υψηλά το αν ένα ταξί έχει γουάι φάι ή αν ένας εργαζόμενος έχει λιγότερο ρομποτική συμπεριφορά. Ήταν ωστόσο απολύτως απαραίτητο να μπει στο λεξιλόγιό μας ο όρος free lancer, μία υπερκούλ ψευδαίσθηση για τα εγχώρια δεδομένα ότι, όχι μόνο έχεις επιλογές ως προς το πώς θα διαμορφώσεις την επαγγελματική σου καθημερινότητα με τρόπο που δεν υποστηρίζεται νομικά, αλλά μπορείς και να το απολαύσεις! Ναι, μη είσαι αχάριστος: είναι μαγκιά να είσαι free lancer εκεί που δεν έχουμε ακόμα συμφωνήσει για το αν είναι αυτοκτονικό να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας ή αν θα πρέπει να το κλείσουμε το ρημάδι και να κοιτάξουμε να γραφτούμε στην κλαδική κανενός κόμματος της προκοπής.
Φυσικά το free lancing δεν έρχεται χωρίς τις ψυχοκοινωνικές του επιπτώσεις τις οποίες είναι το ίδιο επικίνδυνο να αγνοήσουμε με το να θεωρούμε λανθασμένα ότι η οικονομία έρχεται αποκομμένη από τον τρόπο που «νιώθουμε» και επενεργούμε στα πράγματα. Για παράδειγμα, η ρευστότητα της αγοράς εργασίας, οι διαρκείς αλλαγές και η αίσθηση ότι όχι απλά είσαι αναλώσιμος αλλά υπάρχουν ολόκληροι σχολιαστές στα κοινωνικά δίκτυα που επιμένουν ότι θα πρέπει να κάνουμε τους ανθρώπους να συνεχίσουν να αισθάνονται αναλώσιμα μηδενικά στον αντίποδα της εμμονής για διορισμούς, έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε μια ιδιαίτερη φτώχεια μέσα στη συνολικότερη ένδεια που μας δέρνει: τη φτώχεια της αδυναμίας να αναπτυχθείς εσωτερικά και εξωτερικά. Μερικοί ίσως σοκαριστούν με την ιδέα ότι η ανάπτυξη ή η επιθυμία αυτής ξεκινάει από το μυαλό μας. Είναι που επί χρόνια φροντίζουμε να να καταπνίγουμε εγκαίρως οποιαδήποτε τέτοια κλίση μπορεί να εμφανίσει κάποιος. Ναι, η απουσία επιλογών είναι ολέθρια για την ψυχολογία, αν όμως πείσεις τους ανθρώπους ότι μπορούν να καταφέρουν πράγματα με τη δύναμη του νου (όπως λένε και στα τηλεπαιχνίδια «δεν ξέρω αν το θέλεις πολύ»), τότε βγάζεις από πάνω σου την ευθύνη των αληθινών μεταρρυθμίσεων και την μετατοπίζεις στους εργαζόμενους-ανέργους, δηλαδή στους free lancers.
Είσαι «μάστερ του πεπρωμένου σου» όπως έγραφαν οι Susan Ashford και Ruth Blatt από το πανεπιστήμιο του Michigan πριν ανακαλύψουν ότι η υποτιθέμενη εργασιακή «ελευθερία», όταν δεν υπάρχει διέξοδος διαφυγής, όταν δηλαδή το free lancing δεν αφορά σε κάποιο βραχυπρόθεσμο project που έχεις αναλάβει παράλληλα με τον κύριο κορμό της δουλειάς σου, είναι κάτι που σε βουλιάζει στην απόγνωση και στην εμμονή με τα φραγκοδίφραγκα. Είναι ολέθριο για την ταυτότητα σου ως εργαζόμενος και ως άνθρωπος που χρειάζεται να λειτουργήσει μέσα σε ομάδες εμπιστοσύνης και αλληλοϋποστήριξης. Κατατρώει τις διαπροσωπικές σου σχέσεις αν υποθέσουμε ότι έχεις το κουράγιο να κουράρεις διαπροσωπικές σχέσεις καθώς, όπως είπαμε και στην εισαγωγή αυτού του άρθρου, χρειάζεται ελεύθερος χρόνος γι’ αυτό. Τέλος, η τοξικότητα του να κυνηγάς πάντα τα αστεράκια της πλατφόρμας είναι κάτι που ελπίζω και εύχομαι να αναγνωριστεί σε μερικά χρόνια, με τον τρόπο που δύο δεκαετίες πριν ο κόσμος είχε τρελαθεί με τη «θετική ενέργεια», μόνο και μόνο για να έρθει σήμερα στα λόγια μας και στα σύγκαλα του και να ονομάσει την πάση-θυσία-ευτυχία, toxic positivity. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Είμαστε μια χώρα χωρίς πρόσωπο που περαιτέρω μαϊμουδίζει τάσεις που αποπροσωποιούν την κοινωνική μας αντίληψη και εμπειρία. Σπανίως μαθαίνουμε τις ιστορίες πίσω από τους εργαζόμενους σε διάφορα πόστα αλλά θεωρούμε ότι όλες οι εργασιακές προτάσεις και συνθήκες μπορούν να ειδωθούν από την πλευρά των επιλογών που έχει κάποιος και όχι ως αποτέλεσμα μη-ύπαρξης ικανών επιλογών, ως αποτέλεσμα χρόνιων αδιεξόδων. Δεν μπορείς να εξαίρεις το free lancing αν δεν είσαι διατεθειμένος να παραδεχθείς πράγματα για την αυτοαπασχόληση. Δεν μπορείς να προτείνεις, όταν η ιδέα σου για το free lancing προέρχεται από τις έρευνες των part time εργαζομένων σε χώρες διαφορετικές από τη δική σου. Μια νέα ομάδα εργαζομένων γεννιέται με την λεγόμενη gig economy αλλά το μόνο που έχεις να προτείνεις είναι να κολυμπήσουμε. Λυπάμαι αλλά δεν θα ακούσω την υπεραπλουστευτική σου εκδοχή.
Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Τα προβλήματα της πανδημίας δεν θα λυθούν με ένα application
Αν κάτι μας έμαθε η πανδημία με τον πιο σκληρό τρόπο, αυτό είναι το να μη θεωρούμε δεδομένα όλα τα πλάνα και τα προγράμματα πάνω στα οποία στηριζόμασταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν ξαφνικά τη δουλειά και την ζωή – όπως τις είχαν σχεδιάσει και εμπιστευτεί – κάτω από τα πόδια τους. Δεκάδες άλλοι μπήκαν σε αναμονή για κάτι που δεν γνωρίζουμε με ποια μορφή και με ποιους όρους θα έρθει. Η ανάγκη για επιβίωση έκανε κάποιες περίπλοκες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα την τηλε-εργασία που έχει ένα τεράστιο φάσμα δικών της κανόνων και συμπεριφορών, να μεταβολιστούν σε λύσεις ανάγκης για λίγους, προκειμένου να συνεχίσει η γη να γυρίζει. Πίσω όμως από τις προσπάθειες και την καλή θέληση όλων μας να διατηρήσουμε εκείνη την «κανονικότητα» που είναι ικανή να μας εξασφαλίσει μια μίνιμουμ ισορροπία, υπάρχει ένα πολυποίκιλο εργατικό δυναμικό που δεν θα κληθεί απλά να ξαναγυρίσει στη δουλειά (αν υποθέσουμε ότι θα υπάρχουν δουλειές μετά την πανδημία), αλλά να εκπαιδευτεί από την αρχή για τον κόσμο που ετοιμάζεται. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, όχι απλά δεν ακούγεται κουβέντα αλλά σχεδόν υπονοείται ότι θα πρέπει μόνοι τους να βρουν την άκρη, αφού τα εμπόδια του καθημερινού τους αγώνα είναι κάτω από το όριο ανίχνευσης της κυβέρνησης και του κράτους πρόνοιας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι το ανθρώπινο δυναμικό της ηλικίας των 55 +, που έρχονται αντιμέτωποι με τα οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά στεγανά όλης της προηγούμενης δεκαετίας της κρίσης. Πρόκειται για μια αόρατη ομάδα της αγοράς εργασίας.
Ζούμε σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η τηλε-εργασία και η ευελιξία στο εργασιακό ωράριο ενθαρρύνονται προκειμένου να τηρηθούν τα μέτρα προστασίας κατά του κορονοϊού: αυτό που δεν έχει μετρηθεί και αξιολογηθεί ποιοτικά είναι το πόσοι εργαζόμενοι και σε ποια εργασιακά πόστα μπορούν πραγματικά να δουλέψουν από απόσταση. Τα στατιστικά στοιχεία διεθνώς περιγράφουν ένα δραματικό τοπίο ανθρώπων που μένουν εκτός δουλειάς και εκτός ευκαιριών. Είναι οι λεγόμενοι «blue collar» εργαζόμενοι, οι χειρώνακτες, οι χαμηλόμισθοι σε επισφαλή πόστα, οι άνθρωποι δηλαδή που είχαν εξαρχής λιγότερη ευελιξία και μικρότερο εύρος επιλογών ως προς τη δουλειά που θα έκαναν. Όταν μάλιστα οι παραπάνω ανήκουν σε ηλικιακές ομάδες που ο κορονοϊός έχει χτυπήσει αλύπητα, αυτοί είναι περισσότερο πιθανό να αποσυρθούν στα σπίτια τους, να απολυθούν ή να μη μπορούν να βρουν δουλειά εξαιτίας της επικινδυνότητας για την υγεία τους αλλά και των δεξιοτήτων που εντωμεταξύ δεν πρόλαβαν να καλλιεργήσουν. Η πιθανότητα να ξεκινήσουν τη δική τους δουλειά στην Ελλάδα των λουκέτων και της ανύπαρκτης επιχειρηματικής κουλτούρας, είναι μηδαμινή αν όχι μια θρασύτατη υπόνοια όσων κυβερνητικών ενθαρρύνουν τον κόσμο να σταματήσει επιτέλους να ζει με επιδόματα και να «δομήσει βιογραφικό». Η πιθανότητα να ανταγωνιστούν τις μικρότερες ηλικίες μετά το lockdown – και παρά τα πολλαπλά προσόντα που μπορεί να διαθέτουν όσοι έχουν φάει πραγματικά την αγορά με το κουτάλι – είναι ελάχιστες και μόνο στο μυαλό των θεωρητικών που πιστεύουν ότι «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».
Έφερε η πανδημία μαζί της μια παρέλαση από ανισότητες στις οποίες τα προηγούμενα χρόνια απλά αναφερόμασταν χωρίς ποτέ να έχουμε κάνει κάτι; Η ηλικία, μεταβλητή που θεωρούνταν στερεότυπο μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, ήρθε ως σοκαριστική πραγματικότητα να ταράξει τη νιρβάνα όσων ταυτίζονται με την τεχνολογία με τρόπο που να θεωρούν αυτονόητη την ομαλή προσαρμογή στα νέα διαδικτυακά δεδομένα, αγνοώντας το ότι έχουμε δρόμο μέχρι την ψηφιακή εγγραμματοσύνη. Τα προβλήματα της πανδημίας δεν θα λυθούν με application και προγράμματα επιμόρφωσης που έχουν ηλικιακά όρια. Σαφέστατα σήμερα έχουμε περισσότερες επιλογές, διαύλους επικοινωνίας και πλατφόρμες χτισίματος μιας καινούριας ζωής-επιχείρησης-ομάδας: με την προϋπόθεση ότι θα γίνει ένα άνοιγμα γνωριμίας και εξοικείωσης προς όλους εξίσου και όχι μόνο προς αυτούς που γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιούν το zoom ως ελάχιστη προϋπόθεση.
Υπάρχει επιτακτική ανάγκη δημιουργίας ενός ευρύτερου πλαισίου επιμόρφωσης και ενθάρρυνσης για την επιστροφή στην εργασία και την διατήρηση εργασιακών θέσεων, για τους άνω των 55 ετών. Η εργασία, η απασχολησιμότητα, η δημιουργία επιλογών και κατ’ επέκταση η κοινωνική ένταξη των μεγαλύτερων ηλικιακά ανθρώπων – παράγοντες που δεν επηρεάζουν μόνο την δική τους ψυχική υγεία αλλά την ολόπλευρη επιβίωση των κοινοτήτων μας – χτυπούν καμπανάκι κινδύνου.
Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.