• Τι κρατάω από την Προεδρία Τραμπ

    Η Προεδρία Τραμπ οδεύει στο τέλος της με τα ίδια χαρακτηριστικά που ξεκίνησε και πορεύτηκε στην τετραετία της: απρόβλεπτη, ανίκανη και στη δική της πραγματικότητα.

    Ήταν μια κακή προεδρία, ίσως η χειρότερη της ιστορίας των ΗΠΑ.

    Το πιο αρνητικό σημείο της ήταν η απόρριψη της πραγματικότητας και η εμμονή σε ψεύδη.

    Οι υποστηρικτές του επιμένουν πως «το κατεστημένο έκανε πόλεμο» στον Πρόεδρο Τραμπ.  Να ξεκαθαρίσουμε πως «πόλεμο» δέχεται κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ και κάθε επικεφαλής κυβέρνησης.  Στη περίπτωση του Προέδρου Τραμπ δεν μιλάμε απλώς για μια διαφωνία απόψεων και κριτική στην άποψη ή στις πράξεις.  Μιλάμε για έλεγχο των λεγομένων του Προέδρου και αντικειμενική παρουσίαση των ψεμμάτων και λαθών που εμπεριέχονται στις δηλώσεις του Προέδρου.  Ο Πρόεδρος Τραμπ ελέγχθηκε για αυτά που είπε και αποδείχθηκαν πως πολλές φορές αυτά δεν ήταν αλήθεια.

    Όλοι οι πολιτικοί «χρωματίζουν» την αλήθεια και προσπαθούν να την παρουσιάσουν με τον τρόπο που τους συμφέρει, αλλά ο Πρόεδρος Τραμπ και το περιβάλλον του επέλεξαν να την παραμερίσουν εντελώς.  Η κατάργηση και ο εξοστρακισμός της αλήθειας ως αξίας, είναι δυναμίτης στα θεμέλια ενός πολιτισμού όχι απλώς μιας δημοκρατίας.

    Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τον πρωτοφανή νεποτισμό, την περιφρόνηση των θεσμών και του κράτους δικαίου κάνουν την Προεδρία Τραμπ μια προεδρία που εξασθένισε την Αμερικανική δημοκρατία όσο καμία άλλη.  Δεν έχει να κάνει με το αντισυμβατικό ύφος της, αλλά με το πώς αντιμετώπισε την ίδια την ουσία της Αμερικανικής δημοκρατίας.

    Ωστόσο, τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν πως ο Πρόεδρος Τραμπ ήταν ένας δημοφιλής πρόεδρος που δεν έχασε το κοινό του στα τέσσερα χρόνια της Προεδρίας του.  Σπάνια ο Πρόεδρος που χάνει τις εκλογές παίρνει περισσότερες ψήφους από όσες είχε πάρει στις προηγούμενες που είχε κερδίσει.

    Δεν είναι μια προεδρία που μπορεί κάποιος να απορρίψει καθολικά.  Αν μπορούσε δεν θα είχε την αύξηση  των ψήφων που πήρε.

    Τι θεωρώ αξιόλογο να κρατήσει κάθε πολιτική κίνηση και πολιτικός από την Προεδρία Τράμπ:

    1) Το ευρύ κοινό θα ψηφίσει πιο εύκολα μια οικεία προσωπικότητα από έναν πολιτικό καριέρας (ή του κομματικού σωλήνα όπως λέγονται).  Ο Τράμπ ήταν μια φιγούρα που έμπαινε σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση στα σπίτια των Αμερικανών, όλοι τον ήξεραν και όλοι ήξεραν το ύφος του και τους τρόπους του. Σπάνια οι πολιτικοί  καριέρας μπορούν να δημιουργήσουν τέτοια οικειότητα με το εκλογικό σώμα.

    2) Το ύφος και ο λόγος του Προέδρου Τράμπ αποδεικνύει πως ο κόσμος θέλει να ακούει μια πιο άμεση γλώσσα, που είναι πιο κοντά στην καθομιλουμένη.  Κάποια στιγμή αδυνατεί ή παύει να ενδιαφέρεται και να θέλει να ακολουθήσει τις γενικότητες ή τα πιο βαθιά νοήματα.  Δεν ψέγω τους ψηφοφόρους για αυτό.  Ο κάθε ψηφοφόρος δεν έχει κατ’ ανάγκη προτεραιότητα την πολιτική στη ζωή του. Είναι δουλειά του πολιτικού να μπορέσει να επικοινωνήσει με άμεσο τρόπο. Όμως, αμεσότητα και ξεκάθαρος λόγος δεν σημαίνουν χυδαιότητα και έκκληση στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή.  Ρήγκαν, Κλίντον και Ομπάμα μπόρεσαν να επικοινωνήσουν και να αγγίξουν την πλειοψηφία των Αμερικανών χωρίς να καταφύγουν σε άξεστο και προσβλητικό λόγο.

    3) Η ιδέα πως ο Τραμπ εξέφρασε μόνο ή κατά συντριπτική πλειοψηφία τους πολίτες κατώτερου μορφωτικού επιπέδου ή τα χαμηλότερα εισοδήματα είναι, κατά τη γνώμη μου, λάθος.  Είδα ανθρώπους μορφωμένους μέσου και υψηλού εισοδήματος που μέρος της δουλειάς τους είναι να αξιολογούν την πληροφορία και να εφαρμόζουν ορθή κρίση να συστρατεύονται με έναν κατά συρροήν ψεύτη.  Οι άνθρωποι αυτοί έδρασαν ως πολλαπλασιαστές της δημοτικότητας και της εγκυρότητας του Προέδρου Τράμπ από την εποχή που ήταν υποψήφιος.  («Αφού τον στηρίζει ο “τάδε” και ο “δείνα” που είναι διευθυντής/πτυχιούχος/ έχει PhD τότε κάτι θα ξέρουν»).  Σε αυτή την κατηγορία ανήκε και η πλειοψηφία της βάσης του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.  Τον Τράμπ τον στήριξαν μεγάλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων.  Γιατί;  Η απάντηση στο επόμενο σημείο

    4) Μια μικρή μειοψηφία ήταν απλά άνθρωποι που το μυαλό τους και η ψυχολογία τους εστίασε στις ακρότητες του άλλου….άκρου θεωρώντας πως η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών ελέγχει όλο το κόμμα.  Συστρατεύθηκαν με οτιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτό.  Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία που ακολούθησε τον Πρόεδρο Τράμπ (και οι νέες ψήφοι που ήρθαν το 2020 γι’ αυτόν) ήταν άνθρωποι που ωφελήθηκαν από την ρητορική υπέρ των χαμηλών φόρων, των λιγότερων κανονισμών, και εν μέρει του προστατευτισμού.  Αυτό είναι  ένα πολύ σημαντικό μάθημα για τους πολιτικούς.

    Στις περισσότερες δημοκρατίες αυτό που ενδιαφέρει τον ψηφοφόρο είναι η οικονομία, οι δουλειές και, δευτερευόντως, το κοινωνικό κράτος.  Το κοινωνικό κράτος θα έρθει στο προσκήνιο  της πολιτικής, αν η οικονομία δεν παράγει δουλειές ή αν υπάρχουν στεγανά.  Αν η οικονομία πηγαίνει καλά σε επίπεδο θέσεων εργασίας, αν ο κόσμος βλέπει να ανοίγουν επιχειρήσεις και να γίνονται προσλήψεις, κανένα άλλο θέμα δε θα επηρεάσει την ψήφο του.  Κλασσικά παραδείγματα οι εκλογές στη Βρετανία το 2015 και 2019.  Οι Εργατικοί παρουσίασαν ένα πρόγραμμα που κατά γενική ομολογία θα επιβάρυνε τις επιχειρήσεις και απορρίφθηκε από τους ψηφοφόρους, έστω και αν πρότεινε πιο ευρύ δίχτυ ασφαλείας για τους κοινωνικά αδύναμους.  Το καλύτερο δίχτυ ασφαλείας  είναι σταθερή δουλειά και επιλογές για καλύτερες δουλειές.  Ο Πρόεδρος Τραμπ δεν ακολούθησε ιδιαίτερα φιλελεύθερη πολιτική στην οικονομία, όμως αρκούσε η ρητορική του για μείωση των φόρων και για κατάργηση κανονισμών,  προκειμένου να δημιουργήσει δυναμικό κλίμα στην αγορά και αυτοπεποίθηση στους επενδυτές.  Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας και αύξηση των μισθών.  Το γεγονός πως ανέβασε τα ποσοστά του στις μειονότητες είναι η απόδειξη πως τα κατώτερα στρώματα είδαν την κατάστασή τους να βελτιώνεται οικονομικά και αυτό ήταν αρκετό για να δώσουν την ψήφο τους στον Πρόεδρο Τράμπ.  Ο κόσμος της αγοράς θέλει να επενδύσει και αυτό που τον εμποδίζει είναι το κράτος.

    Το θετικό με τον Biden ήταν πως δεν παρουσίασε ένα πρόγραμμα που θα διακινδύνευε αυτή την δυναμική στην οικονομία με τον τρόπο που απειλούσε η Warren ή ο Sanders.  Αλλά ακόμα και με τον Biden σαν αντίπαλο, ο Πρόεδρος Τραμπ θα επανεκλεγόταν, αν δεν υπήρχε η πανδημία του Covid19.  Και εδώ φτάνουμε στο πέμπτο  σημείο.

    5) Όσο όραμα και αν αποπνέει μια κυβέρνηση, όσες μεταρρυθμίσεις και αν παρουσιάσει ως πρόγραμμα, όσο ριζοσπαστική και αν θέλει να εμφανίζεται, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάει την βασική λειτουργία του κράτους που είναι να προστατεύει τη ζωή των πολιτών.  Μια έλλειψη βασικής ικανότητας σε ένα έκτακτο γεγονός δε συγχωρείται από τους πολίτες.  Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τα γεγονότα στο Μάτι ήταν, κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο σημείο που σφράγισε την ήττα της ένα χρόνο μετά.  Για την Προεδρία Τράμπ ήταν η πανδημία.  Ίσως και για το Ηνωμένο Βασίλειο οι χειρισμοί της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την πανδημία να αποδειχθούν μοιραίοι, ακόμα και αν δεν γίνουν εκλογές τα επόμενα τρία χρόνια.  Οι πολίτες περιμένουν κάποιες βασικές λειτουργίες του κράτους σε έκτακτες καταστάσεις.  Αν σε αυτές ο κρατικός μηχανισμός υπό την διεύθυνση του κόμματος εξουσίας που βρίσκεται στην κυβέρνηση δεν ανταποκριθεί επαρκώς, τότε τίποτα από τα παραπάνω που αναφέρθηκαν (οικειότητα, επικοινωνία, οικονομία) θα αλλάξει τη γνώμη τους. Αυτό πρέπει να το προσέξουν ιδιαίτερα τα ιδεολογικά κόμματα.

    6) Τέλος δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως η Προεδρία Τράμπ ήταν η κινητήρια δύναμη στην εξομάλυνση σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και κάποιες Αραβικές χώρες. Στην χαοτική και προβληματική, στο σύνολο της, εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως αυτό ήταν μια σημαντική επιτυχία που ενδεχομένως να αλλάξει πολλά στην περιοχή.

    Η Προεδρία Τραμπ δεν ήταν μια φυσιολογική προεδρία και όπως αναφέρθηκε ήταν μια κακή προεδρία, αλλά όποιος πολιτικός αγνοήσει τις θετικές πτυχές της, θα έχει χάσει την ευκαιρία να προσφέρει μια καλύτερη πολιτική πρόταση και πρακτική.

     *  Ο Νίκος Χαραλάμπους είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Οι μνηστήρες του Κέντρου*

    Καμιά κοινωνική ομάδα δεν είναι περισσότερο περιζήτητη στις τάξεις των στρατολόγων των κομμάτων από αυτή που προσδιορίζεται ως Κέντρο.  Το Κέντρο ανέκαθεν ασκούσε γοητεία σε ηγέτες και ψηφοφόρους, είναι το κομμάτι του παζλ που αποκαλύπτει όλη την ομορφιά ενός πολιτικού εγχειρήματος, το βασικό συστατικό μιας επιτυχημένης εκστρατείας.  Το να πάρεις το Κέντρο με το μέρος σου είναι πρακτικά η ένδειξη ότι έχεις βελτιωθεί στην επικοινωνία του πώς να κερδίζεις εκλογικές μάχες.  Τα μηνύματα που απευθύνονται σε κεντρώους ψηφοφόρους αποτελούν σπουδή στο πώς μια σειρά από θέσεις μπορούν να μεταφραστούν σε ένα ενιαίο, κατανοητό σύνολο – το τέλος της καταστροφικής επεξήγησης του τι θέλει να πει ο αρχηγός (ακολουθώ τον κανόνα που λέει ότι «αν πρέπει να το εξηγήσεις, είναι λάθος δοσμένο»).  Κατά περιόδους, τα κόμματα εξουσίας υπερήφανα ισχυρίζονται ότι έχουν το Κέντρο με το μέρος τους, άρα η αναζήτηση της καλύτερης δυνατής εκπροσώπησης οφείλει να τελειώσει εδώ και είναι αλήθεια ότι ενίοτε το Κέντρο μετακινείται για να χωρέσει.  Το γεγονός όμως ότι σε καιρούς νηνεμίας κερδίζει διαρκώς εξωσυστημικούς υποστηρικτές ενώ αναδεικνύει ανθρώπους που επιθυμούν να το διεκδικήσουν μακριά από τους μηχανισμούς της κεντρικής εξουσίας, δείχνει το πόσο η κρίσιμη μάζα που απεχθάνεται τις φωνασκίες και τις μεγάλες υποσχέσεις που φτάνουν μέχρι την κάλπη (μετά την απομάκρυνση από το ταμείο-κάλπη, ουδεμία υπόσχεση δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια) ζει, βασιλεύει και αξίζει μια αυτόνομη υποψηφιότητα.

    Αυτό σημαίνει βέβαια ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια αποτελεί στοίχημα αναδιοργάνωσης και μελέτης της εκλογικής συμπεριφοράς, που χρειάζεται να απαντήσει στα εξής ερωτήματα:  α) ένας κεντρώος πολιτικός φορέας είναι θέμα ένωσης δυνάμεων ή εκ νέου ίδρυσης από το μηδέν, β) ευνοεί το σημερινό πολιτικό σκηνικό την κινηματική πολιτική ή με την Νέα Δημοκρατία επιστρέψαμε στα κόμματα μαζικής συμμετοχής και γ) συμμετέχουν σήμερα οι άνθρωποι σε κόμματα;  ‘Η μήπως «προσλαμβάνονται».  Στην προσπάθεια για ανασυγκρότηση του κεντρώου χώρου, η λέξη που παρουσιάζει την μεγαλύτερη προβληματική είναι η «ανασυγκρότηση»: αφενός το κέντρο δεν δίνει τα τελευταία χρόνια την εντύπωση ότι είναι πολιτικά συγκροτημένο με τρόπο που να λειτουργεί ως ο δεύτερος πόλος σε μια εκλογική αναμέτρηση.  Αφετέρου, η ανασυγκρότηση υπονοεί ότι μικρότερες πολιτικές ομάδες καλούνται να ενώσουν δυνάμεις αλλά υπάρχουν δομικές δυσκολίες στον τρόπο που γίνεται αυτό.  Τέλος, μέχρι σήμερα αρκετές προσπάθειες έχουν απαξιωθεί επικοινωνιακά από επαναλαμβανόμενες αποτυχίες του παρελθόντος οι οποίες δεν καταφέρνουν τελικά να βρουν τον δρόμο τους στις εκλογές.

    Υπάρχει και ένα άλλο θέμα που συχνά προσπερνιέται στην αναζήτηση του προσώπου που θα ενσαρκώσει καλύτερα το κεντρώο ιδεώδες: απουσιάζουν οι στρατιώτες που θα αναλάβουν την ευθύνη για τα αποτελέσματα μιας τέτοιας δουλειάς.  Απουσιάζει η δέσμευση σχεδόν από όλη την πολιτική ζωή του τόπου.  Και εκεί που κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η λέξη κλειδί στην πολιτική είναι η «ευελιξία», εγώ θα πω ότι υποφέρουμε από το αντίθετο: από το ξεχείλωμα των ιδανικών και των στόχων υπέρ της πρόσληψής μας σε μια θέση.  Ελλείψει εργασιακών θέσεων, ο πολιτικός στίβος μετετράπη σε career forum τέτοιο που να μην έχεις πια την εσωτερική ανάγκη να αλλάξεις τον κόσμο γύρω σου, μόνο την πρεμούρα να βρεις μια ενδιάμεση θεσούλα για να βολευτείς.

    Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αληθινή πολιτική.

    Κατατάσσω τις δομικές δυσκολίες σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:

    1. Στην αδυναμία σύνθεσης μιας νέας πολιτικής ομάδας η οποία να παρουσιάζει ομοιομορφία. Οι περισσότερες προσπάθειες σκοντάφτουν στον ερχομό κοντά ετερόκλητων στοιχείων που έχουν μεν καλές προθέσεις αλλά δεν έχουν υποστεί την ζύμωση εκείνη που θα τους οδηγήσει να γίνουν ομάδα.  Να θυμίσω ότι κατά το παρελθόν είχαμε ακούσει πολλά από ενώσεις «προσωπικοτήτων» και ελπίζω να αντιλαμβάνεστε ότι μια τέτοια αφετηρία δημιουργεί εξαρχής απόσταση με αυτούς που θα επιθυμούσαν να ενταχθούν στην προσπάθεια (για μένα η λέξη προσωπικότητα εκφράζει μια απώλεια ανθρώπινου δυναμικού και προτάσεων ενώ εκλαμβάνεται ως μια σειρά από υποψηφίους-άτομα και όχι ως ένα καλοδουλεμένο σύνολο) μέχρι τη συζήτηση λίγο πριν τις εκλογές για το αν θα πρέπει να κρατήσουμε ή να αποκλείσουμε συγκεκριμένο κόσμο που είναι καταγεγραμμένος στη συνείδηση των ψηφοφόρων με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
    2. Στην απουσία εκλογικού μηχανισμού που θα κατασκευάσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η ομάδα αλλά και στην απουσία διαφοροποιημένης από τους υπόλοιπους πολιτικής ατζέντας που θα αποτελέσει την ταυτότητα του νέου σχηματισμού.
    3. Στις χρονικές στιγμές που ξεκινάει μια τέτοια συζήτηση και στις χρονικές στιγμές που εγκαταλείπεται – θεωρώ ότι η εγκατάλειψη της συζήτησης κάνει περισσότερη ζημιά στην υστεροφημία τέτοιων προσπαθειών από το να μην είχε ξεκινήσει κάτι ποτέ.
    4. Στην απουσία απάντησης του γιατί να ανασυγκροτηθεί ένα κέντρο που δεν έχει αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί αυτοτελώς ή διαχρονικά και χωρίς κλυδωνισμούς μέχρι σήμερα.

    Στο κομμάτι της επικοινωνίας μιας τέτοιας προσπάθειας θα έβαζα σίγουρα το ότι κατακερματισμένες ομάδες δυστυχώς δεν επιτυγχάνουν να πλασάρουν ξανά τον εαυτό τους ως κάτι διαφορετικό από αυτό που έχουν υποστεί, δηλαδή τον κατακερματισμό.

    Το δικό μου λοιπόν συμπέρασμα αφορά στην επανα-επινόηση του κέντρου, σε μια  προσπάθεια να διεκδικηθεί αυτό από μέσα προς τα έξω, από τους ανθρώπους του και τους ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν, όχι να επαναλάβουν.  Το επόμενο μεγάλο στοίχημα θα είναι η διεκδίκηση του σεβασμού του εκλογικού σώματος: όταν έχουν καταρρεύσει τα πάντα, το μοναδικό «νόμισμα με το οποίο θα μπορούμε να συναλλασσόμαστε θα είναι η εμπιστοσύνη.

     

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας