Απάντηση στο: Χρηματοοικονομικό – Πρόταση Χρήστου Κωστή
Home › Συζητήσεις › Επικαιροποίηση Προγράμματος ΦΣ › Χρηματοοικονομικό – Πρόταση Χρήστου Κωστή › Απάντηση στο: Χρηματοοικονομικό – Πρόταση Χρήστου Κωστή
Προσθέτω εδώ αποσπάσματα από τη μελέτη του ‘Τι θα έκανε ο Χάγιεκ’ που θα βοηθήσουν πιστεύω την ολοκλήρωση του προγράμματος σε αυτό τον τομέα.
Το Σχέδιο Φράιμπουργκ θα απαιτούσε από τις τράπεζες να αυξήσουν αργά αλλά σταθερά το ποσοστό των ρευστών παγίων των ισολογισμών τους κατά 1% κατ’ έτος μέχρι ενός προκαθορισμένου ορίου – ας πούμε 30% με 40%. Οι αρχές του Φράιμπουργκ θα μπορούσαν να ενσωματωθούν στο πλαίσιο της Βασιλείας επιτρέποντας μια περιορισμένη δυνατότητα επιλογής μεταξύ αυτής της αύξησης και της απαιτούμενης από τη Βασιλεία ΙΙΙ αύξησης της κεφαλαιοποίησης. Θα ήταν ένα πρόγραμμα μιας μακροπρόθεσμης ριζικής μεταρρύθμισης του τραπεζικού συστήματος, που θα σηματοδοτούσε την επιστροφή στις «παλιομοδίτικες» τραπεζικές αρχές.
Φυσικά η αύξηση του ποσοστού αποθεματικών μετρητών μεταξύ 30% και 40% δε θα εμπόδιζε τις τράπεζες να επεκτείνουν τη ρευστότητα και τις πιστώσεις, αλλά θα το καθιστούσε πολύ πιο δύσκολο. Θα επιτύγχανε πολλά από τα πλεονεκτήματα του τραπεζικού συστήματος με 100% αποθεματικά μετρητών χωρίς την ουτοπικότητά του.
Αν παράλληλα ήταν υποχρεωμένες να αυξήσουν τα αποθεματικά ρευστών κατά 1% κατ’ έτος, οι τράπεζες θα αναγκάζονταν να βελτιώσουν την κεφαλαιοποίηση και την ρευστότητά τους με ραγδαίους ρυθμούς. Είναι όντως λάθος να αναγκάζεις τις τράπεζες να ενισχύουν τους ισολογισμούς τους κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, και η προσθήκη των υποχρεώσεων του Φράιμπουργκ θα ήταν ακόμα πιο βλαπτική κάτω από αυτές τις συνθήκες. Αλλά η λύση είναι να επιτραπεί στις τράπεζες να συμψηφίζουν τις υποχρεώσεις της Βασιλείας ΙΙΙ με αυτές του Φράιμπουργκ και το αντίθετο. Οι τράπεζες θα μπορούσαν να επιλέξουν κάθε έτος αν θα τηρήσουν τις υποχρεώσεις της Βασιλείας ή του Φράιμπουργκ το έτος αυτό. Συνεπώς κάθε έτος μια τράπεζα θα μπορούσε να βελτιώσει την κεφαλαιοποίησή της κατά 1,2% σύμφωνα με τη Βασιλεία ή τη ρευστότητά της κατά 1% σύμφωνα με το Φράιμπουργκ. Θα της επιτρεπόταν να επιλέξει ποια υποχρέωση να τηρήσει. Η διαδικασία θα συνεχιζόταν έως ότου τηρηθούν και οι δύο υποχρεώσεις – με κεφαλαιοποίηση 20% και ρευστότητα 35%. Και οι υποχρεώσεις Βασιλείας– Φράιμπουργκ θα αναστέλλονταν πλήρως όταν η οικονομική ανάπτυξη ήταν αρνητική.
Οι αλλαγές που απαιτούνται για τη δημιουργία ενός ασφαλούς πλαισίου για ανταγωνιστικά νομίσματα θα ήταν σχετικά αδιαμφισβήτητες. Θα περιλάμβαναν:
1. Κατάργηση των legal tender laws. Αν τα συμβαλλόμενα μέρη συμφωνούσαν θα μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν οποιοδήποτε νόμισμα επιλέξουν για να τακτοποιήσουν τις οικονομικές τους υποχρεώσεις. Δε θα υπήρχε το τεκμήριο υπέρ των εθνικών νομισμάτων.
2. Δε θα πρέπει να επιβάλλεται φόρος στα «κέρδη» από την κατοχή ρευστού σε ένα αναγνωρισμένο ανταγωνιστικό νόμισμα σε σχέση με το «επίσημο» νόμισμα.
3. Οι οφειλές προς οποιοδήποτε κρατικό οργανισμό και την κυβέρνηση θα μπορούσαν να πληρωθούν σε ένα ανταγωνιστικό νόμισμα εκτός του εθνικού κατά την επιλογή του οφειλέτη.
4. Το κρατικό χρέος, τόσο το βραχυπρόθεσμο (έντοκα γραμμάτια) όσο και το μακροπρόθεσμο (ομόλογα), θα έπρεπε να εκδίδεται σε ανταγωνιστικά νομίσματα. Η κυβέρνηση θα ήταν υποχρεωμένη να εκδίδει ένα (σταδιακά αυξανόμενο) ποσοστό χρέους σε ανταγωνιστικά νομίσματα.
5. Μια ρυθμιστική αρχή, η Ρυθμιστική Αρχή Νομισμάτων (Office of Currency Regulation – OFCUR), θα αναλάμβανε το ρόλο της προώθησης του ανταγωνισμού των νομισμάτων και τον περιορισμό του ρόλου της κεντρικής τράπεζας ως προμηθευτή χρήματος.
Κανένα σύστημα δεν είναι τέλειο αλλά το Σχέδιο Φράιμπουργκ, σε συνδυασμό με τη Βασιλεία ΙΙΙ, παρέχει ένα πλαίσιο που θα οδηγούσε σε ένα ιδιαίτερα συντηρητικό, συμβατικό τραπεζικό σύστημα με ιδιαίτερα μειωμένη δυνατότητα να δημιουργεί και να καταστρέφει χρήμα. Αυτό θα καθιστούσε την οικονομία πολύ πιο σταθερή. Αυτές οι προτάσεις για ένα καλύτερο νομισματικό σύστημα είναι εφικτές και θα μπορούσαν να εφαρμοστούν με εύκολα βήματα. Θα περιοριζόταν η ευελιξία των κεντρικών τραπεζών, η οποία έχει γίνει τόσο συχνά προϊόν κατάχρησης.