Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δίνει συνέχεια σε προσφυγή της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
Η Φιλελεύθερη Συμμαχία σε ανακοίνωσή της, σχετική με την προσφυγή της στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή κατά της κυβερνητικής απαγόρευσης ιδιωτών να αποκτούν πάνω από το 20% εταιρειών “εθνικής στρατηγικής σημασίας”, εξέφρασε την ικανοποίηση της για την ταχύτατη ανταπόκριση της Κομισιόν στην προσφυγή της αυτή.
Ποιο συγκεκριμένα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με επιστολή της θέτει 17 ερωτήματα στην Ελληνική κυβέρνηση σχετικά με τη νομιμότητα του μέτρου αυτού και δικαιώνει την επιχειρηματολογία που ανέπτυξε η Φιλελεύθερη Συμμαχία στην επιστολή της προς τον αρμόδιο για θέματα εσωτερικής αγοράς Επίτροπο κ. McCreevy.
Όμως, παρά αυτή τη σωρεία καταδικών η κυβέρνηση παραπλανά τους Έλληνες πολίτες, προσποιούμενη ότι η επιστολή-καταπέλτης της Κομισιόν αποτελεί «συνήθη διαδικασία ανταλλαγής απόψεων μεταξύ των ελληνικών και των κοινοτικών αρχών» και όχι αποτέλεσμα της προσφυγής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας και διαδίδοντας ότι αφού ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όπως η γερμανική, προχωρούν σε ανάλογες ρυθμίσεις, τότε και το δικό της «πλαφόν» του 20% δεν θα έχει πρόβλημα στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο! Ένας νέος εξευτελισμός της χώρας, όπως στην υπόθεση του «βασικού μετόχου», φαίνεται να αποτελεί συνειδητή επιλογή της κυβέρνησης…
Απ ότι φαίνεται, ο έλεγχος του ΟΤΕ και των άλλων ΔΕΚΟ από τη Νέα Δημοκρατία και τις παρασιτικές ομάδες που δρουν στο εσωτερικό τους, είναι πραγματικά στρατηγικής σημασίας για αυτούς. Για ποιό λόγο όμως; Οι δημοσιογραφικές πληροφορίες σχετικά με τις ανακρίσεις που διενεργούν οι γερμανικές αρχές, που αποκαλύπτουν δωροδοκίες από τη SIEMENS της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και στελεχών του ΟΤΕ, δημιουργούν σοβαρές υποψίες για το τι πραγματικά διακυβεύεται…
Η Φιλελεύθερη Συμμαχία ενημέρωσε ήδη τον εισαγγελέα του Αρείου Πάγου για τις πληροφορίες που διαθέτει και προτίθεται να αποστείλει και νέα στοιχεία στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η Φιλελεύθερη Συμμαχία θα συνεχίσει με νομικές προσφυγές και πολιτικά μέσα να μάχεται για την άμεση ιδιωτικοποίηση όλων των ΔΕΚΟ, το άνοιγμα των αγορών τις οποίες μονοπωλούν στους Έλληνες και ξένους επενδυτές, και την εξασφάλιση υγιούς ανταγωνισμού στα πλαίσια μιας ελεύθερης οικονομίας.