Περισσότερες φωτοτυπίες, λιγότερη γνώση
Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη*
Στη δουλειά μου συναντώ εκπαιδευτικούς όλων των βαθμίδων οι οποίοι μου δίνουν μια εντελώς διαφορετική εικόνα για το σχολείο από αυτή που συνήθως συζητάμε δημόσια. Η εικόνα αφορά στη σχέση εκπαιδευτικών-γονέων, μια εναλλάξ σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, ένα σύνδρομο Στοκχόλμης από το οποίο υποτίθεται ότι επιδιώκουμε να ξεφύγουμε αλλά δεν θέλουμε κιόλας: οι Έλληνες είναι τρομερά επιφυλακτικοί απέναντι στις αλλαγές και επιπλέον επιθυμούν να ρίχνουν το φταίξιμο για τα ναυάγια της ζωής τους σε κάποιους άλλους. Συνεπώς αν τα σχολεία υποφέρουν, αν η αξιολόγηση της επίδοσης των μαθητών είναι χαμηλή, φταίει το σύστημα αλλά ένα άλλο σύστημα που δεν πιστεύουν ότι τους εμπεριέχει. Η συζήτηση ανάμεσα σε όλους τους εμπλεκόμενους φορείς είναι τέτοια που δεν ξέρεις τελικά από πού αρχίζει και που τελειώνει το πρόβλημα του ότι τα παιδιά μας αποστηθίζουν αλλά δεν μαθαίνουν, εισάγονται στα πανεπιστήμια χωρίς να αποκτούν ποτέ κριτική σκέψη, αντίληψη επί οικονομικών θεμάτων και βαθιά συναίσθηση του κοινωνικού γίγνεσθαι. Τι να τα κάνουν όλα τα παραπάνω; Σε τι μπορούν να τους χρησιμεύσουν άλλωστε;
Η σχολική ζωή ξεκινάει με την παραγγελία ενός πακέτου από χαρτί φωτοτυπικού για κάθε παιδί και από εκείνη τη στιγμή, καλός δάσκαλος ορίζεται αυτός που θα φωτοτυπήσει τις περισσότερες ασκήσεις προς επίλυση. Νεωτερισμοί όπως το να βάλεις λιγότερη εργασία για το σπίτι – αφού η περισσότερη δουλειά γίνεται στο σχολείο – να χρησιμοποιήσεις βιωματικές μεθόδους παρουσίασης ενός γνωστικού αντικειμένου, να βάλεις τα θρανία στην άκρη, να επεκτείνεις την τάξη σου πέρα από τα στενά όρια των τεσσάρων τοίχων ενός σχολικού συγκροτήματος, χαρακτηρίζονται ως μοντερνιές που κινδυνεύουν να σε στείλουν στο πειθαρχικό συμβούλιο. Κι αν ο πρωθυπουργός της χώρας αποφάσισε να εισάγει την σεξουαλική αγωγή και την ένταξη των προσφυγόπουλων στα σχολεία (εύχομαι καλή επιτυχία σε αυτούς που θα τα παρουσιάσουν, καθώς είναι βέβαιο ότι θα συναντήσουν την απόλυτη εναντίωση των συλλόγων γονέων), ίσως θα έπρεπε να πληροφορηθεί πρώτα το πώς κάποιοι δάσκαλοι που αποφάσισαν απλά και ανθρώπινα να μιλήσουν για θέματα ταμπού, κατέληξαν στα δικαστήρια από διαμαρτυρόμενους γονείς. Προχωρώντας στις βαθμίδες εκπαίδευσης, οι γονείς επιθυμούν για τα παιδιά τους γρήγορη πιστοποίηση (βλέπε ξένες γλώσσες) για «να φεύγουν από την μέση μαθήματα», επειδή γνώση είναι ο κατάλογος αναγνώρισης του ΑΣΕΠ. Τελικά, για την εισαγωγή στο πανεπιστήμιο, χρειάζεσαι ατέλειωτες φροντιστηριακές εργατοώρες που δημιουργούν ταλαιπωρημένα παιδιά που κοιμούνται όρθια στην κυριολεξία από την κούραση, ενώ σε αυτές τις ηλικίες έρχεται και η πρώτη γνωριμία με τις ψυχοδραστικές ουσίες και το ντιβάνι του επαγγελματία ψυχικής υγείας.
Υπάρχει μια ειρωνεία στο να αναστενάζουμε διαβάζοντας την κατάταξη των ελληνοπαίδων στο πρόγραμμα PISA κουνώντας το κεφάλι αποδοκιμαστικά, αφού όλοι συμμετέχουμε οικειοθελώς σε αυτό το γαϊτανάκι κατάντιας του εκπαιδευτικού συστήματος, από το νηπιαγωγείο μέχρι το Λύκειο και από τις λίστες υλικών που τρέχουν αλαφιασμένοι οι γονείς να αγοράσουν μέχρι τις συζητήσεις για τις ντίβες των ιδιαίτερων μαθημάτων που πρέπει να αγωνιστείς για να «κλείσεις» εγκαίρως, οι οποίοι αμείβονται χαριστικά με τριάντα ευρώ την ώρα για να στείλουν το μονάκριβό μας παιδί στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κοντολογίς, δεν επιθυμούμε Programmes for International Student Assessments, όσο υπάρχει η υποψία ότι για να σκοράρουμε σε ψηλές θέσεις θα πρέπει να αλλάξουμε, να αξιολογηθούμε μεταξύ μας, να κάνουμε αυτοκριτική, να ξεπεράσουμε το στερεότυπο ότι ο μαθητής που αξίζει είναι ο μαθητής που περνάει σε ελληνικό πανεπιστήμιο και όχι αυτός του οποίου οι γονείς θα πρέπει να πληρώσουν δίδακτρα σε κάποιο ιδιωτικό ίδρυμα εκπαίδευσης. Κι ακόμα, δεν το επιθυμούμε επειδή ούτε οι ίδιοι δεν έχουμε κριτική σκέψη και αναλυτική διάθεση, είμαστε σε μεγάλο ποσοστό οικονομικά αναλφάβητοι, δεν μπορούμε να συναινέσουμε σε βασικά ζητήματα που αφορούν στις εκπαιδευτικές διαδικασίες και η φιλοδοξίες μας φτάνουν μέχρι τον κήπο του γείτονα που είναι πάντα πιο πράσινος από τον δικό μας. Από όλη αυτή την ιστορία, ίσως το μόνο θλιβερό είναι που εστιάζουμε στα παιδιά που δεν φταίνε σε τίποτα και όχι στους πραγματικούς φταίχτες για τον πάτο που έχει πιάσει, δηλαδή στους εαυτούς μας.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 9 Δεκεμβρίου 2019
Rebrain Greece: Ημίμετρο κρατισμού για την εξυπηρέτηση ημετέρων
Η Φιλελεύθερη Συμμαχία εκφράζει την αποδοκιμασία της για το σχέδιο του Υπουργού Εργασίας κου Ν. Βρούτση να αντιμετωπίσει την “αφαίμαξη ανθρώπινου κεφαλαίου”, επιχορηγώντας την πρόσληψη 500 υψηλόμισθων εργαζομένων. Πέρα από την οσμή μισθοδοτικού βολέματος ημετέρων και πατρωνίας σε κομματικά προσκείμενους επιχειρηματίες, η πολιτική που εξαγγέλει ο Υπουργός φανερώνει ότι η Κυβέρνηση δεν κατανοεί τα αίτια του brain drain και αυτή της την άγνοιά, την καλύπτει με μια παλαιοκομματική επιδοματική νοοτροπία.
Εξίσου κατακριτέες ωστόσο, είναι και οι εξαγγελίες του Υπουργού για την εγκαθίδρυση επιπλέον γραφειοκρατικών δομών ελέγχου, όπως το “Rebrain Greece”. Πίσω από τη ρητορική περί τεχνητής νοημοσύνης, βρίσκεται μία ακόμη απόπειρα ενός αποτυχημένου κρατικού μηχανισμού να χειραγωγήσει την αγορά εργασίας. Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν έχουν ανάγκη καμίας “ενεργητικής πολιτικής” για να προσλάβουν εξειδικευμένα στελέχη. Έχουν ανάγκη από τη δυνατότητα να λαμβάνουν ελεύθερα αποφάσεις απασχόλησης και ελάφρυνση του άχθους των ασφαλιστικών εισφορών.
Η μίζερη υπόσχεση ενός επιχορηγούμενου μισθού δεν αρκεί για να τραβήξει κανέναν στην Ελλάδα. Μόνο η πλήρης και συνολική απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, η μεταρρύθμιση της δικαιοσύνης, η μείωση της γραφειοκρατίας και η ελάφρυνση της φορολογίας μπορούν να δημιουργήσουν ευκαιρίες που θα πείσουν όχι μόνο τους Έλληνες του εξωτερικού, αλλά και φιλόδοξους νέους κάθε καταγωγής να έρθουν στη χώρα μας για να χτίσουν σταδιοδρομίες και επιχειρήσεις.
FiSy DRINX Δεκεμβρίου 2019
“Οι διαφορές και οι ομοιότητες της φιλελεύθερης οικονομικής πολιτικής με την πολιτική της ΝΔ”, είναι το διαφωτιστικό θέμα της πρώτης ψυχαγωγικής συνάντησης των FiSy DRINX, σήμερα, Πέμπτη 5 Δεκεμβρίου στις 21:00, στο πατάρι του Black Duck Multiplarte, Χρήστου Λαδά 9α. Ένας υπέροχος καλεσμένος εισηγητής της συζήτησης που θα εξοντωθεί, ο George Billinis που τον ευχαριστoύμε και που όσοι δεν γνωρίζετε, χάνετε. Θα ακολουθήσει συζήτηση με το κοινό.
Συντονίζει ο Gregory Vallianatos.
Είσοδος ελεύθερη!
Ένα πλάνο για τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα
Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη*
Για τις ανάγκες αυτής της συζήτησης, ας συμφωνήσουμε καταρχάς ότι δεν υπάρχουν εύκολες λύσεις, κι ακόμα, ότι δεν υπάρχουν γνωστές ή δοκιμασμένες λύσεις για το προσφυγικό-μεταναστευτικό ζήτημα, που ξεδιπλώνεται προς όλες τις κατευθύνσεις, πανευρωπαϊκά με ιλιγγιώδεις ταχύτητες. Υπάρχουν γενικές οδηγίες, πολιτικές γραμμές και νομικό πλαίσιο για την διαχείρισή του αλλά αυτό που απουσιάζει τουλάχιστον στη χώρα μας, είναι η χάραξη ενός σχεδίου που θα αντιμετωπίζει ολόπλευρα ένα ζήτημα εν εξελίξει και θα απαντά στις ανάγκες του πληθυσμού που δεχόμαστε και φιλοξενούμε, με τρόπο που να αποδεικνύει ότι έχουμε τον έλεγχο της κατάστασης.
Όταν, λοιπόν, κάνουμε λόγο για ανήλικα παιδιά, η ανάγκη της γρήγορης και έγκυρης παρέμβασης γίνεται επιτακτικότερη. Γι’ αυτό το λόγο, καμία συζήτηση που δεν εστιάζει στο πολιτικό περιεχόμενο αλλά στοχεύει στην αισθητικοποίηση του θέματος, δεν θα έπρεπε να μας απασχολεί. Ούτε εμάς, ούτε βεβαίως τον πρωθυπουργό που κάνει τηλεοπτικές ανακοινώσεις προσώπων αλλά ουδέποτε οργανώνει μια συζήτηση για να εκπαιδεύσει τον τηλεθεατή να σκέφτεται την ουσία και όχι τον φορέα υλοποίησης ενός προγράμματος: ουδόλως μας ενδιαφέρει πώς ονομάζεται ένα project ή ποιοι θα το τρέξουν, θέλουμε να μάθουμε τα συγκεκριμένα βήματα για το πώς η κυβέρνηση σκέφτεται να το προσεγγίσει.
Μελετώντας το θέμα με τα ασυνόδευτα προσφυγόπουλα επιβεβαιώνω ότι αυτό είναι πολυπλοκότερο από όσες λειψές προσπάθειες έχουμε κάνει μέχρι σήμερα, αφού τα παιδιά χρειάζονται περιβάλλοντα αγάπης, ασφάλειας και αποδοχής, έχουν κοινωνικοσυναισθηματικές ανάγκες περισσότερες από αυτό που έχουμε δημιουργήσει μέσα στις ανθρώπινες κοινότητές μας και η εμπειρία τους πρέπει να έχει θετικό πρόσημο, τη στιγμή που ούτε κατά διάνοια γνωρίζουμε τι ακριβώς συμβαίνει μέσα στις δομές φιλοξενίας αλλά υποψιαζόμαστε τα χειρότερα. Οι δήμοι και οι περιφέρειες της χώρας καλούνται να διαδραματίσουν σημαντικό ρόλο ενώ στελεχώνονται από ανεκπαίδευτο προσωπικό με διάθεση εκτελεστικής μόνο εξουσίας (δηλαδή περιμένουν οδηγίες, δεν κάνουν μια προεργασία για τη συνδιαμόρφωση του τοπίου, πράγμα που θα απαιτούσε την αγαστή συνεργασία κοινωνικών και επιστημονικών φορέων, εκπαιδευτικού προσωπικού και επαγγελματιών ψυχικής υγείας). Το θέμα δεν είναι τόσο απλό, όσο το «να βρεις που θα μείνουν» τα παιδιά. Είναι καιρός να περάσουμε και σε ένα επόμενο στάδιο, αυτό των προσπαθειών ενσωμάτωσής τους στις τοπικές κοινωνίες.
Εδώ και χρόνια το Συμβούλιο της Ευρώπης και άλλοι ευρωπαϊκοί και διεθνείς οργανισμοί έχουν δώσει κατευθυντήριες γραμμές για το πώς οι απλοί πολίτες και οι κυβερνήσεις μπορούν να επιτύχουν το παραπάνω, μέσα από σκληρή δουλειά που εμπεριέχει (επαν)εκπαίδευση προσωπικού, καταγραφή των διαθέσιμων πόρων και υλικών σε κάθε κοινότητα, επαγγελματική εξειδίκευση και δημιουργία κέντρων βοήθειας (διαμεσολάβηση, ανάθεση παιδιών σε προσωπικό που γνωρίζει το πώς να τα φροντίσει, παρουσία περισσότερων μεταφραστών, αναβάθμιση των κοινωνικών υπηρεσιών κ.λ.π).
Σαφώς έχουν γίνει οργανωμένες προσπάθειες (βλέπε το παράδειγμα της Κρήτης) αλλά καθώς οι αριθμοί αυξάνονται ή οι ανάγκες πληθαίνουν, απαιτείται αυτοματοποίηση διαδικασιών – να γίνουν η πρόληψη και η πρόνοια δεύτερη φύση μας.
Φοβάμαι ότι κάτι τέτοιο δεν πρόκειται να μπει μέσα στην κουλτούρα λειτουργίας και δράσης μας σύντομα, αφενός επειδή το ακροατήριο αφήνεται στο να βουλιάξει μέσα σε ένα ωκεανό παραπληροφόρησης και δεισιδαιμονιών, αφετέρου επειδή τα κεντρικά μηνύματα που φτάνουν στα αυτιά μας περιγράφουν μια top-down κατάσταση, μια «λύση» που θα εφαρμοστεί από πάνω προς τα κάτω. Μια τέτοια προσέγγιση δεν είναι μόνο λάθος αλλά και ψέμα: η διαχείριση του προσφυγικού-μεταναστευτικού είναι υπόθεση όλων μας. Η πρώτη προτεραιότητα είναι να μάθουμε λοιπόν όλοι το σχέδιο, να μιλήσουμε ανοιχτά γι αυτό, να υπάρξουν πολλοί μικρότεροι «συντονιστές» του. Ας περπατήσουμε το επόμενο βήμα μαζί, αρκετά με τις παραπολιτικές ανακοινώσεις που μας κρατάνε καρφωμένους σε μια ατέλειωτη αφετηρία.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 02 Δεκεμβρίου 2019
Η σωστή συζήτηση για τα νοσοκομεία
Του Μάνου Πιτροπάκη*
Tην εβδομάδα που πέρασε, η επικαιρότητα κυριαρχήθηκε από την ανακοίνωση των ονομάτων των νέων διοικητών των δημοσίων νοσοκομείων ανά την επικράτεια από το Υπουργείο Υγείας. Ο λόγος που συνέβη αυτό είναι ότι τα βιογραφικά αρκετών εξ αυτών ήταν περισσότερο πρέποντα για θέσεις πολιτευτών της Νέας Δημοκρατίας και λιγότερο για τις θέσεις, οι οποίες τους ανατέθηκαν. Αιχμή του δόρατος ήταν η τοποθέτηση του συνταξιούχου εκπαιδευτικού, κ. Κ. Πατέρα, στη θέση διοικητή του Νοσοκομείου Καρδίτσας. Μια θέση, για την οποία οι κωμικοτραγικοί κατά την ταπεινή μου άποψη, Ανεξάρτητοι Έλληνες, είχαν θεωρήσει ότι δεν είχε τα απαραίτητα προσόντα, όπως ανέφεραν σε επίσημη δήλωσή τους τον Ιούνιο του 2016 σχετικά με την αποχώρησή του από το κόμμα τους!
Για την ιστορία, ο κ. Πατέρας παραιτήθηκε την επόμενη ημέρα. Έμειναν, όμως, στη θέση τους αρκετοί ακόμα, οι οποίοι βάσει των βιογραφικών τους, θα όφειλαν να πράξουν το ίδιο. Βέβαια, όπως δηλώνει το Υπουργείο Υγείας, όλοι οι νέοι διοικητές θα κληθούν να υπογράψουν συμβόλαιο αποδοτικότητας και, βάσει μετρήσιμων δεικτών, θα αξιολογούνται κάθε 3 μήνες και σε περίπτωση που κριθούν ανεπαρκείς, θα απολύονται χωρίς αποζημίωση. Αναμφίβολα, το συμβόλαιο αποδοτικότητας βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση. Θα απέδιδε, αν συνδυαζόταν με μια ανοιχτή διαδικασία επιλογής, σε αντίθεση με την κλειστή που ακολουθήθηκε, πράγμα που σημαίνει ότι δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε ποια ήταν τα βιογραφικά αυτών που δεν επελέγησαν. Μετά από όλα όσα δημοσιοποιήθηκαν, γνωρίζοντας πώς στελεχώνονται παρόμοιες διοικητικές θέσεις, γίνεται σαφές γιατί επιλέχθηκε η κλειστή, αντί της ανοιχτής. Αυτονόητη, βάσει όλων των παραπάνω, θα έπρεπε να ήταν η άμεση παραίτηση του αρμόδιου Υπουργού κ. Κικίλια, όμως μέχρι σήμερα, κάτι τέτοιο δεν έχει συμβεί. Φαίνεται ότι η αριστεία είναι πιο εύκολο να γίνει σύνθημα παρά πράξη…
Όλα αυτά, όμως, δεν είναι η σωστή συζήτηση. Δηλαδή, μεταξύ άλλων, πολιτική (βλέπε κομματική) επιλογή επικεφαλής, μονιμότητα η οποία εμποδίζει την απόλυση των μη αποδοτικών εργαζομένων κάθε βαθμίδας, ελάχιστη ψηφιοποίηση και χρήση νέων τεχνολογιών, σταθερή χρηματοδότηση χωρίς σχεδόν καθόλου λογοδοσία, ώστε να γίνεται αποτελεσματικότερη αξιολόγηση της μονάδας.
Ποια είναι η φιλελεύθερη πρόταση για αυτό; Η πλήρης οικονομική και διοικητική ανεξαρτησία των νοσοκομείων. Τι σημαίνει πρακτικά αυτό; Τα έσοδα θα προέρχονται από πληρωμές για κάθε άτομο στο οποίο θα παράσχει υπηρεσίες, από τον ασφαλιστικό φορέα που το καλύπτει, είτε δημόσιο (π.χ. ΕΦΚΑ) είτε ιδιωτικό (π.χ. μία ιδιωτική ασφαλιστική εταιρεία) και όχι μέσω σταθερής ετήσιας κρατικής χρηματοδότησης. Με πρόβλεψη κάλυψης δαπανών από το κράτος για υπηρεσίες που παρέχονται σε ανασφάλιστους οικονομικά αδύναμους συμπολίτες μας, ώστε κανείς να μην αποκλείεται από την παροχή υπηρεσιών υγείας λόγω οικονομικών δυσκολιών. Αυτό σημαίνει ότι το κάθε δημόσιο νοσοκομείο, παρότι θα διατηρεί το δημόσιο χαρακτήρα του, θα λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, δηλαδή, με διοικητές επαγγελματίες υγείας που θα αναζητά από την αγορά και θα προσλαμβάνονται με συμβόλαιο ορισμένου χρόνου και με σαφώς ορισμένους και μετρήσιμους στόχους. Με εργαζόμενους, οι οποίοι ανάλογα με την απόδοσή τους θα ανταμείβονται και θα προάγονται ή θα αποχωρούν, αν κρίνονται ανεπαρκείς. Με οικονομικό κίνητρο να παρέχουν καλύτερες υπηρεσίες, αφού πλέον τα έσοδα του νοσοκομείου και συνεπώς οι αμοιβές όλων των εργαζομένων του θα είναι σε άμεση συνάρτηση με το πόσοι ασθενείς θα το επιλέγουν. Με το ίδιο οικονομικό κίνητρο για την καλύτερη δυνατή διαχείριση των πόρων του και το βέλτιστο σχεδιασμό των προμηθειών του, χρησιμοποιώντας στο έπακρο τη σύγχρονη τεχνολογία. Χωρίς την παροιμιώδη ελληνική γραφειοκρατία σε κάθε απλή και σύνθετη διαδικασία.
Προφανώς, τέτοιες θεμελιώδεις αλλαγές δεν μπορούν να εφαρμοστούν από τη μία μέρα στην άλλη. Προϋποθέτουν σοβαρή διαβούλευση, προσεκτικό σχεδιασμό του σχετικού νομικού πλαισίου και πλήρη εξέταση των οικονομικών παραμέτρων. Παραδείγματα εφαρμογής παρόμοιων σχεδίων υπάρχουν αρκετά, τόσο σε χώρες εντός όσο κι εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, από τις οποίες μπορούν να αντληθούν ιδέες. Ο τρόπος λειτουργίας των δημόσιων νοσοκομείων, με διοικητές-”βύσματα” κι ελλείψεις σε βασικά είδη και προσωπικό λόγω της άθλιας οικονομικής κατάστασης του κράτους, δε μας αξίζει σαν χώρα και, το κυριότερο, βλάπτει σοβαρά την υγεία μας!
*Ο Μάνος Πιτροπάκης είναι Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 02 Δεκεμβρίου 2019
Αξιολογώντας τη φορολογική πολιτική της νέας κυβέρνησης
Η Φιλελεύθερη Συμμαχία χαιρετίζει την μείωση του φόρου στις επιχειρήσεις και τα μερίσματα.
Δεν μπορεί, ωστόσο, να μην κατακρίνει την ατολμία της κυβέρνησης, τόσο ως προς την μείωση των φόρων εισοδήματος, όσο και προς την απλοποίηση του φορολογικού συστήματος και της φορολογικής νομοθεσίας, που γίνεται ακόμα πιο περίπλοκη.
Μετά την αδικία των τεκμηρίων μέσω της οποίας χιλιάδες πολίτες καλούνται να πληρώσουν φόρους επί μη πραγματικών εισοδημάτων, έχουμε και νέα πονηρή παγίδα μέσω της φορολόγησης όσων δεν πραγματοποιούν δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα στο 30% του εισοδήματος τους.
Μείωση των φόρων και απλοποίηση του φορολογικού συστήματος είναι ο μόνος τρόπος για την πραγματοποίηση επενδύσεων και τελικά την ανάπτυξη της οικονομίας και την έξοδο μεγάλου μέρους των συμπολιτών μας από τον φαύλο κύκλο της φτώχειας και των επιδομάτων.
Στιβαρή σεξουαλική αγωγή στα σχολεία
Του Γρηγόρη Βαλλιανάτου*
Το στίγμα, για μας που από τις αρχές των ‘80s ασχολούμαστε και επιζούμε με τον ιό HIV, είναι το πρώτο και κύριο θέμα που μας απασχολεί.
Γενιές ανθρώπων που ζουν τη ζωή τους με έναν ιό σε καταστολή, με φάρμακα που μοιράζονται στους οροθετικούς από το κράτος, ζουν με τον κυρίαρχο φόβο τού να μάθει κάποιος δικός τους ή η γειτονιά ή όλος ο κόσμος πως ζουν με τον ιό. Ακόμα και κούραση από την καθημερινή λήψη φαρμάκων καταγράφεται, αλλά το γεγονός πως δύο φορές το ανώτατο δικαστήριο, ο Άρειος Πάγος, δικαίωσε εργοδότη που απέλυσε εργαζόμενο με HIV για διατάραξη εργασιακής ειρήνης (sic), χτίζει έναν τοίχο φόβου και αβεβαιότητας στη ζωή μας, που δύσκολα αντιμετωπίζεται. Το νέο σκάνδαλο ΚΕΕΛΠΝΟ, ΕΟΔΥ πλέον, με τα αντιδραστήρια που για 4 χρόνια δεν υπήρχαν για να εξετάζεται το αίμα μας τακτικά, προκειμένου να ελέγχουμε τη δράση των φαρμάκων στον οργανισμό μας, για κάποιον ελεεινό λόγο, η τελευταία σφραγίδα της αποκάλυψης είναι ρατσισμός εκ μέρους πολλών γιατρών ως προς την αντιμετώπιση των οροθετικών στη χώρα τους.
Μια στιβαρή σεξουαλική αγωγή στα σχολεία και μια γρήγορη εξοικείωση με τα χάπια πριν και μετά το σεξ θα δημιουργήσουν τις συνθήκες για να πάψουμε να μιλάμε για τον απέραντο αυτό τρόμο στη ζωή των ανθρώπων τα τελευταία 40 χρόνια. Στη μνήμη των ανθρώπων που εξαερώθηκαν επειδή έψαχναν την αγάπη, αλλά και την ελπίδα μας για τη ζωή.
*Ο Γρηγόρης Βαλλιανάτος είναι Αντιπρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “Φιλελεύθερος” στις 29 Νοεμβρίου 2019
Σχετικά με τη μη αναθεώρηση του άρθρου 5 παρ. 2 του Συντάγματος
Η μη πρόσθεση στο Σύνταγμα του σεξουαλικού προσανατολισμού και της ταυτότητας φύλου είναι η τελευταία πράξη υποκρισίας και δειλίας πολιτικών κομμάτων που δεν σέβονται τον αυτοπροσδιορισμό των ανθρώπων.
Η Φιλελεύθερη Συμμαχία πιστεύει πως η κατάργηση των διακρίσεων αυτών στην άσκηση της Δημόσιας Διοίκησης θα πρέπει να συμβεί, χτες
Για την επίθεση στον Θάνο Τζήμερο
Η Φιλελεύθερη Συμμαχία καταδικάζει την επίθεση στον Περιφερειακό Σύμβουλο Αττικής της Δημιουργίας Ξανά, Θάνο Τζήμερο.
Οι διαφωνίες μας με τον κύριο Τζήμερο, τις πολιτικές θέσεις και τη ρητορική του είναι τεράστιες.
Η διαφωνία μας με τον τραμπουκισμό κάθε είδους, είναι ακόμα πιο μεγάλη.
Στη φιλελεύθερη δημοκρατία, ο ακραίος λόγος, ακόμα και ο προσωπικά προσβλητικός λόγος, αντιμετωπίζονται μόνο με αντίλογο ή, υπό συνθήκες, με προσφυγή στα δικαστήρια. Δεν αντιμετωπίζονται με χειροδικίες, ούτε με ρίψεις καφέδων και άλλες πράξεις τραμπουκισμού.
Είναι καιρός ακόμα και το ΚΚΕ να το καταλάβει αυτό και να νουθετήσει και τα στελέχη του.
Άλλη μια χαμένη ευκαιρία να μιλήσουμε για την βία κατά των γυναικών
Της Δέσποινας Λιμνιωτάκη *
Η 25η Νοεμβρίου είναι η Παγκόσμια Ημέρα Εξάλειψης της Βίας κατά των Γυναικών αλλά κάθε χρόνο επαναλαμβάνουμε το ίδιο συμβολικό μοτίβο εκδηλώσεων «ενημέρωσης» του πληθυσμού για ένα θέμα που ούτε γνωρίζουμε, ούτε αφιερώνουμε χρόνο να κατανοήσουμε. Τις περισσότερες φορές οι εκδηλώσεις ξεκινούν και ξεδιπλώνονται ως εξής: διάφοροι άνθρωποι που ουδέποτε συζητούν ανοιχτά τους μηχανισμούς με τους οποίους αναπαράγεται η βία – μηχανισμοί που συχνά ενυπάρχουν στις ίδιες τις «λύσεις» που αυτοί προτείνουν – προσπαθούν να ευαισθητοποιήσουν ένα πληθυσμό που έχει αποδείξει ότι κλείνει τα μάτια στα δράματα της διπλανής πόρτας, που κουβαλάει έμφυλα στερεότυπα αλλά, κυρίως, που αδυνατεί να κατανοήσει ότι η βία έχει λανθασμένα περιοριστεί ως θέμα στη σφαίρα της ιδιωτικής ζωής ενώ είναι κοινωνικό φαινόμενο με εκπαιδευτικές, νομικές και, τελικά, πολιτικές παραμέτρους.
Οι γυναίκες γίνονται στόχος πολλών μορφών βίας που ξεκινάει από το σπίτι και την έννοια της «ιδιοκτησίας»: υπάρχει ο βουβός πόνος των γυναικών θυμάτων ενδοοικογενειακής βίας και οι αόρατες γυναίκες που φροντίζουν ηλικιωμένους και δέχονται την βία των «αφεντικών» τους. Η βία μεταφέρεται στο εργασιακό περιβάλλον και στην κοινωνία μέσω της επιβολής κρατικής εξουσίας ως μέσο ελέγχου ενώ κορυφώνεται ως τρομοκρατική ενέργεια κατά την διάρκεια εμπόλεμων συρράξεων για την καταστολή ολόκληρων περιοχών (για παράδειγμα, κατά την διάρκεια του πολέμου στη Βοσνία, η Mirsad Tokaca, σκηνοθέτης που ακολούθησε τα ίχνη των βιασμών γυναικών από στρατιώτες, ανακάλυψε ότι η σεξουαλική βία είχε περισσότερα κρούσματα στα στρατηγικής σημασίας σημεία της Βοσνίας).
Οι γυναίκες είναι «φτηνότερες από τις σφαίρες» όπως σημείωνε στο παρελθόν από το Κονγκό ο γιατρός Denis Mukwege, που βοηθάει γυναίκες θύματα πρωτοφανούς βιαιότητας να μπορέσουν ξανά να σταθούν στα πόδια τους, κυριολεκτικά και μεταφορικά). Η γυναίκα γίνεται αντικείμενο οικονομικών συνδιαλλαγών – όχι μόνο σε τοπικό επίπεδο (πωλούνται ως σκλάβες) αλλά και σε διεθνές (καταναγκαστική πορνεία, trafficking). Η σεξουαλική εκμετάλλευση είναι μια από τις πιο προσοδοφόρες επιχειρήσεις στον πλανήτη. Σύμφωνα με μαρτυρίες των σωματείων που εργάζονται για να βοηθήσουν τα θύματα τέτοιων εγκλημάτων, συχνά η επίσημη πολιτεία χρησιμοποιεί τις ιστορίες των γυναικών για συναισθηματικό εντυπωσιασμό κατά τη διάρκεια μιας προεκλογικής εκστρατείας, ενώ, από την άλλη, εμπορεύεται τη σάρκα τους μέσα από κύκλους εμπορίας ανθρώπων που έχουν παρακλάδια που φτάνουν μέχρι τα ανώτατα κυβερνητικά κλιμάκια (πηγή: Lydia Cacho’s Slavery Inc.). Ο αριθμός των νεαρών γυναικών και κοριτσιών που εξαναγκάζονται σε γάμο, κλειτοριδεκτομή ή που καίγονται, βιάζονται και στραγγαλίζονται από τους συντρόφους και τους πατεράδες τους, ξεπερνάει τα 650 εκατομμύρια παγκοσμίως (πηγή: UNWomen).
Όμως από πού ξεκινάει κανείς να ξετυλίγει το κουβάρι της βίας; Από τις ανθρώπινες κοινότητες, από τον τρόπο που μιλάμε μεταξύ μας, από τη θεματολογία που επιλέγουμε στον δημόσιο διάλογο, από την ειλικρίνεια, την τόλμη και το ρίσκο του να θίξουμε τα θέματα που πονάνε περισσότερο. Δεν είναι τα φυλλάδια, δεν είναι τα φωτισμένα κτίρια, ούτε τα hashtag των κοινωνικών δικτύων που θα ευαισθητοποιήσουν ενάντια στη βία.
Είναι η συζήτηση για τη λανθασμένη έμφαση που δίνουμε στην προτροπή των γυναικών-θυμάτων να «μιλήσουν» γι’αυτά που τους συμβαίνουν και μετά να ξαναμιλήσουν και να μπουν σε κύκλους περιγραφής και εξοντωτικών λεπτομερειών για την εμπειρία τους μπροστά από όργανα εξουσίας, μια διαδικασία από την οποία καθόλου δεν έχουμε μετακινηθεί επί χρόνια, μια διαδικασία που επιμένει να τραυματίζει από την αρχή, που φέρει το στοιχείο της ντροπής και της υποταγής ξανά αλλά για την οποία επιμένουμε ότι λειτουργεί και φέρνει αποτελέσματα.
Είναι η ελλιπής εκπαίδευση των φορέων που ασχολούνται με τη βία.
Είναι η «ανωτερότητα» των γυναικών από προνομιούχα περιβάλλοντα που διοργανώνουν εκδηλώσεις για τη βία χωρίς να έχουν ούτε μια φορά βάλει τον εαυτό τους στη θέση της άλλης.
Είναι τα συνθήματα τέτοια εποχή κάθε χρόνο που ζητούν να σταματήσει η βία αλλά η ταυτόχρονη αντίληψη που επικρατεί ότι η βία κατά των γυναικών είναι ζήτημα «χαμηλής πολιτικής βαρύτητας», σαν να μην συνδέεται με την οικονομία, με την έλλειψη εργασιακών ευκαιριών, με την παιδεία και την εκπαίδευση του λαού μας – πόσο χαμηλή πολιτική είναι τα παραπάνω;
Είναι η ειρωνεία της στιγμής κατά την οποία μια γυναίκα θα βρει το κουράγιο να καταγγείλει τη βία του συντρόφου της έχοντας περάσει χρόνια ταλαιπωρίας μέσα σε γειτονιές ανθρώπων που δεν έβλεπαν τίποτα (πάλι δηλαδή αυτή πρέπει να πάρει το ρίσκο) και που δεν έχουν πειστεί ακριβώς για το ότι πρέπει να καταγγέλλεις ή να ανέχεσαι (κι αν δεν μιλούσες χρόνια τι σε κάνει τώρα ξαφνικά να τα ομολογείς;)
Είναι που μιλάμε για τον βιασμό αλλά ποτέ για την σεξουαλική συμπεριφορά σε σημείο που, όταν σημειωθεί βιασμός, να τον μπερδεύουμε με τη συζήτηση για τις γυναίκες και τις υποτιθέμενες #metoo εμμονές τους.
Άλλη μια ημέρα λοιπόν που θα φορέσουμε μπλουζάκια και χαμόγελα στο διαδίκτυο και μετά θα ξαναγυρίσουμε στην νωχελικότητα του δεν σε είδα-δεν σε ξέρω, αφού το έγκλημα κατά των γυναικών είναι ριζωμένο στον τρόπο που δεν καταλαβαίνουμε την συνυπευθυνότητα σε αυτή τη χώρα αλλά ενθαρρύνουμε τους ήδη πεσμένους στο χώμα, τους αδύναμους και τους ταπεινωμένους, «να μιλήσουν» ανοιχτά, να ξεχωρίσουν αυτά που δεν έχουμε οριοθετήσει αυστηρά, να αναγνωρίσουν το πρόσωπο του θύτη, δηλαδή να κάνουν αυτοί βήματα προόδου ενόσω οι υπόλοιποι κρυβόμαστε πίσω από το δάκτυλό μας.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal στις 24 Νοεμβρίου 2019