Απελευθερώνοντας την Παιδεία
*Του Πέτρου Ιωάννη Παρασκευόπουλου
Ενόψει των συνθηκών που επικρατούν σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας παιδείας λόγω του ιού, με την μαζική χρήση τηλεκπαίδευσης, την παράλληλη αποτυχία των κουπονιών της τηλεκατάρτισης των επιστημόνων καθώς και μία σειρά από νομοσχέδια που αναμένονται για τις δομές εκπαίδευσης, είναι θεμιτό να αξιολογήσει κανείς το πού βρίσκονται οι διάφορες μεταρρυθμίσεις σε ότι αφορά στην ποιότητα της διδασκαλίας στην Ελλάδα σήμερα.
Σε πρώτο στάδιο, η εύκολη λύση θα ήταν να αναγνωρίσει κανείς θετικό πρόσημο σε διατάξεις όπως είναι η εξίσωση πτυχίων των αναγνωρισμένων ιδιωτικών κολλεγίων, που θα δώσει τη δυνατότητα σε χιλιάδες συμπολίτες να αποκτήσουν πρόσβαση σε θέσεις εργασίας που προηγουμένως ήταν απροσπέλαστες, σε αντίθεση με το να τους εξωθούμε στο εξωτερικό. Παρομοίως ενθαρρυντική – ανάμεσα σε άλλες – είναι η εικόνα που αφορά στην αύξηση των πρότυπων πειραματικών σχολείων, στην εισαγωγή πολλαπλού σχολικού βιβλίου και στην είσοδο του μαθήματος της σεξουαλικής αγωγής και της επιχειρηματικότητας. Το πρόβλημα παρόλα αυτά, με όσες αλλαγές έχουν γίνει ή αναμένεται να πραγματοποιηθούν, είναι διττό: χρειάζεται να θίξουμε αφενός την χρόνια εξάρτηση που έχει η δημόσια εκπαίδευση από τη συνήθως αργή πολιτική βούληση του εκάστοτε υπουργείου, αφετέρου την έλλειψη επιλογών των οικογενειών που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία/ξένα πανεπιστήμια. Μέρος του προβλήματος είναι επίσης το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση της ΕΕ σε ότι αφορά στο ποσοστό της δαπάνης στην παιδεία ως ποσοστό της συνολικής δημόσιας δαπάνης.
Μια ευρύτερη ανακατανομή δαπανών από τις δημόσιες υπηρεσίες και το ασφαλιστικό στην έρευνα και την παιδεία αποτελεί το δημοσιονομικό κομμάτι της λύσης. Η δυσκολότερη αλλά ουσιαστικότερη πρόταση όμως έχει να κάνει με την αποχώρηση του κεντρικού κράτους ως σχεδιαστή και την μετατροπή του από πάροχο εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε καταναλωτή τους.
Καταναλωτή λοιπόν όπως με το αποσυρμένο πρόγραμμα τηλεκατάρτισης των επιστημόνων μέσω voucher; Όχι διότι εκεί μιλάμε για μια διαδικασία-ανέκδοτο στην οποία η ομάδα αξιολόγησης συστημάτων τηλεκατάρτισης του Υπουργείου Εργασίας ενέκρινε μονάχα 7 συνεργαζόμενες επιχειρήσεις από περίπου 400 παρόχους κατάρτισης δια βίου μάθησης διότι οι υπόλοιποι υποτίθεται δεν πληρούσαν τις τεχνολογικές προδιαγραφές. Ανεξάρτητα του κατά πόσον υπήρχαν σχέσεις ημετέρων μεταξύ στελεχών του υπουργείου εργασίας και των 7 επιχειρήσεων ή όχι, βασική προϋπόθεση προκειμένου να λειτουργήσει η αγορά της εκπαίδευσης είναι η ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σε μεγάλο αριθμό εν δυνάμει δασκάλων.
Μία αντίστοιχη μεταρρύθμιση σε όλες τις βαθμίδες παιδείας όπου το κράτος θα έδινε τη δυνατότητα στους εκπαιδευόμενους να επιλέξουν ελεύθερα όποιο σχολείο θέλουν, δημόσιο ή ιδιωτικό, βάση των μαθησιακών αναγκών τους (πχ. έφεση στην πληροφορική) θα είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση το υπουργείο παιδείας να δίνει πρόσβαση σε πληροφορίες για την ποιότητα παρεχόμενης εκπαίδευσης, χωρίς να δημιουργεί εμπόδια εισόδου στην αγορά. Επιπρόσθετα, η παροχή χρηματοδότησης απευθείας στους γονείς παιδιών θα μετέφερε και την ευθύνη της οικονομικής διαχείρισης – όπως με τις προσλήψεις καθηγητών – απευθείας στους δήμους (αποκέντρωση όπως πχ συμβαίνει στη Φινλανδία), κάτι το οποίο γίνεται τώρα μονάχα σε ότι αφορά στις επισκευές κτηριακών μονάδων. Οι δήμοι θα έθεταν, συνεπώς, το κόστος της φοίτησης και παράλληλα θα συνεργαζόντουσαν με το εκπαιδευτικό προσωπικό των δημόσιων σχολείων της κοινότητας για το πρόγραμμα σπουδών.
Γιατί θα ήταν ένας κόσμος στον οποίο το κράτος αφήνει ελεύθερα διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα να συνυπάρχουν καλύτερος? Πρώτον διότι θα έδινε τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέγουν ελεύθερα σχολικά βιβλία καθώς και μεθόδους διδασκαλίας, εκτοξεύοντας το κίνητρο να διδάξουν αντί να προτείνουν μονάχα βοηθήματα. Δεύτερον σημαντικά περισσότεροι γονείς θα μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, βελτιώνοντας το βαθμό της κοινωνικής εξέλιξης. Τρίτον, θα υπήρχε ορθολογική κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού καθώς και των πόρων της κάθε μονάδας η οποία εξαρτάται αυτή τη στιγμή από τη βούληση του υπουργείου. Τέταρτον, η επιχορήγηση θα ερχόταν ως ανταμοιβή στις σχολικές μονάδες που θα προσέλκυαν μαθητές βάση των αποτελεσμάτων τους, μεταφέροντας την ευθύνη της διδασκαλίας από τα φροντιστήρια και ιδιαίτερα στα ίδια τα σχολεία. Τέλος, παρόλο που κάτι τέτοιο θα έπαιρνε χρόνο, θα είχαμε σημαντικά καλύτερη απορρόφηση παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες/ιδιαιτερότητες, καθώς αυτή τη στιγμή τα μοναδικά σχολεία που έχουν το κίνητρο να προσφέρουν εξιδεικευμένες υπηρεσίες είναι ένας μικρός αριθμός ιδιωτικών.
Συνοψίζοντας, η αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος από ένα το οποίο έχει τις ίδιες προδιαγραφές για όλους και λειτουργεί top-down ως πολιτικό λάφυρο σε ένα στο οποίο το κράτος χρηματοδοτεί απευθείας τους εκπαιδευόμενους απαιτεί και μια αλλαγή πολιτισμού σε ότι αφορά στις πρωτοβουλίες που είναι διατεθειμένα να πάρουν τα δημόσια σχολεία. Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα έπαιρνε χρόνο αλλά ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη λογοδοσία προς όφελος των μαθητών.
* Ο Πέτρος-Ιωάννης Παρασκευόπουλος είναι Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Marketnews.gr στις 15 Μαρτίου 2020
Η ανάγκη ενός βασικού εισοδήματος για όλους χωρίς προϋποθέσεις*
Την περασμένη εβδομάδα στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Κογκρέσο ενέκρινε δύο δόσεις 1200 δολαρίων για όσους έχουν εισοδήματα μέχρι 75 χιλιάδες δολάρια το χρόνο. Αντίστοιχες συζητήσεις έχουν γίνει στο Ηνωμένο Βασίλειο ενώ στη χώρα μας, μέσα στον Απρίλιο, οι εργαζόμενοι επιχειρήσεων των οποίων η λειτουργία ανεστάλη θα λάβουν 800 ευρώ, 600 ευρώ οι επιστήμονες και πιθανότατα άλλα 600 ευρώ σε δόσεις οι αυτοαπασχολούμενοι.
Μόλις προσπεράσει κανείς τα ποσά όμως, διαπιστώνει μια σειρά από προβλήματα τόσο για τις επιχειρήσεις, τους εργαζόμενους όσο και για τους ελεύθερους επαγγελματίες.
Παρόλο που το Ελληνικό κράτος έχει προβεί σε μια σειρά γενναίων ενεργειών ψηφιοποίησης των διαδικασιών του – όπως για παράδειγμα την άυλη συνταγογράφηση – δεν παύει αυτή η βοήθεια να δένει τα χέρια στις ελληνικές επιχειρήσεις οι οποίες απαγορεύεται να προβούν σε απολύσεις αν και οι εργαζόμενοί τους είναι πρακτικά άνεργοι. Συνεπώς μηδενική ελευθερία υπάρχει προκειμένου αυτές να προσαρμοστούν στις νέες συνθήκες; αντιθέτως ακόμα περισσότεροι κανονισμοί μπαίνουν στον ήδη πολύπλοκο και συχνά φεουδαρχικό εργασιακό κώδικα της χώρας μας. Όσες επιχειρήσεις δε διαθέτουν οικονομικούς συμβούλους, γνωρίζουν ότι έρχεται λουκέτο καθώς λίγες θα είναι ικανές να επιβιώσουν αποκλειστικά μέσω του διαδικτυακού εμπορίου.
Αντίστοιχα, εργαζόμενοι μερικής απασχόλησης όπως στην περίπτωσή μου (εργάζομαι σε ιδιωτικό σχολείο) φοβούνται να προβούν σε παράλληλη εργασία από το σπίτι (όπως ιδιαίτερα online) μη τυχόν και χάσουν το ποσό των 800 ευρώ. Ταυτόχρονα, οι αυτοαπασχολούμενοι προβλέπουν πόσο θα συρρικνωθεί η εκάστοτε αγορά εν μέσω της πανδημίας και αναρωτιούνται για το αν θα διακόψουν το επάγγελμά τους ή όχι, προκειμένου να γλιτώσουν μελλοντικές εισφορές.
Όπως με κάθε επίδομα που δίνει το κράτος κατά καιρούς, εκείνοι που χρειάζονται τη βοήθεια περισσότερο βρίσκουν μπροστά τους εμπόδια ενημέρωσης (ιδίως οι ηλικιωμένοι που έχουν μονάχα τη τηλεόραση), φόβου απώλειας του επιδόματος και αβεβαιότητας για μελλοντική επαγγελματική αποκατάσταση καθώς και γραφειοκρατίας, έστω και ψηφιακής.
Ένα βασικό εισόδημα για όλους χωρίς προϋποθέσεις το οποίο θα καταβάλλεται κάθε μήνα δεν θα επέλυε τις χρόνιες στρεβλώσεις της ελληνικής οικονομίας, ούτε φυσικά θα ήταν δημοσιονομικά εφικτό να είναι στο ύψος των 800 ευρώ. Από την άλλη, θα πρόσφερε πέντε πράγματα: πρώτον μεγαλύτερη μακροπρόθεσμη ασφάλεια στους πολίτες, ιδίως σε εκείνους με επισφαλή εργασία ή σε όσους προσπαθούν ηρωικά να προσφέρουν εθελοντική εργασία αυτό τον καιρό. Δεύτερον, κανένα κενό βοήθειας σε μη-ευνοημένες κοινωνικές ομάδες καθότι όλοι θα το λαμβάνουν. Τρίτον, τη δυνατότητα να κυνηγήσουν πρόσθετη εργασία έστω και ολιγόωρη χωρίς να φοβούνται ότι θα χάσουν τη βοήθεια. Τέταρτον την καλύτερη κατανομή δημοσίων πόρων καθότι παύει να υπάρχει η ανάγκη φυσικών δημόσιων υπηρεσιών που να επεξεργάζονται αιτήσεις, συνεπώς περισσότερα χρήματα για όσους τα χρειάζονται. Τέλος, θα επέτρεπε στο κράτος να απλοποιήσει την εργασιακή νομοθεσία τόσο στο κομμάτι των απολύσεων όσο και σε ζητήματα όπως το ελάχιστο χρονικό περιθώριο που οφείλει ένας εργαζόμενος να ενημερώσει τον εργοδότη όταν σκοπεύει να αποχωρήσει οικειοθελώς.
Συνολικά, ένα βασικό εισόδημα για όλους στη θέση της συντριπτικής πλειοψηφίας των υπαρχόντων επιδομάτων θα απέτρεπε ακραίες περιπτώσεις φτώχειας και θα ενδυνάμωνε την παραγωγική δραστηριότητα, τόσο εν μέσω της κρίσης όσο και αφού τελειώσει αυτή.
* Ο Πέτρος Παρασκευόπουλος είναι Μέλος της Συντονιστικής επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας. Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο liberal.gr, στις 7 Απριλίου 2020.