• Μια συζήτηση που δεν έχουμε κάνει

    Ένα πράγμα που, κατά την άποψη μου, δεν έχει συζητηθεί αναφορικά με την ασφάλεια των επαγγελματικών χώρων όσον αφορά στον κορονοϊό, είναι το φιλτράρισμα του αέρα τους.

    Ενώ από διάφορα δημοσιεύματα πλέον μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ο covid19 είναι ιός που κυρίως μεταδίδεται με σταγονίδια που διασπείρονται στον αέρα, τόση δυσανάλογα λίγη (αν καθόλου) συζήτηση γίνεται για το πώς αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί στους επαγγελματικούς χώρους.  Και είναι εντυπωσιακό το ότι η συζήτηση γίνεται μόνο για την αποζημίωση του χαμένου εισοδήματος των επαγγελματιών αλλά δεν προβλέπεται τίποτα για τη βελτίωση του εξαερισμού των χώρων τους, ώστε να αντεπεξέλθουν αυτοί καλύτερα στη νέα πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται από την πανδημία.

    Αρκετοί οδοντίατροι στην Αγγλία – πιθανολογώ και σε άλλες χώρες – έχουν προχωρήσει στην αγορά μηχανημάτων που φιλτράρουν τον αέρα και παρέχουν εγγυημένη προστασία από τους κορονοϊούς (και γενικά από τους ιούς και τα μικρόβια) φιλτράροντας και ιονίζοντας αποτελεσματικά τα ιατρεία.  Τα μηχανήματα αυτά φέρουν την έγκριση του αγγλικού NHS και κοστίζουν περίπου 900 λίρες η μονάδα.  Είναι φορητά και καλύπτουν 25τμ περίπου το καθένα.

    Το ερώτημα είναι αφού αυτά τα μηχανήματα θεωρούνται ασφαλή για τους ιατρικούς χώρους, γιατί να μην χρησιμοποιηθούν και σε άλλους; Ίσως όχι για παράδειγμα από τα καφέ, αλλά από τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρο-επαγγελματιών που είτε θεωρούνται υψηλού ρίσκου (τα κουρεία πχ) είτε παρασύρονται από τη γενική απαγόρευση: οι περισσότεροι είναι χώροι 55-80τμ.  Αυτό σημαίνει ότι με 2, 3 ή 4 τέτοιες μονάδες ανά περίπτωση, οι χώροι αυτοί θα μπορούσαν να καλυφθούν.

    Δεν θα πρέπει να δημιουργηθούν εδώ εσφαλμένες εντυπώσεις. Μια τέτοια λύση προφανώς δεν είναι 100% αποτελεσματική και έχει προϋποθέσεις.  Αλλά αν μια πρακτική μπορεί να μειώνει το ρίσκο, αν υπάρχει τρόπος να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό το ιικό φορτίο σε έναν κλειστό χώρο, τότε με συνδυασμό μέτρων μπορεί να λειτουργήσει ως μεσοπρόθεσμη λύση. Με μάσκα, με περιορισμένο κοινό και τέτοιου είδους μηχανήματα πολλά από τα καταστήματα (ειδικά τα μικρότερα: μανικιούρ, καταστήματα δώρων, βιβλιοπωλεία, κουρεία, μικρά καφέ ίσως, κα) θα μπορούσαν να παραμείνουν ανοιχτά και να αμβλύνουν τις οικονομικές επιπτώσεις.

    Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα μηχανήματα. Είναι και τα υπάρχοντα κλιματιστικά, εκείνα που ανακυκλώνουν μόνο τον αέρα εντός του χώρου, χωρίς εξωτερικές μονάδες. Αυτά πρέπει να αντικατασταθούν όπου είναι δυνατό, καθώς επιτείνουν το πρόβλημα του σωστού εξαερισμού, ειδικά μέσα σε γραφεία, όπου η εγκατάσταση μεγάλων μονάδων με ειδικά φίλτρα δεν είναι δυνατή.  Πρόκειται για ένα ζήτημα που θα έπρεπε να έχει απασχολήσει από πέρυσι χώρες όπως η Ελλάδα. Παρότι είναι γνωστό ότι μεγάλες εταιρίες το έχουν ήδη κάνει, κανείς δεν φαίνεται να προτείνει μια γενικότερη εφαρμογή.

    Μπορεί κανείς να προσθέσει εδώ την εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος, έστω και από κάτι βλαβερό όπως το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους. Γνωρίζουμε ότι ισχυρά συστήματα εξαερισμού βελτίωναν την ποιότητα του αέρα και ίσως θα πρέπει να επαναφέρουμε αυτά τα συστήματα, όχι μόνο για την παρούσα κατάσταση. Αν σήμερα υπήρχαν αυτά τα συστήματα, ίσως ένα κομμάτι της εστίασης να μπορούσε να λειτουργήσει. Φυσικά, δεν μπορούμε να κλαίμε πάνω από παλιές αποφάσεις (που οπωσδήποτε καλώς πάρθηκαν), αλλά μπορούμε να μάθουμε από αυτές: γιατί μια παλιά δοκιμασμένη ιδέα να μην έχει εφαρμογή στο σήμερα; Κάποιοι χώροι εξακολουθούν να έχουν τέτοια συστήματα. Γιατί αυτοί οι χώροι να θεωρούνται ίδιοι με όσους δεν έχουν ή γιατί να μην μπορούν να αναβαθμίσουν τα συστήματά τους και να λειτουργήσουν, εφόσον αυτό μπορεί να αποδειχθεί αποδοτικό;

    Βλέποντας ότι ήδη αρκετοί επιστήμονες προβλέπουν ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με ανάλογες πανδημίες στο μέλλον είμαστε υποχρεωμένοι να κοιτάξουμε μπροστά και να εξερευνήσουμε πιθανές λύσεις.

    Η χρηματοδότηση θα μπορούσε να γίνει από το πακέτο στήριξη της ΕΕ μέσω τραπεζικών άτοκων δανείων αποκλειστικά για την εγκατάσταση τέτοιων μονάδων. Το κράτος και ο επαγγελματίας θα μπορούσαν να συμμετέχουν με ένα μερίδιο δαπάνης το οποίο μπορεί να εκπίπτει φορολογικά. Μια μορφή δανειοδότησης δηλαδή που έχει ξαναχρησιμοποιηθεί, πχ για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών.

    Φυσικά όλα τα παραπάνω είναι απλώς μια ιδέα. Δεν έχω την εξειδίκευση, ούτε προτίθεμαι να αντικαταστήσω τους ειδικούς οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν γιατί μια τέτοια ιδέα ίσως να είναι λάθος, ή μπορεί όντως να έχει πρακτική εφαρμογή στην αντιμετώπιση του κορονοϊού όσον αφορά τους επαγγελματικούς χώρους.

    Άλλο όμως είναι το ζήτημα.

    Γιατί δεν γίνεται αυτή η συζήτηση; Γιατί ένα χρόνο με πανδημία μένουμε απλώς στη μάσκα, το αντισηπτικό και το κλείσιμο και δεν πάμε ένα βήμα παρακάτω, να μιλήσουμε για τη βελτίωση των επαγγελματικών χώρων;

    Αν – όπως φαίνεται ήδη – ο covid19 ήρθε εδώ για να μείνει και να γίνει εποχικός, η συζήτηση πρέπει να είναι πλέον όχι αν θα μένουν κλειστοί οι επαγγελματικοί χώροι κάθε φορά που θα ενσκήπτει μια νέα έξαρση του, αλλά με τι μέσα και με ποιον όσο το δυνατό πιο ασφαλή τρόπο θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν παρά τον κορωνοϊό.

    * Ο Χρήστος Μαυρόγιαννης είναι Γενικός Γραμματέας της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.

  • Κατάργηση των τεκμηρίων διαβίωσης τώρα!

    Με αφορμή το καταστροφικό οικονομικά 2020 για μεγάλη μερίδα συμπολιτών μας, η Φιλελεύθερη Συμμαχία καλεί την κυβέρνηση της ΝΔ να καταργήσει άμεσα τα τεκμήρια διαβίωσης και να σταματήσει τη δήμευση της περιουσίας των πολιτών που έκαναν το τραγικό λάθος να έχουν ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο ή να στέλνουν το παιδί τους σε ιδιωτικό σχολείο (αφαιρώντας το σχετικό βάρος από τον κρατικό προϋπολογισμό της Παιδείας).
    Στα χρόνια της οικονομικής κρίσης, το μέτρο των τεκμηρίων διαβίωσης ήταν ένα μέτρο καταστροφικό για εκατομμύρια συμπολίτες μας, πολλοί από τους οποίους  οδηγήθηκαν στην υπερφορολόγηση και την οικονομική εξαθλίωση.
    Στο υπολογισμό αυτού του φανταστικού εισοδήματος δεν έπαιζε βεβαίως κανένα απολύτως ρόλο το αν οι θιγόμενοι είχαν χάσει την εργασία τους ή είχαν κλείσει την επιχείρηση τους, αφού το καφκικό μέτρο των τεκμηρίων διαβίωσης δεν αναγνώριζε τέτοιου είδους “εξαιρετικές” περιστάσεις που όμως δυστυχώς αποτελούσαν και αποτελούν καθημερινότητα για πολλούς συμπολίτες μας.
    Καλούμε την κυβέρνηση να καταργήσει άμεσα το απάνθρωπο αυτό μέτρο!

     

  • Τι κρατάω από την Προεδρία Τραμπ

    Η Προεδρία Τραμπ οδεύει στο τέλος της με τα ίδια χαρακτηριστικά που ξεκίνησε και πορεύτηκε στην τετραετία της: απρόβλεπτη, ανίκανη και στη δική της πραγματικότητα.

    Ήταν μια κακή προεδρία, ίσως η χειρότερη της ιστορίας των ΗΠΑ.

    Το πιο αρνητικό σημείο της ήταν η απόρριψη της πραγματικότητας και η εμμονή σε ψεύδη.

    Οι υποστηρικτές του επιμένουν πως «το κατεστημένο έκανε πόλεμο» στον Πρόεδρο Τραμπ.  Να ξεκαθαρίσουμε πως «πόλεμο» δέχεται κάθε πρόεδρος των ΗΠΑ και κάθε επικεφαλής κυβέρνησης.  Στη περίπτωση του Προέδρου Τραμπ δεν μιλάμε απλώς για μια διαφωνία απόψεων και κριτική στην άποψη ή στις πράξεις.  Μιλάμε για έλεγχο των λεγομένων του Προέδρου και αντικειμενική παρουσίαση των ψεμμάτων και λαθών που εμπεριέχονται στις δηλώσεις του Προέδρου.  Ο Πρόεδρος Τραμπ ελέγχθηκε για αυτά που είπε και αποδείχθηκαν πως πολλές φορές αυτά δεν ήταν αλήθεια.

    Όλοι οι πολιτικοί «χρωματίζουν» την αλήθεια και προσπαθούν να την παρουσιάσουν με τον τρόπο που τους συμφέρει, αλλά ο Πρόεδρος Τραμπ και το περιβάλλον του επέλεξαν να την παραμερίσουν εντελώς.  Η κατάργηση και ο εξοστρακισμός της αλήθειας ως αξίας, είναι δυναμίτης στα θεμέλια ενός πολιτισμού όχι απλώς μιας δημοκρατίας.

    Τα παραπάνω σε συνδυασμό με τον πρωτοφανή νεποτισμό, την περιφρόνηση των θεσμών και του κράτους δικαίου κάνουν την Προεδρία Τραμπ μια προεδρία που εξασθένισε την Αμερικανική δημοκρατία όσο καμία άλλη.  Δεν έχει να κάνει με το αντισυμβατικό ύφος της, αλλά με το πώς αντιμετώπισε την ίδια την ουσία της Αμερικανικής δημοκρατίας.

    Ωστόσο, τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν πως ο Πρόεδρος Τραμπ ήταν ένας δημοφιλής πρόεδρος που δεν έχασε το κοινό του στα τέσσερα χρόνια της Προεδρίας του.  Σπάνια ο Πρόεδρος που χάνει τις εκλογές παίρνει περισσότερες ψήφους από όσες είχε πάρει στις προηγούμενες που είχε κερδίσει.

    Δεν είναι μια προεδρία που μπορεί κάποιος να απορρίψει καθολικά.  Αν μπορούσε δεν θα είχε την αύξηση  των ψήφων που πήρε.

    Τι θεωρώ αξιόλογο να κρατήσει κάθε πολιτική κίνηση και πολιτικός από την Προεδρία Τράμπ:

    1) Το ευρύ κοινό θα ψηφίσει πιο εύκολα μια οικεία προσωπικότητα από έναν πολιτικό καριέρας (ή του κομματικού σωλήνα όπως λέγονται).  Ο Τράμπ ήταν μια φιγούρα που έμπαινε σχεδόν σε εβδομαδιαία βάση στα σπίτια των Αμερικανών, όλοι τον ήξεραν και όλοι ήξεραν το ύφος του και τους τρόπους του. Σπάνια οι πολιτικοί  καριέρας μπορούν να δημιουργήσουν τέτοια οικειότητα με το εκλογικό σώμα.

    2) Το ύφος και ο λόγος του Προέδρου Τράμπ αποδεικνύει πως ο κόσμος θέλει να ακούει μια πιο άμεση γλώσσα, που είναι πιο κοντά στην καθομιλουμένη.  Κάποια στιγμή αδυνατεί ή παύει να ενδιαφέρεται και να θέλει να ακολουθήσει τις γενικότητες ή τα πιο βαθιά νοήματα.  Δεν ψέγω τους ψηφοφόρους για αυτό.  Ο κάθε ψηφοφόρος δεν έχει κατ’ ανάγκη προτεραιότητα την πολιτική στη ζωή του. Είναι δουλειά του πολιτικού να μπορέσει να επικοινωνήσει με άμεσο τρόπο. Όμως, αμεσότητα και ξεκάθαρος λόγος δεν σημαίνουν χυδαιότητα και έκκληση στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή.  Ρήγκαν, Κλίντον και Ομπάμα μπόρεσαν να επικοινωνήσουν και να αγγίξουν την πλειοψηφία των Αμερικανών χωρίς να καταφύγουν σε άξεστο και προσβλητικό λόγο.

    3) Η ιδέα πως ο Τραμπ εξέφρασε μόνο ή κατά συντριπτική πλειοψηφία τους πολίτες κατώτερου μορφωτικού επιπέδου ή τα χαμηλότερα εισοδήματα είναι, κατά τη γνώμη μου, λάθος.  Είδα ανθρώπους μορφωμένους μέσου και υψηλού εισοδήματος που μέρος της δουλειάς τους είναι να αξιολογούν την πληροφορία και να εφαρμόζουν ορθή κρίση να συστρατεύονται με έναν κατά συρροήν ψεύτη.  Οι άνθρωποι αυτοί έδρασαν ως πολλαπλασιαστές της δημοτικότητας και της εγκυρότητας του Προέδρου Τράμπ από την εποχή που ήταν υποψήφιος.  («Αφού τον στηρίζει ο “τάδε” και ο “δείνα” που είναι διευθυντής/πτυχιούχος/ έχει PhD τότε κάτι θα ξέρουν»).  Σε αυτή την κατηγορία ανήκε και η πλειοψηφία της βάσης του Ρεπουμπλικανικού κόμματος.  Τον Τράμπ τον στήριξαν μεγάλα τμήματα των μεσαίων στρωμάτων.  Γιατί;  Η απάντηση στο επόμενο σημείο

    4) Μια μικρή μειοψηφία ήταν απλά άνθρωποι που το μυαλό τους και η ψυχολογία τους εστίασε στις ακρότητες του άλλου….άκρου θεωρώντας πως η αριστερή πτέρυγα των Δημοκρατικών ελέγχει όλο το κόμμα.  Συστρατεύθηκαν με οτιδήποτε θα μπορούσε να αντιταχθεί σε αυτό.  Αλλά η μεγάλη πλειοψηφία που ακολούθησε τον Πρόεδρο Τράμπ (και οι νέες ψήφοι που ήρθαν το 2020 γι’ αυτόν) ήταν άνθρωποι που ωφελήθηκαν από την ρητορική υπέρ των χαμηλών φόρων, των λιγότερων κανονισμών, και εν μέρει του προστατευτισμού.  Αυτό είναι  ένα πολύ σημαντικό μάθημα για τους πολιτικούς.

    Στις περισσότερες δημοκρατίες αυτό που ενδιαφέρει τον ψηφοφόρο είναι η οικονομία, οι δουλειές και, δευτερευόντως, το κοινωνικό κράτος.  Το κοινωνικό κράτος θα έρθει στο προσκήνιο  της πολιτικής, αν η οικονομία δεν παράγει δουλειές ή αν υπάρχουν στεγανά.  Αν η οικονομία πηγαίνει καλά σε επίπεδο θέσεων εργασίας, αν ο κόσμος βλέπει να ανοίγουν επιχειρήσεις και να γίνονται προσλήψεις, κανένα άλλο θέμα δε θα επηρεάσει την ψήφο του.  Κλασσικά παραδείγματα οι εκλογές στη Βρετανία το 2015 και 2019.  Οι Εργατικοί παρουσίασαν ένα πρόγραμμα που κατά γενική ομολογία θα επιβάρυνε τις επιχειρήσεις και απορρίφθηκε από τους ψηφοφόρους, έστω και αν πρότεινε πιο ευρύ δίχτυ ασφαλείας για τους κοινωνικά αδύναμους.  Το καλύτερο δίχτυ ασφαλείας  είναι σταθερή δουλειά και επιλογές για καλύτερες δουλειές.  Ο Πρόεδρος Τραμπ δεν ακολούθησε ιδιαίτερα φιλελεύθερη πολιτική στην οικονομία, όμως αρκούσε η ρητορική του για μείωση των φόρων και για κατάργηση κανονισμών,  προκειμένου να δημιουργήσει δυναμικό κλίμα στην αγορά και αυτοπεποίθηση στους επενδυτές.  Αυτό με τη σειρά του δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας και αύξηση των μισθών.  Το γεγονός πως ανέβασε τα ποσοστά του στις μειονότητες είναι η απόδειξη πως τα κατώτερα στρώματα είδαν την κατάστασή τους να βελτιώνεται οικονομικά και αυτό ήταν αρκετό για να δώσουν την ψήφο τους στον Πρόεδρο Τράμπ.  Ο κόσμος της αγοράς θέλει να επενδύσει και αυτό που τον εμποδίζει είναι το κράτος.

    Το θετικό με τον Biden ήταν πως δεν παρουσίασε ένα πρόγραμμα που θα διακινδύνευε αυτή την δυναμική στην οικονομία με τον τρόπο που απειλούσε η Warren ή ο Sanders.  Αλλά ακόμα και με τον Biden σαν αντίπαλο, ο Πρόεδρος Τραμπ θα επανεκλεγόταν, αν δεν υπήρχε η πανδημία του Covid19.  Και εδώ φτάνουμε στο πέμπτο  σημείο.

    5) Όσο όραμα και αν αποπνέει μια κυβέρνηση, όσες μεταρρυθμίσεις και αν παρουσιάσει ως πρόγραμμα, όσο ριζοσπαστική και αν θέλει να εμφανίζεται, ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάει την βασική λειτουργία του κράτους που είναι να προστατεύει τη ζωή των πολιτών.  Μια έλλειψη βασικής ικανότητας σε ένα έκτακτο γεγονός δε συγχωρείται από τους πολίτες.  Για την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ, τα γεγονότα στο Μάτι ήταν, κατά τη γνώμη μου, το κρίσιμο σημείο που σφράγισε την ήττα της ένα χρόνο μετά.  Για την Προεδρία Τράμπ ήταν η πανδημία.  Ίσως και για το Ηνωμένο Βασίλειο οι χειρισμοί της κυβέρνησης σε ό,τι αφορά την πανδημία να αποδειχθούν μοιραίοι, ακόμα και αν δεν γίνουν εκλογές τα επόμενα τρία χρόνια.  Οι πολίτες περιμένουν κάποιες βασικές λειτουργίες του κράτους σε έκτακτες καταστάσεις.  Αν σε αυτές ο κρατικός μηχανισμός υπό την διεύθυνση του κόμματος εξουσίας που βρίσκεται στην κυβέρνηση δεν ανταποκριθεί επαρκώς, τότε τίποτα από τα παραπάνω που αναφέρθηκαν (οικειότητα, επικοινωνία, οικονομία) θα αλλάξει τη γνώμη τους. Αυτό πρέπει να το προσέξουν ιδιαίτερα τα ιδεολογικά κόμματα.

    6) Τέλος δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως η Προεδρία Τράμπ ήταν η κινητήρια δύναμη στην εξομάλυνση σχέσεων ανάμεσα στο Ισραήλ και κάποιες Αραβικές χώρες. Στην χαοτική και προβληματική, στο σύνολο της, εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ δεν μπορούμε να αγνοήσουμε πως αυτό ήταν μια σημαντική επιτυχία που ενδεχομένως να αλλάξει πολλά στην περιοχή.

    Η Προεδρία Τραμπ δεν ήταν μια φυσιολογική προεδρία και όπως αναφέρθηκε ήταν μια κακή προεδρία, αλλά όποιος πολιτικός αγνοήσει τις θετικές πτυχές της, θα έχει χάσει την ευκαιρία να προσφέρει μια καλύτερη πολιτική πρόταση και πρακτική.

     *  Ο Νίκος Χαραλάμπους είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Η κυβέρνηση της ΝΔ επιδεικνύει τραγική ανικανότητα στην διαχείριση των εμβολιασμών

    Ενώ η χώρα ήδη από τις 29/12 έχει στην κατοχή της  93.600 δόσεις του εμβολίου της Pfizer/BioNTech κι ενώ παρακολουθήσαμε το επικοινωνιακό πυροτέχνημα του εμβολιασμού πλήθους πολιτικών και πολιτειακών παραγόντων, εντούτοις ο ρυθμός εμβολιασμού των υγειονομικών και των διαμενόντων σε γηροκομεία και ειδικές δομές γίνεται – στην καλύτερη περίπτωση – με ρυθμό χελώνας.

    Ακόμα και αυτή τη στιγμή, ομάδες υψηλότατης έκθεσης στον κορωνοϊό, όπως για παράδειγμα οι οδοντίατροι, που έρχονται σε επαφή καθημερινά με εκατοντάδες πιθανά κρούσματα, δεν γνωρίζουν αν και πότε θα εμβολιαστούν. Όταν, όπως διαπιστώνουμε, η κυβέρνηση δεν μπορεί να διαχειριστεί με επιτυχία τον εμβολιασμό 93.600 συμπολιτών μας που ο εμβολιασμός τους είναι τόσο κρίσιμος στην επιτυχή αντιμετώπιση της πανδημίας του κορωνοϊού, αναρωτιόμαστε πώς ακριβώς θα επιτύχει την οργάνωση και τον προγραμματισμό εκατομμυρίων δόσεων εμβολίων που αναμένονται μέσα στους επόμενους μήνες.

  • Ιθαγενείς οικολόγοι και κράτος δικαίου: τι μπορούμε να μάθουμε από το παράδειγμά τους;

    Μερικές ημέρες πριν και ενώ το ζεύγος Μητσοτάκη πήγαινε για μοτοκρός σε εκτάσεις της Πάρνηθας, η Εκουαδοριανή Nemonte Nenquimo της φυλής των Waorani κέρδισε το βραβείο οικολογίας Goldman.  Η συγκεκριμένη γυναίκα κατάφερε μέσω των δικαστηρίων να προστατέψει 500 χιλιάδες στρέμματα γης που όδευαν προς εκμετάλλευση για εξόρυξη πετρελαίου και τελικά να κάνει κάτι σημαντικότερο για το περιβάλλον από το να το χρησιμοποιεί επικοινωνιακά προς λαϊκή, πολιτική κατανάλωση.

    Πώς όμως η συγκεκριμένη είδηση αφορά στη χώρα μας;
    Πολύ απλά διότι, παρόλο που διαθέτουμε περιοχές Natura και άπειρες διατάξεις που ρυθμίζουν το περιβάλλον, η συζήτηση για την περιουσία – δημόσια ή, στην περίπτωση των ιθαγενών, ιδιωτική (βάση συνθηκών) – κλίνει συνήθως υπέρ του καταπατητή.
    Η Φιλελεύθερη Συμμαχία πιστεύει ότι ο αποδοτικότερος τρόπος για να προστατέψεις το περιβάλλον είναι μέσω μιας απλής νομοθεσίας, εύκολα προσβάσιμης στους πολίτες καθώς και μιας πραγματικά ανεξάρτητης δικαιοσύνης.
    Σε αυτό το πλαίσιο προτείνουμε τέσσερις (4) μεταρρυθμίσεις:

    1) Την παραίτηση των Υπουργών από το βουλευτικό αξίωμα, πράξη που ελαχιστοποιεί την πελατειακή εξάρτηση, αυτής δηλαδή που αναπτύσσεται μεταξύ εκτελεστικής εξουσίας και τοπικής κοινότητας.

    2) Την σύσταση της πολεοδομίας/κτηματολογίου/κεντρικού αρχαιολογικού συμβουλίου με την μορφή ανεξάρτητων αρχών και την ελεύθερη πρόσβαση πολιτών σε χωροταξικά δεδομένα (κάτι το οποίο θα διευκόλυνε και το περιβαλλοντολογικό κίνημα).

    3) Την εκλογή της ηγεσίας της δικαιοσύνης μέσω λίστας που έχει ψηφισθεί από το δικαστικό σώμα.

    4) Τη σύνταξη ετήσιου πίνακα ρυθμίσεων προς αναθεώρηση, απλούστευση ή κατάργηση, προκειμένου να εξαλειφθεί ο παράγοντας των κακογραμμένων και συχνά αντικρουόμενων ρυθμίσεων.

  • Πώς ξεκινώντας με σημαία την καινοτομία μπορεί να καταλήξεις σε στραγγαλισμό της επαγγελματικής εκπαίδευσης*

    Το σχέδιο νόμου «Εθνικό Σύστημα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, Κατάρτισης και Διά Βίου Μάθησης και άλλες διατάξεις» που μόλις δημοσιεύτηκε για διαβούλευση, έχει σίγουρα πολλά θετικά στοιχεία (π.χ. την εισαγωγή της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης στα ΙΕΚ).

    ‘Εχει, όμως, κάποιες αστοχίες που διορθώνονται εύκολα (π.χ. θα προσλαμβάνονται υπεύθυνοι μαθητείας από τις λίστες αναπληρωτών καθηγητών δευτεροβάθμιας, αλλά η θητεία τους δεν θα λογίζεται ως εκπαιδευτική, με αποτέλεσμα στο τέλος κάθε ακαδημαϊκού έτους να πέφτουν δεκάδες θέσεις σε σχέση με τους συναδέλφους τους που δούλεψαν ως καθηγητές) και ένα μεγάλο φάουλ.

    Για να καταλάβουμε το φάουλ, ας δούμε ένα παράδειγμα:

    Επιτυχημένος κομμωτής διατηρεί Κέντρο Δια Βίου Μάθησης (ΚΔΒΜ) εξειδικευμένο στην κομμωτική τέχνη, εξοπλισμένο στην εντέλεια, με άμεση πρόσβαση σε πρακτική σε πραγματικές συνθήκες και με αναπτυγμένες σχέσεις και προσβάσεις σε διεθνείς εκθέσεις, εταιρείες κτλ.  Σε αυτό διδάσκει ο ίδιος και η ομάδα κομμωτών του, όλοι εκ των οποίων είναι γνωστοί επαγγελματίες και πιστοποιημένοι εκπαιδευτές ενηλίκων που παρακολουθούν, αλλά και συχνά οδηγούν τις εξελίξεις στον τομέα τους.

    Οι εκπαιδευόμενοι πληρώνουν τα δίδακτρα μόνοι τους και στο τέλος της εκπαίδευσης, η οποία έχει τα χαρακτηριστικά (διάρκεια, βασικό περιεχόμενο κτλ) που ζητά ο ΕΟΠΠΕΠ, παίρνουν ένα πτυχίο αναγνωρισμένο από το κράτος, ενισχυμένο από το κύρος της ομάδας διδασκόντων.  Για να βγάλουν άδεια εξάσκησης επαγγέλματος θα πρέπει να δουλέψουν δύο χρόνια και να δώσουν εξετάσεις πιστοποίησης όπως όλοι.

    Θα περίμενε κανείς πως το ΚΔΒΜ αυτό θα ήταν πρότυπο: εξειδικευμένο, στοχευμένο, δικτυωμένο, και που χτίζει γνώση και εξειδίκευση μέσω μιας σχετικά σταθερής ομάδας υψηλού επιπέδου επαγγελματιών.  Όλα αυτά δηλαδή που δεν έχουν πολλά ΚΔΒΜ που απλώς διαχειρίζονται εκπαιδευτικά προγράμματα που χρηματοδοτούνται από ευρωπαϊκά κονδύλια, που ακολουθούν τις εκάστοτε μόδες που σκέφτονται διάφορα υπουργεία και που ποτέ, μα ποτέ, δεν επαναλαμβάνονται.

    Με το νέο νομοσχέδιο, όμως, το πρότυπο αυτό ΚΔΒΜ θα πρέπει ή να αλλάξει μορφή και να δίνει ένα μη-αναγνωρισμένο πτυχίο (ποιος χάνει άραγε;  Η επιχείρηση ή το σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης;) ή να προσλάβει έναν διευθυντή κατάρτισης και έναν εκπαιδευτικό υπεύθυνο, που να διαθέτουν τουλάχιστον πτυχίο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (οι κομμωτές συνήθως είναι το πολύ απόφοιτοι ΙΕΚ) και πολυετή επαγγελματική εμπειρία στον σχεδιασμό, υλοποίηση και αξιολόγηση έργων κατάρτισης ή συμβουλευτικής ή πιστοποίησης ή εκπαίδευσης ενηλίκων.

    Το ερώτημα, βέβαια, είναι τι θα προσφέρουν αυτοί στους παραπάνω εξειδικευμένους επαγγελματίες;  Τι θα σχεδιάσουν δηλαδή αυτοί σε αυτή την περίπτωση;  Γιατί πιστεύει η ομάδα έργου που ανέπτυξε την συγκεκριμένη πολιτική πρόταση ότι οι ίδιοι γνωρίζουν καλύτερα από τον ιδιοκτήτη της επιχείρησης αυτής και τους επίδοξους κουρείς και κομμωτές, που σπρώχνονται για μία θέση στο εν λόγω ΚΔΒΜ, τι είναι καλύτερο για το επάγγελμά τους; Πού βασίζουν αυτή την αυτοπεποίθησή τους;

    Το δεύτερο ερώτημα, είναι γιατί δεν μπορεί ένας απόφοιτος ΤΕΕ να είναι διευθυντής της παρούσας επιχείρησης; Συζητάμε συνεχώς για το πώς θα αυξήσουμε το κύρος της επαγγελματικής εκπαίδευσης στην Ελλάδα, αλλά όταν έρθει η ώρα να τους επιτρέψουμε να αποκτήσουν θέσεις ευθύνης – και να τους χρησιμοποιήσουμε ως πρότυπα για τους μαθητές στην επαγγελματική εκπαίδευση αργότερα – τους αποκλείουμε.  Γιατί, δηλαδή, ο απόφοιτος ΑΕΙ που συν-σχεδίαζε προγράμματα εκπαίδευσης εκπαιδευτών είναι καλύτερος από τον κουρέα που έχει ανοίξει σειρά επιτυχημένων επιχειρήσεων και είναι και αναγνωρισμένος στον τομέα του;  Και γιατί θα πρέπει μια δημόσια υπηρεσία να έχει λόγο σε αυτό αν δεν της κοστίζει τίποτα;

    Μάλιστα, ακόμα και αν ο ίδιος ο επιχειρηματίας ήταν απόφοιτος πανεπιστημίου και είχε την απαιτούμενη εμπειρία, δεν θα μπορούσε να καλύψει κάποια από τις παραπάνω θέσεις, καθώς θα έπρεπε να συμβληθεί με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας με την εταιρεία του, κάτι που δεν επιτρέπεται στις πιο πολλές μορφές επιχειρήσεων – το ίδιο πρόβλημα θα είχε και μία εταιρεία χωρίς εργαζόμενους, αλλά με εταίρους που πληρούν τα κριτήρια αλλά δεν μπορούν να συμβληθούν.  Επίσης, στις περιπτώσεις εταιρείας όπου θα μπορούσε να προσληφθεί ένας μέτοχος, ο ίδιος μέτοχος δεν θα μπορούσε να έχει δύο διαφορετικά ΚΔΒΜ και να είναι διευθυντής και στα δύο γιατί επίσης δεν επιτρέπεται!

    Το επόμενο βήμα θα είναι να του απαγορεύσουν να κάνει και μάθημα στην επιχείρησή του!

    Από την άλλη, θα μπορούσε – ίσως! – κανείς να δεχτεί αυτούς τους περιορισμούς για ΚΔΒΜ που επιθυμούν να πληρωθούν από το κράτος.  Για παράδειγμα, για ΚΔΒΜ που υλοποιούν την εκπαίδευση των ωφελουμένων των προγραμμάτων Κοινωφελούς εργασίας των δήμων, όπου ένα πρόγραμμα εκμάθησης χρήσης ηλεκτρονικών υπολογιστών στις τρεις βασικές ενότητες, το οποίο κοστίζει 165 ευρώ στην ελεύθερη αγορά, στοιχίζει 700 ευρώ στον ευρωπαίο φορολογούμενο. Αλλά, για ποιον λόγο να περιοριστούν όσοι προσφέρουν τα λεγόμενα «αυτοχρηματοδοτούμενα» προγράμματα;  Και μη νομίζετε πως μιλάμε για ένα-δύο κέντρα.  Είναι αρκετά τα εξειδικευμένα ΚΔΒΜ που οργανώνουν καινοτόμα και συχνά εξωστρεφή προγράμματα σε τομείς που ξεκινούν από την αισθητική ως την εκπαίδευση καθηγητών και που εταιρείες στην Ελλάδα και στο εξωτερικό τους κυνηγούν για να επιμορφώσουν το προσωπικό τους.

    Γενικά, το εν λόγω μέρος του σχεδίου νόμου φαίνεται να θεωρεί πως η καινοτομία, η σύνδεση εκπαίδευσης και εργασίας, η κάλυψη του κενού δεξιοτήτων κτλ θα έρθει μέσω του κεντρικού ελέγχου των προγραμμάτων σπουδών και του ποιοι δουλεύουν σε αυτά.  Δυστυχώς, όμως, όποιος έχει δημιουργήσει ή εργαστεί σε φορέα με φιλοδοξίες ξέρει πως η καινοτομία, η εξωστρέφεια και οι λοιποί θεωρητικοί στόχοι της εκάστοτε κυβέρνησης, ξεκινούν από την ελευθερία των ανθρώπων να συνεταιριστούν και να οργανώσουν τις εταιρείες και τις συνεργασίες τους όπως θέλουν.

     

    * Ο κ. Γιάννης Παπαδόπουλος είναι μέλος της Μόνιμης Γενικής Συνέλευσης της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Όταν η Ψυχική Υγεία χρησιμοποιείται ως διαφημιστικό σλόγκαν

    Στην Ελλάδα, κατά την διάρκεια της πρώτης καραντίνας, με ευχάριστη έκπληξη άκουσα για πρώτη φορά να επαναλαμβάνονται οι λέξεις «ψυχική υγεία» από τις εκπομπές και τα σποτ των ΜΜΕ που μιλούσαν για πρόληψη, μέριμνα και πρόσβαση στις αντίστοιχες υπηρεσίες.  Ποτέ στο παρελθόν η κρισιμότητα και η επιτακτικότητα λήψης μέτρων υπέρ της ψυχικής υγείας δεν είχαν αναφερθεί ανοιχτά, δημόσια και για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα στην τηλεόραση.  Μια ενημέρωση για την φροντίδα της εσωτερικής μας ισορροπίας υπό την πίεση του εγκλεισμού ήταν βέβαια επιβεβλημένη αλλά η ελπίδα ότι επιτέλους άνοιξε η δημόσια συζήτηση για το θέμα, κορυφώθηκε με την δημιουργία υπουργικού χαρτοφυλακίου εστιασμένου σε αυτό.  Και τι έγινε μετά;  Τίποτα.

    Στη χώρα μας πολλά πράγματα γίνονται απλά και μόνο για επικοινωνιακούς λόγους. Έτσι ζούμε ένα ακόμα πυροτέχνημα που μάλιστα κάνει και τη φοβερή ζημιά του να δίνει την εντύπωση – σε όσους δεν είναι γνώστες του επιστημονικού πεδίου – να νομίζουν ότι αυτό είναι, μέχρι εκεί φτάνει, τι άλλο θα μπορούσε δηλαδή να συμβεί;  Η ψυχική υγεία δεν είναι ζήτημα για να παίζεις παιχνίδια στο όνομά του.  Είναι κοινωνικό, επειδή αφορά στην διαμόρφωση της ποιότητας της ζωής μας.  Ηθικό, επειδή συντηρεί τις ανισότητες και μπλοκάρει την ισότιμη πρόσβαση στη λήψη υπηρεσιών.  Οικονομικό, επειδή το World Economic Forum προειδοποιεί ότι, μέχρι το 2030, οι παγκόσμιες δαπάνες φροντίδας και νοσηλείας των ωφελούμενων θα εκτοξευθούν στο αστρονομικό ποσό των 16 τρισεκατομμυρίων δολαρίων, αν δεν αναχαιτίσουμε από κοινού την κατρακύλα.  Και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, επειδή κάθε 40 δευτερόλεπτα κάποιος στον κόσμο αυτοκτονεί (πηγή: WHO).

    Δεν αρκεί να πληρώσεις ή να καλέσεις κάποιον εθελοντικά στο γυαλί να σου πει να απευθυνθείς σε ψυχολόγο σε περίπτωση που νιώθεις άσχημα.  Συγνώμη αλλά έχουμε προοδεύσει ως ανθρωπότητα από αυτό το σημείο μηδέν.  Από την άλλη, δεν χρειάζεται καν να βάλεις το μυαλό σου να δουλέψει, γιατί το αβαντάζ του να τα κάνεις όλα τελευταίος είναι ότι μπορείς να κοπιάρεις τις καλές πρακτικές άλλων λαών και να καμωθείς ότι τις σκέφτηκε το υπουργικό σου συμβούλιο.  Μια ματιά στο πλήθος προγραμμάτων προς όλες τις ηλικίες που λαμβάνουν χώρα παγκοσμίως, είναι ικανή να κάνει κάποιον να καταλάβει πόσο πίσω είμαστε σε αυτό τον τομέα, με μηδενική πιθανότητα να προλάβουμε τις εξελίξεις.  Με άλλα λόγια, θα πληρώσουμε την έλλειψη στρατηγικής για την υγεία με πάσης φύσεως απώλειες και κατακερματισμένο πνεύμα.  Μπορεί βέβαια να φτιάξουμε καμιά νόστιμη, δακρύβρεχτη διαφήμιση που θα μας κοστίσει ο κούκος αηδόνι και θα τονίζει την «ανικανότητά» μας (γιατί δεν κάνεις κάτι;    Γιατί δεν πας σε ψυχολόγο;  ΕΣΥ) αντί για την ευθύνη της επίσημης πολιτείας που αδιαφορεί.

    Το φετινό μήνυμα της Παγκόσμιας Ημέρας για την Ψυχική Υγεία (World Mental Health Day, 10 Οκτωβρίου 2020) καλεί για μεγαλύτερες επενδύσεις σε προγράμματα πρόληψης και έγκαιρης παρέμβασης αλλά και ισότιμη πρόσβαση σε υπηρεσίες.  Η ψυχική υγεία είναι ανθρώπινο δικαίωμα που βρίσκεται στο περιθώριο.  Υπάρχουν ελλείψεις σχεδόν στα πάντα, από προσωπικό και δομές μέχρι διαθέσιμα προγράμματα ψυχοεκπαίδευσης, πρόληψης, φροντίδας, εποπτείας.    Το μήνυμα δεν φτάνει μέχρι την οικογένεια, δεν απλώνεται γύρω της ως δίχτυ ασφαλείας.  Έχει μηδαμινή επίδραση στις νεαρές ηλικίες,  Δεν αναγνωρίζεται από το κράτος.  Η ψυχική υγεία δεν «συνταγογραφείται».  Το σύστημα δεν διδάσκει την ολόπλευρη θεώρηση της υγείας, την σχέση ψυχής-σώματος.  Δεν προνοεί, αφήνει την κακοποίηση να καλπάζει.  Δεν συμπονά και δεν συναισθάνεται.  Δεν τρέφει τον παραμικρό σεβασμό για τους φροντιστές ανθρώπων που πάσχουν από ψυχικές νόσους.

    Η ψυχική υγεία δεν μπορεί να αποτελεί πλατφόρμα για διαφημιστικούς πειραματισμούς, ούτε είναι φιλοσοφικό ερώτημα για να παραμένει κανείς στις ημερίδες μεταξύ κοσμικών ή στα άρθρα των περιοδικών.  Οι τίτλοι και οι περγαμηνές των ανθρώπων που θα «αναλάβουν», θα πουν κάτι βαρύγδουπο και θα ολοκληρώσουν την υποχρέωση τους για τη μέρα, δεν έχουν καμία σημασία.  Απαιτούνται συνεχείς, στοχευμένες, παράλληλες δράσεις, διεπιστημονικές συνεργασίες, ενημέρωση από/προς όλες τις βαθμίδες και συμπερίληψη του θέματος σε όλα τα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας.   Είμαστε πολύ πίσω από τον παγκόσμιο στόχο του 2020 που μιλάει για λεφτά στην υγεία αλλά ας κάνουμε μια εθνική προσπάθεια να σηκωθούμε στα πόδια μας,  ‘Η ας ανακαλύψουμε επιτέλους αυτούς που μπορούν να κάνουν την υπέρβαση.

     

     

  • Είμαστε όλοι διακινητές ψευδών ειδήσεων

    Υπάρχει μια επιδημία που εξελίσσεται παράλληλα με τον κορονοϊό: ένα infodemic παραπληροφόρησης και διασποράς παραπλανητικών ειδήσεων με τρόπο που βρίσκεται κάτω από το όριο ανίχνευσης από αλγόριθμους, ενώ κάνει όλους μας δυνητικούς διακινητές τέτοιου υλικού.  Τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα ασχολούμαστε με τα fake news με σημαντικά αποτελέσματα ανάδειξης ψεύτικων ειδήσεων αλλά επειδή ο κόσμος και η τεχνολογία τρέχουν προς το ζοφερό μέλλον με ρυθμούς που δεν μπορεί κάποιος να ανταγωνιστεί εύκολα, έχουμε φτάσει στην επόμενη ημέρα των ειδήσεων που αν χαρακτηρίσουμε απλά ως «fake», έχουμε χάσει την ουσία του προβλήματος όπως έχει διαμορφωθεί σήμερα.  Ψάχνουμε για κείμενα, όταν η παραπληροφόρηση έχει πάρει άλλες μορφές, αυτή των memes, της στρατευμένης γελοιογραφίας και των γρήγορων κλιπ από το TikTok που περνάνε μηνύματα με ανώδυνο για τους συνωμοσιολόγους τρόπο.  Και ψάχνουμε για κείμενα ελεύθερα στο διαδίκτυο, όταν ο νούμερο ένα σκοτεινός θάλαμος του επόμενου εφιάλτη απαντάται στο messenger και στα κρυπτογραφημένα (ή μήπως όχι) μηνύματα του What’s Up.

    Στο ξεκίνημα της πανδημίας του COVID19, μια σειρά από φωνητικά μηνύματα στην Γερμανία που έδιναν λανθασμένες πληροφορίες για το σοβαρό αυτό θέμα δημόσιας υγείας, έφτασαν σε τέτοιο επίπεδο κοινοποίησης και ευρείας «αποδοχής» από το κοινό, που η ίδια η κυβέρνηση χρειάστηκε να λάβει μέτρα για την καταπολέμησή τους.  Ομοίως, στην Βραζιλία του Μπολσονάρο, η κυβέρνηση χρησιμοποίησε τις υπηρεσίες του What’s Up για να διαδώσει παραπλανητικές ειδήσεις, να καταστήσει αναξιόπιστη την αντιπολίτευση και να τη φιμώσει.  Στις χώρες που η δημοκρατία πλήττεται σοβαρά και η ελευθερία του λόγου οδηγεί σε εξόντωση αντιπάλων, οι κυβερνήσεις έχουν αναγάγει τη διαχείριση των κοινωνικών δικτύων προς όφελος της προπαγάνδας τους, σε τέχνη.  Το φαινόμενο όμως δεν είναι και τόσο πρόσφατο.  Οι εκλογές του 2016 στις Ηνωμένες Πολιτείες αφέθηκαν στα χέρια μιας ομάδας Ρώσων τρολ, η οποία – από το 2015 έως το 2017 – χρησιμοποίησε  10.4 εκκατομύρια tweet, 1,100 YouTube βίντεο, 116,000 αναρτήσεις Instagram και 61,500 πρωτότυπες Facebook αναρτήσεις για να διχάσει το κοινό της Αμερικής και να σπρώξει την υποψηφιότητα Trump.  Το Νοέμβριο του 2019, μια άλλη έρευνα αποκάλυψε ότι ακριβώς η ίδια διαδικασία είχε λάβει χώρα στην Πολωνία.

    Αν νομίζετε ότι τα παραπάνω post είχαν όλα τη μορφή κειμένων και μάλιστα σοβαρών και βαρύγδουπων, κάνετε λάθος από άγνοια: τα περισσότερα μηνύματα αποτελούσαν εύπεπτο, σχεδόν χιουμοριστικό υλικό.  Άλλες πάλι φορές επρόκειτο για τρυφερές εικόνες (τι σχέση έχουν τα ποσταρίσματα γατιών με τα fake news?  Απάντηση: η ευρεία αποδοχή και το like farming που προκύπτει από τα ποσταρίσματα με γατάκια και σκυλάκια, κάνει τους αποδέκτες τέτοιων αναρτήσεων πιο επιρρεπείς στην κατοπινή επιδοκιμασία και διακίνηση ψευδών ειδήσεων) και άλλοτε για σέξι γελοιογραφίες (ωραίες, χαζές γυναίκες που δεν καταλαβαίνουν από μέτρα προστασίας, χαχα, κάτσε να τα στείλω στους φίλους μου, στην ομάδα που έχουμε φτιάξει μεταξύ μας για να γελάμε.  Ουπς!  Μόλις έγινα διακινητής επικίνδυνου υλικού και ο ίδιος).

    Αυτό που δυσκολεύεται να καταλάβει ο απλός «κυνηγός» των ψευδών ειδήσεων, είναι το ότι οι διακινητές έχουν ραφινάρει τους τρόπους δράσης τους και έχουν συμπεριλάβει την ψυχολογία στην κατάρτιση στρατηγικών πλάνων επηρεασμού της εκλογικής συμπεριφοράς.  Το υλικό τους βρίσκεται εκεί αρχικά για να σε χαλαρώσει, να σε κάνει να αισθανθείς μια περίεργη οικειότητα, να σε κάνει να γελάσεις και να διακωμωδήσεις.  Και πάνω σε αυτή τη διακωμώδηση, στήνονται πολιτικές καριέρες.  Είναι πλέον κοινή παραδοχή σε όσους ασχολούμαστε με το θέμα, ότι ένας τεράστιος όγκος πληροφοριών διακινείται μέσω οπτικού υλικού (memes, γελοιογραφίες) που καταπίνεται αμάσητο επειδή δεν προϋποθέτει τη γνώση κάποιας γλώσσας ενώ ο εγκέφαλος επεξεργάζεται την πληροφορία με διαφορετικό τρόπο από ότι συμβαίνει όταν μεσολαβεί λεξιλόγιο.

    Όμως, αν και μεγάλο, δεν είναι μόνο αυτό το πρόβλημα.  Αν βάλεις στο παιχνίδι το γεγονός ότι κάποιοι ηγέτες χαρακτηρίζουν ως fake news οποιονδήποτε ισχυρισμό εναντίον τους (βλέπε Trump), τότε θα καταλάβεις πόσο δύσκολη είναι η πάταξη του φαινομένου που μόλις τώρα έχει αρχίσει να γίνεται αντιληπτό.  Αν λάβεις υπόψη σου το γεγονός ότι ο τύπος όλο και περισσότερο επιχορηγείται για να προβάλλει τα συμφέροντα μιας συγκεκριμένης κοινωνικοπολιτικής ομάδας, νομίζω ότι καταλαβαίνεις πόσο συνδυαστικά λειτουργούν κάποια πράγματα.  Αλλά το χειρότερο, είναι το παρακάτω: κάθε φορά που κοινοποιείς την κατάρριψη των ψευδών ειδήσεων, στην πραγματικότητα συμβάλλεις στην διαιώνιση της δυσπιστίας απέναντι στο περιεχόμενο του διαδικτύου, δηλαδή δημιουργείς περισσότερους καχύποπτους οι οποίοι αύριο-μεθαύριο θα είναι καχύποπτοι απέναντι σε οτιδήποτε διαβάσουν, ακούσουν ή μοιραστούν στον κυβερνοχώρο, ακόμα κι αν αυτό είναι επιστημονικά σωστό ή ορθολογικά ακριβές.

    Και τώρα θα με ρωτήσεις «τι να κάνω, να αφήσω να πλημμυρίσει το facebook με ψέμματα»;  Καταρχάς δεν είναι η δουλειά του μέσου χρήστη να κάνει τον ghostbuster.  Υπάρχουν ομάδες ελέγχου που κι αυτές χρειάζονται έλεγχο από ανεξάρτητη αρχή (σε μη ανεπτυγμένες χώρες αυτός που ποστάρει και αυτός που ελέγχει προέρχονται από το ίδιο pool συμφερόντων).

    Αλλά θα απαντήσω λεπτομερώς σε αυτό το ερώτημα, σε επόμενο επεισόδιο.  Σε αυτή τη φάση, ας θυμόμαστε ότι ένα meme δεν είναι ποτέ απλά ένα meme.

     

  • Ένας υπολογιστής δεν φέρνει την Άνοιξη (στην τηλεκπαίδευση)*

    Η χειρότερη τραγωδία για ένα ποιητή είναι να τον θαυμάζουν έχοντας παρεξηγήσει το έργο του υποτίθεται ότι έγραφε ο Ζαν Κοκτώ και μου αρέσει να σκέφτομαι ότι αυτό το απόφθεγμα μπορεί να βρει εφαρμογή σε πάρα πολλές περιπτώσεις του καθημερινού βίου των τελευταίων ετών, κατά τις οποίες εξυμνούμε ή αφορίζουμε αλλαγές και διαδικασίες με αποκλειστικό γνώμονα τον τρόπο που τα επεξεργάζεται ο εγκέφαλός μας, ίσως και η κοινωνική ομάδα μέσα στην οποία έτυχε να γεννηθούμε.  Ένα από αυτά τα «καινούρια μου καλάθια» είναι η τηλεκπαίδευση ή μάλλον αυτό που φαντάζεται κανείς ότι είναι «τηλεκπαίδευση», την οποία αναγκαστήκαμε όπως όπως να σφιχταγκαλιάσουμε – δεν γινόταν διαφορετικά – την περίοδο της καραντίνας ενώ ούτε κατά διάνοια υπήρξαμε προετοιμασμένοι γι’ αυτή.  Αυτό όμως δεν είναι ένα άρθρο για τις δυσκολίες στην επικοινωνία που συναντήσαμε κατά τους προηγούμενους μήνες αλλά για το θράσος κάποιων να πιστεύουν ότι η τηλεκπαίδευση καθαυτή είναι ένας υπολογιστής και μια γρήγορη ταχύτητα internet – αυτά αρκούν.  Σε τέτοιο μάλιστα βαθμό το πιστεύουν, που από την Άνοιξη και πέρα όλα αφέθηκαν στο έλεός τους ενώ δεν έγινε καμία προσπάθεια να μελετήσουμε το πώς θα μπορούσαμε πραγματικά να μεταβούμε ομαλά από τα δια ζώσης μαθήματα σε ένα μοντέλο εξ αποστάσεως διδασκαλίας και μάθησης, με σοβαρότητα και παιδαγωγική ευθύνη.  Δεν έγινε δηλαδή καμία προσπάθεια να εκπαιδευτούμε στην τηλεκπαίδευση, ένα πεδίο που έχει το δικό του curriculum, τους δικούς του κανόνες, πρωτόκολλο και συνθήκες λειτουργίας.

    Αλλά το ανέκδοτο δεν σταματάει εδώ.  Ήδη ο όρος «τηλεκπαίδευση» έχει μπει στο καθημερινό μας λεξιλόγιο με τον χειρότερο τρόπο: προετοιμαζόμαστε για κάτι που δεν έχουμε γνωρίσει, που έχουμε υποτιμήσει σε δυσκολία, που δεν έχουμε ερευνήσει ποιοτικά (ένα από τα μεγαλύτερα σοκ που έπαθα όταν χρειάστηκε να φτάσουμε διαδικτυακά στους μαθητές μας ήταν η διάλυση της ψευδαίσθησης ότι «οι νέοι παίζουν την τεχνολογία στα δάκτυλά τους».  Τελικά οι νέοι μπορεί να παίζουν το τικ τοκ και τις πλατφόρμες γνωριμιών στα δάκτυλά τους αλλά, πιστέψτε με, χρειάζονται μάνιουαλ για τις διαδικτυακές εκπαιδευτικές πύλες, για να φτιάξουν λογαριασμό στο Skype ή το zoom και πολύ περισσότερο για να προσαρμοστούν στους κανόνες διαδικτυακής συμπεριφοράς, δηλαδή στο πότε ανοιγοκλείνω το προφίλ μου, πότε βάζω σιγή στο μικρόφωνο διατηρώντας κατά προτίμηση την κάμερα ανοιχτή στο μάθημα: τα ευτράπελα εκείνης της περιόδου γράφουν τόμους βιβλίων).  Σαν να μην έφτανε αυτό, η ευθύνη για την διδασκαλία των παραπάνω έπεσε στους δασκάλους και καθηγητές όλων των βαθμίδων, οι οποίοι είχαν να αντιμετωπίσουν ακριβώς τις ίδιες αγκυλώσεις που είχαν και οι μαθητές τους κι επιπλέον ένα ανελέητο κατηγορώ.  Στην «τηλεκπαίδευση» που ζήσαμε, ο τυφλός οδηγούσε τον αόμματο.  Παρά τα παραπάνω όμως, ο κόσμος και δη ο πολιτικός συνεχίζει να περνάει την εντύπωση ότι ο υπολογιστής από μόνος του ισούται με εκπαίδευση.

    Ένα από τα θέματα που γεννούν προβληματισμό είναι το γεγονός ότι παρά την ανάπτυξη των εργαλείων των Τεχνολογιών της Πληροφορίας και Επικοινωνίας, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί και ερευνητές εκπαιδευτικού υλικού – ή τέλος πάντων αυτοί που κάνουν κουμάντο και σπρώχνουν τηλεκαταρτίσεις, βλέπε σκρόιλ ελικίκου –  στην Ελλάδα, προέρχονται από παραδοσιακά περιβάλλοντα και κουβαλούν τεχνικές και μεθόδους οι οποίες δεν συνάδουν με την ταχύτητα και τον τρόπο με τον οποίο μεταδίδεται η πληροφορία στην άλλη άκρη μιας οθόνης υπολογιστή.  Δεν αρκεί μόνο να υπάρχουν αυτά τα εργαλεία, η διαχείριση και ο έλεγχός τους αποτελούν θέματα υψίστης σημασίας όταν μιλάμε για εκπαίδευση, ενώ η ποιότητα, η σωστή χρήση τους και η προσαρμογή τους στις απαιτήσεις του σήμερα, χρειάζονται τον συντονισμό όλων των εμπλεκόμενων μερών.  Το ερώτημα είναι το κατά πόσο τα παραπάνω εργαλεία  και άλλα τόσα που θα έχουμε στο μέλλον στα χέρια μας, είναι ικανά να διευκολύνουν επί της ουσίας την εκπαιδευτική διαδικασία ή αν απλώς πρόκειται για μέσα προβολής υλικού ή παρουσιάσεων από κάποιες ομάδες ανθρώπων.  Για πολλούς θεωρητικούς της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, η ουσία δεν είναι η απλή αναπαραγωγή του τι γίνεται μέσα σε κάποια ακαδημαϊκή αίθουσα ή η στείρα παρουσίαση ενός μαθήματος σε κάποιον μαθητή/φοιτητή ο οποίος βρίσκεται σε διαφορετικό χώρο από αυτόν που πραγματοποιείται η διάλεξη.  Αυτό που αναζητείται στη χρήση των εργαλείων είναι η δημιουργία μιας ολοκαίνουριας ολιστικής εμπειρίας για τους εκπαιδευόμενους οι οποίοι θα μπορέσουν να παρέμβουν δημιουργικά στο υλικό που τους δίνεται, θα μπορούν να αλληλεπιδρούν, να καλλιεργούν νέες δεξιότητες, να εκμεταλλεύονται τις δυνατότητες και τις ευκαιρίες που τους δίνονται στο μέγιστο δυνατό βαθμό, να αναπτύσσουν κριτική σκέψη και να γίνονται μέλη μιας ευρύτερης κοινότητας ομοϊδεατών.

    Από την άλλη μεριά, τα πλεονεκτήματα της τηλεκπαίδευσης αποδεικνύονται ταυτόχρονα και τα αδύνατά της σημεία: η αλληλεπίδραση, η ανάπτυξη της επικοινωνίας και η ομαδικότητα που εν δυνάμει καλλιεργεί, ανατρέπονται από τον ασύγχρονο χαρακτήρα της.  Η αποστολή μηνυμάτων σε ανύποπτο χρόνο από τους μαθητές και οι απαντήσεις-επεξηγήσεις στα μηνύματα από τους διδάσκοντες, μπορεί να οδηγήσουν σε ανισότητες στη συμμετοχή, σε δυσκολία στο συντονισμό της συζήτησης ή ακόμα και σε μια ανεξέλεγκτη φλυαρία που αποπροσανατολίζει το μαθητή από το εκπαιδευτικό του αντικείμενο.  Πολλοί καθηγητές κατά την διάρκεια της καραντίνας παραδέχτηκαν ότι οι διαφορές στην συμμετοχή κάποιων μαθητών είχαν να κάνουν με το πόσο «έσπρωχνε» από πίσω ο γονιός, δηλαδή με το πόσο συμμετείχε και αυτός σε κάτι που υποτίθεται ότι θα έπρεπε να ενθαρρύνει την αυτενέργεια!

    Χρειάζεται χρόνος και προσπάθεια για να γυρίσουμε από τις παραδοσιακές, καλύτερα ελεγχόμενες μεθόδους διδασκαλίας – τις βασισμένες στο βιβλίο και την φυσική παρουσία – σε ένα χαμηλού κόστους βασισμένο εξ ολοκλήρου στο διαδίκτυο σύστημα, που να καλύπτει το μεγάλο αριθμό μαθητών που εξυπηρετούν αυτή τη στιγμή τα σχολικά και ακαδημαϊκά ιδρύματα, χωρίς να σχεδιάσουμε από την αρχή και να επαναπροσδιορίσουμε τις αρχές και τις μεθόδους που ορίζουν την εκπαίδευση και την επαγγελματική συμπεριφορά των λειτουργών της.  Είναι απαραίτητο για εκπαιδευτικούς και εκπαιδευόμενους, σχεδιαστές προγραμμάτων και συντονιστές, να εκπαιδευτούν από την αρχή πάνω σε μια φιλοσοφία που δεν θα στερείται τα οφέλη της σύγχρονης τεχνολογίας αλλά θα μπορεί να εκμεταλλευτεί δημιουργικά στο μέγιστο βαθμό τις ευκαιρίες που προσφέρει για γνώση και προσωπική ανάπτυξη.  Αλλά πριν γίνει αυτό, είναι απαραίτητο να ανοίξουμε εκείνη τη συζήτηση που όλοι αποφεύγουν να κάνουν.

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας

  • Οι μνηστήρες του Κέντρου*

    Καμιά κοινωνική ομάδα δεν είναι περισσότερο περιζήτητη στις τάξεις των στρατολόγων των κομμάτων από αυτή που προσδιορίζεται ως Κέντρο.  Το Κέντρο ανέκαθεν ασκούσε γοητεία σε ηγέτες και ψηφοφόρους, είναι το κομμάτι του παζλ που αποκαλύπτει όλη την ομορφιά ενός πολιτικού εγχειρήματος, το βασικό συστατικό μιας επιτυχημένης εκστρατείας.  Το να πάρεις το Κέντρο με το μέρος σου είναι πρακτικά η ένδειξη ότι έχεις βελτιωθεί στην επικοινωνία του πώς να κερδίζεις εκλογικές μάχες.  Τα μηνύματα που απευθύνονται σε κεντρώους ψηφοφόρους αποτελούν σπουδή στο πώς μια σειρά από θέσεις μπορούν να μεταφραστούν σε ένα ενιαίο, κατανοητό σύνολο – το τέλος της καταστροφικής επεξήγησης του τι θέλει να πει ο αρχηγός (ακολουθώ τον κανόνα που λέει ότι «αν πρέπει να το εξηγήσεις, είναι λάθος δοσμένο»).  Κατά περιόδους, τα κόμματα εξουσίας υπερήφανα ισχυρίζονται ότι έχουν το Κέντρο με το μέρος τους, άρα η αναζήτηση της καλύτερης δυνατής εκπροσώπησης οφείλει να τελειώσει εδώ και είναι αλήθεια ότι ενίοτε το Κέντρο μετακινείται για να χωρέσει.  Το γεγονός όμως ότι σε καιρούς νηνεμίας κερδίζει διαρκώς εξωσυστημικούς υποστηρικτές ενώ αναδεικνύει ανθρώπους που επιθυμούν να το διεκδικήσουν μακριά από τους μηχανισμούς της κεντρικής εξουσίας, δείχνει το πόσο η κρίσιμη μάζα που απεχθάνεται τις φωνασκίες και τις μεγάλες υποσχέσεις που φτάνουν μέχρι την κάλπη (μετά την απομάκρυνση από το ταμείο-κάλπη, ουδεμία υπόσχεση δεν αναγνωρίζεται ως τέτοια) ζει, βασιλεύει και αξίζει μια αυτόνομη υποψηφιότητα.

    Αυτό σημαίνει βέβαια ότι η οποιαδήποτε προσπάθεια αποτελεί στοίχημα αναδιοργάνωσης και μελέτης της εκλογικής συμπεριφοράς, που χρειάζεται να απαντήσει στα εξής ερωτήματα:  α) ένας κεντρώος πολιτικός φορέας είναι θέμα ένωσης δυνάμεων ή εκ νέου ίδρυσης από το μηδέν, β) ευνοεί το σημερινό πολιτικό σκηνικό την κινηματική πολιτική ή με την Νέα Δημοκρατία επιστρέψαμε στα κόμματα μαζικής συμμετοχής και γ) συμμετέχουν σήμερα οι άνθρωποι σε κόμματα;  ‘Η μήπως «προσλαμβάνονται».  Στην προσπάθεια για ανασυγκρότηση του κεντρώου χώρου, η λέξη που παρουσιάζει την μεγαλύτερη προβληματική είναι η «ανασυγκρότηση»: αφενός το κέντρο δεν δίνει τα τελευταία χρόνια την εντύπωση ότι είναι πολιτικά συγκροτημένο με τρόπο που να λειτουργεί ως ο δεύτερος πόλος σε μια εκλογική αναμέτρηση.  Αφετέρου, η ανασυγκρότηση υπονοεί ότι μικρότερες πολιτικές ομάδες καλούνται να ενώσουν δυνάμεις αλλά υπάρχουν δομικές δυσκολίες στον τρόπο που γίνεται αυτό.  Τέλος, μέχρι σήμερα αρκετές προσπάθειες έχουν απαξιωθεί επικοινωνιακά από επαναλαμβανόμενες αποτυχίες του παρελθόντος οι οποίες δεν καταφέρνουν τελικά να βρουν τον δρόμο τους στις εκλογές.

    Υπάρχει και ένα άλλο θέμα που συχνά προσπερνιέται στην αναζήτηση του προσώπου που θα ενσαρκώσει καλύτερα το κεντρώο ιδεώδες: απουσιάζουν οι στρατιώτες που θα αναλάβουν την ευθύνη για τα αποτελέσματα μιας τέτοιας δουλειάς.  Απουσιάζει η δέσμευση σχεδόν από όλη την πολιτική ζωή του τόπου.  Και εκεί που κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η λέξη κλειδί στην πολιτική είναι η «ευελιξία», εγώ θα πω ότι υποφέρουμε από το αντίθετο: από το ξεχείλωμα των ιδανικών και των στόχων υπέρ της πρόσληψής μας σε μια θέση.  Ελλείψει εργασιακών θέσεων, ο πολιτικός στίβος μετετράπη σε career forum τέτοιο που να μην έχεις πια την εσωτερική ανάγκη να αλλάξεις τον κόσμο γύρω σου, μόνο την πρεμούρα να βρεις μια ενδιάμεση θεσούλα για να βολευτείς.

    Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην αληθινή πολιτική.

    Κατατάσσω τις δομικές δυσκολίες σε τέσσερις μεγάλες κατηγορίες:

    1. Στην αδυναμία σύνθεσης μιας νέας πολιτικής ομάδας η οποία να παρουσιάζει ομοιομορφία. Οι περισσότερες προσπάθειες σκοντάφτουν στον ερχομό κοντά ετερόκλητων στοιχείων που έχουν μεν καλές προθέσεις αλλά δεν έχουν υποστεί την ζύμωση εκείνη που θα τους οδηγήσει να γίνουν ομάδα.  Να θυμίσω ότι κατά το παρελθόν είχαμε ακούσει πολλά από ενώσεις «προσωπικοτήτων» και ελπίζω να αντιλαμβάνεστε ότι μια τέτοια αφετηρία δημιουργεί εξαρχής απόσταση με αυτούς που θα επιθυμούσαν να ενταχθούν στην προσπάθεια (για μένα η λέξη προσωπικότητα εκφράζει μια απώλεια ανθρώπινου δυναμικού και προτάσεων ενώ εκλαμβάνεται ως μια σειρά από υποψηφίους-άτομα και όχι ως ένα καλοδουλεμένο σύνολο) μέχρι τη συζήτηση λίγο πριν τις εκλογές για το αν θα πρέπει να κρατήσουμε ή να αποκλείσουμε συγκεκριμένο κόσμο που είναι καταγεγραμμένος στη συνείδηση των ψηφοφόρων με ένα συγκεκριμένο τρόπο.
    2. Στην απουσία εκλογικού μηχανισμού που θα κατασκευάσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα κινηθεί η ομάδα αλλά και στην απουσία διαφοροποιημένης από τους υπόλοιπους πολιτικής ατζέντας που θα αποτελέσει την ταυτότητα του νέου σχηματισμού.
    3. Στις χρονικές στιγμές που ξεκινάει μια τέτοια συζήτηση και στις χρονικές στιγμές που εγκαταλείπεται – θεωρώ ότι η εγκατάλειψη της συζήτησης κάνει περισσότερη ζημιά στην υστεροφημία τέτοιων προσπαθειών από το να μην είχε ξεκινήσει κάτι ποτέ.
    4. Στην απουσία απάντησης του γιατί να ανασυγκροτηθεί ένα κέντρο που δεν έχει αποδείξει ότι μπορεί να σταθεί αυτοτελώς ή διαχρονικά και χωρίς κλυδωνισμούς μέχρι σήμερα.

    Στο κομμάτι της επικοινωνίας μιας τέτοιας προσπάθειας θα έβαζα σίγουρα το ότι κατακερματισμένες ομάδες δυστυχώς δεν επιτυγχάνουν να πλασάρουν ξανά τον εαυτό τους ως κάτι διαφορετικό από αυτό που έχουν υποστεί, δηλαδή τον κατακερματισμό.

    Το δικό μου λοιπόν συμπέρασμα αφορά στην επανα-επινόηση του κέντρου, σε μια  προσπάθεια να διεκδικηθεί αυτό από μέσα προς τα έξω, από τους ανθρώπους του και τους ανθρώπους που έχουν κάτι να πουν, όχι να επαναλάβουν.  Το επόμενο μεγάλο στοίχημα θα είναι η διεκδίκηση του σεβασμού του εκλογικού σώματος: όταν έχουν καταρρεύσει τα πάντα, το μοναδικό «νόμισμα με το οποίο θα μπορούμε να συναλλασσόμαστε θα είναι η εμπιστοσύνη.

     

    *Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας