• Ευέλικτες Μορφές Συνταξιοδότησης – Να σπάσουμε άλλο ένα κρεβάτι του Προκρούστη

    Του Νίκου Χαραλάμπους

    Τι κοινό μπορεί να έχουν οι Ότο Ρεχάγκελ, Σωκράτης Κόκκαλης, Διονύσης Σαββόπουλος, Γιάννης Μπουτάρης, Ελένη Αρβελέρ και ο Δημήτρης Παντερμαλής; Δούλευαν και εξακολουθούν να δουλεύουν σε απαιτητικές δουλειές, ενώ έχουν συμπληρώσει τα εβδομήντα έτη τους.

    Στην πρόσφατη υπόθεση για το επίδομα των συνταξιούχων, ίσως το μόνο κόμμα που είπε σθεναρά «όχι» σε αυτό το επίδομα – απόπειρα δωροδοκίας στους συνταξιούχους – ήταν η Φιλελεύθερη Συμμαχία. Στις προτάσεις της, που πάντα αναφέρονται στις Ανακοινώσεις της, έγινε αναφορά σε ευέλικτες μορφές συνταξιοδότησης.

    Τι εννοούμε όμως, όταν λέμε «ευέλικτες μορφές συνταξιοδότησης»;

    Σήμερα πολλοί πολίτες στην ηλικία των πενήντα και εξήντα ετών, ιδιαίτερα όσοι δουλεύουν σε δουλειές γραφείου (η σημαντική πλειοψηφία πια), μπορούν να δουλέψουν επαρκώς και μετά την κρατικά ορισμένη ηλικία συνταξιοδότησης (κάποιοι το κάνουν ήδη). Ακόμα και πολίτες εβδομήντα ετών είναι ικανοί για εργασία, όπως μας δείχνουν τα παραπάνω ενδεικτικά παραδείγματα. Σίγουρα, όχι με την αντοχή κάποιου νεότερου. Σε αυτές τις ηλικίες οι πολίτες θα μπορούσαν λοιπόν, να μειώσουν τις μέρες εργασίας σε δύο με τρείς ημέρες την εβδομάδα. Έτσι θα μπορούσαν να κερδίζουν ένα καλό εισόδημα χωρίς να παίρνουν ολόκληρη τη σύνταξη τους στην αρχή της συνταξιοδότησής τους.

    Όταν κάποιος ή κάποια φτάσει στα ογδόντα έτη, είναι αναμενόμενο να μην μπορεί να εργάζεται πια. Αλλά αν δεν έχουν υπάρξει πρότερα προβλήματα υγείας, ένας ηλικιωμένος σε αυτήν την ηλικία μπορεί να αυτοεξυπηρετηθεί σε μεγάλο βαθμό.

    Και όταν φτάνουμε στα ενενήντα έτη, τότε όχι απλώς χρειάζεται η πλήρης ή αυξημένη σύνταξη, αλλά και βοήθεια στο σπίτι με αυξημένη ιατρική φροντίδα.

    Το ελληνικό συνταξιοδοτικό σύστημα δουλεύει ακριβώς αντίστροφα με την παραπάνω πραγματικότητα. Είτε είναι κάποιος εξήντα πέντε ετών είτε ενενήντα πέντε ετών, αναμένεται να λάβει την ίδια σύνταξη από το κράτος χωρίς να έχει κανένα λόγο στη διαχείρισή της. Αν κάποιος συνταξιοδοτηθεί, απαγορεύεται να εργαστεί.

    Τα «αποστεωμένα επιχειρήματα» ενάντια σε μια μετάβαση σε ευέλικτη μορφή συνταξιοδότησης είναι γνωστά. Ελπίζω να τα έχουμε ξεπεράσει. Κάποιοι βιαστικοί θα απαντήσουν πως εμείς, οι «ανάλγητοι» (νέο)φιλελεύθεροι, θέλουμε τους οικοδόμους, τους εργάτες στα ναυπηγεία, τους εργάτες στη βιομηχανία, να δουλεύουν στο λιοπύρι, να χύνουν μπετά και να κάνουν ηλεκτροσυγκολλήσεις μέχρι τα βαθιά γεράματα. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν ισχύει. Όταν λέμε πως η επιλογή ανήκει στον ηλικιωμένο εργαζόμενο, εννοούμε ακριβώς αυτό. Ο ηλικιωμένος θα επιλέξει πόσο θα δουλέψει και μαζί με τον εργοδότη θα συμφωνήσουν σε ποια δουλειά θα είναι πιο αποτελεσματικός. Επιπλέον, δεν γνωρίζω να υπάρχει εργοδότης που θα απαιτήσει από έναν άνθρωπο να κάνει μια δουλειά που αντικειμενικά δεν μπορεί να τη φέρει σε πέρας. Όμως, ακόμα και ο μπετατζής, ο γεωργός, ο κτηνοτρόφος, ο ηλεκτροσυγκολλητής και ο ξυλουργός, μπορούν να βοηθήσουν με την πείρα τους νεότερους τεχνίτες και επαγγελματίες, δουλεύοντας δίπλα τους με πιο ελαφρές συνθήκες εργασίας, και προσφέροντας αξία και στους νέους, στην επιχείρηση και στην οικονομία.

    Το δεύτερο ξεπερασμένο «αντεπιχείρημα» (εμφανίστηκε τη δεκαετία του ‘80 και ακόμα καλά κρατεί) είναι πως, όταν επιτρέπεται στους ηλικιωμένους να εργάζονται, δεν μπορούν να βρουν δουλειά οι νέοι. Πρόκειται για την αποδομημένη θεωρία της ορισμένης και πεπερασμένης «πίτας» που το κομμάτι που παίρνει κάποιος το στερεί από κάποιον άλλο. «Ο αριθμός των θέσεων εργασίας είναι ορισμένος και σταθερός, άρα ας αποκλείσουμε τους συνταξιούχους για να πούμε πως θα δίνονται δουλειές στους νέους.». Πρόκειται για την πασοκική κρατικιστική έμπνευση να βγάζουν ανθρώπους στη σύνταξη από τα 55 για να κρατάνε την ανεργία σε χαμηλά επίπεδα. Αλλά οι οικονομικά μορφωμένοι (και δεν θα απολογηθώ για τη χρήση του όρου, ο οικονομικός αναλφαβητισμός μαστίζει την Ελλάδα) γνωρίζουν πως όσο περισσότεροι άνθρωποι εργάζονται και προσφέρουν γνώση και δεξιότητες σε μια ελεύθερη οικονομία τόσο περισσότερο αυξάνεται η δυναμική αυτής της οικονομίας και η ζήτηση θέσεων εργασίας.

    Ας υποθέσουμε πως ένα τέτοιο σύστημα ατομικής διαχείρισης των συντάξεων έδινε την δυνατότητα στους πολίτες να διαχειριστούν τη σύνταξή τους, σε συνδυασμό με πιο ελεύθερες εργασιακές σχέσεις, και ότι εφαρμοζόταν στην Ελλάδα από το 1976 μέχρι σήμερα. Όλοι γνωρίζουμε πως την ίδια περίοδο η βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής αγωγής έδωσε τη δυνατότητα για πιο μακρόχρονες και υγιείς ζωές. Ας υποθέσουμε πως με αυτό το σύστημα οι ηλικιωμένοι εργαζόμενοι θα κέρδιζαν ένα εισόδημα, που θα συνέβαλε κατά το ένα πέμπτο στα συνολικά ποσά που έχουν δοθεί στις συντάξεις τα τελευταία σαράντα χρόνια. Δηλαδή, θα μπορούσαμε να γλυτώσουμε το ένα πέμπτο του κόστους των συντάξεων. Αν το ένα πέμπτο φαίνεται υπερβολικό, μπορούμε να συζητήσουμε και το ένα δέκατο, ως το αντίστοιχο ποσό. Θα αφήσω στους τεχνοκράτες να εκτιμήσουν που θα ήταν το χρέος της Ελλάδας σήμερα. Και αυτό το όφελος δεν υπολογίζει την άνοδο του βιοτικού επιπέδου και την οικονομική ανεξαρτησία που θα είχαν οι ηλικιωμένοι συμπολίτες μας.

    Σήμερα, οι ηλικιωμένοι «παροπλίζονται» μπροστά στις τηλεοράσεις και μέσα στα καφενεία και ως συνταξιούχοι καταλήγουν να περιμένουν την εξαγγελία ενός κυνικού πολιτικού τακτικιστή για ένα επίδομα. Σε ποιους θα πάει; Πόσοι συνταξιούχοι πραγματικά το χρειάζονται; Σε ποιους δε θα φτάσει η απαραίτητη βοήθεια;

    Εναποθέτουμε το βιοτικό επίπεδο της τρίτης ηλικίας στο κράτος και τελικά καταλήγουμε να εξουσιάζουν τη ζωή μας πολιτικοί, που μας βλέπουν ως ψήφους, σαν αφελή όντα που θα τρέχουν κάθε φορά με το χέρι απλωμένο στον πολιτικό, λες και θα μας δώσει δικά του λεφτά.

    Αξίζουμε τέτοια συμπεριφορά;

     

    *Ο Νίκος Χαραλάμπους είναι Αντιπρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

    *Το άρθρο δημοσιεύτηκε στο Liberal την 9η Ιανουαρίου, 2017.

Comments are closed.