• Σχετικά με την φορολόγηση των μερισμάτων

    Σχετικά με την φορολόγηση των μερισμάτων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρειών.

    Όπως φαίνεται στο προσχέδιο του υπό ψήφιση αυτές τις μέρες νέου φορολογικού νομοσχεδίου,  προβλέπεται μεταξύ άλλων διατάξεων και η φορολόγηση των μερισμάτων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αθηνών εταιρειών με συντελεστή έως 45% και της υπεραξίας βραχυπρόθεσμων πράξεων με 15%.

    Αυτό παρουσιάζεται από τη κυβέρνηση ως δήθεν δίκαιη συμμετοχή στα φορολογικά βάρη και πιστεύει ότι έρχεται να καλύψει και τη σχετική λαϊκή απαίτηση.

    Με το παρόν νομοσχέδιο ως έχει, οι Έλληνες μικρομέτοχοι παρά τις τεράστιες κεφαλαιακές απώλειες  καλούνται να φορολογηθούν βαρύτερα απ όλους τους εισοδηματίες, αλλά και από τους μισθωτούς. Θα πρέπει να τονιστεί ότι ενώ τα μερίσματα, όπως και οι μισθοί, δεν μπορούν να κρυφτούν, δεν υπάρχει για αυτά καμιά απολύτως φοροαπαλλαγή.

    Επίσης, πέραν της άμεσης επίπτωσης στα εισπραττόμενα μερίσματα για τους μετόχους , μια τέτοια φορολόγηση, έρχεται να φρενάρει  ακόμα και την ανοδική προοπτική του χρηματιστηρίου αφού κρατά  «αναγκαστικά» χαμηλά τις τιμές των μετοχών προκειμένου η καθαρή μερισματική απόδοση να έχει μία κάποια συσχέτιση απόδοσης με τα επιτόκια του 2,5-3% που παίρνουν συνήθεις καταθέσεις προθεσμίας ή το 5-6% που απολαμβάνουν, αφορολόγητα μάλιστα, τα ομόλογα.

    Σημειώνουμε εδώ παρενθετικά ότι οι τόκοι καταθέσεων φορολογούνται με 10%, δηλαδή πολύ ανταγωνιστικότερα από τα μερίσματα, παρ’ όλο που οι καταθέσεις δεν έρχονται άμεσα να υποστηρίξουν την Ελληνική οικονομία και την απασχόληση καθώς, πέρα από επιχειρηματικά δάνεια, χρηματοδοτούν και στεγαστικά, καταναλωτικά, δάνεια αυτοκινήτου, πιστωτικές κάρτες κλπ. Αντίθετα, οι επενδύσεις στο μετοχικό κεφάλαιο επιχειρήσεων δια του Χρηματιστηρίου Αθηνών υποστηρίζουν αποκλειστικά την Ελληνική οικονομία και την απασχόληση.

    Αυτό  το φρενάρισμα της ανόδου είναι πολλαπλά  άδικο για τους μετόχους, τα χαρτοφυλάκια των οποίων δεν δημιουργήθηκαν  σήμερα από παρθενογένεση ούτε έχουν ασφαλές το κεφάλαιό τους αλλά εν μέσω κρίσης έχουν ήδη κυριολεκτικά αποδεκατιστεί και συντρίβει στα επίπεδα των 2000 μονάδων γενικού δείκτη εγγράφοντας κεφαλαιακές ζημιές συχνά της τάξης του 70% και περισσότερο. Η αποθάρρυνση των επενδύσεων στο Χρηματιστήριο Αθηνών.

    Σχετικά με την φορολόγηση υπεραξίας βραχυπρόθεσμων πράξεων.

    Πρέπει να σημειώσουμε ότι τα σημερινά επίπεδα του Γενικού Δείκτη του ΧΑ πέριξ των 2000 μονάδων συγκρίνονται με τα επίπεδα του ιδίου δείκτη προ δωδεκαετίας, και μάλιστα σήμερα οι μετοχικές αξίες είναι ακόμα χαμηλότερα αν συνυπολογίσουμε τον σωρευτικό πληθωρισμό όλης αυτής της περιόδου.
    Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι πολλές  εισηγμένες εταιρείες χρεοκόπησαν και βγήκαν από τη διαπραγμάτευση με αποτέλεσμα στις περιπτώσεις αυτές την ολική απώλεια κεφαλαίου για τους μετόχους.

    Επομένως όταν η πολιτεία ζητά τη φορολόγηση της υπεραξίας θα πρέπει πρωτίστως να έχει υπάρξει τέτοια (υπεραξία), και όχι αγνοώντας τη προϊστορία, και παρατηρώντας από το χαμηλότερο σημείο του βυθού ενός δωδεκαετούς οικονομικού κύκλου να λογίζουμε ως δήθεν κέρδη υπεραξίας τη κάλυψη ενός ελάχιστου μέρους προγενέστερων τεράστιων υποαξιών και ζημιών.

    Πρέπει ακόμα να σημειώσουμε ότι η φορολόγηση τυχόν υπεραξίας των βραχυπρόθεσμων πράξεων (trading), σε συνδυασμό και με τη γραφειοκρατία που εισάγει, έρχεται αναπόδραστα να μειώσει τη ελκυστικότητα και επομένως τη συχνότητα διενέργειας τέτοιων πράξεων με αποτέλεσμα περαιτέρω πτώση της εμπορευσιμότητας των μετοχών και του όγκου των συναλλαγών.

    Πρέπει να είναι απολύτως σαφές ότι η εμπορευσιμότητα ενός τίτλου είναι πάντοτε σημαντικότατος παράγων που αντανακλά και στο επίπεδο της τιμής του τίτλου. Μείωση επομένως της εμπορευσιμότητας πλήττει τη τιμή του τίτλου, και γενικότερα το επίπεδο του γενικού δείκτη τιμών του χρηματιστηρίου. Προστίθεται δηλαδή στο φρενάρισμα ανόδου που προηγούμενα περιγράψαμε, με τις συνακόλουθες επιπτώσεις που καταδείξαμε.

    Θα πρέπει εδώ να σημειώσουμε ότι ήδη η εμπορευσιμότητα στη πλειοψηφία των τίτλων που δεν ανήκουν στον FTSE-20 είναι ιδιαίτερα προβληματική και δεν επιτρέπει τη λήψη σημαντικών θέσεων σε επενδυτές  από κίνδυνο εγκλωβισμού αλλά και λόγω της υψηλής διακύμανσης της τιμής που επιφέρει η αγορά ή η πώληση σημαντικού όγκου μετοχών σε τίτλους χαμηλής εμπορευσιμότητας.

    Αυτό απαξιώνει και τις τιμές των μετοχών αυτών, και αυτό ήδη συμβαίνει. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο ότι το σημαντικότερο μέρος της αξίας συναλλαγών πραγματοποιείται στους τίτλους του FTSE-20.

    Αυτό εν τέλει σημαίνει δυσκολία μικρομεσαίων εταιρειών να ελκύσουν σημαντικού μεγέθους επενδυτές και κεφάλαια για επενδύσεις και τη μεγέθυνση τους.

    Ενώ λοιπόν το ζητούμενο θα ήταν να αναθερμάνουμε την ελκυστικότητα των τίτλων, έρχεται το φορολογικό νομοσχέδιο να παγώσει ακόμα περισσότερο την εμπορευσιμότητά τους.

    Κινδυνεύει δε η πολιτεία, αυτό που ενδεχόμενα προσδοκά ότι θα εισπράξει από τη φορολόγηση της υπεραξίας βραχυπρόθεσμων πράξεων –και που κατά την εκτίμηση μας θα είναι πολύ μικρό- να το χάσει πολλαπλάσια από τη πτώση της εμπορευσιμότητας και της συνακόλουθης μη ανόδου  των τιμών των μετοχών και του χειμώνα επενδύσεων και απασχόλησης σε μικρομεσαίες εταιρείες.

    Εν κατακλείδι:

    Όταν υπερακοντίζει κανείς στη προσπάθεια να μαζέψει άμεσα φορολογικά έσοδα, πέρα από αυτά που «σηκώνει»  μια αγορά εκτεθειμένη στην ανοικτή παγκόσμια οικονομία, θα δημιουργήσει σοβαρότατες στρεβλώσεις και παράπλευρα προβλήματα όπως αυτά που περιγράψαμε παραπάνω, χωρίς ίσως και να τα εξαντλήσουμε.

Comments are closed.