
Ευρωπροβληματισμοί υπό τη σκιά ενός σκανδάλου
Η επ’ αυτοφώρω σύλληψη της Εύας Καϊλή λόγω εμπλοκής της σε σκάνδαλο διαφθοράς, βάζει φωτιά στο πολιτικό σκηνικό.
Αρχικά, η ομάδα των Ευρωπαίων Σοσιαλιστών μοιάζει λαβωμένη όχι μόνο λόγω της εμπλοκής της Καϊλή αλλά και του Pier Antonio Panzeri, ο οποίος από το 2004 ως το 2019 θήτευσε στο Ευρωκοινοβούλιο υπό την ομπρέλα της Προοδευτικής Συμμαχίας Σοσιαλιστών και Δημοκρατών (S&D). Οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές δήλωσαν συγκλονισμένοι από τους ισχυρισμούς περί διαφθοράς στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα. Για να το πούμε με διαφορετικά λόγια, συγκλονίστηκαν που μέλη της δικής τους ευρωπαϊκής πολιτικής ομάδας πιάστηκαν στα πράσα με το δάκτυλο χωμένο μέσα στο μέλι του παράνομου χρηματισμού. Δε γνώριζαν; Δεν υποψιάστηκαν; Δεν το έψαξαν; Κοιμόντουσαν τον ύπνο του δικαίου;
Για την Ελλάδα, το σκάνδαλο αποτελεί σοβαρό πλήγμα για το ΠΑΣΟΚ. Η προεκλογική τράπουλα ανατρέπεται και το παιχνίδι του προεκλογικού αγώνα στρέφεται, τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, υπέρ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Αξίζει να απαντηθεί αν ο σημερινός πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ (πρώην ευρωβουλευτής και συνεργάτης της κυρίας Καϊλή από το 2014) Νίκος Ανδρουλάκης μπήκε ποτέ κι αυτός στο στόχαστρο των βελγικών αστυνομικών αρχών σε μια προσπάθεια εξιχνίασης του τι συνέβαινε στους διαδρόμους της ευρωπαϊκής πολιτικής όλα αυτά τα χρόνια. Να απαντηθεί επίσης αν μια τέτοια ενδεχόμενη έρευνα αποτέλεσε έναυσμα για την παρακολούθησή του από την ΕΥΠ και κατά πόσο αυτές οι δύο υποθέσεις σχετίζονται μεταξύ τους.
Κατά δεύτερον, πρέπει να αναρωτηθούμε σε ποιο βαθμό το φαινόμενο της διαφθοράς ενδημεί μέσα στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αν αυτό που αποκαλύφθηκε είναι η κορυφή του παγόβουνου, τι κρύβεται στον πυθμένα; Πόσες και ποιες ακριβώς πολιτικές ενδέχεται να έχουν προταθεί από ευρωβουλευτές (Έλληνες και μη) που δωροδοκήθηκαν υπό τον όρο ότι θα τις πριμοδοτήσουν; Ας ξεκινήσουμε μελετώντας σε τι είδους ευρωπαϊκά ψηφίσματα έβαλε τα τελευταία χρόνια την υπογραφή της η κυρία Καϊλή.
Το σημαντικότερο όμως σε παγκόσμιο επίπεδο, είναι τούτο: την ίδια ώρα που ένας πόλεμος μαίνεται σε ευρωπαϊκό έδαφος και η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη έχει ταχθεί στο πλευρό της Ουκρανίας, οι εμπλεκόμενοι ευρωβουλευτές φέρονται να χρηματίζονταν από το Κατάρ, ένα κράτος σύμμαχο της Ρωσίας. Οι μοναρχίες του Περσικού κόλπου, ανάμεσα στις οποίες και το Κατάρ, είναι συσπειρωμένες σε στρατηγική συμμαχία με τον Πούτιν, θεωρώντας ότι η Ρωσία παίζει σταθεροποιητικό ρόλο στη Μέση Ανατολή. Κατάρ και Ρωσία, ως χώρες-παραγωγοί υδρογονανθράκων, αντιστρατεύονται την πράσινη ανάπτυξη και την υποκατάσταση των ορυκτών καυσίμων από εναλλακτικές πηγές ενέργειας. Στο δίλημμα ‘φιλελεύθερο ή αυταρχικό πολιτικό μοντέλο’ η πολιτική ελίτ του Κατάρ, όπως και της Ρωσίας, διαλέγει τον αυταρχισμό. Καταλαβαίνετε ότι έχουμε να κάνουμε με ένα ύψιστο θέμα ευρωπαϊκής ασφάλειας αν αποδειχθεί ότι χρηματισθέντες ευρωπαίοι πολιτικοί δρούσαν ως Δούρειος Ίππος προώθησης ρωσόφιλων πολιτικών θέσεων μέσα στα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα.
Το 2024 θα διεξαχθούν οι επόμενες Ευρωεκλογές. Ο χρόνος μέχρι τότε δείχνει να είναι αρκετά μακρύς και το ευρωπαϊκό πολιτικό τοπίο που θα έχει διαμορφωθεί εκείνη τη στιγμή είναι ακόμα άγνωστο. Ωστόσο, ίσως τώρα είναι η στιγμή που πρέπει να χαραχθεί μια τομή με το παρελθόν. Θα πρέπει επιτέλους, ίσως για πρώτη φορά, ο πολιτικός κόσμος να αρχίσει να διαχειρίζεται αυτή την εκλογική αναμέτρηση με τη σοβαρότητα που της αρμόζει. Πώς θα το κάνει αυτό;
Σαν πρώτο βήμα, να πάψει να συμπεριφέρεται σαν οι Ευρωεκλογές να είναι υποδεέστερης σημασίας σε σχέση με τις Εθνικές. Δεν πρόκειται για μια εκλογική αναμέτρηση άρπα-κόλλα. Δεν είναι η φυσική ομορφιά και τα ωραία μάτια μιας δημοσιογράφου διαπιστευτήριο για εξασφάλιση μιας θέσης στην Ευρωβουλή. Σαν δεύτερο βήμα, να επιμορφώσει τη λαϊκή βάση των πολιτικών κομμάτων σε θέματα ευρωπαϊκής πολιτικής και Ευρωπαϊκής Ιστορίας. Όταν φτάσουμε στο σημείο να το πετύχουμε αυτό, ας ελπίσουμε ότι στα έδρανα του Ευρωκοινοβουλίου θα κάθονται πολιτικοί όχι απαραίτητα με προδιαγραφές μοντέλου αλλά με ικανότητες και την αποφασιστικότητα να ξεριζώσουν τα ‘φυτώρια διαφθοράς’ των ευρωπαϊκών οργάνων.
* Ο Κώστας Παπουτσάκης είναι θεραπευτής στο χώρο των εξαρτήσεων (18 Άνω – Ψ.Ν.Α.), και μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

Φύγε
Ένα από τα πιο παραγνωρισμένα πεδία στο μεγάλο κεφάλαιο της ενδοοικογενειακής βίας, είναι αυτό που αφορά στην απόδραση από ένα κακοποιητικό σπίτι.
Εδώ και χρόνια ενθαρρύνουμε – πολύ σωστά – τις γυναίκες να μιλήσουν για όλα αυτά που τους συμβαίνουν αλλά οι καιροί έχουν ξεπεράσει την προτροπή «μίλα!»: ολοένα και συχνότερα αποδεικνύεται ότι οι γυναίκες των καταθέσεων και των αστυνομικών δελτίων, αυτές δηλαδή που βρίσκουν τη δύναμη να καταγγείλουν την κακοποιητική συμπεριφορά του συντρόφου τους στις αρχές, είχαν στην πραγματικότητα εκμυστηρευτεί την ιστορία τους σε τουλάχιστον ένα ακόμη άτομο, κατά το παρελθόν.
Η εξομολόγηση θα είναι πάντα ένα σημαντικό βήμα για τη λύτρωση αλλά, τελευταία, στα εκπαιδευτικά εργαστήρια και τις ενημερωτικές ομιλίες για το θέμα, προκύπτει η εξής ανάγκη για πληροφορία: πώς μπορούμε να ενθαρρύνουμε τις γυναίκες να φεύγουν από μια σχέση όσο είναι ακόμα νωρίς αλλά και ποια είναι τα συγκεκριμένα, πρακτικής αξίας βήματα για την απόδραση από ένα γάμο μέσα από τον οποίο οι σχέσεις και οι ευθύνες της οικογένειας έχουν παρασύρει τη γυναίκα σε μια δύνη ενοχών, κοινωνικοοικονομικής εξάρτησης και φόβου για το μέλλον της ίδιας και των παιδιών της, σε περίπτωση απομάκρυνσης. Αυτό είναι το κεφάλαιο που βρίσκεται στο σκοτάδι, αυτό αποζητά την εκπαίδευση των κοινοτήτων μας και είναι τουλάχιστον υποκριτικό να υποστηρίζουμε ότι η φυγή είναι εύκολη όταν, στην παραπάνω περίπτωση, η βία του κακοποιητικού συντρόφου μετατοπίζεται από τον έλεγχο της ζωής του θύματος στην προσπάθεια αφανισμού του, ως εκδίκηση για την αναχώρηση.
Σε πάμπολλες περιπτώσεις, η προτροπή στις γυναίκες να αφήσουν μια βίαιη σχέση, έχει συγκαταβατικό χαρακτήρα: κι αυτό, επειδή δεν γίνεται κατανοητό το ότι η ανάληψη της πρωτοβουλίας για αναχώρηση – ειδικά όταν υπάρχει οικογένεια με παιδιά – εμπεριέχει ένα σωρό βήματα που φαντάζουν βουνό ακόμη και σε ανθρώπους που δεν είναι εγκλωβισμένοι, πόσο μάλλον σε γυναίκες που έχουν σταδιακά αποδυναμωθεί από τους κακοποιητές τους γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό: για να ελαχιστοποιηθεί η πιθανότητα τους να διαφύγουν. Δεν υπάρχουν επαρκείς κοινωνικές δομές για να στηρίξουν τη μακροχρόνια παραμονή μιας γυναίκας με παιδιά εκτός του κακοποιητικού σπιτιού, συχνά δεν υπάρχει οικονομική αυτάρκεια, δεν είναι όλα τα περιβάλλοντα υποστηρικτικά προς μια γυναίκα που χρειάζεται να κρύβεται ενώ και η ίδια διατηρεί ανησυχίες για την υποβάθμιση της ποιότητας της διαβίωσης των παιδιών της. Όλα αυτά είναι διλήμματα που προκύπτουν συνέχεια στις αναζητήσεις των γυναικών που επιθυμούν να διαφύγουν – μπορούμε να τις διαβεβαιώσουμε ότι οι ανησυχίες τους είναι αβάσιμες; Κι ακόμη: μπορούμε να τους κρατήσουμε στο χέρι σε ολόκληρη αυτή τη διαδρομή ή μπορούμε να κρατήσουμε το χέρι εξίσου στην γυναίκα της Περιφέρειας Αττικής και σε αυτή των νησιών, που βιώνει την επαρχιώτικη «ομερτά» ενός περιβάλλοντος που βάζει ως προτεραιότητα να μη διαταραχθεί η συνοχή των μελών της μικρότερης κοινότητας κατόπιν καταγγελιών που «διασύρουν» μερικά από τα πιο ρωμαλέα μέλη της; Το «φύγε» (ή έστω το «μίλα!») εμπεριέχει το ίδιο ρίσκο για την προσφύγισσα του καταυλισμού, τη γυναίκα με αναπηρία, τη γυναίκα που δεν μιλάει τη γλώσσα βοήθειας, την LGBTQ+ γυναίκα; Είναι όλες οι διαδρομές προς την έξοδο οι ίδιες;
Στην Ελλάδα, είμαστε ανέτοιμες να αντιμετωπίσουμε όλες τις φάσεις μιας απόδρασης από κακοποιητικό σπίτι. Ναι, έχουν γίνει σημαντικές προσπάθειες τα τελευταία χρόνια αλλά αυτές μοιάζουν να αφορούν σε συγκεκριμένο γυναικείο πληθυσμό, ας πούμε σε αυτές που έχουν εξαρχής πρόσβαση στην πληροφορία, σε αυτές που βρίσκονται εγγύτερα στη βοήθεια, σε αυτές που είναι πληθυσμιακά ορατές. Εμείς, οι πάροχοι της βοήθειας, είμαστε οι γυναίκες που χρειάζεται να απλώσουμε το χέρι, πιο μακριά, εντατικά, με περισσότερη ευελιξία. Η πρόληψη ενάντια στη βία και την κακοποίηση πρέπει να γίνει «κινητή».
Πανελλαδικά, χρειαζόμαστε ασφαλείς χώρους διαλόγου και μια αλφαβήτα λειτουργίας που θα εμπεριέχει χειροπιαστές λύσεις. Η εκπαιδευτική διαδικασία που θα μαθαίνει σε μια γυναίκα το πώς να φεύγει από μια κακοποιητική σχέση, ιδιαίτερα όσο είναι ακόμη νωρίς (νωρίς σημαίνει όσο ακόμα υπάρχουν πολύ περισσότερες επιλογές, δεν έχει εμπλακεί συναισθηματικά, δεν έχει μεσολαβήσει κάποια νομική διαδικασία που να τη «δένει» με τον κακοποιητή σε καθεστώς γάμου, δεν υπάρχουν τέκνα στο κάδρο και, φυσικά, νωρίς σημαίνει στην εφηβεία, στην πρώιμη νεότητα και στις ψευδαισθήσεις της), πρέπει να γίνει η κορωνίδα ενός συναισθηματικού «γραμματισμού» της κοινωνίας.
Το «μίλα!» είναι προστάδιο, το «φύγε» είναι η μόνη επιλογή στην οποία οφείλουμε να επενδύσουμε.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

Airbnb: Σοσιαλισμός και παρεοκρατικός καπιταλισμός ή φιλελευθερισμός?
Λίγες μέρες πριν το κλείσιμο της χρονιάς, που πιθανότατα θα κλείσει με ρεκόρ όλων των εποχών για τις τουριστικές εισπράξεις (και πολύ κοντά σε ρεκόρ στον αριθμό επισκεπτών του 2019), μαθαίνουμε ότι η κυβέρνηση προωθεί όπως προανήγγειλε ο Υπουργός Τουρισμού Βασίλης Κικίλιας ένα πλαίσιο ρυθμίσεων με κύριο άξονα την ικανοποίηση των πάγιων αιτημάτων των συνδικαλιστικών οργάνων των ξενοδοχείων για τον περιορισμό της αστικής μίσθωσης (βραχυχρόνιας).
Μέσα στα τελευταία δύσκολα χρόνια της πανδημίας, τα οποία κατά κοινή ομολογία ήταν πολύ δύσκολα για τον ξενοδοχειακό κλάδο, βιώσαμε μια πρωτοφανή επίθεση του συγκεκριμένου κλάδου προς τις βραχυχρόνιες μισθώσεις, τις οποίες και αντιμετωπίζει εχθρικά, θεωρώντας τις υπεύθυνες για απώλεια εισοδήματος, βλέποντας την άνθιση των βραχυχρόνιων μισθώσεων και την προτίμηση που τους δείχνει μεγάλο μέρος ταξιδιωτών. Καταρχήν αυτή η έχθρα έχει τις καταβολές της στο γεγονός ότι οι ξενοδόχοι αισθάνονται ότι υφίστανται κάποιου είδους αθέμιτο ανταγωνισμό, ο οποίος αν εξαφανιστεί νομοθετικά, τότε θα ζήσουν μέρες δόξας και μονοπωλίου. Για ποιόν άραγε αθέμιτο ανταγωνισμό όμως μιλάνε τα ξενοδοχεία των ΕΣΠΑ, των δισεκατομμυρίων σε επιστρεπτέες (και αγύριστες) προκαταβολές, των επιδοτήσεων των εργαζομένων, της έκπτωσης όλων των δαπανών τους όταν αντιπαραβάλλουμε την πραγματικότητα των βραχυχρόνιων μισθώσεων στις οποίες δεν εκπίπτει κανένα απολύτως έξοδο και δεν τυγχάνουν κανενός από τα παραπάνω ευεργετικών μέτρων?
Ο κατά φαντασία αυτός αθέμιτος ανταγωνισμός στην πραγματικότητα δεν υφίσταται, για τον απλούστατο λόγο ότι μιλάμε για διαφορετικές αγορές. Είτε το θέλουν τα ξενοδοχεία είτε όχι, η πραγματικότητα όπως έχει διαμορφωθεί παγκοσμίως δείχνει την ύπαρξη μιας αγοράς ενοικίασης διαμερισμάτων, η οποία ανταποκρίνεται στις ανάγκες οικογενειών, φοιτητών, ατόμων με χαμηλά budget και επιθυμίας πιο μεσοχρόνιων διαμονών ή ανθρώπων που θέλουν να βιώσουν την εμπειρία της διαμονής όπως τη βιώνουν οι κάτοικοι της πόλης που επισκέπτονται κι όχι στα minimal βιομηχανοποιημένα «κουτάκια» ενός ξενοδοχείου. Οι «καταναλωτές» της βραχυχρόνιας μίσθωσης ενδιαφέρονται να μαγειρέψουν, να γνωρίσουν την γειτονιά στην οποία μένουν (αφήνοντας χρήμα στα μαγαζιά της γειτονιάς) και να βιώσουν την «πραγματική εμπειρία» της πόλης, κάτι το οποίο αδυνατεί να τους προσφέρει το ξενοδοχειακό προϊόν. Αυτή η νέα αγορά, η οποία έχει κάνει την εμφάνιση της σε όλο τον κόσμο δείχνει ότι διεκδικεί ένα μέρος του ταξιδιωτικού προϊόντος, αλλά σε καμιά περίπτωση δεν οδηγεί σε σοβαρή απειλή τα ξενοδοχεία και το ξενοδοχειακό προϊόν, το οποίο φαίνεται πώς έχει και θα έχει την κυρίαρχη θέση στο συνολικό τουριστικό προϊόν. Κατά συνέπεια νομοθετώντας περιορισμούς υπαγορευμένους από το λόμπι των ξενοδοχείων και συνθλίβοντας την ελεύθερη αγορά των βραχυχρόνιων μισθώσεων, ο νομοθέτης ουσιαστικά θα δημιουργήσει ένα ολιγοπώλιο νοθεύοντας τον ελεύθερο ανταγωνισμό και την ελευθερία επιλογής του καταναλωτή, που σήμερα είναι ελεύθερος να επιλέξει ανάμεσα σε ξενοδοχεία και βραχυχρόνιες μισθώσεις και στην πραγματικότητα θα επιτεθεί σε μια αναπτυσσόμενη αγορά, την οποία έχουν ανάγκη οι καταναλωτές. Ουσιαστικά όποιος δεν βλέπει την ύπαρξη αυτής της αγοράς εθελοτυφλεί και πρακτικά επιτίθεται στην ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, η οποία σαν σοβαρός τουριστικός παίκτης οφείλει να προσφέρει όλο το φάσμα των προσφερόμενων υπηρεσιών καταλύματος. Για να γίνει καλύτερα κατανοητό το πόσο διακριτή είναι η συγκεκριμένη αγορά από το ξενοδοχειακό προϊόν αρκεί κανείς να σκεφτεί την περσινή χρονιά της πανδημίας. Χωρίς την ύπαρξη των μισθώσεων διαμερισμάτων (τα οποία και διάλεξαν όσοι δεν ήθελαν να συνωστιστούν σε ξενοδοχεία), πόσοι ταξιδιώτες θα έπαιρναν το ρίσκο να ταξιδέψουν στην Ελλάδα και να μας αφήσουν τα ωραία τους ευρώ (τονώνοντας ταυτόχρονα και τα δημόσια οικονομικά)?
Ως γνωστόν, οι βραχυχρόνιες μισθώσεις είναι αστικές μισθώσεις, με τους ίδιους ακριβώς κανόνες όπως όλες οι μακροχρόνιες ή μεσοχρόνιες μισθώσεις. Η μίσθωση είναι ένας από τους κυριότερους τρόπους εκμετάλλευσης του συνταγματικά κατοχυρωμένου ανθρώπινου δικαιώματος της ιδιοκτησίας, ενός δικαιώματος πυλώνα της φιλελεύθερης δημοκρατίας. Η εισαγωγή περιορισμών στον τρόπο εκμετάλλευσης της ιδιοκτησίας, και στην ουσία ο περιορισμός του δικαιώματος της ιδιοκτησίας είναι χωρίς αμφιβολία μια ευθεία επίθεση στον πυρήνα του ανθρώπινου δικαιώματος της ιδιοκτησίας και κατ’επέκταση στην ίδια την φιλελεύθερη δημοκρατία. Μπορούμε να δεχτούμε την σοσιαλιστική «κοινωνικοποίηση» του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, να δεχτούμε ότι δεν πρόκειται περί ενός απόλυτου δικαιώματος όπως περιγράφεται στο Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις, αλλά ότι η ιδιοκτησία του καθενός μας υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ανάγκες ενός αόριστου κοινωνικού συνόλου και να δεχτούμε αυθαίρετους περιορισμούς επειδή δήθεν θα οδηγήσουν στην εξυπηρέτηση αυτού του κοινωνικού συνόλου (ενώ στην πραγματικότητα ο μοναδικός ευνοημένος θα είναι οι τσέπες ξενοδοχειακών ομίλων)? Αξίζει η θυσία ενός ανθρώπινου δικαιώματος για αμφίβολους σκοπούς και αποτελέσματα? Ειδικά η εισαγωγή τοπικών περιορισμών, όπως αυτή προαναγγέλεται, οδηγεί στον παράλογισμό της δημιουργίας δικαιώματος ιδιοκτησίας πολλών ταχυτήτων…έτυχε να έχεις ακίνητο σε δήμο με δήμαρχο ΚΚΕ? Ατύχησες!! Η ιδιοκτησία σου κοινωνικοποιείται και θα μπορείς να τη μισθώνεις μόνο από 2 χρόνια και πάνω!! Οδηγούμαστε δηλαδή στο παράλογο, το δικαίωμα της ιδιοκτησίας να έχει βαθμίδες ελευθερίας (ανάλογα τους περιορισμούς), ανάλογα με το αν κάποιοι γραφειοκράτες σε κάποιο γραφείο του Δήμου αποφάσισαν ότι σε αυτή τη γειτονιά θέλουμε λίγη βραχυχρόνια μίσθωση, σε εκείνη περισσότερη, κοκ. Με ποιες άραγε εγγυήσεις θα μπορούσε να εξασφαλιστεί ότι η επιχειρούμενη κοινωνικοποίηση του δικαιώματος ιδιοκτησίας δεν θα γίνεται αυθαίρετα ή καθαρά με κριτήριο να ικανοποιηθούν οι ορέξεις των ψηφοφόρων του εκάστοτε βλαχοδημάρχου? Ουσιαστικά (και σοσιαλιστικά) η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να κάνει κοινωνική πολιτική με την ιδιοκτησία των άλλων, την ίδια στιγμή που το ίδιο το ελληνικό Δημόσιο είναι ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης της χώρας, που θα μπορούσε να λύσει αυτομάτως το πρόβλημα αξιοποιώντας έστω και λίγο την ιδιοκτησία του, που απλώς κάθεται αναξιοποίητη…
Πέρα από τις πολλές και γνωστές ωφέλειες της βραχυχρόνιας μίσθωσης στην Εθνική οικονομία (μέσω της συμβολής της στη μείωση της ανεργίας, στην τόνωση της οικοδομής, στην ανάπτυξη του τουρισμού, στην διάσωση των τραπεζών και στην στήριξη του εισοδήματος του νοικοκυριού), καλό θα ήταν να αναφερθεί και η πολύ σημαντική συμβολή των φορολογικών εσόδων της βραχυχρόνιας μίσθωσης στα Δημόσια Οικονομικά. Μετά το Νόμο 4446/2016, την ενεργοποίηση της πλατφόρμας δήλωσης βραχυχρόνιων μισθώσεων από την ΑΑΔΕ το Σεπτέμβριο του 2018 και μετέπειτα τη συμφωνία της ΑΑΔΕ με όλες τις μεγάλες διαδικτυακές πλατφόρμες βραχυχρόνιας μίσθωσης σχετικά με την επιβολή του νόμου και την παροχή όλων των φορολογικών στοιχείων εσόδων για κάθε μίσθωση που διενεργείται στην ελληνική επικράτεια, έχουμε το «παράδοξο» φαινόμενο μια οικονομική δραστηριότητα να είναι απολύτως διαφανής φορολογικά, να αποτυπώνεται συνολικά στο ΑΕΠ και να μην υπάρχει ίχνος φοροδιαφυγής (σε αντίθεση με τόσους άλλους κλάδους της ελληνικής οικονομίας). Έχει δηλαδή το ελληνικό κράτος τη δυνατότητα να αρμέγει την αγελάδα των βραχυχρόνιων μισθώσεων εισπράττοντας φόρους μέχρι και 45% επί των ακαθάριστων εισπράξεων, σε αντίθεση με τον ξενοδοχειακό κλάδο που για κάποιο περίεργο λόγο το μεγαλύτερο μέρος των απασχολούμενων επιχειρήσεων καταφέρνει να βγάζει κάθε χρόνο ζημιές και να μην πληρώνει ποτέ μα ποτέ φόρο εισοδήματος…
Βέβαια, από την άλλη είναι απολύτως κατανοητό ότι οι ξενοδοχειακοί όμιλοι έχουν τεράστια οικονομική ισχύ, πολύ χρήμα για lobbying και κατά παραγγελία μελέτες, ενώ οι δεκάδες χιλιάδες μικροϊδιοκτήτες της βραχυχρόνιας μίσθωσης, δεν διαθέτουν ούτε μεγάλη οικονομική ισχύ, είναι πολυδιασπασμένοι και ανοργάνωτοι. Βέβαια οι 138.000 ιδιοκτήτες βραχυχρόνιων καταλυμάτων και οι οικογένειες τους έχουν ψήφους. Οπότε η εξίσωση θα είναι εξ ορισμού εξαιρετικά δύσκολη για την κυβέρνηση: σοσιαλισμός και παρεοκρατικός καπιταλισμός ή φιλελευθερισμός?
*Ο κ. Στέλιος Κορρές είναι δικηγόρος Αθηνών, μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Ψηφιακοί Νομάδες: όταν η λογοτεχνική φράση «πολίτες του κόσμου» αποκτά πολιτικές διαστάσεις
Η ψηφιακή, νομαδική ζωή αφορά στην ανεξάρτητη-από-γραφεία εργασία, στη δουλειά δηλαδή που μπορεί να γίνει από απόσταση και από οποιοδήποτε μέρος του κόσμου.
Σε ένα μεταπανδημικό τοπίο αγοράς, τα ποσοστά των εργαζομένων που ήδη δουλεύουν ή έχουν τη δυνατότητα να το πράξουν από απόσταση, εκτοξεύτηκαν το 2021 σε ύψη που φτάνουν τα 35 εκατομμύρια παγκοσμίως ενώ οι προβλέψεις θέλουν την εξ αποστάσεως εργασία να αυξάνεται ραγδαία, απαντώντας στις σύγχρονες ανάγκες των πολιτών του κόσμου για ευελιξία, ανεξαρτησία, προσωποποιημένη διαμόρφωση του ωραρίου και των συνθηκών εργασίας και προσωπική ανάπτυξη. Η δουλειά για ένα μεγάλο αριθμό εργαζομένων έχει πάψει να είναι απλά παραγωγή, έχει γίνει τρόπος ζωής. Ο ψηφιακός νομαδισμός δεν εντάσσεται πλέον στο πλαίσιο μιας «τάσης» αλλά είναι το νέο μοντέλο εργασίας που ήρθε για να μείνει, ενθαρρύνοντας περαιτέρω αλλαγές στον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και σχεδιάζουμε τις ανθρωποκοινότητες μας.
Τα τελευταία χρόνια, γίνεται μια προσπάθεια καλών προθέσεων προκειμένου η Ελλάδα να μπορέσει να αποτελέσει έναν ελκυστικό προορισμό για τους ψηφιακούς νομάδες. Είναι σημαντικό να τονίσουμε δύο πράγματα σε σχέση με την προσπάθεια:
α) η προσέλκυση ψηφιακών νομάδων, δεν θα μπορούσε ποτέ να είναι το έργο ενός μόνο ανθρώπου ή μιας συγκεκριμένης ομάδας επαγγελματιών: τα στοιχεία που είναι αναγκαία για την ανάπτυξη του οικοσυστήματος, η κάλυψη των αναγκών του σε όλα τα επίπεδα – από τα πιο τεχνικά μέχρι αυτά που σχετίζονται με τις ψυχοκοινωνικές υπηρεσίες φροντίδας (μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις σε αυτό το μοντέλο εργασίας αφορά στη μοναξιά και την έλλειψη διαπροσωπικών σχέσεων, που δεν ευνοούνται από την ολιγόμηνη παραμονή σε ένα τόπο) – είναι ένα στρατηγικό στοίχημα διαμόρφωσης κουλτούρας, που μας εμπεριέχει στους στόχους που χρειάζεται να εκπληρώσουμε.
β) ο ψηφιακός νομαδισμός δεν μπορεί να είναι μια διαφήμιση «ανοίξαμε και σας περιμένουμε» κάποιας Περιφέρειας, Δήμου ή φορέα. Δεν είναι διακοπές, αν και έχει σχέση με το τουριστικό προϊόν. Δεν είναι ψυχαγωγία, αν και απαιτεί την καλλιέργεια ευκαιριών συναναστροφής με ανθρώπους που ζουν παρόμοιες πραγματικότητες, το στήσιμο συνεργατικών χώρων με 24ωρη ελεύθερη πρόσβαση και ένα πλούσιο, ετήσιο πρόγραμμα δραστηριοτήτων που δεν θα άφηνε τα νησιά της χώρας να ερημώνουν το χειμώνα. Είναι κρίμα το ότι σε όλες τις λίστες με τους 100 πιο δημοφιλείς προορισμούς για τους ψηφιακούς νομάδες, η Αθήνα χωράει μετά βίας ενώ κανένα από τα πανέμορφα ελληνικά νησιά μας δεν συμπληρώνει τα προαπαιτούμενα (μία από τις διεθνείς κοινότητες των ψηφιακών νομάδων κατατάσσει την Αθήνα στην 72η θέση για να δουλέψει κανείς από απόσταση ενώ η Θεσ/κη μπαίνει στη λίστα των 150, σκοράροντας καταϊδρωμένη στον αριθμό 148). Χρειάζονται επίσης χαμηλό κόστος διαβίωσης, ένα θελκτικό, σταθερό φορολογικό καθεστώς, υψηλή ποιότητα υποδομών και γρήγορες ταχύτητες ίντερνετ. Πρόκειται για ένα πλήρες πακέτο ζωής, από αυτό που χαρίζουν μόνο οι πολιτικές μεταρρυθμίσεις.
Παρά την καλοκαιρία, τις ευκαιρίες διασκέδασης και το «γκρήκ μουζάκα» που αποτελούν τρία τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα, σοβαρή, συστημική προετοιμασία δεν γίνεται στη χώρα ούτε για τους ντόπιους, οι οποίοι μπορεί να μη συναντήσουν wifi σε δημόσιο χώρο πουθενά επί χιλιόμετρα, να μένουν σε περιοχές χωρίς εύκολη πρόσβαση από ασθενοφόρο, να εγκαταλείπονται απομονωμένοι στην επαρχία εκείνες τις εποχές του χρόνου που δεν υπάρχουν επισκέπτες ή να βασανίζονται από στερεότυπα για τους αλλιώτικους «ξένους». Που να προτείνουμε δηλαδή σε κάποιον να ξεσπιτωθεί για να κλείνει επαγγελματικές συμφωνίες πολλών χιλιάδων ευρώ από τα γραφικά σοκάκια των χωριών μας (αν και μια ελπίδα έμπνευσης από τους μοναχικούς, ολιγαρκείς συγγραφείς του κόσμου, την έχουμε). Ο λόγος που συμβαίνει αυτό είναι το ότι ξεκινάμε την αξιολόγηση του μοντέλου του ψηφιακού νομαδισμού, με λάθος τρόπο. Το βλέπουμε από την πλευρά του ευ ζην και όχι της πολύ σοβαρής ανάγκης για προσέλκυση ταλέντων που θα βοηθήσουν τη χώρα να μεγαλώσει, να αναπτυχθεί και να ευημερήσει.
Οι ψηφιακοί νομάδες είναι το brain gain που χρειαζόμαστε, αλλιώς. Δεν είναι απαραίτητα τα επαναπατρισμένα ελληνόπουλα που είχαν φύγει για να δουλέψουν στο εξωτερικό αλλά μια παγκόσμια κοινότητα ανθρώπων, ανεξαρτήτως καταγωγής, που επιλέγει χώρες διαμονής που διαθέτουν ανταγωνιστικό πλεονέκτημα: χώρες που έχουν για παράδειγμα πανεπιστήμια που προσφέρουν ευκαιρίες έρευνας και εργασίας ή έχουν νεοφυείς επιχειρήσεις που ενδιαφέρονται να προσλάβουν δημιουργικά μυαλά. Χώρες που διαθέτουν κυβερνήσεις που ενδιαφέρονται ενεργά και όχι στο πλαίσιο ευχολογίου για την καινοτομία, την τεχνολογία και την αποκέντρωση. Ταυτόχρονα, ο ψηφιακός νομαδισμός μάς βάζει στη διαδικασία να σκεφτούμε βαθύτερα τα θέματα που αφορούν στη σημασία της πατρίδας, της έννοιας του πολίτη, της δέσμευσης σε ένα τόπο, της αφοσίωσης σε ένα σκοπό και των ανθρωπίνων σχέσεων και συγγενειών με σημαντικούς άλλους.
Η έγκαιρη αναγνώριση των αναγκών που έχουν οι ψηφιακοί νομάδες οδηγεί στο μετασχηματισμό των κοινωνιών μας και της πολιτικής πραγματικότητας με τρόπο που ποτέ δεν είχαμε φανταστεί στο παρελθόν. Γι’ αυτό και χρόνια τώρα, το νέο αυτό μοντέλο εργασίας, μας πιάνει απροετοίμαστους. Ως πότε.

Η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να χάνει ανθρώπους όπως τον Σαϊντού
Ανήμερα της 25ης Μαρτίου, αυτής της ημέρας που τόσο χαροποιεί όσους αγαπάμε την Ελλάδα και τις ιδέες της Ελευθερίας, έμαθα για την ιστορία του Σαϊντού Καμαρά,ο οποίος παρέλασε με χαρά, ως αριστούχος μαθητής του 1ου Γενικού Λυκείου (ΓΕΛ) Αγίου Δημητρίου.
Ποιος είναι όμως αυτός ο άνθρωπος; Ο 18χρονος σήμερα Σαϊντού Καμαρά γεννήθηκε στη Γουινέα, μεγάλωσε υπό πολύ δύσκολες συνθήκες, που περιελάμβαναν και ενδοοικογενειακή βία και μετά από ένα δύσκολο ταξίδι ανάμεσα από πολλές χώρες βρέθηκε τον Νοέμβριο του 2019 στην Ελλάδα. Ύστερα από ένα διάστημα βρέθηκε να φοιτά στο 1ο ΓΕΛ Αγίου Δημητρίου. Εκεί, με πολλή και σκληρή δουλειά έμαθε καλά ελληνικά και είναι πλέον αριστούχος μαθητής. Το αίτημά του για χορήγηση ασύλου απορρίφθηκε πρωτοδίκως και στις 30 Μαρτίου θα εξεταστεί από την αρμόδια Ανεξάρτητη Αρχή Προσφυγών το αίτημά του σε δεύτερο βαθμό. Ο Δήμος και το Δημοτικό Συμβούλιο Αγίου Δημητρίου, ο διευθυντής, οι συμμαθητές και οι γονείς τους, καθώς και οι καθηγητές του 1ου ΓΕΛ έχουν όλοι τοποθετηθεί δημόσια υπέρ του μιλώντας με τα καλύτερα λόγια για τον χαρακτήρα του και το πώς έχει προσαρμοστεί κι ονειρεύεται το μέλλον του στην Ελλάδα. Αυτή είναι, με λίγα λόγια, η ιστορία του.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα να είμαι απολύτως σαφής για ένα πράγμα. Δε γνωρίζω τη νομοθεσία σχετικά με τα άτομα που αιτούνται άσυλο, ούτε τον φάκελο με τα στοιχεία που προσκομίστηκαν για το αίτημα ασύλου του Σαϊντού. Μπορεί, με βάση την ισχύουσα νομοθεσία, να μην το δικαιούται. Σε αυτή την περίπτωση ορθά θα απορριφθεί. Μπορεί, επίσης, να έχει γίνει λάθος και να το δικαιούται, οπότε το λάθος αυτό να διορθωθεί. Μπορεί, τέλος, να είναι σε μια γκρίζα νομικά ζώνη, όπου το αίτημα θα κριθεί σε έναν βαθμό από τους αρμόδιους. Οι νόμοι πρέπει να είναι σεβαστοί και όταν θεωρούμε ότι είναι λάθος, να κινητοποιουμαστε πολίτες και πολιτικοί, εντός κι εκτός Κοινοβουλίου, για να ζητήσουμε την τροποποίησή τους. Το να επιλέγουμε να εφαρμόζουμε νόμους α λα καρτ είναι μια επικίνδυνη διαδικασία, που μακροπρόθεσμα βλάπτει τη Δημοκρατία και θέτει αρνητικά προηγούμενα.
Σε αυτό το σημείο, λοιπόν, χωρίς να αναφέρω ονόματα και καταστάσεις, θα ήθελα να σας ρωτήσω, καθεμία και καθέναν που διαβάζετε αυτές τις γραμμές: ποια θα ήταν η αντίδρασή σας αν σας έλεγα ότι ένας 18χρονος αριστούχος μαθητής Λυκείου, με όνειρα για σπουδές και σταδιοδρομία στην Ελλάδα, που περήφανα παρέλασε με το σχολείο του για την 25η Μαρτίου, εγκαταλείπει τη χώρα; Υποθέτω ότι όλες κι όλοι θα αναφωνούσατε απογοητευμένοι “Η Ελλάδα τρώει τα παιδιά της”… Βάλτε τώρα στη θέση αυτού του 18χρονου μαθητή τον Σαϊντού…
Η χώρα έχει σοβαρό πρόβλημα υπογεννητικότητας, όλες οι προβλέψεις δείχνουν ότι σε μερικές δεκαετίες θα είμαστε λιγότεροι και γηραιότεροι, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ικανότητα των επιχειρήσεων να βρίσκουν προσωπικό και τις προοπτικές της οικονομίας. Και αυτό είναι αναμενόμενο να συμβεί από τη στιγμή που, όπως μάθαμε πρόσφατα από τη Eurostat, είμαστε η χώρα με το δεύτερο χαμηλότερο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, πίσω μόνο από τη Βουλγαρία. Δεν περιμέναμε φυσικά τη Eurostat να μας το πει αυτό. Όλοι όσοι βρισκόμαστε στην αγορά εργασίας γνωρίζουμε τους μισθούς που μας προσφέρονται. Γνωρίζουμε το χαμηλό επίπεδο των κοινωνικών υπηρεσιών, παρότι κατευθύνονται εκεί σημαντικά ποσά, λόγω της ανεπαρκέστατης κρατικής διαχείρισης και του ξεπερασμένου πλαισίου λειτουργίας. Ένα παιδί έχει έξοδα και απαιτεί ένα ικανό επίπεδο κοινωνικών υπηρεσιών (νηπιαγωγεία, περίθαλψη κ.ο.κ.). Και φυσικά, ακόμα κι αν αυτοί οι λόγοι εξαλείφονταν θαυματουργά μέσα σε μια νύχτα (κι όχι φυσικά με τον περιορισμό του δικαιώματος των γυναικών στην άμβλωση, όπως τεχνηέντως προσπαθούν να μας πείσουν τελευταία διάφοροι ακροδεξιοί κύκλοι), θα χρειάζονταν χρόνια μέχρι τα παιδιά αυτά να γίνουν ενήλικες. Να κλείσω αναφέροντας απλά ότι η πορεία των μισθών στη χώρα είναι αναμενόμενη, από τη στιγμή που η Ελλάδα σε όλες τις διεθνείς μετρήσεις οικονομικής ελευθερίας κατατάσσεται εδώ και χρόνια στις σχετικά ανελεύθερες χώρες.
Έχοντας στο νου μας όλα τα παραπάνω, ας επιστρέψουμε στον αριστούχο 18χρονο Σαϊντού που επιθυμεί να σπουδάσει και να δουλέψει στην Ελλάδα. Αν τελικά αποφασιστεί ότι δε δικαιούται άσυλο, θα πρέπει να απελαθεί, δεν υπάρχει κάποια άλλη νόμιμη διέξοδος. Και με την αύξηση των μεταναστευτικών/προσφυγικών ροών τα τελευταία χρόνια, υπάρχουν χιλιάδες ακόμα νέοι άνθρωποι όπως ο Σαϊντού, που μιλάνε ελληνικά, θεωρούν την Ελλάδα μια δεύτερη πατρίδα και θέλουν να μείνουν σε αυτή. Γιατί να στερηθούμε αυτούς τους ανθρώπους, που μας θέλουν και τους χρειαζόμαστε; Γιατί να στερηθούμε τους σημερινούς αλλά και αυριανούς τεχνίτες, υπαλλήλους, καθηγητές; Γιατί να στερηθούμε καινούργιους φίλους και γείτονες; Δε μιλάω προφανώς για μια άνευ όρων παραμονή όλων των ατόμων που παράτυπα διαμένουν στην Ελλάδα, όχι. Πιστεύω, όμως, ακράδαντα ότι πρέπει να ξεκινήσουμε το συντομότερο δυνατό τις διαδικασίες για τη δημιουργία ενός αξιόπιστου και γρήγορου νομικού πλαισίου, που θα επιτρέπει σε άτομα που έχουν προσαρμοστεί στην Ελλάδα και επιθυμούν να μείνουν και να δουλέψουν, να μπορούν να το κάνουν νόμιμα, όπως ακριβώς κι ο Σαϊντού.
Προσωπικά, έχω κουραστεί να βλέπω την Ελλάδα να τρώει τα παιδιά της, είτε είναι γεννημένα εδώ είτε είναι γεννημένα αλλού. Εσείς;
*Ο Μάνος Πιτροπάκης είναι Γενικός Γραμματέας της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο marketnews.gr, στις 28 Μαρτίου 2021.

Η βία δεν χωράει σε κατηγορίες
Όταν ο κόσμος κάνει λόγο για οπαδική βία, συνήθως αναφέρεται στα επεισόδια και τις ταραχές που δημιουργούνται γύρω από αθλητικές εγκαταστάσεις, ανάμεσα σε ανθρώπους που υποστηρίζουν διαφορετικές αθλητικές επιλογές. Το επίθετο «οπαδικός» μπορεί να αφορά στα ένθερμα μέλη οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας αλλά έχει συνδεθεί στενά με ποδοσφαιρικές, συχνά εξωγηπεδικές, πρακτικές και, ως εκ τούτου, συρρικνωθεί στη δημόσια συζήτηση. Στο μυαλό των περισσοτέρων, η οπαδική βία αναφέρεται σε συμπεριφορές που εκπορεύονται από την ολοκληρωτική αφοσίωση σε μια ποδοσφαιρική συμμαχία που ενίοτε δανείζεται χαρακτηριστικά συμμορίας για να προσηλυτίσει, γιγαντωθεί σε αριθμό, καλλιεργήσει αίσθημα υπεροχής ή/και εκφοβίσει. Η βία τότε κατανοείται ως συμμοριτοπόλεμος που κανείς νομίζει ότι μπορεί να «θεραπεύσει» με αναστολή λειτουργίας συνδέσμων, προσωρινές απαγορεύσεις ή οριζόντιες κυρώσεις προς όλους, τιμωρίες που θυμίζουν την υπεραπλουστευμένη σχολική λογική του «αν δεν μου πείτε ποιος έσπασε τη λάμπα, θα τιμωρηθείτε όλοι». Μακάρι όμως η βία να ήταν σκέτη συμπεριφορά, επειδή τότε θα μπορούσαμε να την απομονώσουμε και να την αποδομήσουμε. Δεν είναι. Η έννοια της οπαδικής βίας έχει γίνει τόσο στενή, ώστε να συμπεριλαμβάνει μόνο το σύμπτωμα ενός παγόβουνου στου οποίου την κορυφή σκοντάφτουμε. Το υπόλοιπο μέρος, αυτό που βρίσκεται κάτω από το νερό (ή το βούρκο, στη συγκεκριμένη περίπτωση), δεν αναλύεται ποτέ, επειδή αποτελεί την κυρίως νόσο, εκείνο το ενδοσκοπικό κομμάτι ενός κοινωνικού προβλήματος που δεν θα μπορούσαμε να εξετάσουμε χωρίς να ρίξουμε μια γερή ματιά στον καθρέπτη.
Η οπαδική βία δεν αναλύεται στο δημόσιο διάλογο, επειδή είναι δύσκολο να μιλήσεις για ήδη περιθωριοποιημένες κοινότητες ανθρώπων, τις οποίες προσπαθείς να αποφορτίσεις περιθωριοποιώντας περισσότερο: η λέξη οπαδός κατάντησε συνώνυμη του ενόχου. Ποιοι οπαδοί είναι πραγματικά στην ομάδα έρευνας σου, ποιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν αυτοί, ποιες είναι οι κοινωνικές παρεμβάσεις που απαντούν στο πρόβλημα; Ποια είναι η ανθρωπογεωγραφία της οπαδικής βίας και τι μας κάνει να πιστεύουμε ότι η βία δεν θα κάνει την εμφάνιση της ξανά, ως συμπεριφορά πάντα, ενόσω όλα τα αίτια και οι απρόβλεπτες αφορμές βρίσκονται εκεί έξω, ανέγγιχτα, στην πρωτόγονη τους μορφή, έτοιμα να συνδυαστούν δραματικά σε επεισόδιο, σε δεύτερο χρόνο. Ποιες είναι οι ιδιαίτερες συνθήκες μέσα στις οποίες ανθίζει το κάθε οπαδικό χτύπημα, αυτές που εμποδίζουν ή διευκολύνουν την ανάπτυξη παραβατικών συμπεριφορών γύρω από αθλητικά γεγονότα. Ευθύνεται άραγε ο μυθικός-σε-διαστάσεις «χουλιγκανισμός», ένας όρος που ξεπεράστηκε την ίδια περίπου εποχή που ξεπεράστηκε και ο τεντιμποϊσμός. Η χρήση του όρου είναι τόσο απέλπιδα όσο και το να επαναλαμβάνεις την κοινότοπη φράση «όλα είναι θέμα παιδείας» ως απάντηση για τα πραγματικά προβλήματα της ζωής.
Χρησιμοποιούμε τον χουλιγκανισμό στην επικοινωνία με ένα στερεοτυπικό τρόπο, για να περιγράψουμε μεταξύ μας τους μπαχαλάκηδες των γηπέδων. Ο όρος όμως αφορά σε μια βεντάλια συμπεριφορών που συμπεριλαμβάνουν από μικροεπεισόδια μέχρι έγκλημα, ενώ καλύπτει όλα τα ψυχοκοινωνικά προφίλ των ανθρώπων που εμπλέκονται σε φασαρίες με τρόπο που σε αναγκάζει ως λειτουργός να κινηθείς αναλυτικά, όχι παίρνοντας φασόν μέτρα «εναντίον του». Κατά καιρούς, ο χουλιγκανισμός παίρνει χαρακτηριστικά κινήματος και άλλες φορές δεν εμφανίζεται σε ποδοσφαιρικές διοργανώσεις (όπως στην περίπτωση του Euro2004). Ο ρόλος των ομάδων αστυνόμευσης είναι επίσης πολυεπίπεδος και χρειάζεται να εξεταστεί ξεχωριστά. Εστιάζοντας στο κλείσιμο, την καταστολή ή την παύση, τα μέτρα ανάσχεσης της βίας απομακρύνονται από τις απαντήσεις στο ερώτημα του «γιατί καταλήγουν έτσι τα πράγματα» και του «πόσο χειρότερα μπορούν αυτά να γίνουν», επειδή απομακρύνονται από τους δρώντες που βρίσκονται γύρω από και μέσα σε αυτά. Επιπλέον, το να φλερτάρεις με δράσεις καλής θέλησης, κατά τη διάρκεια των οποίων κάποιοι κρατούν ενός λεπτού σιγή στη μνήμη νεκρών για να ξαναρχίσουν τον αλληλοσπαραγμό αμέσως μετά, είναι μια επιδερμική προσέγγιση στην αναζήτηση του τι βασανίζει τους ανθρώπους που καταφεύγουν σε ομάδες για να βρουν τον εαυτό τους (άσχετα αν καταλήγουν να τον χάνουν εκεί μέσα, τελικά – αυτή είναι όμως η διεργασία της μετατροπής σε οπαδό). Η ευθύνη της πολιτείας είναι να κάνει όλη την παραπάνω αναλυτική δουλειά. Προς το παρόν, δεν την κάνει.
Αν θέλουμε να μιλάμε για διαχείριση κρίσεων, πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι η οπαδική βία είναι αληθινή, μόνιμη κρίση, δεν είναι μια σειρά από ασύνδετα μεταξύ τους, αποσπασματικά συμβάντα. Επίσης, πρέπει να συμφωνήσουμε στο ότι οι άνθρωποι λειτουργούν οπαδικά όχι μόνο προκειμένου να υποστηρίξουν την ποδοσφαιρική ομάδα τους, αλλά πολύ περισσότερο για να ενισχύσουν την κοσμοθεωρία, τη νοοτροπία, την απουσία νοήματος και ταυτότητας μέσα τους, τον υποβιβασμό του κοινωνικού περιβάλλοντος τους, την εξαθλίωση των ανθρωποκοινοτήτων τους σε βαθμό που το περιθώριο να ταυτίζεται επικίνδυνα με αυτό που αποκαλούσαμε στο παρελθόν νόρμα. Χρειάζονται να τα υποστηρίξουν παθιασμένα, βαθιά και επικίνδυνα όλα αυτά γιατί συνιστούν τη ζωή τους: έτσι ζουν. Ο οπαδισμός είναι τρόπος ζωής και απουσίας κοινωνικών αναφορών και σχέσεων, με τρομερές επιπτώσεις στις κοινωνίες. Είναι καιρός να τον δούμε ως κοινωνικό πρόβλημα, είναι καιρός να παραδεχτούμε ότι έχουμε πρόβλημα, δεν είναι ένα θέμα για να διαχειριστούν «κάποιοι άλλοι» ενώ «εμείς» συνεχίζουμε υπεράνω συμπερίληψης. Και έτσι πράττοντας, να σταματήσουμε να είμαστε οπαδοί στις πολιτικές λύσεις μας για τη χώρα.
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο marketnews.gr, στις 22/02/2022.

Σαφώς και θα το πολιτικοποιούμε, κ. Μπακογιάννη
Ο καινούριος χρόνος δεν έκανε καλό ποδαρικό. Η πανδημία είναι στο φόρτε της και ο κόσμος έχει κουραστεί από την πολύμηνη ισχύ των αυστηρών υγειονομικών μέτρων. Οι ΜΕΘ είναι γεμάτες και κάθε μέρα που περνάει μετράμε, κατά μέσο όρο, γύρω στις 70 ανθρώπινες απώλειες. Η φετινή αλλαγή του χρόνου συνοδεύτηκε όμως από ένα μούδιασμα και για ένα επιπλέον λόγο. Η απόφαση του Δημάρχου Αθηναίων κ. Μπακογιάννη για την πραγματοποίηση της πρωτοχρονιάτικης φιέστας με τον Σάκη Ρουβά στο λόφο του Λυκαβηττού και χωρίς παρουσία κοινού, άναψε αντιδράσεις. Μια υπέρογκη, χρυσοπληρωμένη από τις τσέπες των Ελλήνων φορολογουμένων, 17λεπτη ‘γιορτή’. Οι ενστάσεις για αυτή την πρωτοβουλία της δημοτικής αρχής είναι απόλυτα δικαιολογημένες.
Είναι γνωστό ότι ανισορροπίες στην αγορά δημιουργούνται όταν διαταράσσεται ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν έχεις ρίξει χρήμα για να προσφέρεις ένα αγαθό το οποίο όμως δεν ανταποκρίνεται στη ζήτηση του αγοραστικού κοινού, θα βρεθείς ζημιωμένος. Κάπως έτσι λοιπόν βρέθηκε ζημιωμένος και ο κ. Μπακογιάννης μετά από όλη αυτή την ιστορία. Πρόσφερε, με τη συνέργεια του κ. Ρουβά, ένα παράλογα υπερκοστολογημένο θέαμα το οποίο οι Αθηναίοι δημότες ουδέποτε ζήτησαν να έχουν. Ήταν ένα θέαμα περιττό γιατί έτσι κι αλλιώς οι παραγωγές της δημόσιας τηλεόρασης ετοιμάζουν κάθε παραμονή Πρωτοχρονιάς εορταστικά προγράμματα, γυρισμένα σε τηλεοπτικά στούντιο. Υπήρχε ένα ήδη έτοιμο τηλεοπτικό προϊόν και δε χρειαζόταν να ξοδευτούν 215000 ευρώ για ένα ακόμα.
Η μομφή είναι βαριά για τον κ. Μπακογιάννη. Δεν είναι μόνο ότι με αυτή την πρωτοβουλία παραβίασε το βασικότερο κανόνα οικονομικής ισορροπίας και ορθολογικότητας. Είναι ότι σπατάλησε δημόσιο χρήμα την ίδια στιγμή που το κόμμα το οποίο τον στήριξε είχε κάνει προεκλογική σημαία τη μάχη για οικονομικό εξορθολογισμό. Προσπαθώντας να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα, όταν ρωτήθηκε πώς νιώθει για τις αντιδράσεις, δε δίστασε να πει ότι ‘είναι ένα θέμα το οποίο δε χρειάζεται να το πολιτικοποιούμε’. Μέσα σε αυτή τη δήλωση κρύβεται όλος ο πανικός του. Σαφώς και χρειάζεται να το πολιτικοποιούμε, κ. Μπακογιάννη. Σαφώς και θα ασκούμε κριτική για την ορθή ή μη αξιοποίηση του δημοσίου χρήματος. Με βάση αυτό το κριτήριο θα αποφασίσουμε στις επόμενες δημοτικές εκλογές αν θα σας επανεκλέξουμε ή όχι στο δημαρχιακό θώκο.
Δυστυχώς η ζημιά που έγινε έχει πολλές εκφάνσεις. Χωρίς ενσυνείδητη, θέλουμε να πιστεύουμε, επίγνωση, ο Δήμαρχος Αθηναίων διέπραξε ένα επιπλέον επικοινωνιακό ατόπημα. Ανέβασε στη φαντασμαγορική σκηνή παιδιά της χορωδίας από την Κιβωτό του Κόσμου. Θα ήταν προτιμότερο να έμεναν τα παιδιά μακριά από αυτή την ιστορία. Ο κ. Μπακογιάννης προέβη σε κάτι που θα μπορούσαμε να το αποδώσουμε με τον όρο kidwashing, ξέπλυμα δηλαδή των αρνητικών αντιδράσεων για τη 17λεπτη εκδήλωση μέσω της προβολής παιδιών. Ήταν μια επικοινωνιακή στρατηγική που στόχευσε να ανακινηθεί η ευαισθησία μας παρακολουθώντας την όμορφη παρουσία των παιδιών πάνω στη σκηνή και κατ’ επέκταση, να μετριάσουμε τις αρνητικές μας αντιδράσεις για το κόστος της εκδήλωσης.
Την ίδια στιγμή που το σόου του Ρουβά εκτυλισσόταν στο πάρκινγκ του Λυκαβηττού μεγάλο πλήθος κόσμου συνωθούνταν στο Σύνταγμα, χωρίς τήρηση των υγειονομικών μέτρων. Η Δημοτική Αρχή της Αθήνας οφείλει να εξηγήσει αν χάραξε μια στρατηγική για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, αν βρέθηκε απροετοίμαστη απέναντι σε όλο αυτό ή αν αδιαφόρησε.
Είναι τέλος πολύ λυπηρό που για άλλη μια φορά, με την αυγή του νέου χρόνου, βάλλεται ένα από τα πολυτιμότερα κεκτημένα των φιλελεύθερων δημοκρατιών: η ελευθερία της έκφρασης. Καλλιτέχνες που τόλμησαν να ασκήσουν κριτική για την πρωτοχρονιάτικη φιέστα είδαν τα προφίλ τους στα social media να εξαφανίζονται. Όσο συνεχίζεται η καταπάτηση αυτής της ελευθερίας, τόσο θα συνεχίσουμε να την επισημαίνουμε. Και θα έρθει κάποτε η ώρα των δημοτικών εκλογών που θα γίνει η αποτίμηση των πεπραγμένων. Ας ελπίσουμε ότι ο κ. Μπακογιάννης δε θα μας εκπλήξει με δήλωση ότι δε χρειάζεται να πολιτικοποιούμε και τις εκλογές.
* Ο Κώστας Παπουτσάκης είναι θεραπευτής στο χώρο των εξαρτήσεων (18 Άνω – Ψ.Ν.Α.), και μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

Το 2% μερτικό μας στη χαρά
Εδώ και χρόνια, υπάρχει μια επιδημία που βάζει εμπόδια σε οποιαδήποτε αναπτυξιακή προσπάθεια στη χώρα: αυτή, δεν είναι άλλη από τον οικονομικό αγώνα των επιχειρήσεων να ορθοποδήσουν και να δημιουργήσουν για το οικοσύστημα τους προοπτική σε μια κοινωνία που παλεύει με τη χρεωκοπία, την πανδημία, το κλίμα πολιτικής πόλωσης και την κακή εμπειρία του παρελθόντος, σύμφωνα με την οποία το χρήμα ερχόταν σε μεγάλο βαθμό με τη μορφή επιδοτήσεων και χρηματοδοτικών πακέτων από το εξωτερικό, χωρίς απαραίτητα να είναι αποτέλεσμα εγχώριας, αυτόφωτης παραγωγικής διαδικασίας. Σε όλα τα παραπάνω, χρειάζεται να ρίξουμε μια γερή ματιά στην ψυχολογική κατάσταση των ανθρώπων που κρατούν με τα χέρια τους την οικονομία της χώρας, τους δημιουργούς του ιδιωτικού τομέα, που δεν έχουν μόνο πληγεί οικονομικά αλλά πολύ περισσότερο σε σχέση με την ουσία της εργασίας τους, αφού αυτή έχει υποστεί κατακλυσμιαίες αλλαγές τις οποίες δεν ήταν έτοιμοι να βιώσουν ενώ ο κονιορτός των μεταβολών δεν έχει κατακαθίσει με τρόπο που να τους διευκολύνει να ανακτήσουν κάποιον υποτυπώδη έλεγχο. Απέναντι σε αυτή τη ζοφερή πραγματικότητα κι ενώ ο κορονοϊός θερίζει τις ζωές και την διαμόρφωση της καθημερινότητας εκατοντάδων ανθρώπων, το συμβούλιο του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων ενέκρινε την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 2% από τις αρχές της νέας χρονιάς, εκτιμώντας αφενός ότι οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις μπορούν να το αντέξουν, αφετέρου ότι η αύξηση θα στηρίξει την αγοραστική δύναμη των εργαζομένων, ενισχύοντας την ελπίδα για μια τηλεοπτικά κοινότοπη «κίνηση της αγοράς».
Αν αφήσουμε στην άκρη το σοκ των εντυπωσιακών προβλέψεων για το τι θα καταφέρουμε ή δεν θα καταφέρουμε να αντέξουμε στο μέλλον, πράγμα που εξαρτάται από δεκάδες παράγοντες, όπως ας πούμε από το πόσες επιχειρήσεις θα παραμείνουν ανοιχτές, κερδοφόρες και ικανές να πληρώνουν το ρεύμα τους μέχρι το τέλος της δοκιμασίας του κορονοϊού (παράδειγμα που με τη σειρά του επηρεάζεται από ακόμα περισσότερες παραμέτρους, όπως από το πόσο γρήγορα η ελληνική, οικογενειακά σκληροπυρηνική επιχείρηση θα μεταβολίσει τους κραδασμούς σε έργο ενώ ουδέποτε εκπαιδεύτηκε – από τους πρωθυπουργούς που ψήφιζε – στο να το πράττει ολομόναχη), αυτό που μπορούμε να σημειώσουμε είναι ότι, ναι, οι αυξήσεις μισθών είναι ασυνείδητα συνδεδεμένες με ένα αίσθημα αγαλλίασης για τους αποδέκτες. Γι’ αυτό άλλωστε και εξαγγέλλονται: πρόκειται για εξαγγελίες-τσιρότα στη μόνιμα ανοιχτή πληγή της οικονομίας που αιμορραγεί. Σε ενδεικτική έρευνα που κάλυπτε τα έτη 2011-2019 στην Αμερική, ένα 10% αύξησης στον κατώτατο μισθό συσχετίστηκε με μια 0.4–0.5% μείωση στην οικονομική απελπισία που οδηγεί σε καταχρήσεις (αλκοόλ, ψυχοδραστικές ουσίες) ανάμεσα στην κοινωνική ομάδα των χαμηλόμισθων, ανειδίκευτων εργατών, χωρίς όμως αυτό απαραίτητα να οδηγεί στη συνολική βελτίωση της ψυχολογικής κατάστασης τους ή σε γενικευμένα, ασφαλή συμπεράσματα που αφορούν στη σχέση αύξησης κατώτερου μισθού και ψυχικής υγείας. Παρόμοιες έρευνες καταγράφουν τάσεις στον τρόπο με τον οποίο οι εργαζόμενοι αντιλαμβάνονται την αύξηση του κατώτερου μισθού, αλλά δεν υπάρχουν πορίσματα για μακροχρόνια λειτουργία της επίδρασης που έχει η είδηση της προς-τα-πάνω αλλαγής στη συνολική πορεία της ζωής ενός εργαζόμενου, πόσο μάλλον στην Ελλάδα της έλλειψης στατιστικών στοιχείων. Προς το παρόν, η χαρά διαρκεί λίγο και αφορά σε αυτούς που λαμβάνουν την αύξηση.
Τι γίνεται όμως με την ψυχική υγεία αυτών που καλούνται να καταβάλλουν τους μισθούς; Στη χώρα μας ουδέποτε ρωτήθηκε, συνεντευξιάστηκε ή κλήθηκε να καταθέσει την τραγική εμπειρία του ο Έλληνας ελεύθερος επαγγελματίας που αναλαμβάνει τον άχαρο ρόλο του εργοδότη που συνεχώς ρίχνει χρήμα σε ένα κρατικό κουβά χωρίς πάτο και που πιθανότητα υποφέρει εξίσου από εξαρτήσεις ενώ κινδυνεύει από το λεγόμενο «death of despair» τον επαγγελματικό ή/ και κυριολεκτικό αφανισμό του. Με την ελληνική μικρομεσαία επιχείρηση να συρρικνώνεται σε ανθρώπινο κεφάλαιο, πόρους και δυναμική, δεν έχουμε πλάνο για το πώς αυτή θα λειτουργήσει στην μετά-covid19 εποχή, δηλαδή για το αν θα μπορεί να σταθεί στα πόδια της, θα χρειαστεί ενισχύσεις ή θα τινάξει από πάνω της την κρατική μπουκάλα οξυγόνου για να αναπνεύσει ελεύθερα. Οι κοινωνικοί και επιστημονικοί φορείς (από τη λίστα των οποίων με λύπη μου διαπιστώνω ότι απουσιάζει το σώμα των ψυχολόγων) που ερωτήθηκαν στο παρελθόν, πάντως, δεν εξέφρασαν αισιοδοξία για οποιαδήποτε πρόταση που περιλαμβάνει τη λέξη «αύξηση», όταν μάλιστα αυτή οδηγεί σε αρνητικούς συνειρμούς που καταλήγουν αργά και βασανιστικά στον εργασιακό τάφο.
Από την αύξηση του ιικού φορτίου και την αύξηση των περιοριστικών μέτρων, στις αυξήσεις στην ενέργεια, στα αγαθά πρώτης ανάγκης και στην αύξηση του μισθού, όλα τώρα τελευταία μοιάζουν ανηφορικά. Είναι όμως το μήνυμα για τον καινούριο χρόνο ένα μήνυμα χαράς; Ίσως θα μπορούσε να γίνει, αν τερματιζόταν ο υποβιβασμός του επιχειρηματικού τοπίου σε σύνολο από μπακάλικα στα οποία, γράψε-σβήσε στο τεφτέρι, επιτρέπουμε να φυτοζωούν. Αν υπήρχε αναπτυξιακή πολιτική για την διασφάλιση της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων. Αν κατανοούσαμε το ελληνικό εργασιακό τοπίο με τρόπους που απαντούν σε ψυχολογικές ανάγκες και τη συνολική φροντίδα της υγείας, για εργοδότες και εργαζομένους: αν είναι να μιλήσουμε για ψυχολογία, ας το κάνουμε συμπεριληπτικά. Και τελικά, αν δεν εστιάζαμε στη χαρά του 2%, που φαντάζει σαν ληγμένη μπαταρία συσκευής, αλλά στη διάρκεια, στην αντοχή και στην επανοικοδόμηση της αγοράς, πολύ πριν εισηγηθούμε την κατανάλωση της..
* Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε αρχικά στο marketnews.gr, στις 30 Δεκεμβρίου 2021.
Ο χρόνος είναι χρήμα και άλλα γνωμικά που μας κάνουν δυστυχισμένους
Συνειδητοποιώ ότι υπάρχουν δυο μεγάλες ομάδες ανθρώπων που συνδέουν τον χρόνο τους με την απόκτηση ή την διατήρηση χρημάτων. Όσοι πιστεύουν ότι η ζωή είναι μικρή για να μη δίνουν περισσότερη βαρύτητα στο χρόνο που περνάει, αφιερώνοντας τεράστια διαστήματα στον εαυτό τους και στις προσωπικές τους ενασχολήσεις, εισάγοντας την έννοια της βραδύτητας σε αυτά που κάνουν, γυρνώντας την πλάτη στους φρενήρεις ρυθμούς της συσσώρευσης αγαθών. Και οι υπόλοιποι. Όλοι εμείς δηλαδή που ζούμε για να υπολογίζουμε πόσα ευρώ ή points χωράνε στη μέρα, έχοντας υπογράψει συμβάσεις ή κάνει συμφωνίες που μετρούν το νόημα της ζωής με τα δευτερόλεπτα της ώρας. Εμάς τους τελευταίους – κυριολεκτικά και μεταφορικά – μας λες και ντηλιβεράδες της καθημερινότητας, ανθρώπους που φέρνουμε στην πόρτα σου όλων των ειδών τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες, από σουβλάκια μέχρι τεχνολογικό σχεδιασμό και από μαθήματα γλωσσών μέχρι συνεδρίες ενσυνειδητότητας για όσους τρέφουν την ψευδαίσθηση ότι το Ελληνικό σύστημα σου επιτρέπει να κάθεσαι mindful πίνοντας τσάι στον κήπο.
Ένα πουλάκι έχει ψιθυρίσει στο αυτί όλων μας ότι το μέλλον ανήκει στους διανομείς (αν και, για να είμαστε ειλικρινείς, είναι πολύ δύσκολο να σου ανήκει οτιδήποτε όταν δεν έχεις στα χέρια σου την ελευθερία του πώς θα το διαχειριστείς) γι’ αυτό και πληθαίνουν οι πλατφόρμες παραγγελιών με τις οποίες π.χ. γλιτώνεις χρόνο από το να επισκεφτείς τον μανάβη της γειτονιάς, μόνο και μόνο για να πουληθεί αργότερα σε σένα από τους life coach ως προϊόν η πολύτιμη συμβουλή ότι, αν αρχίσεις να ξαναβάζεις στη ζωή σου τις επισκέψεις στους μανάβηδες, μπορεί τελικά και να αισθανθείς πιο ευτυχισμένος.
Η ουσία είναι ότι όλοι χρειάζεται να πληρώνουμε φόρους και λογαριασμούς, ποταπές υποχρεώσεις που μας απομακρύνουν από τον αληθινό μας εαυτό. Διότι, σαφέστατα, αν είχαμε λύσει το βιοποριστικό μας μπορεί σήμερα να αναφωνούσαμε «φάτε παντεσπάνι» στους ανθρώπους που μάχονται για μια συνολικότερη ποιότητα στις καθημερινές μας συνδιαλλαγές. Ευτυχώς, ακόμα υπάρχει – έστω και ως πολιτικοφιλοσοφικό εδάφιο – εκείνη η ποιότητα που δεν μετριέται από τους χρήστες εφαρμογών σε διαδικτυακά αστεράκια, αστεράκια που σε απαλλάσσουν από την κοινωνική ευθύνη της συνδιαμόρφωσης περιβάλλοντος εργασιακής κουλτούρας ενόσω αξιολογείς υψηλά το αν ένα ταξί έχει γουάι φάι ή αν ένας εργαζόμενος έχει λιγότερο ρομποτική συμπεριφορά. Ήταν ωστόσο απολύτως απαραίτητο να μπει στο λεξιλόγιό μας ο όρος free lancer, μία υπερκούλ ψευδαίσθηση για τα εγχώρια δεδομένα ότι, όχι μόνο έχεις επιλογές ως προς το πώς θα διαμορφώσεις την επαγγελματική σου καθημερινότητα με τρόπο που δεν υποστηρίζεται νομικά, αλλά μπορείς και να το απολαύσεις! Ναι, μη είσαι αχάριστος: είναι μαγκιά να είσαι free lancer εκεί που δεν έχουμε ακόμα συμφωνήσει για το αν είναι αυτοκτονικό να είσαι ελεύθερος επαγγελματίας ή αν θα πρέπει να το κλείσουμε το ρημάδι και να κοιτάξουμε να γραφτούμε στην κλαδική κανενός κόμματος της προκοπής.
Φυσικά το free lancing δεν έρχεται χωρίς τις ψυχοκοινωνικές του επιπτώσεις τις οποίες είναι το ίδιο επικίνδυνο να αγνοήσουμε με το να θεωρούμε λανθασμένα ότι η οικονομία έρχεται αποκομμένη από τον τρόπο που «νιώθουμε» και επενεργούμε στα πράγματα. Για παράδειγμα, η ρευστότητα της αγοράς εργασίας, οι διαρκείς αλλαγές και η αίσθηση ότι όχι απλά είσαι αναλώσιμος αλλά υπάρχουν ολόκληροι σχολιαστές στα κοινωνικά δίκτυα που επιμένουν ότι θα πρέπει να κάνουμε τους ανθρώπους να συνεχίσουν να αισθάνονται αναλώσιμα μηδενικά στον αντίποδα της εμμονής για διορισμούς, έχει αποδειχθεί ότι οδηγεί σε μια ιδιαίτερη φτώχεια μέσα στη συνολικότερη ένδεια που μας δέρνει: τη φτώχεια της αδυναμίας να αναπτυχθείς εσωτερικά και εξωτερικά. Μερικοί ίσως σοκαριστούν με την ιδέα ότι η ανάπτυξη ή η επιθυμία αυτής ξεκινάει από το μυαλό μας. Είναι που επί χρόνια φροντίζουμε να να καταπνίγουμε εγκαίρως οποιαδήποτε τέτοια κλίση μπορεί να εμφανίσει κάποιος. Ναι, η απουσία επιλογών είναι ολέθρια για την ψυχολογία, αν όμως πείσεις τους ανθρώπους ότι μπορούν να καταφέρουν πράγματα με τη δύναμη του νου (όπως λένε και στα τηλεπαιχνίδια «δεν ξέρω αν το θέλεις πολύ»), τότε βγάζεις από πάνω σου την ευθύνη των αληθινών μεταρρυθμίσεων και την μετατοπίζεις στους εργαζόμενους-ανέργους, δηλαδή στους free lancers.
Είσαι «μάστερ του πεπρωμένου σου» όπως έγραφαν οι Susan Ashford και Ruth Blatt από το πανεπιστήμιο του Michigan πριν ανακαλύψουν ότι η υποτιθέμενη εργασιακή «ελευθερία», όταν δεν υπάρχει διέξοδος διαφυγής, όταν δηλαδή το free lancing δεν αφορά σε κάποιο βραχυπρόθεσμο project που έχεις αναλάβει παράλληλα με τον κύριο κορμό της δουλειάς σου, είναι κάτι που σε βουλιάζει στην απόγνωση και στην εμμονή με τα φραγκοδίφραγκα. Είναι ολέθριο για την ταυτότητα σου ως εργαζόμενος και ως άνθρωπος που χρειάζεται να λειτουργήσει μέσα σε ομάδες εμπιστοσύνης και αλληλοϋποστήριξης. Κατατρώει τις διαπροσωπικές σου σχέσεις αν υποθέσουμε ότι έχεις το κουράγιο να κουράρεις διαπροσωπικές σχέσεις καθώς, όπως είπαμε και στην εισαγωγή αυτού του άρθρου, χρειάζεται ελεύθερος χρόνος γι’ αυτό. Τέλος, η τοξικότητα του να κυνηγάς πάντα τα αστεράκια της πλατφόρμας είναι κάτι που ελπίζω και εύχομαι να αναγνωριστεί σε μερικά χρόνια, με τον τρόπο που δύο δεκαετίες πριν ο κόσμος είχε τρελαθεί με τη «θετική ενέργεια», μόνο και μόνο για να έρθει σήμερα στα λόγια μας και στα σύγκαλα του και να ονομάσει την πάση-θυσία-ευτυχία, toxic positivity. Κάλλιο αργά παρά ποτέ.
Είμαστε μια χώρα χωρίς πρόσωπο που περαιτέρω μαϊμουδίζει τάσεις που αποπροσωποιούν την κοινωνική μας αντίληψη και εμπειρία. Σπανίως μαθαίνουμε τις ιστορίες πίσω από τους εργαζόμενους σε διάφορα πόστα αλλά θεωρούμε ότι όλες οι εργασιακές προτάσεις και συνθήκες μπορούν να ειδωθούν από την πλευρά των επιλογών που έχει κάποιος και όχι ως αποτέλεσμα μη-ύπαρξης ικανών επιλογών, ως αποτέλεσμα χρόνιων αδιεξόδων. Δεν μπορείς να εξαίρεις το free lancing αν δεν είσαι διατεθειμένος να παραδεχθείς πράγματα για την αυτοαπασχόληση. Δεν μπορείς να προτείνεις, όταν η ιδέα σου για το free lancing προέρχεται από τις έρευνες των part time εργαζομένων σε χώρες διαφορετικές από τη δική σου. Μια νέα ομάδα εργαζομένων γεννιέται με την λεγόμενη gig economy αλλά το μόνο που έχεις να προτείνεις είναι να κολυμπήσουμε. Λυπάμαι αλλά δεν θα ακούσω την υπεραπλουστευτική σου εκδοχή.
Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Η αξία των δηλώσεων Δένδια και τι πρέπει να ακολουθήσει
Τα όσα είπε ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας στο πλαίσιο των κοινών δηλώσεών του με τον Τούρκο ομόλογό του κ. Τσαβούσογλου το βράδυ της 15ης Απριλίου, έγιναν δεκτά με μεγάλη ικανοποίηση από έναν τεράστιο αριθμό Ελλήνων, πολλών διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων, όπως είναι φανερό αυτό από τα σχόλια σε κοινωνικά δίκτυα και sites. Προσθέστε κι εμένα σε αυτούς. Θα είναι λάθος όμως να τους δώσουμε μεγαλύτερη σημασία από όση αξίζουν και να εφησυχαστούμε, ενώ έχουμε πολλά κι ουσιαστικά να κάνουμε ακόμα.
Καταρχήν, ας ξεκαθαρίσουμε ότι στα θέματα εξωτερικών και άμυνας είμαστε όλοι μαζί. Δεν έχει σημασία ότι βρίσκομαι σε διαφορετικό κόμμα από τον κ. Δένδια, τον κ. Παναγιωτόπουλο και τους υπόλοιπους αξιωματούχους. Είμαι πάνω από όλα Έλληνας πολίτης και η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων τους είναι ωφέλιμη για όλη τη χώρα, για όλες κι όλους μας. Άλλωστε, όπως έχει δείξει το παρελθόν, πρόσφατο και μη, οι δύο αυτοί τομείς είναι αυτοί στους οποίους πολλές φορές οι πολιτικές διαφορετικών κομμάτων και κυβερνήσεων έχουν φτάσει να είναι σχεδόν ίδιες, τόσο με την καλή όσο και με την κακή έννοια.
Τα λόγια του κ. Δένδια δεν ήταν κάτι καινούριο που δεν έχουμε ξανακούσει. Είναι οι πάγιες θέσεις της Ελλάδας, βασισμένες στο Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες, απέναντι στις απαιτήσεις της Τουρκίας. Όμως, όπως και πολλές φορές στη ζωή, την ίδια ή και περισσότερη σημασία με τα λεγόμενά σου έχει ο τρόπος κι ο χρόνος που τα λες. Ο ευθύς, δεικτικός, με μια μικρή δόση χιούμορ για να μη βαρύνει υπέρμετρα το κλίμα, λόγος του κ. Δένδια, δίπλα στον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών στην Άγκυρα, προκάλεσε όλο τον ντόρο.
Ας μην μπερδεύουμε βέβαια τη διπλωματία με τις ποδοσφαιρικές εκτός έδρας νίκες. Είναι λογικό κι αναμενόμενο ένας απλός άνθρωπος, που δεν παρακολουθεί τακτικά τη σχετική ειδησεογραφία, να χαίρεται με τις δηλώσεις αυτές αλλά η πραγματική αξία τους δεν είναι ίδια με τον μεγάλο, ομολογουμένως, επικοινωνιακό αντίκτυπό τους.
Δεν είναι βέβαια καθόλου μικρή αυτή αξία, αν ιδωθεί ως άλλος ένας κρίκος σε μια αλυσίδα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη νέα, υπό τον Πρόεδρο Μπάιντεν, πολύ πιο αυστηρή στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία, την πρόσφατη δήλωση του Ιταλού Πρωθυπουργού κ. Ντράγκι περί “δικτάτορα Ερντογάν”, την αμφιθυμία που έδειξε ο προσωρινός Λίβυος Πρωθυπουργός για την εγκυρότητα του περιβόητου Τουρκολιβυκού Μνημονίου κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Άγκυρα και τις νέες στρατιωτικές και διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας με χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ξεκινώντας από τον υβριδικό πόλεμο πέρυσι την άνοιξη στον Έβρο (έκανα μάλιστα και κάποιες σκοπιές για την αποτροπή των μεταναστευτικών ροών, υπηρετώντας τη στρατιωτική θητεία μου στην Αλεξανδρούπολη), την καλοκαιρινή ένταση στο Αιγαίο και φτάνοντας στις προσβολές στο πρόσωπο του Γάλλου Προέδρου Μακρόν και το πιο πρόσφατο #sofagate με τη δημόσια υποτίμηση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Φον Ντερ Λάιεν, συνδυασμένα όλα τα παραπάνω με την αυξημένη τουρκική στρατιωτική παρουσία και δραστηριότητα ανά την υφήλιο, φαίνεται ότι η Τουρκία δεν ικανοποιείται με το τωρινό status quo. Επιδιώκει, βασιζόμενη στον ραγδαία αυξανόμενο πληθυσμό της και το μέγεθος της οικονομίας της (η οποία, παρά τις πρόσφατες -σοβαρές- δυσκολίες της και τον τρόπο που αυτές παρουσιάζονται στα ΜΜΕ, η Τουρκία απέχει πολύ από την κατάρρευση), να απαλλαγεί από συνθήκες και καταστάσεις που θεωρεί ότι εμποδίζουν την άνοδό της στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.
Το σημαντικότερο εδώ είναι ότι αυτή είναι μια γενική κατεύθυνση του τουρκικού πολιτικού συστήματος, όπως έχουν δείξει δηλώσεις στελεχών διαφόρων κομμάτων της τουρκικής αντιπολίτευσης. Δεν πρόκειται δηλαδή να σταματήσει με τυχόν αποχώρηση από τον προεδρικό θώκο του κ. Ερντογάν. Αυτό αποτελεί μία επικίνδυνη αυταπάτη. Συνεπώς, τα παραπάνω ,σε συνδυασμό με τον αυταρχισμό του κ. Ερντογάν, καθιστούν την Τουρκία απρόβλεπτη και, κυρίως, επικίνδυνη. Ποια λοιπόν πρέπει να είναι δική μας απάντηση σε αυτούς τους μακροχρόνιους τουρκικούς σχεδιασμούς;
Αυτή, σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, με μεγάλα όμως περιθώρια βελτίωσης, υλοποιείται σήμερα. Αφορά, στο ένα της σκέλος, την ενίσχυση των διπλωματικών και στρατιωτικών σχέσεών μας με χώρες ισχυρές (π.χ. Γαλλία, ΗΠΑ), της ευρύτερης γεωγραφικής μας γειτονιάς (π.χ. Ισραήλ, Αίγυπτος) και με κοινά συμφέροντα (π.χ. Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα). Το ελπιδοφόρο, μάλιστα, είναι ότι η σχέση με το Ισραήλ έχει αναπτυχθεί και διατηρηθεί από διαφορετικές κυβερνήσεις εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Το ίδιο ελπίζω να συμβεί και με τις σχέσεις που αναπτύσσονται τώρα με άλλες χώρες.
Το δεύτερο σκέλος αφορά την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεών μας κι εδώ θα ήθελα να σταθώ. Κι αυτή υλοποιείται σε έναν σημαντικό βαθμό. Πρέπει να γνωρίζουμε και να συνειδητοποιούμε ότι τα Ραφάλ, οι καινούριες φρεγάτες, η επακόλουθη αύξηση των εισακτέων στις Στρατιωτικές Σχολές για να έχουμε προσωπικό που θα τα/τις χειρίζεται, οι συμμετοχές σε κοινές ασκήσεις ή αποστολές, το νέο εθνικό τυφέκιο, η αντικατάσταση των απαρχαιωμένων “καναδέζων” και Στάγιερ με οχήματα που θα πληρούν τα πρότυπα ασφαλείας του ΝΑΤΟ έχουν βαρύ οικονομικό κόστος τόσο σήμερα όσο και στο μέλλον, σε μια χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλή ανεργία και μια οικονομία με χρόνια προβλήματα. Σημαίνει λιγότερα χρήματα σε κοινωνικές δαπάνες, σε υποδομές, σε μειώσεις ή καταργήσεις φόρων. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία μεσοπρόθεσμη προοπτική δραστικής μείωσης ή κατάργησης της στρατιωτικής θητείας, αν και σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται ριζική αναδιαμόρφωσή της για να αποκτά κάποιος πραγματικές στρατιωτικές ικανότητες.
Για να είμαι σαφής, η τωρινή κατάσταση της Τουρκίας δεν μας αφήνει περιθώρια, κατά την άποψή μου. Χωρίς να το λέω ελαφρά τη καρδία, οι αμυντικές δαπάνες πρέπει για τα προσεχή χρόνια να είναι αυξημένες, πάντα σε συνδυασμό με δραστήρια διπλωματία, η οποία πρέπει να έχει συνέχεια, ανεξαρτήτως της εκάστοτε κυβέρνησης. Ειδάλλως, δηλώσεις όπως αυτές του κ. Δένδια, είτε γίνονται είτε δε γίνονται δε θα έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Υ.Γ.: Όπως δείχνει η πρόσφατη απόφαση του Α/ΓΕΕΘΑ να αποκτήσει ξανά ο Στρατός Ίλη Ιππικού, περισσεύουν χρήματα στον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας. Καλό θα ήταν τα χρήματα αυτά να πάνε στους στρατιωτικούς που εκτελούν υπηρεσίες μεταναστευτικών ροών στον Έβρο και δεν έχουν αποζημιωθεί για αυτές εδώ και σχεδόν 9 μήνες, αντί σε άλογα, πράσινα ή άλλου χρώματος…
*Ο Μάνος Πιτροπάκης είναι μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.