• Πώς ξεκινώντας με σημαία την καινοτομία μπορεί να καταλήξεις σε στραγγαλισμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης*

    Το σχέδιο νόμου «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης και άλλες διατάξεις» που μόλις δημοσιεύτηκε για διαβούλευση, έχει σίγουρα πολλά θετικά στοιχεία (π.χ. την εισαγωγή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στα ΙΕΚ).

    ‘Εχει, όμως, κάποιες αστοχίες που διορθώνονται εύκολα (π.χ. θα προσλαμβάνονται υπεύθυνοι μαθητείας από τις λίστες αναπληρωτών καθηγητών δευτεροβάθμιας, αλλά η θητεία τους δεν θα λογίζεται ως εκπαιδευτική, με αποτέλεσμα στο τέλος κάθε ακαδημαϊκού έτους να πέφτουν δεκάδες θέσεις σε σχέση με τους συναδέλφους τους που δούλεψαν ως καθηγητές) και ένα μεγάλο φάουλ.

    Για να καταλάβουμε το φάουλ, ας δούμε ένα παράδειγμα:

    Επιτυχημένος κομμωτής διατηρεί Κέντρο Δια Βίου Μάθησης (ΚΔΒΜ) εξειδικευμένο στην κομμωτική τέχνη, εξοπλισμένο στην εντέλεια, με άμεση πρόσβαση σε πρακτική σε πραγματικές συνθήκες και με αναπτυγμένες σχέσεις και προσβάσεις σε διεθνείς εκθέσεις, εταιρείες κτλ.  Σε αυτό διδάσκει ο ίδιος και η ομάδα κομμωτών του, όλοι εκ των οποίων είναι γνωστοί επαγγελματίες και πιστοποιημένοι εκπαιδευτές ενηλίκων που παρακολουθούν, αλλά και συχνά οδηγούν τις εξελίξεις στον τομέα τους.

    Οι εκπαιδευόμενοι πληρώνουν τα δίδακτρα μόνοι τους και στο τέλος της εκπαίδευσης, η οποία έχει τα χαρακτηριστικά (διάρκεια, βασικό περιεχόμενο κτλ) που ζητά ο ΕΟΠΠΕΠ, παίρνουν ένα πτυχίο αναγνωρισμένο από το κράτος, ενισχυμένο από το κύρος της ομάδας διδασκόντων.  Για να βγάλουν άδεια εξάσκησης επαγγέλματος θα πρέπει να δουλέψουν δύο χρόνια και να δώσουν εξετάσεις πιστοποίησης όπως όλοι.

    Θα περίμενε κανείς πως το ΚΔΒΜ αυτό θα ήταν πρότυπο: εξειδικευμένο, στοχευμένο, δικτυωμένο, και που χτίζει γνώση και εξειδίκευση μέσω μιας σχετικά σταθερής ομάδας υψηλού επιπέδου επαγγελματιών.  Όλα αυτά δηλαδή που δεν έχουν πολλά ΚΔΒΜ που απλώς διαχειρίζονται εκπαιδευτικά προγράμματα που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια, που ακολουθούν τις εκάστοτε μόδες που σκέφτονται διάφορα υπουργεία και που ποτέ, μα ποτέ, δεν επαναλαμβάνονται.

    Με το νέο νομοσχέδιο, όμως, το πρότυπο αυτό ΚΔΒΜ θα πρέπει ή να αλλάξει μορφή και να δίνει ένα μη-αναγνωρισμένο πτυχίο (ποιος χάνει άραγε;  Η επιχείρηση ή το σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης;) ή να προσλάβει έναν διευθυντή κατάρτισης και έναν εκπαιδευτικό υπεύθυνο, που να διαθέτουν τουλάχιστον πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (οι κομμωτές συνήθως είναι το πολύ απόφοιτοι ΙΕΚ) και πολυετή επαγγελματική εμπειρία στον σχεδιασμό, υλοποίηση και αξιολόγηση έργων κατάρτισης ή συμβουλευτικής ή πιστοποίησης ή εκπαίδευσης ενηλίκων.

    Το ερώτημα, βέβαια, είναι τι θα προσφέρουν αυτοί στους παραπάνω εξειδικευμένους επαγγελματίες;  Τι θα σχεδιάσουν δηλαδή αυτοί σε αυτή την περίπτωση;  Γιατί πιστεύει η ομάδα έργου που ανέπτυξε την συγκεκριμένη πολιτική πρόταση ότι οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης αυτής και τους επίδοξους κουρείς και κομμωτές, που σπρώχνονται για μία θέση στο εν λόγω ΚΔΒΜ, τι είναι καλύτερο για το επάγγελμά τους; Πού βασίζουν αυτή την αυτοπεποίθησή τους;

    Το δεύτερο ερώτημα, είναι γιατί δεν μπορεί ένας απόφοιτος ΤΕΕ να είναι διευθυντής της παρούσας επιχείρησης; Συζητάμε συνεχώς για το πώς θα αυξήσουμε το κύρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αλλά όταν έρθει η ώρα να τους επιτρέψουμε να αποκτήσουν θέσεις ευθύνης – και να τους χρησιμοποιήσουμε ως πρότυπα για τους μαθητές στην επαγγελματική εκπαίδευση αργότερα – τους αποκλείουμε.  Γιατί, δηλαδή, ο απόφοιτος ΑΕΙ που συν-σχεδίαζε προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτών είναι καλύτερος από τον κουρέα που έχει ανοίξει σειρά επιτυχημένων επιχειρήσεων και είναι και αναγνωρισμένος στον τομέα του;  Και γιατί θα πρέπει μια δημόσια υπηρεσία να έχει λόγο σε αυτό αν δεν της κοστίζει τίποτα;

    Μάλιστα, ακόμα και αν ο ίδιος ο επιχειρηματίας ήταν απόφοιτος πανεπιστημίου και είχε την απαιτούμενη εμπειρία, δεν θα μπορούσε να καλύψει κάποια από τις παραπάνω θέσεις, καθώς θα έπρεπε να συμβληθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την εταιρεία του, κάτι που δεν επιτρέπεται στις πιο πολλές μορφές επιχειρήσεων – το ίδιο πρόβλημα θα είχε και μία εταιρεία χωρίς εργαζόμενους, αλλά με εταίρους που πληρούν τα κριτήρια αλλά δεν μπορούν να συμβληθούν.  Επίσης, στις περιπτώσεις εταιρείας όπου θα μπορούσε να προσληφθεί ένας μέτοχος, ο ίδιος μέτοχος δεν θα μπορούσε να έχει δύο διαφορετικά ΚΔΒΜ και να είναι διευθυντής και στα δύο γιατί επίσης δεν επιτρέπεται!

    Το επόμενο βήμα θα είναι να του απαγορεύσουν να κάνει και μάθημα στην επιχείρησή του!

    Από την άλλη, θα μπορούσε – ίσως! – κανείς να δεχτεί αυτούς τους περιορισμούς για ΚΔΒΜ που επιθυμούν να πληρωθούν από το κράτος.  Για παράδειγμα, για ΚΔΒΜ που υλοποιούν την εκπαίδευση των ωφελουμένων των προγραμμάτων Κοινωφελούς εργασίας των δήμων, όπου ένα πρόγραμμα εκμάθησης χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών στις τρεις βασικές ενότητες, το οποίο κοστίζει 165 ευρώ στην ελεύθερη αγορά, στοιχίζει 700 ευρώ στον ευρωπαίο φορολογούμενο. Αλλά, για ποιον λόγο να περιοριστούν όσοι προσφέρουν τα λεγόμενα «αυτοχρηματοδοτούμενα» προγράμματα;  Και μη νομίζετε πως μιλάμε για ένα-δύο κέντρα.  Είναι αρκετά τα εξειδικευμένα ΚΔΒΜ που οργανώνουν καινοτόμα και συχνά εξωστρεφή προγράμματα σε τομείς που ξεκινούν από την αισθητική ως την εκπαίδευση καθηγητών και που εταιρείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τους κυνηγούν για να επιμορφώσουν το προσωπικό τους.

    Γενικά, το εν λόγω μέρος του σχεδίου νόμου φαίνεται να θεωρεί πως η καινοτομία, η σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας, η κάλυψη του κενού δεξιοτήτων κτλ θα έρθει μέσω του κεντρικού ελέγχου των προγραμμάτων σπουδών και του ποιοι δουλεύουν σε αυτά.  Δυστυχώς, όμως, όποιος έχει δημιουργήσει ή εργαστεί σε φορέα με φιλοδοξίες ξέρει πως η καινοτομία, η εξωστρέφεια και οι λοιποί θεωρητικοί στόχοι της εκάστοτε κυβέρνησης, ξεκινούν από την ελευθερία των ανθρώπων να συνεταιριστούν και να οργανώσουν τις εταιρείες και τις συνεργασίες τους όπως θέλουν.

     

    * Ο κ. Γιάννης Παπαδόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

Comments are closed.