Η Περίοδος της σιωπής
Η προεκλογική περίοδος πρέπει να είναι το χρονικό διάστημα, όπου ο διάλογος είναι πιο ανοικτός, πιο έντονος, πιο συμπυκνωμένος, ο πολίτης – εκλογέας πρέπει να είναι εκτεθειμένος σε όσο περισσότερες πληροφορίες γίνεται, για να έχει τη δυνατότητα να εξετάσει τις επιλογές του εξαντλητικά και να ψηφίσει ενημερωμένος. Ο περιορισμός της πρόσβασης των εκλογέων σε οποιαδήποτε πληροφορία θα έπρεπε να θεωρείται εξ αρχής ύποπτος – κι όμως, ένα τέτοιο περιορισμό καθιέρωσε (για πολλοστή φορά) η Βουλή των Ελλήνων, με το άρθρο 7 του ν. 3603/2007. Η διάταξη αυτή προβλέπει ότι απαγορεύεται να δημοσιεύεται οποιαδήποτε δημοσκόπηση τις τελευταίες 15 ημέρες πριν από τις εκλογές – και η παραβίασή της επισύρει ποινή φυλάκισης τουλάχιστον 6 μηνών, η οποία δεν είναι δεκτική αναστολής ή μετατροπής, και χρηματική ποινή από 30.000 έως 300.000 ευρώ. Σκοπός της είναι «η διασφάλιση της ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής βούλησης, εν όψει της επερχόμενης κάθε φορά εκλογικής αναμέτρησης» και «δικαιολογείται από το μέγεθος της επιρροής που ασκούν οι δημοσκοπήσεις στο εκλογικό σώμα» (σημειωτέον ότι την αιτιολογική έκθεση του νόμου, που αναφέρει τα παραπάνω, υπογράφει και ο συνταγματολόγος Υπουργός Εσωτερικών κ. Παυλόπουλος). Ήδη έχει αρχίσει η περίοδος της σιωπής, εν όψει των εκλογών της 16ης Σεπτεμβρίου.
Η παραπάνω διάταξη παραβιάζει ευθέως το Σύνταγμα (άρθρα 5, ιδίως 5Α και 14), αλλά και δύο διεθνείς συνθήκες προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων, τις οποίες έχει κυρώσει η χώρα μας: την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και το Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του Ο.Η.Ε. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανώτατα δικαστήρια άλλων χωρών έχουν κρίνει ότι αντίστοιχες διατάξεις, που απαγόρευαν τη δημοσίευση δημοσκοπήσεων μια εβδομάδα και περισσότερο, παραβίαζαν το άρθρο 10 της Ε.Σ.Δ.Α. (Γαλλία) ή το άρθρο 19 του Διεθνούς Συμφώνου (Βέλγιο, Καναδάς). Στην Ελλάδα είναι πρακτικά πολύ δύσκολο να γίνει ένας τέτοιος έλεγχος συμβατότητας του νόμου με το Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις: οι υπερβολικές ποινές που επιβάλλονται (ελάχιστα είναι τα αδικήματα, στα οποία ρητώς απαγορεύεται η μετατροπή ή η αναστολή της ποινής) σημαίνουν ότι κανείς δεν μπορεί, πρακτικά, να αναλάβει το προσωπικό κόστος να υποστεί φυλάκιση, προκειμένου να κριθεί ο νόμος σε ανώτατο επίπεδο αντικείμενος στο Σύνταγμα και τις διεθνείς συμβάσεις.
Έτσι, παραμένουμε σε μια κατάσταση, όπου οι εκλεγμένοι εκπρόσωποί μας κρίνουν (πριν από εμάς για εμάς) ποιες πληροφορίες διαμορφώνουν και ποιες «νοθεύουν» τη βούλησή μας. Θεωρούν δεδομένο ότι το εκλογικό σώμα είναι ένα σύνολο από άβουλα πρόβατα, που μπορεί να άγεται και να φέρεται με περισσή ευκολία. Η στάση αυτή είναι προσβλητική για τον καθένα από εμάς ως ψηφοφόρο και ως πρακτικό αντίκρισμα έχει την αποδοχή της δυνατότητας να καθορίζεται από τους ίδιους τι πληροφορία θα μπορούν να μας «σερβίρουν» (αφού είμαστε ανίκανοι να αναζητήσουμε και να αξιολογήσουμε πληροφορίες από μόνοι μας). Καταλήγει να παραβιάζει τις βασικές αρχές της δημοκρατικής εκλογής, κατά τις οποίες ο κάθε ψηφοφόρος καθορίζει ο ίδιος τα κριτήρια της επιλογής του.
Η Φιλελεύθερη Συμμαχία έχει ως βασική της αρχή την εμπιστοσύνη στο κάθε άτομο, την αναγνώριση της ικανότητας ατομικής διαμόρφωσης της κρίσης του, η οποία δεν χρειάζεται «άνωθεν» παρεμβάσεις. Δεσμεύεται να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, ώστε να κριθεί από δικαστικό ή άλλο αρμόδιο όργανο ότι το άρθρο 7 ν. 3603/2007 παραβιάζει το Σύνταγμα και τις διεθνείς συνθήκες που προστατεύουν τα ατομικά δικαιώματα.