Η αξία των δηλώσεων Δένδια και τι πρέπει να ακολουθήσει
Τα όσα είπε ο Υπουργός Εξωτερικών κ. Δένδιας στο πλαίσιο των κοινών δηλώσεών του με τον Τούρκο ομόλογό του κ. Τσαβούσογλου το βράδυ της 15ης Απριλίου, έγιναν δεκτά με μεγάλη ικανοποίηση από έναν τεράστιο αριθμό Ελλήνων, πολλών διαφορετικών πολιτικών αντιλήψεων, όπως είναι φανερό αυτό από τα σχόλια σε κοινωνικά δίκτυα και sites. Προσθέστε κι εμένα σε αυτούς. Θα είναι λάθος όμως να τους δώσουμε μεγαλύτερη σημασία από όση αξίζουν και να εφησυχαστούμε, ενώ έχουμε πολλά κι ουσιαστικά να κάνουμε ακόμα.
Καταρχήν, ας ξεκαθαρίσουμε ότι στα θέματα εξωτερικών και άμυνας είμαστε όλοι μαζί. Δεν έχει σημασία ότι βρίσκομαι σε διαφορετικό κόμμα από τον κ. Δένδια, τον κ. Παναγιωτόπουλο και τους υπόλοιπους αξιωματούχους. Είμαι πάνω από όλα Έλληνας πολίτης και η επιτυχής εκτέλεση των καθηκόντων τους είναι ωφέλιμη για όλη τη χώρα, για όλες κι όλους μας. Άλλωστε, όπως έχει δείξει το παρελθόν, πρόσφατο και μη, οι δύο αυτοί τομείς είναι αυτοί στους οποίους πολλές φορές οι πολιτικές διαφορετικών κομμάτων και κυβερνήσεων έχουν φτάσει να είναι σχεδόν ίδιες, τόσο με την καλή όσο και με την κακή έννοια.
Τα λόγια του κ. Δένδια δεν ήταν κάτι καινούριο που δεν έχουμε ξανακούσει. Είναι οι πάγιες θέσεις της Ελλάδας, βασισμένες στο Διεθνές Δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες, απέναντι στις απαιτήσεις της Τουρκίας. Όμως, όπως και πολλές φορές στη ζωή, την ίδια ή και περισσότερη σημασία με τα λεγόμενά σου έχει ο τρόπος κι ο χρόνος που τα λες. Ο ευθύς, δεικτικός, με μια μικρή δόση χιούμορ για να μη βαρύνει υπέρμετρα το κλίμα, λόγος του κ. Δένδια, δίπλα στον Τούρκο Υπουργό Εξωτερικών στην Άγκυρα, προκάλεσε όλο τον ντόρο.
Ας μην μπερδεύουμε βέβαια τη διπλωματία με τις ποδοσφαιρικές εκτός έδρας νίκες. Είναι λογικό κι αναμενόμενο ένας απλός άνθρωπος, που δεν παρακολουθεί τακτικά τη σχετική ειδησεογραφία, να χαίρεται με τις δηλώσεις αυτές αλλά η πραγματική αξία τους δεν είναι ίδια με τον μεγάλο, ομολογουμένως, επικοινωνιακό αντίκτυπό τους.
Δεν είναι βέβαια καθόλου μικρή αυτή αξία, αν ιδωθεί ως άλλος ένας κρίκος σε μια αλυσίδα που περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη νέα, υπό τον Πρόεδρο Μπάιντεν, πολύ πιο αυστηρή στάση των ΗΠΑ απέναντι στην Τουρκία, την πρόσφατη δήλωση του Ιταλού Πρωθυπουργού κ. Ντράγκι περί “δικτάτορα Ερντογάν”, την αμφιθυμία που έδειξε ο προσωρινός Λίβυος Πρωθυπουργός για την εγκυρότητα του περιβόητου Τουρκολιβυκού Μνημονίου κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην Άγκυρα και τις νέες στρατιωτικές και διπλωματικές σχέσεις της Ελλάδας με χώρες όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ξεκινώντας από τον υβριδικό πόλεμο πέρυσι την άνοιξη στον Έβρο (έκανα μάλιστα και κάποιες σκοπιές για την αποτροπή των μεταναστευτικών ροών, υπηρετώντας τη στρατιωτική θητεία μου στην Αλεξανδρούπολη), την καλοκαιρινή ένταση στο Αιγαίο και φτάνοντας στις προσβολές στο πρόσωπο του Γάλλου Προέδρου Μακρόν και το πιο πρόσφατο #sofagate με τη δημόσια υποτίμηση της Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής κ. Φον Ντερ Λάιεν, συνδυασμένα όλα τα παραπάνω με την αυξημένη τουρκική στρατιωτική παρουσία και δραστηριότητα ανά την υφήλιο, φαίνεται ότι η Τουρκία δεν ικανοποιείται με το τωρινό status quo. Επιδιώκει, βασιζόμενη στον ραγδαία αυξανόμενο πληθυσμό της και το μέγεθος της οικονομίας της (η οποία, παρά τις πρόσφατες -σοβαρές- δυσκολίες της και τον τρόπο που αυτές παρουσιάζονται στα ΜΜΕ, η Τουρκία απέχει πολύ από την κατάρρευση), να απαλλαγεί από συνθήκες και καταστάσεις που θεωρεί ότι εμποδίζουν την άνοδό της στο παγκόσμιο γεωπολιτικό γίγνεσθαι.
Το σημαντικότερο εδώ είναι ότι αυτή είναι μια γενική κατεύθυνση του τουρκικού πολιτικού συστήματος, όπως έχουν δείξει δηλώσεις στελεχών διαφόρων κομμάτων της τουρκικής αντιπολίτευσης. Δεν πρόκειται δηλαδή να σταματήσει με τυχόν αποχώρηση από τον προεδρικό θώκο του κ. Ερντογάν. Αυτό αποτελεί μία επικίνδυνη αυταπάτη. Συνεπώς, τα παραπάνω ,σε συνδυασμό με τον αυταρχισμό του κ. Ερντογάν, καθιστούν την Τουρκία απρόβλεπτη και, κυρίως, επικίνδυνη. Ποια λοιπόν πρέπει να είναι δική μας απάντηση σε αυτούς τους μακροχρόνιους τουρκικούς σχεδιασμούς;
Αυτή, σε έναν ικανοποιητικό βαθμό, με μεγάλα όμως περιθώρια βελτίωσης, υλοποιείται σήμερα. Αφορά, στο ένα της σκέλος, την ενίσχυση των διπλωματικών και στρατιωτικών σχέσεών μας με χώρες ισχυρές (π.χ. Γαλλία, ΗΠΑ), της ευρύτερης γεωγραφικής μας γειτονιάς (π.χ. Ισραήλ, Αίγυπτος) και με κοινά συμφέροντα (π.χ. Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα). Το ελπιδοφόρο, μάλιστα, είναι ότι η σχέση με το Ισραήλ έχει αναπτυχθεί και διατηρηθεί από διαφορετικές κυβερνήσεις εδώ και πάνω από μια δεκαετία. Το ίδιο ελπίζω να συμβεί και με τις σχέσεις που αναπτύσσονται τώρα με άλλες χώρες.
Το δεύτερο σκέλος αφορά την ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας των Ενόπλων Δυνάμεών μας κι εδώ θα ήθελα να σταθώ. Κι αυτή υλοποιείται σε έναν σημαντικό βαθμό. Πρέπει να γνωρίζουμε και να συνειδητοποιούμε ότι τα Ραφάλ, οι καινούριες φρεγάτες, η επακόλουθη αύξηση των εισακτέων στις Στρατιωτικές Σχολές για να έχουμε προσωπικό που θα τα/τις χειρίζεται, οι συμμετοχές σε κοινές ασκήσεις ή αποστολές, το νέο εθνικό τυφέκιο, η αντικατάσταση των απαρχαιωμένων “καναδέζων” και Στάγιερ με οχήματα που θα πληρούν τα πρότυπα ασφαλείας του ΝΑΤΟ έχουν βαρύ οικονομικό κόστος τόσο σήμερα όσο και στο μέλλον, σε μια χώρα με υψηλό δημόσιο χρέος, υψηλή ανεργία και μια οικονομία με χρόνια προβλήματα. Σημαίνει λιγότερα χρήματα σε κοινωνικές δαπάνες, σε υποδομές, σε μειώσεις ή καταργήσεις φόρων. Σημαίνει ότι δεν υπάρχει καμία μεσοπρόθεσμη προοπτική δραστικής μείωσης ή κατάργησης της στρατιωτικής θητείας, αν και σε κάθε περίπτωση επιβάλλεται ριζική αναδιαμόρφωσή της για να αποκτά κάποιος πραγματικές στρατιωτικές ικανότητες.
Για να είμαι σαφής, η τωρινή κατάσταση της Τουρκίας δεν μας αφήνει περιθώρια, κατά την άποψή μου. Χωρίς να το λέω ελαφρά τη καρδία, οι αμυντικές δαπάνες πρέπει για τα προσεχή χρόνια να είναι αυξημένες, πάντα σε συνδυασμό με δραστήρια διπλωματία, η οποία πρέπει να έχει συνέχεια, ανεξαρτήτως της εκάστοτε κυβέρνησης. Ειδάλλως, δηλώσεις όπως αυτές του κ. Δένδια, είτε γίνονται είτε δε γίνονται δε θα έχουν ιδιαίτερη σημασία.
Υ.Γ.: Όπως δείχνει η πρόσφατη απόφαση του Α/ΓΕΕΘΑ να αποκτήσει ξανά ο Στρατός Ίλη Ιππικού, περισσεύουν χρήματα στον αμυντικό προϋπολογισμό της χώρας. Καλό θα ήταν τα χρήματα αυτά να πάνε στους στρατιωτικούς που εκτελούν υπηρεσίες μεταναστευτικών ροών στον Έβρο και δεν έχουν αποζημιωθεί για αυτές εδώ και σχεδόν 9 μήνες, αντί σε άλογα, πράσινα ή άλλου χρώματος…
*Ο Μάνος Πιτροπάκης είναι μέλος της Συντονιστικής Επιτροπής της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Τα προβλήματα της πανδημίας δεν θα λυθούν με ένα application
Αν κάτι μας έμαθε η πανδημία με τον πιο σκληρό τρόπο, αυτό είναι το να μη θεωρούμε δεδομένα όλα τα πλάνα και τα προγράμματα πάνω στα οποία στηριζόμασταν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Εκατοντάδες άνθρωποι έχασαν ξαφνικά τη δουλειά και την ζωή – όπως τις είχαν σχεδιάσει και εμπιστευτεί – κάτω από τα πόδια τους. Δεκάδες άλλοι μπήκαν σε αναμονή για κάτι που δεν γνωρίζουμε με ποια μορφή και με ποιους όρους θα έρθει. Η ανάγκη για επιβίωση έκανε κάποιες περίπλοκες διαδικασίες, όπως για παράδειγμα την τηλε-εργασία που έχει ένα τεράστιο φάσμα δικών της κανόνων και συμπεριφορών, να μεταβολιστούν σε λύσεις ανάγκης για λίγους, προκειμένου να συνεχίσει η γη να γυρίζει. Πίσω όμως από τις προσπάθειες και την καλή θέληση όλων μας να διατηρήσουμε εκείνη την «κανονικότητα» που είναι ικανή να μας εξασφαλίσει μια μίνιμουμ ισορροπία, υπάρχει ένα πολυποίκιλο εργατικό δυναμικό που δεν θα κληθεί απλά να ξαναγυρίσει στη δουλειά (αν υποθέσουμε ότι θα υπάρχουν δουλειές μετά την πανδημία), αλλά να εκπαιδευτεί από την αρχή για τον κόσμο που ετοιμάζεται. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους, όχι απλά δεν ακούγεται κουβέντα αλλά σχεδόν υπονοείται ότι θα πρέπει μόνοι τους να βρουν την άκρη, αφού τα εμπόδια του καθημερινού τους αγώνα είναι κάτω από το όριο ανίχνευσης της κυβέρνησης και του κράτους πρόνοιας. Αυτοί οι άνθρωποι είναι το ανθρώπινο δυναμικό της ηλικίας των 55 +, που έρχονται αντιμέτωποι με τα οικονομικά, επαγγελματικά και κοινωνικά στεγανά όλης της προηγούμενης δεκαετίας της κρίσης. Πρόκειται για μια αόρατη ομάδα της αγοράς εργασίας.
Ζούμε σε μια χρονική συγκυρία κατά την οποία η τηλε-εργασία και η ευελιξία στο εργασιακό ωράριο ενθαρρύνονται προκειμένου να τηρηθούν τα μέτρα προστασίας κατά του κορονοϊού: αυτό που δεν έχει μετρηθεί και αξιολογηθεί ποιοτικά είναι το πόσοι εργαζόμενοι και σε ποια εργασιακά πόστα μπορούν πραγματικά να δουλέψουν από απόσταση. Τα στατιστικά στοιχεία διεθνώς περιγράφουν ένα δραματικό τοπίο ανθρώπων που μένουν εκτός δουλειάς και εκτός ευκαιριών. Είναι οι λεγόμενοι «blue collar» εργαζόμενοι, οι χειρώνακτες, οι χαμηλόμισθοι σε επισφαλή πόστα, οι άνθρωποι δηλαδή που είχαν εξαρχής λιγότερη ευελιξία και μικρότερο εύρος επιλογών ως προς τη δουλειά που θα έκαναν. Όταν μάλιστα οι παραπάνω ανήκουν σε ηλικιακές ομάδες που ο κορονοϊός έχει χτυπήσει αλύπητα, αυτοί είναι περισσότερο πιθανό να αποσυρθούν στα σπίτια τους, να απολυθούν ή να μη μπορούν να βρουν δουλειά εξαιτίας της επικινδυνότητας για την υγεία τους αλλά και των δεξιοτήτων που εντωμεταξύ δεν πρόλαβαν να καλλιεργήσουν. Η πιθανότητα να ξεκινήσουν τη δική τους δουλειά στην Ελλάδα των λουκέτων και της ανύπαρκτης επιχειρηματικής κουλτούρας, είναι μηδαμινή αν όχι μια θρασύτατη υπόνοια όσων κυβερνητικών ενθαρρύνουν τον κόσμο να σταματήσει επιτέλους να ζει με επιδόματα και να «δομήσει βιογραφικό». Η πιθανότητα να ανταγωνιστούν τις μικρότερες ηλικίες μετά το lockdown – και παρά τα πολλαπλά προσόντα που μπορεί να διαθέτουν όσοι έχουν φάει πραγματικά την αγορά με το κουτάλι – είναι ελάχιστες και μόνο στο μυαλό των θεωρητικών που πιστεύουν ότι «έτσι είναι αν έτσι νομίζετε».
Έφερε η πανδημία μαζί της μια παρέλαση από ανισότητες στις οποίες τα προηγούμενα χρόνια απλά αναφερόμασταν χωρίς ποτέ να έχουμε κάνει κάτι; Η ηλικία, μεταβλητή που θεωρούνταν στερεότυπο μέχρι και πριν από λίγα χρόνια, ήρθε ως σοκαριστική πραγματικότητα να ταράξει τη νιρβάνα όσων ταυτίζονται με την τεχνολογία με τρόπο που να θεωρούν αυτονόητη την ομαλή προσαρμογή στα νέα διαδικτυακά δεδομένα, αγνοώντας το ότι έχουμε δρόμο μέχρι την ψηφιακή εγγραμματοσύνη. Τα προβλήματα της πανδημίας δεν θα λυθούν με application και προγράμματα επιμόρφωσης που έχουν ηλικιακά όρια. Σαφέστατα σήμερα έχουμε περισσότερες επιλογές, διαύλους επικοινωνίας και πλατφόρμες χτισίματος μιας καινούριας ζωής-επιχείρησης-ομάδας: με την προϋπόθεση ότι θα γίνει ένα άνοιγμα γνωριμίας και εξοικείωσης προς όλους εξίσου και όχι μόνο προς αυτούς που γνωρίζουν πώς να χρησιμοποιούν το zoom ως ελάχιστη προϋπόθεση.
Υπάρχει επιτακτική ανάγκη δημιουργίας ενός ευρύτερου πλαισίου επιμόρφωσης και ενθάρρυνσης για την επιστροφή στην εργασία και την διατήρηση εργασιακών θέσεων, για τους άνω των 55 ετών. Η εργασία, η απασχολησιμότητα, η δημιουργία επιλογών και κατ’ επέκταση η κοινωνική ένταξη των μεγαλύτερων ηλικιακά ανθρώπων – παράγοντες που δεν επηρεάζουν μόνο την δική τους ψυχική υγεία αλλά την ολόπλευρη επιβίωση των κοινοτήτων μας – χτυπούν καμπανάκι κινδύνου.
Η Δέσποινα Λιμνιωτάκη είναι Πρόεδρος της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.
Μια συζήτηση που δεν έχουμε κάνει
Ένα πράγμα που, κατά την άποψη μου, δεν έχει συζητηθεί αναφορικά με την ασφάλεια των επαγγελματικών χώρων όσον αφορά στον κορονοϊό, είναι το φιλτράρισμα του αέρα τους.
Ενώ από διάφορα δημοσιεύματα πλέον μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι ο covid19 είναι ιός που κυρίως μεταδίδεται με σταγονίδια που διασπείρονται στον αέρα, τόση δυσανάλογα λίγη (αν καθόλου) συζήτηση γίνεται για το πώς αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί στους επαγγελματικούς χώρους. Και είναι εντυπωσιακό το ότι η συζήτηση γίνεται μόνο για την αποζημίωση του χαμένου εισοδήματος των επαγγελματιών αλλά δεν προβλέπεται τίποτα για τη βελτίωση του εξαερισμού των χώρων τους, ώστε να αντεπεξέλθουν αυτοί καλύτερα στη νέα πραγματικότητα, όπως διαμορφώνεται από την πανδημία.
Αρκετοί οδοντίατροι στην Αγγλία – πιθανολογώ και σε άλλες χώρες – έχουν προχωρήσει στην αγορά μηχανημάτων που φιλτράρουν τον αέρα και παρέχουν εγγυημένη προστασία από τους κορονοϊούς (και γενικά από τους ιούς και τα μικρόβια) φιλτράροντας και ιονίζοντας αποτελεσματικά τα ιατρεία. Τα μηχανήματα αυτά φέρουν την έγκριση του αγγλικού NHS και κοστίζουν περίπου 900 λίρες η μονάδα. Είναι φορητά και καλύπτουν 25τμ περίπου το καθένα.
Το ερώτημα είναι αφού αυτά τα μηχανήματα θεωρούνται ασφαλή για τους ιατρικούς χώρους, γιατί να μην χρησιμοποιηθούν και σε άλλους; Ίσως όχι για παράδειγμα από τα καφέ, αλλά από τη συντριπτική πλειοψηφία των μικρο-επαγγελματιών που είτε θεωρούνται υψηλού ρίσκου (τα κουρεία πχ) είτε παρασύρονται από τη γενική απαγόρευση: οι περισσότεροι είναι χώροι 55-80τμ. Αυτό σημαίνει ότι με 2, 3 ή 4 τέτοιες μονάδες ανά περίπτωση, οι χώροι αυτοί θα μπορούσαν να καλυφθούν.
Δεν θα πρέπει να δημιουργηθούν εδώ εσφαλμένες εντυπώσεις. Μια τέτοια λύση προφανώς δεν είναι 100% αποτελεσματική και έχει προϋποθέσεις. Αλλά αν μια πρακτική μπορεί να μειώνει το ρίσκο, αν υπάρχει τρόπος να μειωθεί σε μεγάλο βαθμό το ιικό φορτίο σε έναν κλειστό χώρο, τότε με συνδυασμό μέτρων μπορεί να λειτουργήσει ως μεσοπρόθεσμη λύση. Με μάσκα, με περιορισμένο κοινό και τέτοιου είδους μηχανήματα πολλά από τα καταστήματα (ειδικά τα μικρότερα: μανικιούρ, καταστήματα δώρων, βιβλιοπωλεία, κουρεία, μικρά καφέ ίσως, κα) θα μπορούσαν να παραμείνουν ανοιχτά και να αμβλύνουν τις οικονομικές επιπτώσεις.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτά τα μηχανήματα. Είναι και τα υπάρχοντα κλιματιστικά, εκείνα που ανακυκλώνουν μόνο τον αέρα εντός του χώρου, χωρίς εξωτερικές μονάδες. Αυτά πρέπει να αντικατασταθούν όπου είναι δυνατό, καθώς επιτείνουν το πρόβλημα του σωστού εξαερισμού, ειδικά μέσα σε γραφεία, όπου η εγκατάσταση μεγάλων μονάδων με ειδικά φίλτρα δεν είναι δυνατή. Πρόκειται για ένα ζήτημα που θα έπρεπε να έχει απασχολήσει από πέρυσι χώρες όπως η Ελλάδα. Παρότι είναι γνωστό ότι μεγάλες εταιρίες το έχουν ήδη κάνει, κανείς δεν φαίνεται να προτείνει μια γενικότερη εφαρμογή.
Μπορεί κανείς να προσθέσει εδώ την εμπειρία του πρόσφατου παρελθόντος, έστω και από κάτι βλαβερό όπως το κάπνισμα σε κλειστούς χώρους. Γνωρίζουμε ότι ισχυρά συστήματα εξαερισμού βελτίωναν την ποιότητα του αέρα και ίσως θα πρέπει να επαναφέρουμε αυτά τα συστήματα, όχι μόνο για την παρούσα κατάσταση. Αν σήμερα υπήρχαν αυτά τα συστήματα, ίσως ένα κομμάτι της εστίασης να μπορούσε να λειτουργήσει. Φυσικά, δεν μπορούμε να κλαίμε πάνω από παλιές αποφάσεις (που οπωσδήποτε καλώς πάρθηκαν), αλλά μπορούμε να μάθουμε από αυτές: γιατί μια παλιά δοκιμασμένη ιδέα να μην έχει εφαρμογή στο σήμερα; Κάποιοι χώροι εξακολουθούν να έχουν τέτοια συστήματα. Γιατί αυτοί οι χώροι να θεωρούνται ίδιοι με όσους δεν έχουν ή γιατί να μην μπορούν να αναβαθμίσουν τα συστήματά τους και να λειτουργήσουν, εφόσον αυτό μπορεί να αποδειχθεί αποδοτικό;
Βλέποντας ότι ήδη αρκετοί επιστήμονες προβλέπουν ότι θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με ανάλογες πανδημίες στο μέλλον είμαστε υποχρεωμένοι να κοιτάξουμε μπροστά και να εξερευνήσουμε πιθανές λύσεις.
Η χρηματοδότηση θα μπορούσε να γίνει από το πακέτο στήριξη της ΕΕ μέσω τραπεζικών άτοκων δανείων αποκλειστικά για την εγκατάσταση τέτοιων μονάδων. Το κράτος και ο επαγγελματίας θα μπορούσαν να συμμετέχουν με ένα μερίδιο δαπάνης το οποίο μπορεί να εκπίπτει φορολογικά. Μια μορφή δανειοδότησης δηλαδή που έχει ξαναχρησιμοποιηθεί, πχ για την ενεργειακή αναβάθμιση των κατοικιών.
Φυσικά όλα τα παραπάνω είναι απλώς μια ιδέα. Δεν έχω την εξειδίκευση, ούτε προτίθεμαι να αντικαταστήσω τους ειδικούς οι οποίοι μπορούν να εξηγήσουν γιατί μια τέτοια ιδέα ίσως να είναι λάθος, ή μπορεί όντως να έχει πρακτική εφαρμογή στην αντιμετώπιση του κορονοϊού όσον αφορά τους επαγγελματικούς χώρους.
Άλλο όμως είναι το ζήτημα.
Γιατί δεν γίνεται αυτή η συζήτηση; Γιατί ένα χρόνο με πανδημία μένουμε απλώς στη μάσκα, το αντισηπτικό και το κλείσιμο και δεν πάμε ένα βήμα παρακάτω, να μιλήσουμε για τη βελτίωση των επαγγελματικών χώρων;
Αν – όπως φαίνεται ήδη – ο covid19 ήρθε εδώ για να μείνει και να γίνει εποχικός, η συζήτηση πρέπει να είναι πλέον όχι αν θα μένουν κλειστοί οι επαγγελματικοί χώροι κάθε φορά που θα ενσκήπτει μια νέα έξαρση του, αλλά με τι μέσα και με ποιον όσο το δυνατό πιο ασφαλή τρόπο θα εξακολουθήσουν να λειτουργούν παρά τον κορωνοϊό.
* Ο Χρήστος Μαυρόγιαννης είναι Γενικός Γραμματέας της Φιλελεύθερης Συμμαχίας.