• Βαθμοί πανελληνίων: είναι τόσο σημαντικοί;*

    Για άλλη μια χρονιά ανακοινώθηκαν οι βάσεις των Πανελληνίων και, για μια ακόμα χρονιά, παιδιά που πέρασαν σε σχολές με πολύ χαμηλό βαθμό δέχονται επίθεση επειδή «δεν θα είναι καλοί φοιτητές» και «δεν θα γίνουν καλοί επαγγελματίες» όταν τελειώσουν.

    Είναι όμως έτσι; Συνδέεται ο βαθμός των πανελληνίων με το πόσο καλός φοιτητής είναι κάποιος; Έχει πραγματικά άρρηκτη σχέση ο βαθμός των πανελληνίων ή του πτυχίου  με το πόσο καλός επαγγελματίας θα γίνει κανείς μετά την αποφοίτηση;

    Για να υποθέσουμε ότι υπάρχει σχέση, θα πρέπει αυτό που εξετάζουν οι πανελλήνιες, αυτό που εξετάζουν οι καθηγητές στα πανεπιστήμια και αυτό που ζητά η αγορά εργασίας είναι το ίδιο. Είναι;

    Ξεκινώντας από τις πανελλήνιες, σκοπός τους είναι  να μετρήσουν τον βαθμό κατάκτησης συγκεκριμένων γνώσεων και να κατατάξουν τους εξεταζόμενους σε σχέση με τους υπόλοιπους της ίδιας ηλικίας . Ταυτόχρονα, εξετάζουν το κατά πόσο μία μαθήτρια ή ένας μαθητής μπορεί ή είναι διατεθειμένη να αφήσει στην άκρη τις άλλες της ανάγκες και να ξοδέψει ατελείωτες ώρες προετοιμασίας στο να π.χ. αποστηθίσει και το κόμμα του βιβλίου της ιστορίας, έτσι ώστε να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στο πρωτότυπο κείμενο.

    Περνώντας στο πανεπιστήμιο τα δεδομένα αλλάζουν. Σκοπός δεν είναι πια να κατακτήσει ο φοιτητής κάποιες γνώσεις, σκοπός είναι να κατανοήσει το πώς αυτή η γνώση δημιουργείται, υπό ποιες προϋποθέσεις αυτή η γνώση ισχύει, με ποιον τρόπο αλλάζει και, κάποιες φορές, και πώς εφαρμόζεται.

    Προχωρώντας δε σε υψηλότερα επίπεδα επιστημονικής γνώσης,  ο φοιτητής μπορεί να φτάσει στο σημείο να γνωρίζει τι γνωρίζει, τι δεν γνωρίζει, υπό ποιες προϋποθέσεις αυτό που γνωρίζει ισχύει, και μπορεί κάλλιστα να δοκιμάσει να μάθει κάτι που δεν ξέρει κανείς άλλος.

    Έτσι, ένας φοιτητής που δεν ήταν διατεθειμένος να ξεχάσει εξολοκλήρου τους φίλους του και τα χόμπι του κατά την προετοιμασία για τις πανελλήνιες, μπορεί να «ερωτευτεί»  ένα από τα δεκάδες αντικείμενα με τα οποία θα έρθει σε επαφή κατά την διάρκεια των σπουδών του, και τα οποία συχνά έχουν μικρή ή και καμία σχέση με τα μαθήματα που εξετάζονται στις πανελλήνιες,  και να γίνει ένας εξαίρετος ειδικός.

    Βγαίνοντας από το εκπαιδευτικό σύστημα οι απαιτήσεις αλλάζουν για μία ακόμα φορά. Αυτό που έχει σημασία τώρα δεν είναι ο βαθμός και τα συσσωρευμένα πτυχία και γνώσεις, αλλά η αξία που δημιουργείς ως επαγγελματίας για τους άλλους ανθρώπους και την κοινότητα. Είσαι καθηγητής που μπορείς να δημιουργήσεις σχέσεις με τους μαθητές σου και να τους εμπνεύσεις να μελετήσουν; Τι σημασία έχει αν τελείωσες το πανεπιστήμιο με πέντε; Είσαι χειρουργός και σε χαρακτηρίζει η ανθεκτικότητα, η αυτοπεποίθηση, η ικανότητα να παίρνεις δύσκολες αποφάσεις γρήγορα και ένα σταθερό χέρι; Λίγοι θα κοιτάξουν αν τελείωσες το τάδε ή το δείνα πανεπιστήμιο στην τάδε ή στη δείνα χώρα. Αιτείσαι δουλειά σε ένα ξενοδοχείο; Πιστεύεις πώς η ξενοδόχος ή ο πελάτης σου θα κοιτάξει το πτυχίο σου ή το χαμόγελό σου;

    Τελικά, ο βαθμός των πανελληνίων μπορεί να μην έχει τόση σημασία όση νομίζουμε. Αντιθέτως ίσως να μας αποπροσανατολίζει και να μην παρατηρούμε πράγματα που ίσως έπρεπε να παρατηρήσουμε: ότι πολλά παιδιά, αντί να τους δοθεί η ευκαιρία να δοκιμάσουν να σπουδάσουν αυτό που πιστεύουν ότι τους ταιριάζει, σπουδάζουν ότι τους τύχει ∙ ότι τα  μέρη όπου σπουδάζουν δεν έχουν κατάλληλα εργαστήρια και τακτικούς καθηγητές ∙ ότι πολλές δεξιότητες όπως η δημιουργικότητα και η ενσυναίσθηση μένουν εκτός πανελληνίων εξετάσεων και εξετάσεων γενικότερα.

    Ας σταματήσουμε, λοιπόν, να κακολογούμε τα παιδιά και ας κοιτάξουμε να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε θεσμούς που θα τα βοηθήσουν να γνωρίσουν, να εκτιμήσουν, να δοκιμάσουν και να αναπτύξουν τα ταλέντα τους, ώστε να δημιουργήσουν τελικά αξία για τους εαυτούς τους, τους γύρω τους και την κοινωνία εν γένει.

    *ο κος Γιάννης Παπαδόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Απελευθερώνοντας την Παιδεία


    *Του Πέτρου Ιωάννη Παρασκευόπουλου

    Ενόψει των συνθηκών που επικρατούν σε όλες τις βαθμίδες της δημόσιας παιδείας λόγω του ιού, με την μαζική χρήση τηλεκπαίδευσης, την παράλληλη αποτυχία των κουπονιών της τηλεκατάρτισης των επιστημόνων καθώς και μία σειρά από νομοσχέδια που αναμένονται για τις δομές εκπαίδευσης, είναι θεμιτό να αξιολογήσει κανείς το πού βρίσκονται οι διάφορες μεταρρυθμίσεις σε ότι αφορά στην ποιότητα της διδασκαλίας στην Ελλάδα σήμερα.

    Σε πρώτο στάδιο, η εύκολη λύση θα ήταν να αναγνωρίσει κανείς θετικό πρόσημο σε διατάξεις όπως είναι η εξίσωση πτυχίων των αναγνωρισμένων ιδιωτικών κολλεγίων, που θα δώσει τη δυνατότητα σε χιλιάδες συμπολίτες να αποκτήσουν πρόσβαση σε θέσεις εργασίας που προηγουμένως ήταν απροσπέλαστες, σε αντίθεση με το να τους εξωθούμε στο εξωτερικό. Παρομοίως ενθαρρυντική – ανάμεσα σε άλλες – είναι η εικόνα που αφορά στην αύξηση των πρότυπων πειραματικών σχολείων, στην εισαγωγή πολλαπλού σχολικού βιβλίου και στην είσοδο του μαθήματος της σεξουαλικής αγωγής και της επιχειρηματικότητας.  Το πρόβλημα παρόλα αυτά, με όσες αλλαγές έχουν γίνει ή αναμένεται να πραγματοποιηθούν, είναι διττό: χρειάζεται να θίξουμε αφενός την χρόνια εξάρτηση που έχει η δημόσια εκπαίδευση από τη συνήθως αργή πολιτική βούληση του εκάστοτε υπουργείου, αφετέρου την έλλειψη επιλογών των οικογενειών που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία/ξένα πανεπιστήμια.  Μέρος του προβλήματος είναι επίσης το γεγονός ότι η χώρα μας βρίσκεται στην προτελευταία θέση της ΕΕ σε ότι αφορά στο ποσοστό της δαπάνης στην παιδεία ως ποσοστό της συνολικής δημόσιας δαπάνης.

    Μια ευρύτερη ανακατανομή δαπανών από τις δημόσιες υπηρεσίες και το ασφαλιστικό στην έρευνα και την παιδεία αποτελεί το δημοσιονομικό κομμάτι της λύσης.  Η δυσκολότερη αλλά ουσιαστικότερη πρόταση όμως έχει να κάνει με την αποχώρηση του κεντρικού κράτους ως σχεδιαστή και την μετατροπή του από πάροχο εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε καταναλωτή τους.

    Καταναλωτή λοιπόν όπως με το αποσυρμένο πρόγραμμα τηλεκατάρτισης των επιστημόνων μέσω voucher; Όχι διότι εκεί μιλάμε για μια διαδικασία-ανέκδοτο στην οποία η ομάδα αξιολόγησης συστημάτων τηλεκατάρτισης του Υπουργείου Εργασίας ενέκρινε μονάχα 7 συνεργαζόμενες επιχειρήσεις από περίπου 400 παρόχους κατάρτισης δια βίου μάθησης διότι οι υπόλοιποι υποτίθεται δεν πληρούσαν τις τεχνολογικές προδιαγραφές.  Ανεξάρτητα του κατά πόσον υπήρχαν σχέσεις ημετέρων μεταξύ στελεχών του υπουργείου εργασίας και των 7 επιχειρήσεων ή όχι, βασική προϋπόθεση προκειμένου να λειτουργήσει η αγορά της εκπαίδευσης είναι η ελεύθερη πρόσβαση των πολιτών σε μεγάλο αριθμό εν δυνάμει δασκάλων.

    Μία αντίστοιχη μεταρρύθμιση σε όλες τις βαθμίδες παιδείας όπου το κράτος θα έδινε τη δυνατότητα στους εκπαιδευόμενους να επιλέξουν ελεύθερα όποιο σχολείο θέλουν, δημόσιο ή ιδιωτικό, βάση των μαθησιακών αναγκών τους (πχ. έφεση στην πληροφορική) θα είχε ως απαραίτητη προϋπόθεση το υπουργείο παιδείας να δίνει πρόσβαση σε πληροφορίες για την ποιότητα παρεχόμενης εκπαίδευσης, χωρίς να δημιουργεί εμπόδια εισόδου στην αγορά. Επιπρόσθετα, η παροχή χρηματοδότησης απευθείας στους γονείς παιδιών θα μετέφερε και την ευθύνη της οικονομικής διαχείρισης – όπως με τις προσλήψεις καθηγητών – απευθείας στους δήμους (αποκέντρωση όπως πχ συμβαίνει στη Φινλανδία), κάτι το οποίο γίνεται τώρα μονάχα σε ότι αφορά στις επισκευές κτηριακών μονάδων. Οι δήμοι θα έθεταν, συνεπώς, το κόστος της φοίτησης και παράλληλα θα συνεργαζόντουσαν με το εκπαιδευτικό προσωπικό των δημόσιων σχολείων της κοινότητας για το πρόγραμμα σπουδών.

    Γιατί θα ήταν ένας κόσμος στον οποίο το κράτος αφήνει ελεύθερα διαφορετικά εκπαιδευτικά συστήματα να συνυπάρχουν καλύτερος? Πρώτον διότι θα έδινε τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέγουν ελεύθερα σχολικά βιβλία καθώς και μεθόδους διδασκαλίας, εκτοξεύοντας το κίνητρο να διδάξουν αντί να προτείνουν μονάχα βοηθήματα. Δεύτερον σημαντικά περισσότεροι γονείς θα μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, βελτιώνοντας το βαθμό της κοινωνικής εξέλιξης. Τρίτον, θα υπήρχε ορθολογική κατανομή του εκπαιδευτικού προσωπικού καθώς και των πόρων της κάθε μονάδας η οποία εξαρτάται αυτή τη στιγμή από τη βούληση του υπουργείου. Τέταρτον, η επιχορήγηση θα ερχόταν ως ανταμοιβή στις σχολικές μονάδες που θα προσέλκυαν μαθητές βάση των αποτελεσμάτων τους, μεταφέροντας την ευθύνη της διδασκαλίας από τα φροντιστήρια και ιδιαίτερα στα ίδια τα σχολεία.  Τέλος, παρόλο που κάτι τέτοιο θα έπαιρνε χρόνο, θα είχαμε σημαντικά καλύτερη απορρόφηση παιδιών με μαθησιακές δυσκολίες/ιδιαιτερότητες, καθώς αυτή τη στιγμή τα μοναδικά σχολεία που έχουν το κίνητρο να προσφέρουν εξιδεικευμένες υπηρεσίες είναι ένας μικρός αριθμός ιδιωτικών.

    Συνοψίζοντας, η αλλαγή του εκπαιδευτικού συστήματος από ένα το οποίο έχει τις ίδιες προδιαγραφές για όλους και λειτουργεί top-down ως πολιτικό λάφυρο σε ένα στο οποίο το κράτος χρηματοδοτεί απευθείας τους εκπαιδευόμενους απαιτεί και μια αλλαγή πολιτισμού σε ότι αφορά στις πρωτοβουλίες που είναι διατεθειμένα να πάρουν τα δημόσια σχολεία. Μια τέτοια μεταρρύθμιση θα έπαιρνε χρόνο αλλά ταυτόχρονα θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη λογοδοσία προς όφελος των μαθητών.

    * Ο Πέτρος-Ιωάννης Παρασκευόπουλος είναι Μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Marketnews.gr στις 15 Μαρτίου 2020

  • Νομοσχέδιο για την Παιδεία: Η εκδίκηση των αρεστών – Η τιμωρία των αρίστων.

    Η Φιλελεύθερη Συμμαχία διαπιστώνει ότι το νέο πολυνομοσχέδιο της κυβέρνησης για την Παιδεία θα σφραγίσει το εκπαιδευτικό σύστημα με την κομματικοποίηση, την ανομία, την ήσσονα προσπάθεια και τη μετριοκρατία.

    Σύμφωνα με το νομοσχέδιο, καταργούνται τα Συμβούλια των ΑΕΙ που συγκροτούνταν από δεκάδες Έλληνες επιστήμονες εγνωσμένου κύρους διεθνώς, οι διευθυντές των σχολικών μονάδων αλλά και οι διευθυντές εκπαίδευσης θα εκλέγονται από τους υφισταμένους τους εκπαιδευτικούς, καταργούνται οι ρυθμίσεις για το άσυλο, καταργείται η βάση του 10, τα Πρότυπα Σχολεία, η Τράπεζα Θεμάτων και η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, ενώ παράλληλα το ΥΠΟΠΑΙΘ φρόντισε να επαναφέρει τους αιώνιους φοιτητές.

    ΣΥΝΕΧΕΙΑ